Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2024

 MIA BOΛTA ME TON ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ
(στο άγαλμά του της Τρίπολης)

Κώστα Καρυωτάκη, Γιώργης Χολιαστός.
Με ξέρεις βέβαια καλά,
μα για την ιστορία
είναι αναγκαίες οι συστάσεις.
Τον ενικό μου επιτρέπεις.
Δεκαετίες μαζί. Ύστερα
έτσι μιλώ και στην ψυχή μου.

Απόψε λέω είναι καλά να κουβεντιάσουμε οι δυο μας
έτσι που γέρνει το φεγγάρι επάνω μας
λαμπρό και κατανόηση γεμάτο.
Να μπούμε λέω μες στης Τρίπολης τους δρόμους
να σουλατσάρουμε
αθέατοι έτσι καθώς θα 'μαστε απ' τους άλλους.
Μόνο που τ' αυτοκίνητα θα πρέπει να προσέχουμε,
καθώς εκείνα,
όπως κι οι άνθρωποι εδώ
δεν ξέρουν πού πηγαίνουν.
Βλέπω και συ απόψε
έτοιμος να κατέβεις είσαι από το βάθρο σου
και να ξανάμπεις μες στον κόσμο,
Ίσως αυτή του Αυγούστου η εσπέρα
φταίει για των δυο μας την ανάγκη για παρέα.
Μα όπως να 'ναι,
έλα, έτσι μισός-
τι μισός, το ένα πέμπτο σου θα πω-,
έλα και σου δανείζω
ό,τι σου λείπει από κορμί και πόδια-
για να μπορέσεις να βαδίζεις.
Έλα λοιπόν για λίγο και το βήμα να ταιριάξουμε,
και όχι όπως κάνουμε ως τα τώρα μονάχα των γραφτών μας τις σειρές.
Και να μιλήσουμε,
δια ζώσης όπως λένε
και όχι μοναχά με τα γραφτά μας.

Εμπρός,
έλα, να σε βοηθήσω...
Πιάσ' to χέρι μου...
ζεστόν σε βλέπω,
Μα και βέβαια-τι λέω, εσύ δεν πέθανες.
Έλα λοπόν, πάμε να δεις τη νέα Τρίπολη
ίδια όπως ακριβώς την ήξερες.
Πρόσεξε.,.αυτή την πέτρα...
Μην πέσεις κι έχουμε αίματα και πόνους-
αρκετά πονέσαμε οι δυο μας.
Της πόλης τα πολιτικά,
καλλίτερα να μην τα πιάσουμε-
χειρότερα είναι απ' ό,τι τα 'ξερες-κλεψιά,
προώθηση των αλαφρών.
Η αριστοκρατία του χρήματος μας κυβερνάει
που θα πει μας τυραννάει και μας σκοτώνει.
Τα ποιητικά μας;
πιο χειρότερα.
Αλλά για τι άλλο να σου έλεγα
παρά για τα ποιητικά-τι άλλο
θα εδεχόσουνα και συ ν' ακούσεις
όπως κι εγώ να σου ειπώ;
Και τι να λεγαμε;
Μη για τους πόθους μας;
Όλοι και πάντοτε ανικανοποίητοι.
Αυτό το ξέρεις απ' τον εαυτό σου.
Μπορεί κι αυτό να είναι όλο κι όλο η ζωή:
ένα σεργιάνισμα στο φως των πόθων,
ίσα να δούμε το τι χάνουμε
αν εκεινούς δεν είχαμε να μας συνθλίβουν.
Εσύ την είδες στην ουσία της τη ζωή
και δεν το θέλησες-
κι ας λεν πως δεν ΤΟ μπορούσες-
να ξεγελάσεις τον εαυτό σου.
Και πια,
το μπιστόλι!
Αλήθεια οι μωροί μόνον ειν' αισιόδοξοι.
Κανείς και σήμερα το βλέπει
σ' όλες αυτές τις φάτσες όπου χάσκουν γύρω μας
σαν να πηγαίνουνε σε γάμο
ενώ μία κηδεία τους περιμένει.
Μα και σ' αυτήνε να υπήρχε ένας σκοπός...
Ως για το σπίτι σου, καλλίτερα να μην περάσουμε από κει-
κι απογοητευτείς: Πανεπιστήμιο το 'καναν.
Τύφλα και σκότος βασιλεύει
εκεί που μάτι άνοιξες εσύ στο φως.

Λοιπόν
να ήσουνα από μια μεριά να έβλεπες
το χάλι που έχει πέσει
και ποιητικά η Τρίπολη!..
Ξέρεις, όταν μας έφυγες,
σε γράψανε και σένα τριπολίτη.
Άρκεσε του πατέρα σου μετάθεση μια εδώ,
ώστε όταν πως μεγάλος είσαι κάποιοι εκατάλαβαν,
είδαν ετούτοι τα χαρτιά τους
κι αρχίσανε μετά να λένε πως η Τρίπολη
μαζί με τις πατάτες και τα τούβλα
βγάζει και ποιητές.
Βλέπεις πατρίδα θεωρείται ο τόπος γέννησης.
Είναι όπως σε βαφτίζουν χριστιανό
χωρίς να σε ρωτήσουν.
Άστα...
Σε γράψανε λοιπόν κι εσένα τριπολίτη.
Κι ας γράφεις συ όλους αυτούς
εκεί μελάνι που δεν παίρνει,
αυτοί πως τριπολίτης είσαι ορκίζονται
(δέκα τουρίστες παραπάνω
δεν είναι δα και λίγο).
Κι αν τους ρωτήσεις τι ήτανε ο Καρυωτάκης, άλλος θα πει
πως ήσουν ποδοσφαιριστής,
άλλος γιατρός ή εφευρετης θ' απαντήσουνε.
Πάλι μπορεί και μερικοί τη χάρη να σου κάνουν,
να πλησιάσουν κάπως και να πούνε: μουσικός.
Κι ακόμα ούτε στιγμή δεν τους περνάει από το νου
πως αν γεννιόσουνα στην Πρέβεζα
και σε μετάθεταν εδώ,
εδώ είναι που θ' αυτοκτονούσες.
Ξέρεις,
δώσανε Νόμπελ στον Σεφέρη
και στον Ελύτη-τα παιδιά σου
που τον στραβό επήραν δρόμο:
ο ένας να ζητάει στ' αγάλματα το φως
κι ο άλλος στο Αιγαίο.
Φτηνοί κι οι δυο τους.
Δοσμένοι στον ελληνισμό.
Λες και αυτό είναι το ζητούμενο.
Εβρήκαν και ξελαρυγγιάστηκαν να τραγουδάν
κάτι που πρέπει του να ξεχαστεί.
Γύρισαν πίσω από κει που εσύ τους πήγες.
Δεν τόλμησαν να πέσουν μες στο βάραθρο,
μα κι ούτε
την ατολμία τους να ομολογήσουν.
Οπισθοχώρησαν.
Γι αυτό και τους τιμήσαν:
-γιατί ό,τ’ είδανε δεν το 'παν.
Αν εμιλούσαν
ένα μπιστόλι τους περίμενε κι αυτούς
μες απ' τα λόγια τους βγαλμένο.
Οπισθοχώρησαν.
Ας τους θυμόμαστε γι αυτό.
Μα κι ολοι οι ποιητές μας οι μετά από σένα
τα γραφτά σου αναμασούν. Τα παίρνουν,
τα ξεδιπλώνουνε, βρίσκουν καμία
πτυχή που λίγο αδούλευτη τους μοιάζει,
και τότε το ύφασμα τεντώνουνε όσο παίρνει
(oi άπειροι το σχίζουν)
και αναπτύσσουν το μισόφωτο που βρήκαν.
Δεν είναι κατηγόρια αυτή.
Όλοι έτσι κάνουνε.
Αυτή ειν' η ποίηση και όλα της εσύ τα είπες.
Τί άλλο να 'λεγε κανείς.
Α! Οι κακόμοιροι ποιητές μας
που προχωράνε αντάμα με την ποίηση,
γερά κρατώντας την από το χέρι,
και σπαταλούν στα πλήθη ωραία λόγια
για την κοπέλα που σα νύφη κουβαλούν,
και πια
σαν κάποτε γυρίσουνε και δούνε τι κρατούν,
δε βλέπουν τίποτα. Μόνο ένα ξωτικό
με αρχαίο κρανίο,
με άσαρκο κορμί,
με συννεφένιο φόρεμα,
που πίσω απ' αυτούς στεκάμενο,
εκεί που εκείνοι δεν κοιτάζουν,
μιμούμενο τις θεατρικές κινήσεις τους
σαρκαστικά γελάει.

Η Ποίηση-ένα φάντασμα...

Να, εδώ η Κάρτσοβα που πήγαινες μικρός,
να η Νομαρχία που σκοτώνει ποιητές,
να και τα παραρτήματα των υπουργείων
μικροί εκτελεστές των εντολών της κλίκας
κι ένθερμοι του λαού εκτελεστές.

Εδώ ειν' η τηλεόραση,
μια νέα εφεύρεση.
Ιέρεια της αμάθειας.
Εκεί που το πανεπιστήμιο σταματάει,
πρόθυμα αυτή στο στράβωμα
βοηθάει των ανθρώπων.
Ξέρεις,
αν Καρυωτάκη,
εσύ δεν ήσουνα στην Τρίπολη,
θα είχα φύγει.
Όπως παντού πάνω στη γη για σένα
ίδια κλειστές για μένα
όλες οι πόρτες κι όλες οι ψυχές.
Και ξέρεις,
όχι οι καημένες ότι δε μας θέλουνε,
μα ούτε ξέρουν πως υπάρχουμε.
Μα έτσι κι αλλιώς
δε θέλουν ποιητές εδώ.
Ή κι ίσως να μη θέλουνε ανοιχτόμυαλους ανθρώπους-
μα τι, τo ίδιο αυτά τα δυο δεν είναι;
Κλειστή κι η Ρωρερκάρ και η Ιωάννα.
Ξέρεις. Μιλάω για γυναίκες.
Τα πλάσματα που καταστρέφουν τις ζωές μας.

Η Ιωάννα,
το ερζάτς Εκείνης, πoυ προετοίμαζα, φλερτάρει εμπρός μου με τον καπετάνιο
και κάθε τέτοια ελπίδα μου σκοτώνει.

Η Ρωρερκάρ,
αν είναι να μου δώσει κάτι κάποτε,
στα τρία μέτρα πρώτα θα με στήσει
«Πιάστο!» λέγοντάς μου
ενώ μου το πετά.
Ύστερα, πρέπει εγώ κρυφά να πάω μέχρι το σπίτι της,
να υποθέσω πράγματα που έχει ακουμπήσει,
και να τ' αγγίξω με το χέρι μου-
την κουπαστή της σκάλας που ανεβαίνει,
το πόμολο της πόρτας της,
το κουμπί του ηλεκτρικού...
Έτσι καταφέρνω κι επιζώ,
Και γιατί να ζήσω;
Από περιέργεια. Είναι που θέλω
πέρα να προχωρήσω από κει που εσύ σταμάτησες.
Να πάω την οδύνη σου πιo πέρα,
και να ιδώ
ποιο θα 'ναι τάχατες το τέλος
που μόνο του έρχεται-
που ένα μπιστόλι ή σκοινί ένα δεν το φέρνουν.
Είναι να δω πού θα με πάει τούτη η θάλασσα-
κάπου αν πράγματι μας πάει
και αν δεν είναι ιδέα μας πως προχωράμε.
Είναι να δω πού όλα τούτα βγάζουν τα φριχτά,
σαν τίποτα να τα δεχτεί δεν είναι.
Ενώ εσύ δεν συμβιβάστηκες ποτέ με τέτοια.
Ήθελες τη γυναίκα,
δεν την είχες,
θάνατος.
Πώς το 'χες πει..."...ανυποψίαστα, μηδενικά
πλάσματα και γι αυτό προνομιούχα..."
Προνομιούχα. Ναι. Προνομιούχα. Έτσι ταιριάζει.
(Και τι άλλο από ένα "έτσι ταιριάζει"
η καταξίωση της ποίησης ειναι;)
Πού να 'ξεραν όλες αυτές
πως μυριοευχαριστώντας τες εμείς
του θαυμασμού μας το καρβέλι θ' ανταλλάζαμε
με λίγα ψίχουλα έρωτα απ' αυτά που μένουν
απ' το ερωτικό τραπέζι τους με όποιους κι όσους άλλους...

Εδώ, δίπλα από τα περίπτερα
που τοπικές πουλάν εφημερίδες,
βλέπεις αυτούς τους μικροπωλητές;
Διαθέτουν σακουλάκια
για το που οι στίχοι κάποιων στιχουργών
φέρνουνε ξέρασμα
(τον ευεργέτη τους τιμώντας
κριμποσακούλες τις ονόμασαν)
που "καταπληκτικοί" βαφτίζονται και που καταχειροκροτούνται.

Εκεί να δεις τη φτερωτή την ποίηση με οδοστρωτήρα πατημένη χάμου!
Μα λίγοι αγοράζουνε σακούλες-
κι αυτοί δεν είναι βέβαια οι χειροκροτητές.
Όμως οι λίγοι αυτοί που αγοράζουνε
τόσες πολλές χρειάζονται,
που όλες πουλιούνται οι χρήσιμές μας σακουλίτσες.

Διαβάζω που σε λένε μισογύνη και καγχάζω
Καρυωτάκη.
Εσένα,
που η γυναίκα θα 'τανε αν σου ερχόνταν
μόνιμη ζωοδότρα ευεργεσία.
Εσένα,
που η γυναίκα θα 'τανε η απάντηση
στις απορίες σου όλες.
Εσένα,
που η γυναίκα θεός σου ήταν.
Μισογύνης!.. Χίλιοι Θεοί!
Μα από την άλλη τους δικαιολογώ:
κανένας τους να νιώσει δεν μπορεί –
και πώς αλήθεια- όταν σε κείνον δε συμβαίνει,
ότι το μίσος είν' η αγάπη που εβγήκε γελασμένη.

Δεν ξέρω αληθινά τι να υποθέσω-
καλλίτερα ήτανε για σένα που έγινες
ένας μεγάλος ποιητής, ή κάλλιο
θα ήτανε να είχες ευτυχήσει;
Και όταν κάποιος βέβαια ευτυχεί
δεν έχει λόγο πλέον για να γράφει
ούτε με πίκρας ποταμούς (πού να την έβρισκε;)
άσπρα χαρτιά να μουντζουρώνει.

Εμένα, Καρυωτάκη,
μ’ αρέσει έτσι που γίνηκε με σένα΄
ίσως σκληρό να το ειπώ, αλλά μ' αρέσει.
Γιατί έχω τώρα έναν σύντροφο.
Γιατί να ιδώ σα θέλω κι άλλον κάποιονε
ίδια με μένα να υποφέρει
δεν τρέχω σε καθρέφτη που πληγώνει πάλι
μα το βιβλίο σου ανοίγω.

…Μήπως κουράστηκες να περπατάς;
 …ξέρω, μα έτσι ερώτησα, από ευγένεια…

Βλέπεις το κτίριο αυτό;
Μαλλιαροπούλειο.
Υπήρχε από τότε;
Κι επρόλαβες απέναντί του τα ψαράδικα;
Λέω αν τα πρόλαβες όταν πρωτόγιναν'
γιατί εγώ τα πρόλαβα πριν τα γκρεμίσουν.
Μανία μας να προλαβαίνουμε πάντοτε κάτι
έστω κι αν πριν καλά καλά το δούμε
αυτό μας έχει προσπεράσει...
Όπως η ποιηση μας προσπερνάει-
παναπεί
έχει, προτού τη γράψουμε, κιόλας χαθεί.
Γι αυτό και υπάρχει όμως βέβαια-
όλο μπροστά μας τηνε βρισκουμε.
Σ όποιον λέω έτσι,
να με αντικρούσει επιχειρεί
με το παράδειγμα του Όμηρου,
που αιώνες τόσους διαρκεί.
Ας ειν' καλά ο καπιταλισμός
που συντηρεί,
αναγεννώντας κάθε τόσο ό,τι τον τρέφει.

Μήπως κρυώνεις να σου δώσω το σακάκι μου;
Εδώ, στην Τρίπολη,
εδώ το κρύο ειν' όλο μαζεμένο. Μες στις ψυχές,
μες στα κρυφά των γυναικών τα κοίλα,
και μες στων ποιητών της τα γραφτά.
"Των ποιητών της" είπα. Και να εδώ,
ο σύλλογος αρκάδων ποιητών.
Ποιον να κρατήσεις-ποιόνε να πετάξεις από δαύτους.

Με πενίτσες που μόλις υπάρχουν
λερώνουνε χαρτιά,
μολύνουνε αυτιά
και συνειδήσεις παιδικές στρεβλώνουν.

Όλοι τους εκεί μέσα ούτε σαν έμβρυα
στην κοινωνία της ποίησης δεν υπάρχουν.
Τέρατα μάλλον μοιάζουν που όλα τους μαζί
κάποια Στιγμή Συνειδητή τα 'κλεισε μες στη γυάλα ενός συλλόγου.
Μόνο που ξέχασε να βάλει την ταμπέλλα:
"Να πώς δεν είναι οι ποιητές!". Κι ο όχλος-
άλλο που δε θέλει-
ξεγελιέται.

Στιχοπλόκοι της κακιάς ώρας.
Σαλτιμπάγκοι της ποίησης.
Τι να τα λέμε...
Και κάθε χρόνο βγαίνουνε από τη γυάλα τους
κι εκτίθενται στου Άρη την πλατεία και στην Τεγέα.
Έκθεση πραγματική…
Εκεί να δεις τα ωραία τους!.. Καθένας τους
σα να 'γραφε μια νέα Βίβλο,
μια νέα ωδή του Κάλβου
ή τις "αγάπες" σου,
έτσι κορδώνεται.
(Κι όσο για σάτιρα ούτε συζήτηση-
έγκλημα γι αυτούς μετράει. Αν ήσουν
και σήμερα έγραφες τις σάτιρές σου,
δε θα το γλίτωνες κι εσύ
στην Τρίπολη το ξύλο.
Όπως δεν το εγλίτωσα κι εγώ:
για ένα μου μόνον ποίημα σατιρικό
με ξυλοκόπησε ένας νοσοκόμος
μες στης Τεγέας το πανηγύρι.)

Και με αργυρώνητα βραβεία την ποιητική τους την ισχύ μετράνε,
καθώς με μπίλιες όταν ήμασταν μικροί μετρούσαμε του Κόσμου την αξία.
Αν ήσουνα κοντά τους
μ' ένα σου ποίημα όλους
θα τους τοποθετούσες
καθέναν στη μωρία και στην ανεθυθυνότητά του.
Και θα βρισκόμασταν στης Ιωάννας
για να πνιγόμασταν
μία στα γέλια για τις πρόστυχες τις αντιδράσεις τους,
και μία,
οικτροί μαζοχιστές,
μες στις πικρές τις λίμνες των ματιών,
(των ξένων μας),
της ανοικτίρμονης Ιωάννας.

Ζητάω πολλά, μου είπε κάποιος.
Μα αυτό είναι ποίηση: να ζητάς πολλά.
Αλλιώς
μες στη ζωή πέσε κι ωραία ζήσε.

Πώς θα 'θελα να έβρισκα έναν ίσο μου
και να κουβέντιαζα μαζί του!
Ή, ακόμα πιο καλά,
καλλίτερόν μου έναν,
θεό μου ολοζωής να τονε προσκυνάω!

Ρωτάω παντού στου Πέλοπα
το ανόσιο και ιερό νησί.
Μόνο κατά τον Πύργο δεν επήγα.
Τίποτα!
Όμως υπάρχει μία Πολυδούρη εδώ.
Χαμηλοπέταχτη.
Με τα φτερά της ανοιγμένα διάπλατα
γρήγορα ας ψηλανέβει,
το νόημα του στίχου της βαθαίνοντας.
Και το μπορεί και της αξίζει.

Κι ακόμα υπάρχει ένας λογοτέχνης.
Ο Γιώργος ο Μπακομιχάλης.
Αυτός θα του 'πρεπε παρέα μας εδώ να είναι,
Άξιος.
Μα η ζωή μακριά μας τον κρατεί.

Όταν κι εγώ θα σβήσω
μου τη φυλάς τη θέση δίπλα σου-
έτσι δεν είναι;-Καρυωτάκη;
Εκεί τα πράγματα θα είναι όπως τους πρέπει.
Αλλού πού να εταίριαζα;
Με τους συμβολιστες του κερατά
που κάνανε την ποίηση καλλιγραφία;
Όχι!
Πες την ψυχή σου ποιητή-
αυτή 'ναι η μόνη ποίηση!
Πες τον παλμό της Φύσης-
Ως κι εξωγήινοι θα σε νιώσουν!
Ρεαλισμός;
Καλά, κάτι θα πάρουμε από κει
να στηριχτούμε ίσα ίσα.
Μα κάτω κι ο ρεαλισμός.
Υπερρεαλισμός;
Απάτη μεγαλύτερη.
Mα τι όλο λέω;
Πες την ψυχή σου ποιητή!
Αυτή 'ναι η μόνη ποίηση!
Μα, λυρισμός;
Ναι, ναι και ναι!
Σε όλες τις μορφές του.
Τίποτ’ άλλο.

Με συγχωρείς φίλε καλέ. Καμιά φορά
σα να 'μαι μόνος μου μιλάω.
Εδώ είναι το σπίτι εγώ που μένω.
Εδώ ο δικός μου ο Γολγοθάς ανηφορίζει.
Σοφοκλέους τρία.
Εδώ ανοίχτηκα σε όλα.
Εδώ με κλείσανε απ' όλα.

…Αυτός εδώ ειν' ο όμιλος ο φιλοτεχνικός.
 Φέρνει συχνά κάτι γελοίους ομιλητές και ποιητές
που έχουν όνομα συχνακουγόμενο
μες στα πορνεία της λογοτεχνίας,
Καργάκους και Ιουλίτες για παράδειγμα…

Εικοσιέξη θέσεις μόνιμα είναι κρατημένες
για τους εικοσιέξη αγκαρεμένους ακροατές
που ακούν τις ψυχοφθόρες ομιλίες
και τους αστείους ποιητές.

Όσο για το λαό...ε...ξέρεις,
αυτός καθόλου δε μας νοιάζει.
Λιοντάρι που κοιμάται δεν ξυπνάς.
Αρκεί ο όμιλος ν' ακούγεται στους εικοσιέξη
γιατί απ' αυτούς και τρώει και υπάρχει.
Εξάλλου ο κύριος δήμαρχος
καθόλου κάτι τέτοιο δεν θα επικροτούσε.
Γι αυτόνε ο λαός παρίας ψηφοκουβαλητής.
Στων επωνύμων τις θελήσεις
είναι καιρός κόντρα να πάει σήμερα κανείς;..

Αμέ οι φυλλάδες τους;
Αν είναι κανας ντόπιος
αυτοαποκαλούμενος ποιητής,
εμετικός,
θα μπει χωρίς εξέταση άλλη-
και ποιος έχει τα κότσια να τον εξετάσει;
To ντόπιο να προβάλουνε
κι ας ειν' και σάπιο.
Αυτό ήτανε. Η φυλλάδα
υπηρετεί της εντοπιότητας το πνεύμα
κι η εντοπιότης τη φυλλάδα.
To όνομά της κυκλοφορεί,
το φύλλο της επίσης-
που είναι το ζητούμενο.

Κι ακόμα εχουμε και υποδήμαρχο "επί των πολιτιστικών".
Βαρύγδουπος ο τίτλος,
δε συμφωνείς; Κι αυτός αληθινά γερά πατάει
"επί" των πολιτιστικών
συνθλίβοντάς τα-
ένας επαρχιώτης οδοστρωτήρας αξιών.

Με άλλα "δρώμενα"-ναι, νέα λέξη, ηχηρή,
με άλλα δρώμενα λοιπόν
την πόλη του γεμίζει ο Δήμος-
καραγκιόζη,
θέατρα της κακιάς ώρας,
πανηγύρια,
μουσικές ανάλατες,
πανηγυράκια…
Θέλει καλή επιλογή "δρωμένων"
η αποβλάκωση των πολιτών
η από την Πολιτεία επιδοτούμενη.

Ως για την τηλεόραση και το ραδιόφωνο,
απ’ αυτά
μαγάρα η ποίηση θεωρείται
αφού ανούσιες θα λιγόστευε εκπομπές.
Ναι, ξέρω, σείς είχατε καφενεία
από συλλόγους κι από ομίλους σοβαρότερα,
Του Βασιλείου,
που με τη δύση πήγαινες του ηλίου,
ο Μαύρος Γάτος,
τα γραφεία του "Νουμά"…

Βλέπεις πώς φεύγει η ώρα με κουβέντα;
Γιατί να, φτάσαμε σιγά σιγά και πάλι στην πλατεία.
Κανείς δεν αντιλήφτηκε την απουσία σου.
Για τους νεκρούς ποιητές αδιαφορούνε-
τους ζωντανούς είναι που δεν ανέχονται.
Σε άσχημη εποχή έχω Καρυωτάκη γεννηθεί.
Να 'τανε τότε,
να 'μουνα σύγχρονός σου,
μπορεί να βγάζαμε μαζί περιοδικό κανένα
ή κάποια εφημερίδα ποιητική.
Ακόμα,
λέω,
ίσως να σε συντρόφευα ως την Πρέβεζα
και να μη σ' άφηνα να…μα ίσως πάλι
να έπειθες εσύ εμένα να σε ακολουθήσω...
ποιος ξέρει τι θα εγινόταν αν... εδώ δεν ξέρουμε
τούτη την ώρα που μιλάμε τι συμβαίνει…

Μα ξέρουμε με σιγουριά
πως πρέπει πάλι ν' ανεβείς στο βάθρο σου.

Ανάλαφρος που αιστάνθηκα!
Όχι που λίγο βάρος σάρκινο σου δάνεισα
παρά γιατί η ψυχή μου
μ’ έναν δικό της μίλησε
κι αλάφρωσε με την κουβέντα μου μαζί σου.
Όμως και σένα σαν να σου άρεσε μου μοιάζεις
που την πικρία σου για λίγο άφησες
κι έτσι χαρούμενα που αχνογελάς.

Δε θα 'θελα να σε κουράσω περισσότερο.
Η νύχτα έχει προχωρήσει.
Ας τους χαρίσουμε αυτές τις νύχτες,
παιχνίδια του ήλιου και του κύκλου γύρω του της γης
να τις γεμίσουν μ' όποια δύνανται βρωμιά.
Όμως η Νύχτα, η Σιωπή, η Απεραντοσύνη, η Αβυσσος,
αυτά για πάντοτε δικά μας είναι.
Κι εμείς δικοί τους.
To Άναρχο και το Αιώνιο μας ανήκει Καρυωτάκη-
σε μας που πάντοτε το φέρνουμε μαζί μας
φύλακα και στολίδι κι οδηγό.
Έλα,
δος μου τις σάρκες μου
να υποφέρω λίγο ακόμα
όσο το που με πάει όνειρο απαιτήσει.
Και συ,
Μεγάλε Πρωτοπόρε,
πάρε τη θέση σου και πάλι
στη Βούληση του Μέγα Ονειρευτή.
(Άριστος ξεναγός ο Σοπενάουερ,
σα ζούσαμε,
τι λες,
και για τους δυο μας…)

Βολεύτηκες;
Νιώθεις καλά;
Σ' ευχαριστώ.
Γρήγορα θα 'ρθω.
Καληνύχτα.