Κουβέρτες στο μπαλκόνι της κρέμασε ν’ αεριστούνε.
Στεκόμουν και τους έλεγα και τις παρακαλούσα
για του κορμιού της τις κρυφές τις χάρες να μου ειπούνε-
για όσα ντύνουν το κορμί, γυμνό σαν είναι, λούσα.
«Πράμα ζητάς αδύνατο φτωχέ μου ερωτεμένε.
Να πουν κεράκια του ηλιού το λαμπροφώς μπορούνε;
Τη δυστυχιά μπορούν να πούν τα μάτια όσο κι αν κλαίνε;
Το μεγαλείο του θεού ψαλμοί να δι’γηθούνε;
Τα μάγια και τα θάματα που στο κορμί της δένουν,
όσα πολλά κι αν στόμα ειπεί, τρανά κι αν χείλι ψάλει,
μικρά γινόνται τα τρανά και τα πολλά λιγαίνουν-
ανείπωτ’ ειν’ η ομορφιά στο σώμα αυτό που θάλλει.
Μονάχα αν κάτω από μας γλυκοβρεθείς μαζί της
τ’ άγια θα βρεις και τα ιερά που κλει’ τ’ αβρό κορμί της.»
Στεκόμουν και τους έλεγα και τις παρακαλούσα
για του κορμιού της τις κρυφές τις χάρες να μου ειπούνε-
για όσα ντύνουν το κορμί, γυμνό σαν είναι, λούσα.
«Πράμα ζητάς αδύνατο φτωχέ μου ερωτεμένε.
Να πουν κεράκια του ηλιού το λαμπροφώς μπορούνε;
Τη δυστυχιά μπορούν να πούν τα μάτια όσο κι αν κλαίνε;
Το μεγαλείο του θεού ψαλμοί να δι’γηθούνε;
Τα μάγια και τα θάματα που στο κορμί της δένουν,
όσα πολλά κι αν στόμα ειπεί, τρανά κι αν χείλι ψάλει,
μικρά γινόνται τα τρανά και τα πολλά λιγαίνουν-
ανείπωτ’ ειν’ η ομορφιά στο σώμα αυτό που θάλλει.
Μονάχα αν κάτω από μας γλυκοβρεθείς μαζί της
τ’ άγια θα βρεις και τα ιερά που κλει’ τ’ αβρό κορμί της.»