Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2018

Κουβέρτες στο μπαλκόνι της κρέμασε ν’ αεριστούνε.
Στεκόμουν και τους έλεγα και τις παρακαλούσα
για του κορμιού της τις κρυφές τις χάρες να μου ειπούνε-
για όσα ντύνουν το κορμί, γυμνό σαν είναι, λούσα.

«Πράμα ζητάς αδύνατο φτωχέ μου ερωτεμένε.
Να πουν κεράκια του ηλιού το λαμπροφώς μπορούνε;
Τη δυστυχιά μπορούν να πούν τα μάτια όσο κι αν κλαίνε;
Το μεγαλείο του θεού ψαλμοί να δι’γηθούνε;

Τα μάγια και τα θάματα που στο κορμί της δένουν,
όσα πολλά κι αν στόμα ειπεί, τρανά κι αν χείλι ψάλει,
μικρά γινόνται τα τρανά και τα πολλά λιγαίνουν-
ανείπωτ’ ειν’ η ομορφιά στο σώμα αυτό που θάλλει.

Μονάχα αν κάτω από μας γλυκοβρεθείς μαζί της
τ’ άγια θα βρεις και τα ιερά που κλει’ τ’ αβρό κορμί της.»