ΕΡΙΛΗ ΜΕ ΤΣΑΝΤΑ
Να γεννηθεί δεν έπρεπε μωράκι
αλλά μεστή γυναίκα να γεννιόνταν.
κι αντίς να μεγαλώνει με τα χρόνια
ας μίκραινε ο καιρός καθώς περνάει.
Γιατί ο πόθος μου τώρα για κείνη
έτσι ως σφιχτά με το κορμί της δένει
θεριεύει κι αντρειεύεται μαζί της
καθώς εκείνη ανάλγητα μεστώνει.
Μα έστω-η μοίρα μου έτσι τα 'χει κάμει.
Δεν πάει-έστω!- πίσω το ποτάμι.
Μ' ας μην εγλυκοκρέμαε στον ώμο
εκείνη την κουκλίστικη τσαντουλα'
ή ας μη της ταίριαζεν η τσάντα τόσο
διπλιάζοντας και πόθο και φαρμάκι.