ΤΟ ΡΟΖ ΚΟΡΙΤΣΙ
(Όταν δούλευα βαφέας.
Ο Γκρέγκορυ ήταν το αφεντικό μου.
(L. A. CAL, 3 Μάρτη 1989)
Γυρίζαμε από μια δουλειά τόσο μικρή
που ακόμα ανέβαινε ο ήλιος.
Λίγα αυτοκίνητα στον ίσιο δρόμο
με τα μοντέρνα σπίτια και τους πλούσιους κήπους.
Ωραία δέντρα δεξιά κι αριστερά.
Η πάχνη μόλις η πρωινή είχε διαλυθεί.
Ο Γκρέγκορυ εσφύριζε χαρούμενα
Με το ’να μόνο χέρι οδηγώντας.
Τρέχαμε με τριάντα μίλλια και σκεφτόμασταν
πόσο ξεκούραστη αυτή θα ’ταν η μέρα.
Κι ενώ βρισκόμαστε στο πιο ψηλό σημείο
του Coldwater Canyon
στο δεξιό του δρόμου μέρος είδα ένα κορίτσι.
Ένα κορίτσι διάφανο. Κρυστάλλινο.
Ένα αλαβάστρινο μικρό κορίτσι
μ’ αντί για φλέβες μάρμαρου νερά
κι ερωτοτράγουδα στη θέση των ματιών.
Όταν το είδα
τα χέρια του ετύλιγαν τριγύρω στο κορμί
ένα μικρό, πλεχτό, γλυκό ροζ χρώμα σάλι
με το φουστάνι χρώμα ίδιο.
Τα πόδια δεν πατούσανε στη Γη.
Απ’ όνειρα φτιαγμένο το κορμί και από ρόδα-
Όνειρα ροδοκάμωτα και ρόδα ονειρεμένα.
Μια ύπαρξη που διάβηκε τα σύνορα του ωραίου
κι αιθέρια ήρθε κι άυλη κι εφάνηκε μπροστά μας.
Αφωνος τηνε κοίταζα και τήνε βλέπω ακόμα:
τη ροζ επιδερμίδα της, το ροζ μικρό της στόμα…
Βέβαια παραλογίστηκα.
Ένα παιχνίδι ήταν αυτό που ’πλασε η φαντασία.
Κορίτσι αυτό δεν ήτανε- μια οπτασία ήταν.
Κορίτσι αυτό δεν ήτανε-ήτανε πλάσμα ένα
που άπό ’να ροζ εξέφυγε ανθένιο παραμύθι.
Τέτοια κορίτσια ιδανικά η Φύση μας δεν πλάθει.
Όλα εξηγούνται έτσι δα.
Μία φευδαίσθηση ήταν
κι ένα ονείρεμα απ’ αυτά
που πλέκει κάποια ανάγκη.
Ήταν η ώρα πρόσφορη,
η μέρα ήταν εμπρός μου,
τα μάγια τους εφόρεσαν
οι πόθοι μου οι χρυσοί
και την αέρινη έπλασαν
και άυλη μορφή.
Βέβαια. Ή εξήγηση
δε γίνεται να ’ναι άλλη.
Τέτοια κορίτσια δεν μπορεί
να υπάρξουνε-αστείο
ένα παιχνίδι μου ’παιξε
ωραίο η φαντασία.
Το μόνο που στην άποψη
αυτήνε δεν ταιριάζει,
είναι που ο ήλιος άψυχος
την άγγιζε και κρύος,
κι όταν την άφηνε ήτανε
ζεστός κι ευτυχισμένος.