Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2024

 Ο ΜΠΑΝΤΑΒΟΣ

Μια φορά κι έναν καιρό
ήταν ένας μπανταβός
που επήγαινε δυο πίσω
κι ένα βήμα τράβαε μπρος.

Που όταν μοίραζαν χρυσό
κείνος χώμα εζητούσε
κι αντίς γλέντια και χαρές
λύπες μόνο αυτός τρυγούσε.

Που όταν ήταν να μετρήσει
απ’ το ένα ως το δύο
κειος ανάποδα μετρούσε:
μείον ένα, μείον δύο.

Τον εχθρό έλεγε φίλο
και τη γάτα ποντικό
και καλό ότι οι άλλοι λέγαν
κείνος το ’λεγε κακό.

Του ελέγαν "στάσου όρθιος"
και αυτός ξάπλωνε κάτω
«Μείνε στον αφρό" του κάναν,
κείνος τράβαγε στον πάτο.

Κι έτρωγε αντίς τη ρόγα
το τσαμπί απ' το σταφύλι,
κι απ’ τ' αυγά έτρωγε τα τσόφλια
κι έλεγε τη νύχτα δείλι.

Κι έτσι επέρναγαν τα χρόνια
και-οι μήνες και οι μέρες
να τον λέει τον τοίχο τζάμι
και χλωρές πρασιές τις ξέρες.

Κι όλοι τονε κοροϊδεύαν
κι όλο πέτρες του πετούσαν
και ανάποδο τον λέγαν
και μαζί του εγελούσαν.

Κι ήρθε σύννεφο μια μέρα
κι ήρθε μια τρανή φοβέρα
κι ήρθαν του εχθρού φουσάτα
οργισμένα και φορτσάτα.

Και τους ντόπιους ενικήσαν
και γινήκαν αρχηγοί τους
και για δούλους τους τούς είχαν
και γελούσανε μαζί τους.

Kι αρχηγός τους ήταν κάποιος
που σκεφτόταν με τα πόδια,
τα φτερά που ’τρωε της χήνας
και τις φλύδες απ’ τα ρόδια.

Κι έψαξε στη χώρα όλη
κι έβγαλε βουλή φερμάνι
ποιος ανάποδα φερνόνταν
σύμβουλό του να τον κάνει.

Kι οι στρατιώτες του τον βρήκαν
και του τόνε πήγαν πίσω
και του είπαν: "τούτος μόνο
το στραβό το 'λεγε ίσο"

Και τον κάνει σύμβουλό του
και τον έκανε υπουργό του
και την κόρη του του δίνει-
διάδοχο του τον αφήνει.

Kι αρχηγός αυτός εγίνει
που ήταν δούλος μέχρι τότε,
οι απλοί όπως ξιφομάχοι
όταν χρίονται ιππόται.

Κι όσοι πριν τον κοροιδεύαν
"Βασιλιά», τώρα του λέγαν,
"θα πεθάνουμε-πεινάμε-
δος μας άχυρα να φάμε!"

{Γιατί ένιωσαν εντέλει
ότι ξύδι είναι το μέλι
η ειρήνη ότι είναι μάχη
και κοιλιά πως είν' η ράχη).

Και του είπαν: «σχώρεσέ μας
για όσα σου ’χαμε ειπωμένα»
και, «δε σας σχωρνάω», τους είπε,
«γιατί ταίριαζαν σε μένα!»