Η ΛΙΤΑΝΕΙΑ
Μια λιτανεία είναι να γίνει.
Θανάτου κρέπια μαύρα γκρενά
θ’ αργοθροϊζουν ως θα περνά
από μπροστά μου η μακάβρια κλίνη.
Μαυροντυμένοι λειψανοφόροι
θα προχωρούνε με το κουτί
κι αμέσως πίσω θα περπατεί
χαροκαμένη μοναχοκόρη.
Θάλασσα γύρω τα νεκροκέρια
τη μαύρη νύχτα θ’ αχνοφωτούν
σ’ ανώφελο ένα θ’ αργοκινούν
σταυρό οι άφωνοι πιστοί τα χέρια.
Και θα πλανιέται μες στον αέρα
(πώς μες στο σκότος αναρριγώ!
σαν μες στο φέρετρο να είμαι εγώ…)
μια παραζάλη και μια φοβέρα.
Εν’ αγριοκρίνο αδέρφι κόψε
ως η νεκρώσιμη καμπάνα ηχεί
και μύρισέ το-πες μιαν ευχή:
μια λιτανεία γίνεται απόψε.