Κυριακή 6 Ιουλίου 2025

 Ο ΑΓΓΕΛΟΣ

Πέρασαν χρόνια κι άλλα χρόνια.
Ο άγγελος ήρθε
Με τα τεράστια κρυστάλλινα φτερά του
Όπως περνάει την άλλη μέρα ο γιατρός να δει τον άρρωστο.
Κι αλαφροπέταγε κατ’ απ’ τα σύννεφα.
Πρώτος τον άγγελο τον είδε ο γεωργός.
Κι έτρεξε και το μήνυσε στην πόλη.
Βγήκανε όλοι από τα σπίτια τους και ξεχυθήκανε στους δρόμους.
Η αστυνομία τα ’χε χαμένα.
Η τάξη είχε διασαλευτεί.
Και "Ήρθε! δε μάς ξέχασε", ακουγες.
Η: "Δεν τον περίμενα έτσι. Πολύ απόμακρος".

Όταν κι o τελευταίος πολίτης βγήκε έξω
ο άγγελος εστάθηκε.
Και φαίνονταν το στόμα του το διάφανο που ανοιγόκλεινε καθώς μιλούσε.
Και είπε:
«Και μεις ακόμα νιώθουμε χαρά
όταν το δημιούργημά μας προοδεύει."
Και ακουγόταν η φωνή του αντηχώντας στον ουράνιο θόλο.
«Χτες ακόμα σας εγέννησε ο νους μου
πάνω στην πέτρα που επέταξα ψηλά,
παίζοντας, στην αυλή μου.

Τον ήλιο έφτιαξα να σας φωτά
Και για να υποψιαζόσαστε το μεγαλείο
έβαλα πάνω σας τ’ αστέρια,
στη φούχτα μου πιάνοντας και πετώντας λίγην άμμο
με του πάθους μου το φλόγινο το χέρι-
και σε μας τους άγγελους κάποιες φορές αρέσει το παιχνίδι…"

Και γέλασε.
Κι ένα αντιβούισμα γλυκόηχο τ’ αυτιά έτερψε των ανθρώπων.
"Και χαίρομαι να βλέπω ότι παίζετε κι εσείς
παιδιά και σεις δικά μου ευτυχισμένα.
Σπιτάκια χτίζετε
τραινάκια φτιάχνετε
αεροπλανάκια,
ζώα μεγαλώνετε ώστε να μην κοπιάζετε κυνηγώντας τα.
Βλέπω καλά χρησιμοποιήσατε το νου σας-
Μικροί άγγελοι κι εσείς ευτυχισμένοι».

Και τα κρυστάλλινα τρεμίσανε φτερά, καθώς τοιμάζονταν και πάλι να πετάξουν.

"Παίξτε λοιπόν παιχνίδια μου αγαπητά.
Ζήστε τη λίγη σας ζωή.
Γελάστε.
Ο ήλιος άσβηστος πάντοτε θα ’ναι.
Κι έχει στροφές η πέτρα μου πολλές να πάρει ακόμα
Στροφές τόσες, που φορές πολλές
θα ξαναγίνουν τα ίδια και τα ίδια πάλι,
που τόσο βαρετά θα σας φανούν στο τέλος
που θα πείτε:
"Ω! Νου Δημιουργέ μας-Αγγελέ μας. Πάρε τη σκέψη σου από μας.
Να σβήσουμε… να πάμε… να χαθούμε…"
Παίξτε! Χαρείτε!
Και τη μορφή μου όταν σμικρύνοντας ξανάρθω-Αύριο, Μεθαύριο, όταν θελήσω,
εύχομαι ίδια ευτυχισμένα να σας δω".

Και τα φτερά πετάρισαν έτοιμα να πετάξουν.
Μυριόστομη ακούστη τότε η κραυγή απ’ το συγκεντρωμένο πλήθος:
«Μη φεύγεις. Όχι. Στάσου! Σε χρειαζόμαστε."
Στάθηκε.
"Με χρειαζόσαστε; Τί θέλετε από μένα; Κάτι δεν σας έδωσα;"
"Λυπήσου μας-πεινάμε".
"Πεινάτε; Μα άφθονη σας έδωσα τροφή.
Τι είναι είναι που των ανθρώπων την τροφή στερεί;»
"Δεν είναι άλλα ζώα είτε φυτά
 Μα ειν’ άλλοι άνθρωποι.»
"Ανθρωποι την τροφή στερούν του ανθρώπου;  Εξηγήστε μου.»
"Άνθρωποι άλλοι-ναι! Οι πλούσιοι!"
"Τ’ είναι οι πλούσιοι;"
"Εκείνοι που ‘χουνε το χρήμα".
"Και τ’ είναι χρήμα;"
«Μέσο ανταλλαγής στην αγορά των προϊόντων και στο πούλημά τους"
"Γιατί θα πρέπει ν’ αγοράζετε και να πουλάτε;
Δεν εμπορούσατε να τρώτε φρούτα;
Ζώα να σκοτώνετε;
Η' απ’ τη γη να μασουλάτε ρίζες;"

"Μας είπαν πως το εμπόριο είναι πρόοδος.
Μας το ’παν όσοι να πουλήσουν είχαν.
Μας το ΄πανε αυτοί που φτιάξανε το χρήμα.
Οι πλούσιοι-
Αυτοί είναι που μας κλέβουν το φαΐ μας και πεινάμε»
"Χέρια σας έδωσα. Σκοτώστε τους πλούσιους".
"Εχουν τα όπλα. Είναι oι δυνατοί. Θα μας συντρίψουν.»
"Σκοτώστε τους πλούσιους. Το αίμα τους
χύστε".
«Εχουν λακέδες. Μπράβους πουλημένους. Θα μας πολεμήσουν.”
"Χύστε το αίμα-το αίμα των πλούσιων!»
"Θα πέσουνε πολλά κορμιά. Θ’ αποδεκατιστούμε"
«Το αίμα χύστε-το αίμα των πλούσιων!»
"Θρήνους και γόους θα γεμίσει η γη.»
«Αφανίστε τους! Μη μείνει ουτ’ ένας! Ουτ’ ένας! Ουτ’ ένας! Αίμα! Αίμα! Αίμα και πάλι αίμα!"
«Μας λένε πως αυτό είναι Πρόοδος…"
«Αίμα! Αίμα! Αίμα!»
«Μας λένε πως αυτό ειν' Ελευθερία…"
"Αίμα! Αίμα! Αίμα!"
"Μας λένε πως αυτό είναι Δικιοσύνη»
"Αίμα! Αίμα! Αίμα!"

Ακούγοντας αυτά oι πλούσιοι
διάταξαν τους χωροφυλάκους ν’ ανοίξουν τα μεγάφωνα ως το τέρμα
τα λόγια να σκεπάσουν του άγγελου.
Και λέγανε: "Κλείστε τ’ αυτιά σας. Δεν ειν’ ο άγγελος αυτός. Διαλυθείτε"
Μα τότε τρομερή η φωνή του άγγελου εγίνη,
που οι φτωχοί εχαίρονταν ν’ ακούνε
και κατατρόμαξε τους μισητούς.
Και φύγαν όλοι εκείνοι και κρυφτήκανε (πού να κρυφτούν από τον άγγελο…)
Και χώθηκαν στα σπίτια τους
σαν κιόλας να ’βλεπαν το αίμα των φτωχών-άλλη του άγγελου φωνή-να τους πνίγει.
"Χέρια σάς έδωσα- Αίμα! Σκοτώστε τους πλούσιους! Αφανίστε τους από τη γη! Εγώ σάς έπλασα για να ευτυχείτε!"
"Αγγελε, μας λες να βάψουμε τα χέρια μας στο αίμα;"
"Σας λέω τον μόνο δρόμο για την ευτυχία σας. Σάς ζητώ, παιδιά μου εσείς, παιδιά μου να σκοτώστε-και ρωτάτε ακόμα;
Βλέπω μαχαίρια έχετε που κόβετε ψωμί.
Αδράξτε τα και κόψτε το λαιμό αυτών που σάς το παίρνουν.
Τη σωτηρία σας φέρνω: Λεπίδι στων πλούσιων τους λαιμούς!
Τους είδατε πώς κρύφτηκαν.
Εσάς φοβήθηκαν.
Όχι εμένα.
Εμπρός: ουτ’ ένας να μη μείνει!
Θέλω στα χέρια σας να δω μαχαίρια!"

Και τα χέρια των φτωχών εγέμισαν μαχαίρια
και η ματιά τους θάνατο.
Κι ένας κουτός φτωχός, σήκωσε τη φωνή του:
"To ψέμα και το άδικο να βλέπω δεν μπορώ. Άγγελε, σε κοροΐδεύουν όλοι αυτοί.
Ψωμί όλοι έχουμε να φάμε.
Μάς λείπει μόνον η χαρά".
Κι ακούστηκε για τελευταία φορά η φωνή του άγγελου:
«Το πρώτο το λαρύγγι που θα κόφτε
Του άμυαλου αυτού θέλω να είναι».
Κι ως να το πει, εκόπη το λαρύγγι.
Κατόπιν οι φτωχοί
Για τα σπίτια εκίνησαν των πλούσιων.
Ψηλά
ο άγγελος φτερούγισε και χάθηκε.
Κανείς δεν το κατάλαβε γιατί ο νους τους όλος
ήταν,
του άγγελου το θέλω ακολουθώντας
στα σπίτια να ’μπουν των πλουσίων.

Και βάδισαν με βήμα σταθερό.
Οπλισμένοι και για όλα έτοιμοι!