ΠΑΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ-ΟΙ ΚΟΥΡΕΙΣ
Όταν μιλούσαν οι κουρείς
λουλούδια εγέμιζε η γης.
Η ζεστασιά του λόγου τους πλανιόταν στον αέρα
τον φώτιζε κι απόδιωχνε την κάθε λύπη πέρα.
Παραμυθάκι αγαπητό στ’ αυτιά μας η φωνή τους
ομόρφαινε και χρύσωνε όλο το μαγαζί τους.
Χρυσό παλάτι το ’κανε όπου κοιμόνταν μέσα
ολόμορφη κι ανέγγιχτη κι αβρή μια πριγκιπέσσα.
Και πες πες πες και πες πες πες το κούρεμα τελειώνει
και πάνω στο κεφάλι μας δροσιά κολώνια απλώνει-
κολώνια λεμονάνθινη μες σε κομψό δοχείο
αγορασμένη-πού αλλού-από το φαρμακείο.
Μας χαιρετούσε πρόσχαρα σα φεύγαμε ο κουρέας
χαρούμενη κατάληξη μιας όμορφης παρέας.
Έτσι εγινόταν κι η ζωή γεμάτη ήτανε δώρα
κι έλαμπε όλη η γειτονιά κι ευώδα -ενώ τώρα
Και ένα περιστατικό από την εποχή εκείνη.
1950. Στον Συνοικισμό της Τρίπολης.
Ένας πρόσφυγας κουρέας.
Τρεις δραχμές το κούρεμα.
Η γυναίκα του πολλές φορές καθισμένη έξω από το
μαγαζί, έδινε το στήθος της στο μωρό που κράταγε στην αγκαλιά της.
Μια μέρα, το μεγαλύτερο παιδί της που έπαιζε πιο πέρα, την πλησίασε κρατώντας μια φέτα ψωμί και τείνοντάς της το. Εκείνη έστρεψε το γυμνό στήθος της προς το ψωμί και πιέζοντάς το από πάνω του, έπνιξε στο άσπρο την επιφάνεια της φέτας.
Παλιά χρόνια.
Φυσικά.
Το συγκλονιστικό τέλος των "Σταφυλιών της Οργής»
μπροστά στα μάτια μας…