Κυριακή 17 Απριλίου 2022

ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑ ΡΩΡΕΡΚΑΡ
(Φώτη τα βρήκα χαμένα μέσα στον κομπιούτερ μου. Αρετουσάριστα, όπως γράφτηκαν πριν από δέκα οχτώ χρόνια στην Τρίπολη.
Η ώρα είναι δύο το πρωί. Νύσταξα. Αύριο θα περιμαζέψω άλλα από αυτά-πάνε μέχρι το «ιδ»-και θα τα βάλω. Έχω να στείλω και τα βιβλία στη Γιωργία,  να τελειώσω επιτέλους και την «ΕΙΡΗΝΗ» την Αθηναία (μεγάλο μούτρο), να συμμαζέψω την αυτοβογραφία μου, και ως για κείνα που έχω κατά νου να γράψω, ποιος ξλερε πότε και αν θα προλάβω…)


α.

 Μόνο το φεγγάρι να φέγγει το δρόμο σας ταιριάζει.
Αν έχετε πόδια.
Μόνο πρόσωπο βλέπω.
Αν η κοινωνία των αγγέλων είχε πόρνες
μια πόρνη θα ήσασταν-
αγγελική-
με άσπρα φτερά στη θέση των χεριών
και κατάσπρο ένα φόρεμα μακρύ.
Ο θεός
την άφατην αγνότητά του προασπίζοντας
θα είχε δώσει εντολή
να μη σας πήγαιναν ποτέ μπροστά του.
Μόνο το φεγγάρι να τραγουδάει για χάρη σας ταιριάζει.
Πάντοτε ένα πρόσωπο βλέπω από σας.
Μέσα στα μάτια του η κατά συγθήκην ντροπή, Μέσα στα μάτια του ο έρωτας όλος.
Μέσα στα μάτια του ρούχο σεμνό ντυμένη-καθώς της πρέπει-η επιθυμία.
Η θηλυκότητά σας δεν κρύβεται κυρία ούτε κάτω από εκατό χειμωνιάτικα φορέματα
(Μη μου θυμώσετε με όσα για σας γράφω.
Αν δεν το έκανα
θα είχε η ζωή μας πάει χαμένη).
Δε βάφετε τα χείλη σας.
Τ' αφήνετε στον ήλιο
μόνο δικά του.
Ένα "όχι" λένε, αμίλητα,
σε όσους τα κοιτούν.
Μόνο ένας θαρρεί πως τα κατέχει'
πάει να τα φιλήσει,
όμως αυτά
κιόλας του έχουν απιστήσει.
Μόνο το φεγγάρι για συντροφιά τις νύχτες σας ταιριάζει.
Με κοιτάζετε σαν να μη με βλέπετε.
Μιαν αθωότητα φτιαγμένη από χιλιάδες ενοχές σ' αυτό σας οδηγεί.
Όταν, κυρία,
τυχαία συναντιόμαστε,
από πού ξάφνω τόση θαλπωρή
πηγάζει και με αλώνει;
Πώς,
Κυρία,
με τόσην ευκολία
κρύβετε όλα τα χάδια σας
από μακριά κιόλας...
πώς δίνεστε τότε σε όλα τ' άλλα
κάτι μη αφήνοντας που θα μπορούσε
δικό μου να γινόνταν-μιαν ευπροσηγορία
ένα χαμόγελο,
τη χάρη ενός βλέμματός σας... πώς μπορείτε και καλύπτεστε τόσο καθώς σας πλησιάζω...
Κυρία
έχω καταντήσει να ζω με τα ψίχουλα
της προηγούμενης ματιάς σας
ώσπου πάλι να σας δω..
Όχι πως σας αγαπώ
(πώς θ' αγαπούσα μιαν απουσία)
μα να…με κάτι πρέπει να συντηρηθώ...
Ω! Αν με ξέρατε
ίσως και να με λυπόσαστε λίγο.
Κι αυτό, κάπως θα μετρούσε.
Ο σπιτονοικοκύρης σας δεν ξέρει τίποτε για σας. Σηκώνει τους ώμους.
(Ο καλός ο κύριος Τάκης!..)
Κάθε σας λέξη είναι μεγάλη σαν το θεό.
Τις μαζεύω όλες.
Στο δωμάτιό μου δε χωράνε.
Στην καρδιά μου τις απλώνω.
Και πάλι αυτή άδεια είναι,
καθώς άδειος χωρίς τ' αστέρια του ο ουρανός.
Μόνο το φεγγάρι να γλυκοψιθυρίζει σας ταιριάζει,
Λίγες, μετρημένες λέξεις:
Τρία "χαίρετε!", ένα "πάνω στην ώρα ήρθατε!"
και τελευταίο ένα "ευχαριστώ"
για το άνοιγμα, κάποτε, της εξώπορτας.
Και για το άνοιγμα της καρδιάς τι;

Δυο φορές τουλάχιστο την ημέρα περνώ έξω από την πόρτα σας
την εφτασφράγιστη.
Θα 'θελα οι ματιές μου να τρυπούσανε το ξύλο
να δω πώς λέτε το "ναι",
πώς ανακλαδίζεστε,
πώς απλώνετε το χέρι.
Ω! Αν μπορούσα να σας μιλήσω... Να σας πω τα λόγια που με πνίγουν...
Κυρία,
γιατί τελευταία τα μάτια χαμηλώνετε
όταν με βλέπετε;
Δεν έχετε τίποτε να φοβηθείτε:
το φεγγάρι μόνο
ανάμεσα στα πόδια σας ταιριάζει.


β,
Τόσο αιθέρια
τόσο αγνή
θα σας αρέσουν λέω-
δεν μπορεί-
τα ποιήματα.
Αλήθεια πώς αλλιώς
κανείς
σε σας
θα μιλούσε;
Ω!
Να ήμουνα μια λέξη απ' αυτές που γράφω
να με διαβάζατε πάλι και πάλι...
Να μ' έχετε μες στο συρτάρι σας κλεισμένον
και να τ' ανοίγετε
όταν θα θέλετε να νιώσετε
το θαυμασμό και τη λατρεία
που όλες ζητάνε
μα που τόσο λίγες βρίσκουν...

Ω!
Αν μπορούσε
να πει κανείς αυτό που θέλει...
την ώρα που πρέπει...
μα πουλιά είναι οι λέξεις, που τις λέμε
όταν για μια στιγμή τις βλέπουμε,
φευγαλέα να πετάνε.
Σαν την ευχή που πάντα λέγεται
αφού το αστέρι έχει πέσει.
Ω!
Να χωρούσαν οι ωκεανοί τη θλίψη μας...
να μη χρειαζόμασταν τραγούδια...
και να 'ρχονταν το πάθος μας κοντά σας
σαν αύρα δροσερή
θαλασσινή…
Ω!
Που κι αν στο διάβα σας-
δίπλα σας περπατούσε ο θεός
όλο το φως
είναι από σας
που θα' ρχονταν...
Ω!
άνθη, κύματα, πουλιά,
μικρή είν' η χάρη σας-μπροστά της
λυχνάρι δίπλα σ' ήλιο είσαστε.
Αλήθεια πώς μπορεί
δυο διαλεγμένων λέξεων η αρμονία
να πει τα μάγια
που έπλασαν το στόμα σας;
Πώς μπορεί να πει κανείς τα μάτια σας
που διασχίζουν κιόλας τα ερωτικά τραγούδια
σαν λόγια όπως ροδοπέταλα απαλά;
Γλυκύτατους κύκλους γύρω σας περπατώντας
η επιθυμία μας για σας κάνει, καθώς πικρούς
σε ουράνιου τόξου τις τροχιές η αδυναμία μας.
Ω! Νοσταλγία ανίκητη!
Ω! γλυκέ λαβύρινθε
που από μέσα του ποτέ δε θα βγούμε!
Ω! Κυρία
που του κορμιού σας τις γραμμές
έχει η κομψότητα για πρότυπό της!
Μα να!
Οι τελευταίες σπίθες της μέρας σβήνουν.
Μέσα τους μόλις προλαβαίνουμε να δούμε
το δρόμο της αγάπης στο φεγγάρι να οδηγεί'
και με τη φαντασία πλάθουμε ένα κόσμο
που μέσα του οι δυο μας μόνο
και πρέπει εγώ ν' αγωνιστώ
και με τον τρόπο της αγάπης να σας αγαπήσω
της μίας, της αρχέγονης, της πρώτης...
Κυρία
όπως πυροτεχνήματα που ανάβουν,
τη νύχτα φωτίζουνε για μια στιγμή,
και σκοτεινότερη την αφήνουν,
έτσι και σεις για μένα-
για λίγο μόνο λάμπετε
και σκοτεινότερος μένω.
Ω!
Να έμενα κοντά σας για λίγην ώρα
ίσα για να δώ κάποιο ψεγάδι σας
να πω στον εαυτό μου
ότι και σεις όπως oι άλλες είστε...
Μα τέτοια χάρη πώς μπορώ να περιμένω;
Και τούτα τα γραφτά μου ακόμα εδιάλεξα όταν θα έχω φύγει να τα πάρετε.

'Eτσι αποφεύγονται οι ντροπές και βρίσκουν διέξοδο τ' αδιέξοδα, Στο Χαμό έστω.


γ.
Να περιγράψω ένα στόμα' εύκολο: δυο χείλη και δόντια.
Να περιγράψω τα χείλη και τα δόντια εύκολο: χείλη: βλεννογόνος, υποβλεννογόνιος, μύες.
Δόντια; αμέσως: αδαμαντίνη, λευκότης,
Μα το δικό σας στόμα πώς κανείς μπορεί
να περιγράψει-πώς να πει
τη σαγηνη, την παιδικότητα, το άσπιλο, την έλξη;
Χωρίς το στόμα σας νομίζετε η πλάση,
άψυχη στου σύμπαντος
δε θα 'νιωθε
την απεραντοσύνη;
Χωρίς το στόμα σας νομίζετε
η γη θα το μπορούσε
να περφανεύεται στ' άλλα τ' αστέρια-
τ' ανεόρταστα;
Αν για κάτι η οικουμένη αγωνίζεται
τι είναι αυτό παρά, με κάποιον τρόπο,
να περισώσει κάθε στιγμής το μύρο
που το στόμα σας εκχύνει,
και να το κρατεί σαν έπαθλο
που τη δικιώνει να 'χει υπάρξει;
Τ' είναι ο Τόπος αν όχι Χρόνος συμπυκνωμένος ανάμεσα στα χείλη σας,
όταν η στιγμή με τη σωστή. ζυγαριά μετριέται-της αιωνιότητας;
Μες στην αμηχανία τους πιάνοντάς τες,
κάνετε θανάσιμα να ζηλεύουν,
τις ωραίες κυρίες των αιώνων
μόνο μιλώντας ή γελώντας,
ή όταν έστω, με κλεισμένα χείλη,
κοιμάστε. Γιατί και τότε,
οι σκιές, μπορούνε το μοναδικό,
να ξεχωρίσουν.
Ποτέ κύκνοι δεν φάνηκαν
λευκότεροι απ' τα δόντια σας,
Κι αν θα φανούν
θα είναι κείνα που σε κύκνους άλλαξαν.
Kι αν ακόμα προσπαθούσατε
ταραγμένη μες στην αντίστασή σας
να κρύψετε την ωραιότητά τους, μεγαλύτερη θα την εκάνατε.
Καταδικασμένη σε ωραιότητα είστε.
Και ό,τι τα δόντια σας ανάμεσά τους κλείσουν,
με γλυκύτητα σφραγίζεται-γι αυτό
οι ορδές όλες των φρούτων μάς λιγώνουν,
γι αυτό ο αέρας είναι δροσερός
και αρεστό το μέλι.
Οι λέξεις που του έρκους τους εκφεύγοαν, τη γλώσσα καθορίζουν της αυγής,
όταν στου ήλιου τη φανέρωσιν, αυτή,
με όλες τις φωνούλες της μιλάει.
Ό,τι μέσα στο στόμα σας προσφεύγει
μέσα μας χιλιάδες χρόνια εκυκλόφερνε σαν όνειρο την πλήρωσή του που απαιτούσε.
Οικείο πολύ και ταιριαστό γι αυτό μας είναι.
Ό,τι μέσα στην ως τώρα πορεία της ζωής
έτυχε να μην έχει βεβηλωθεί
αυτά το σχήμα των δοντιών σας σμίλεψε.
Και τα δόντια με τα χείλη σας
μιαν αρμονία κάνουν
καθώς φεγγάρι κι άστρα,
έγκλημα και τιμωρία,
φωτιά και ζέστα.
Μα όπως μες στην κίνηση
όλη της Φύσης βρίσκεται η ουσία,
έτσι χείλη και δόντια σας,
όταν κινούνται,
τότε όλα απλόχερα τα μάγια τους σκορπίζουν.
Τότε,
όταν τα χείλη σας συσπώνται για να κάνουν τη φωνή να ζήσει,
και τη γοητεία της τα δόντια της χαρίζουν,
κοσμήματα μοιάζουν
σε κασετίνα όχι πια κλεισμένα,
μα σε λαιμούς και σε χεράκια ταιριασμένα.
Κι αλήθεια ποιο ανοιγοκλείσιμο
πλέον μεθυστικό από του στόματός σας είναι;
Σχέση ποια
πιότερο ευάρεστη από το μισάνοιγμα
των δυο μικρών τους κοχυλιών υπάρχει;
Σκίρτημα ποιο, ανεπαίσθητο
δύο ροδόφυλλων,
κάλλος περσότερο ανάδωσε ποτέ
από των δύο ροζ χειλιών σας το ανάσασμα;
Και άσπρα ζουμπουλάκια
απ' τα ζουμπούλια ασπρότερα
υπάρχουν των δοντιών σας;
Μια θάλασσα το στόμα σας αν ήταν
ποια μεγαλύτερη έκσταση
απ' το να πνίγεται κανείς εντός της;
Kαι ποιος ποτάμι να γινόντανε τότε θ' αρνιόταν;
Αν ήτανε τα δόντια σας σειρά στρατιώτες ποιος να παλέψει δε θα έστεργε μαζί τους;
Αν βάφατε τα χείλη σας
ποιος χρώμα δε θα γίνονταν ευθύς,
ανεξίτηλο;
Και τώρα που το στόμα σας δεν είναι παρά στόμα,
ποιος δε θα θελε
το στόμα που ποθείτε
ολόκληρος να γίνει;