2021. ΔΙΑΚΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ 1821.
ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟ.
ΙΟΥΛΙΟΣ 1826
Δεν ξέρουμε την ημερομηνία.
Σκόπιμα δεν την δινει η Ιστορία-
Βαρύτητα και σημασία τόση
Μια μέρα δε θα μπόρειε να σηκώσει.
Ιούλιος ήτανε. Ο άγιος μήνας.
Ο χρυσοφόρος χορταστής της πείνας.
Μα όλα τα χωράφια χέρσα τώρα.
Πείνα και δυστυχία σ’ όλη τη χώρα.
Αιματωμένος ο Μωρηάς σφαδάζει
Κατ’ απ’ τον Ιμπραήμ που τον ρημάζει.
Η Ρούμελη προσκυνημένη όλη
Κάτω απ’ το Τούρκικο σπαθί και βόλι.
Γελάει χαρούμενη τώρα η Αγγλία.
Νικήτρα μοιάζει να ’ναι η Τουρκία.
Τα όρνια μαύρους ουρανούς διασχίζουν.
Των Φιλελλήνων οι καρδιές ραγίζουν.
Τώρα βαριά στο στήθος λαβωμένη
Η Επανάσταση αργοπεθαίνει.
Τα όνειρά μας τώρα σκοτωμένα
Τα πέντε χρόνια πριν αναστημένα.
Μα μες σ’ αυτήν τη νύχτα να! μια αχτίδα!
Μες στην απελπισιά να! μια ελπίδα!
Μέσα στο τόσο μαύρο μια εικόνα
Σαν χελιδόνι μέσα στον χειμώνα.
Μία εικόνα, η μόνη που στη μνήμη
Εχει απ’ αυτό το χάος στο νου μας μείνει.
Μία εικόνα οπού κλει’ εντός της
Το θάμα της Φυλής κι όλο το φως της:
Ανάπλι. Μπούρτζι. Μες στην ασφάλειά του,
Μες στα λιγόφωτα, υγρά κελλιά του
Οι Κυβερνήτες μας κυνηγημένοι.
Και να σ' ένα από κείνα τι συμβαίνει:
Αγκαλιαστοί Ζαΐμης-Καραΐσκάκης.
Χάμου, νεκρά τα φίδια της αμάχης.
Οι σκιές των άξιων μας προγόνων γύρω
Βαθιανασαίνουν της στιγμής το μύρο.
Ο Γιος της Καλογριάς χαρτί κρατάει
Και με κλαμμένα μάτια το κοιτάει.
Και το χαρτί της Αρχιστρατηγίας-
Εκείνο κεραυνός-κι αυτός ο Δίας.
Κι αυτά τα λόγια θα ’τανε γραμμένα
Πιό πριν απ’ τους δυό άντρες ειπωμένα,
Αν η εικόνα αυτή είχε λεζάντα:
«Καραϊσκάκη, στους κινδύνους πάντα
Ο Ελληνας τα πάθη του ξεχνάει.
Και τώρα η Πατρίδα μας ζητάει
Να δώσουμε τα μίση μας στη λήθη".
«Ναι.Το ζητάει.» , ο ήρως του αποκρίθη.
(«Αυτό περίμενες. Λοιπόν χτικιάρη;
Να το! Κανένας δε σου τόχει πάρει.
Ας δούμε τώρα τι μ’ αυτό θα κάνεις-
Τι θα πρόλαβεις-ώσπου να πεθάνεις.
Παρ’ το. Καλογραμμένο και μεγάλο.
Αλλά, μην περιμένεις τίποτ' άλλο-
Στρατό,τροφές ή και πολεμοφόδια-
Μον' άφθονα να καρτεράς εμπόδια.
Ας δούμε τι θα γίνει και με σένα.
Παρ’ το. Έτσι κι αλλιώς όλα χαμένα.
Εδώ είναι γύφτο. Παρ’ το. Όλο δικό σου.
Και γράφει μέσα του το θάνατό σου").
Τρέμετε της Τουρκιάς τ’ άγρια τ’ ασκέρια.
Δωριείς και Αχαιοί δώσαν τα χέρια.
Τρέμετε. Ο Γιός της Καλογριάς οπλίστη
Με την Τιμή του Εθνους και την Πίστη.
Ντροπιάσματα και προσβολές αιώνων
θα ξεπλυθούν σε λίγους μήνες μόνον.
Κι ολόρθη θα σταθεί η Ελλάδα πάλι
Καθάρια και Πανώρια και Μεγάλη.
..Αλλά, μη σε κρατώ Καραϊσκάκη:
Το λαΐκό ανέμισε μπαϊράκι,
Αγνόησε τη φτωχή μου την παλέττα,
Και τρέξε. Και ροβόλησε. Και πέτα.
Μες στη χρυσή τη μοναξιά τους-άκου!
Αδημονούν Κομπότι… Σοβολάκου...
Τη συντροφιά τους σου ζητούν την άλλη
Τη Θεία, την Τιτάνια, τη Μεγάλη.
Βιάσου Καραϊσκάκη. Σού απομένει
Εννιά μηνών ζωή. Ευλογημένη
Κάν’ τηνε άθλων Ηρακλείων γεννήτρα
Την καρπερή του ηρωισμού σου μήτρα.
Μέσα της συνωστίζονται-βρυχιούνται
Παιδιά που βιάζονται ... που να! Γεννιουνται!
Να τα Δερβενοχωρια! Το Χαϊδάρι!
Να αντίς τα μαύρα όρνια οι άσπροι γλάροι.
Να η Δομπραίνα! Να! η Αράχωβά σου,
Το διαλεχτό μες σ’ όλα τα παιδιά σου.
Και να το Δίστομο! Το Τουρκοχώρι!
Καθένα πιό ακριβό από τ’ άλλα θώρι…
Μάντρα του Σαρδελλά, το Κερατσίνι
Οπου με την Καστέλλα ένα εγίνη.. .
Να τα μεγαλεπήβολα σχεδιά σου
Τα ορθολογικά κι αστραφτερά σου.
Και να ξανά η Ελλάδα αντρειεμένη.
Να παλι η Ρούμελη λευτερωμένη.
Να τα όνειρα μας όλα σαρκωμένα.
Και να τα γέλια των εχθρών πα’μένα.
Να η Τουρκιά να στέκει στη γωνία
Και τ’ άστρο σου να βλέπει μ’ αγωνία
Που όσο ψήλωνε και πιό φαινόταν
Και τόσο το δικό της θαμπωνόταν.
Και να ’σαι! ο μεγαλύτερος απ’ όλους
Τους νους του τόπου μας τους φεγγοβόλους!
Να η στρατιωτική σου ιδιοφυΐα
Που άλλη δεν ξανάδε η Ιστορία!
Και να το "όχι" σου στην προδοσία..
Και να η τραγική σου η θυσία…
Και να η Δόξα Σου ήρωα πρώτε
Ιδια και σήμερα όπως και τότε!..
ΖΑΛΟΓΓΟ
Αφού ερήμαξε πρώτα τους Τούρκους
ήρθε η ώρα να χαθεί το Σούλι.
Αλλά τους όρους του και τότε βάζει
Ώστε οι κάτοικοί του να σωθούνε.
Κι ενώ βαδίζουν όλα με το σχέδιο
Το λόγο τους οι Τούρκοι τον πατάνε
Κι αρχίζουν τους Σουλιώτες να χτυπάνε.
Και κλείνουνται Σουλιώτισσες εξήντα
στην κορυφή Στεφάνι του Ζαλόγγου
και απ’ ολούθε τούρκοι τις κυκλώνουν.
Κι όλο ανεβαίνουν. Κι όλο τις ζυγώνουν.
Αυτές πρέπει απόφαση να πάρουν.
«Γυναίκες, τι θα κάμουμε;» ρωτιούνται.
«Μπροστά μας ο Γκρεμός. Πίσω οι τούρκοι.
Θ’ αφήσουμε το τούρκικο το χέρι
κορμί σουλιώτισσας να μαγαρίσει;»
Και με μια γνώμη όλες, απ’ το βράχο
στο βάραθρο πετούνε τα παιδιά τους
και το χορό κατόπι οι ίδιες πιάνουν.
Σε κάθε χορογύρο κι από μία
βουτάει στον γκρεμό. Κι αχολογάνε
του Ζάλογγου οι κορφούλες το τραγούδι.
Κι εν’ άστρο αποχτάει ακόμα η νύχτα
κι αιτία ύπαρξης η λευτεριά μας.
ΟΙ ΜΩΡΑΪΤΙΚΕΣ ΟΙ ΠΕΡΔΙΚΟΥΛΕΣ
Αν το εικοσιδυό ο Κολοκοτρώνης
συνέχιζε το κλείσιμο της Πάτρας
θα τον εχάνανε οι κοτζαμπασαίοι.
Γι αυτό και λύνει την πολιορκία
και για Τροπολιτσά στο δρόμο μπαίνει.
Στο δρόμο ανταμώνει ένα δεσπότη-
τον πρώην Λαρίσης- που τόνε μαλώνει
γιατί άφησε την Πάτρα κι είχε φύγει.
«’Πο πούθεν είσαι δέσποτα;» ο Γέρος.
«Από τη Δημητσάνα είμαι. Όμως
σ’ Ανατολής μεγάλωσα τα μέρη.»
«Γνωρίζεις δέσποτα κάτι πουλάκια-
τις πέρδικες τις γλυκοκελαδούσες;»
«Ναι. Κι έχουν μάλιστα φαί ωραίο.»
«Η Ανατολή έχει πουλάκια τέτοια;»
«Έχει. Μα σαν τις πέρδικες ετούτες-
τις μωραϊτικες- δεν τραγουδάνε.»
«Ξέρεις γιατί; Γιατί αυτές δεν πίνουν
νερό μωραΐτικο σαν τις δικές μας.
Λοιπόν ας κάτσει και η αφεντιά σου
μωραΐτικο να πιεί νερό-και τότες
αλλιώτικα να κελαδείς θα μάθεις.
Και τώρα δέσποτά μου την ευκή σου.
Σαν ανταμώσουμε τα ξαναλέμε.»
ΠΑΤΕΡΑΣ –ΠΑΤΡΙΔΑ
Βρισκόμαστε στον αγιασμένο χρόνο
και στην πολιορκία των Σαλώνων.
Εκεί έπεσε γενναία πολεμώντας
ο γιος του αρματολού Θόδωρου Τράκα.
Και βλέποντας το γιο του ο πατέρας
νεκρό μπροστά του, την καρδιά του σφίγγει
κι αυτά τα λόγια μόνος σιγολέει:
«Γάμος δε γίνεται χωρίς σφαχτάρια…»
ΤΡΙΠΟΛΗ-ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ 1821
Τούτοι οι στίχοι γράφτηκαν το Σεπτέμβρη του 1997 ύστερα από φιλική παράκληση των ελληνοαμερικανών τριπολιτσιωτών, για να διαβαστούν στη συνεστίασή τους της εικοσιτρείς Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου, που έγινε για να γιορταστεί η επέτειος της άλωσης της Τροπολιτσάς.
Τα ονόματα και όλα τα άλλα στοιχεία του ποιήματος, όλα πραγματικά, μπήκαν για να ακουστούν από τους εορτάζοντες και να χαρούν λίγο με τη θύμηση των προγόνων ή συχωριανών τους.
Εικοσιένα. Της Σκλαβιάς το μάτι φοβισμένο.
Οι έλληνες σηκώθηκαν. Ανταρεμένο το αίμα
κοχλάζει μες στις φλέβες τους. Το πολυπικραμένο
από χαρά της Λευτεριάς λαμποκοπάει το βλέμμα.
Τ' άγριο κοπάδι έτοιμο. Μον' ο μπροστάρης μένει
που με σοφία περισσή, με γνώση και με κρίση
τάξη θα βάλει στην ορμή που γύρω του πληθαίνει
και τιμονιέρης θα γενεί το σκάφος να οδηγήσει.
Και να! Βροντή ακούγεται από την Καλαμάτα:
"Καπεταναίοι την Τρίπολη! Την Τρίπολη!» φωνάζει.
Η Ιστορία διπλόσφιξε την πέννα όπου εκράτα
και το χρυσό μελάνι της με βιάση ετοιμάζει
Του Γέρου άστραψε η φωνή-κοντά ειν’ ο αγώνας
κι η νίκη ακόμα πιο κοντά. Ό,τι αυτός αρχίσει
αίσιον έχει τελειωμό. Ετούτος ο αιώνας
σαν το μαργαριτάρι του τ’ όστρακο θα τον κλείσει.
Και όπως τ’ αγριόσκυλα κυκλώνουν τη δαμάλα
κι όλο στενεύουνε τον κλοιό προτού να της ορμήσουν
έτσι κι ο Γέρος του Μωρηά τα παλληκάρια τ’ άλλα
τα οδηγάει τ’ αδύνατα μαζί του να τολμήσουν.
Και Πιάνα κι Αλωνίσταινα, Στεμνίτσα, Χρυσοβίτσι,
Λουκά, Λεβίδι, Τσιπιανά, Βαλτέτσι και Πικέρμι
τα βήματα είναι του θεριού πριν στην τουρκιά χιμήσει
και πάθει ό,τι της έγραφε η μοίρα της η έρμη.
Στρατολογεί η Καρύταινα πολεμιστές γενναίους
φωτιά οι μπαρουτόμυλοι παίρνουν της Δημητσάνας
η άσβεστη ενθύμηση του πρωτινού τους κλέους
ο νικηφόρος γίνεται κάθε ψυχής παιάνας.
Και να! Οι νέοι του Μωριά σπαθί στη μέση ζώνουν.
Μοσκοβολά η αγνότη τους κάμπους, βουνά, ρουμάνια.
Κι οι αρχηγοί τους, διαλεχτοί των διαλεχτών, υψώνουν
παλληκαριάς ανάστημα που φτάνει ως τα ουράνια.
Από την Αλωνίσταινα Δημητρακοπουλαίοι.
Από το Αρκουδόρεμα Καρέλης, Κλης, Αδάμας.
Της Πιάνας οι Πετρόπουλοι κι οι Κωσταντοπουλαίοι.
Οι τρεις οι Ζυγοβιτσινοί: Ρίζος, Μπεγλής, Καρδάρας.
Ροϊνό: Αναγνωστόπουλος. Βυτίνα: Κακλαμάνος.
Νεμνίτσα: Αναγνωστόπουλος. Περθώρι: Πουρναραίοι.
Καρύταινα: Σπήλιος Λουκάς. Στον Καρδαρά ο Πάνος.
Κι απ' τον Άγιο-Βασίλειο οι δυο Δεληγιανναίοι.
Δάρα: ο Κολιός Μπακόπουλος, ο Γιάννης Παπακώστας
κι ο Γιώργης ο Λαμπρόπουλος. Πικέρμι: ο Κοκκώνης.
Απ’ το Στενό: Μπακόπουλος. Κάψα: Σκουντριάνος Κώστας.
Κι απ’ το Περθώρι ο ήρωας κληρικός: ο παπα-Γιώργης.
Απ’ τα ωραία Τσιπιανά: οι αντρείοι Ρεβελιώτες.
Πέρα, από τα Μαγούλιανα: οι Παπαγιαννοπουλαίοι.
Κι ο Σέκερης: ο αρχηγός μες στους τροπολιτσιώτες
με τη λεβέντικη ψυχή δόξας δροσιά που πνέει.
Αλλά και τ’ Αγιωργίτικα δε λείψανε και κείνα-
εβγήκαν από μέσα τους οι τρομεροί Σβωλαίοι.
Τον Ταμπακόπουλο έδωσε ακόμα η Βυτίνα.
Όλοι αυτοί, άντρες μεστοί άλλοι, και άλλοι νέοι,
στο κάλεσμα ετρέξανε του Γέρου Μωραϊτη
και ορκιστήκανε σ' αυτόν όλοι να υπακούνε
ώστε όχι μόνο στων τούρκων να έμπουνε τη μύτη
αλλά και στην Τροπολιτσά μαζί του για να μπούνε.
Και πάρθηκε η Τρίπολη. Και η αρχή αυτή ήταν
του Αγώνα που οδήγησε στη λευτεριά του Γένους.
Γιατί όσα εδώ γινήκανε προς την Ευρώπη εβγήκαν
και να γνοιαστούν εκάμανε για μας, όλους τους ξένους.
Το πιο γερό τους στο Μωριά οι τούρκοι κάστρο εχάσαν,
το που ο Γέρος είχε φάει σκαμπίλι επληρώθη,
την πρώτη τους οι έλληνες βαθιά πήραν ανάσα
κι οστά και σάρκα επήρανε του ελληνισμού οι πόθοι.
Την Τάπια και την Κάρτσοβα και το Μαηθανασάκο
ορμητήριά του τα ’κανε ο Γέρος μες στη μάχη
που εκοψοκεφάλιασε τον τούρκικο το δράκο
ώστε η Ελλάδα σήμερα τη λευτεριά της να ’χει.
Για βόλτα σήμερα εμείς σ' αυτά τα μέρη πάμε.
Και καλά κάνουμε. Αλλά, πρέπει αυτή τη μέρα
τη σκέψη μας να στρέψουμε σ' αυτούς που τους χρωστάμε
πως απ' τους τούρκους λεύτερο ανασαίνουμε αγέρα.
Και περηφάνια νιώθουνε δίκια οι τροπολιτσώτες
γιατί η τρανότερη ήτανε της Τρίπολης η φλόγα
στην πυρκαγιά που ο Παλαιών Πατρών άναψε τότες
που στα ιερά Καλάβρυτα το Σηκωμόν ευλόγα.
Λοιπόν καλή διασκέδαση φίλοι κι ο θεός να δώσει
ό,τι καλό σε όλους σας εδώ στα μαύρα ξένα.
Και τώρα το ποτήρι του καθείς σας ας σηκώσει
και το κρασί του ας το πιει στη γεια του Εικοσιένα.
ΚΑΛΑΜΟΣ.ΤΖΑΒΕΛΑΙΝΑ.1823
Κάλαμος. Η Τζαβέλαινα η Δέσπω
Του Φώτου η γυναίκα, μαζί μ’ άλλες
κυνηγημένες, κρύβονται απ’ τους Τούρκους.
Φτάνει ένα χαμπέρι κάποια μέρα
πως τα παιδιά της, Κίτσος και Ζυγούρης
εσκοτωθήκανε σε κάποια μάχη.
Αρχίζουνε το κλάμα οι γυναίκες.
Μαζί κι η Δέσπω. Ξάφνου όμως εκείνη
Πετιέται ορθή κι ισιάζει το κορμί της:
"Πάφτε ωρές τα κλάηματα" προστάζει.
"Εκείνοι πάνε στου Χριστού το δρόμο.
Πάσκα έρχεται. Λοιπόν σκωθείτε όλες
να βάψουμε τ' αυγά΄ τ’ ειν’ αμαρτία
και ο θεός μπορεί να μας θυμώσει».
Με το στανιό σηκώθηκαν οι άλλες
κι αρχίσαν να κοιτάνε τις δουλειές τους.
Και ξαφνικά, κι ενώ τ’ αυγά εβάφαν,
Νέο χαμπέρι: όχι λάθος ήταν,
κανένας δε σκοτώθηκε. Και ζούνε
Τα λιονταρόπουλα τα δυο της Δέσπως.
Δάκρυα χαράς μετά ’πο τόση λύπη.
Και η Τζαβέλαινα σταυροκοπιέται:
"Χριστέ μου δοξασμένη Σου η Χάρη
Που μου τους φύλαξες. Εγώ όμως πάντα
τους έχω και τους δύο ξεγραμμένους».
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΑΙΟΙ
Οι Κολοκοτρωναίοι. Μια οικογένεια
Που τόσα έχει προσφέρει στην Ελλάδα.
Και να ένα περιστατικό που δείχνει
πόσο ελεύθερο είχαν το πνεύμα
Και ασυμβίβαστη τη λευτεριά τους.
Ο Γέρος με τον αδερφό του Γιάννη
Κι ογδόντα διαλεγμένα παλληκάρια
Με αρβανίτικα ντυμένοι ρούχα-
για ν’ αποφύγουνε όποιαν υπόνοια-
πηγαίνανε στη Μάνη από τη Σπάρτη.
Και να! τρακόσοι τούρκοι απέναντί τους.
«Μόνο ένα «γεια σου» τούρκικα θα πούμε
ώστε να μας περάσουν για δικούς τους.
Προσέχτε! Τίποτ’ άλλο!» κάνει ο Γέρος.
Κι όλα τα παλληκάρια έτσι εκάναν.
Μα ο Γιάννης που ερχόταν τελευταίος
καλό δε μπορειε λόγο για τους τούρκους
ούτε στα ψέματα να πει. Τους κάνει:
«Μουρτάτες! Την κακή σας την ημέρα!»
και μάλιστα ελληνικά μιλώντας.
Και ρίχνει κιόλας και σκοτώνει έναν.
Μέχρι το βράδυ κράτησε η μάχη.
Και επληγώθηκε αλαφρά κι ο Γιάννης.
ΑΝΤΡΟΥΤΣΟΣ
Λίγο πριν μπούνε στης Γραβιάς το Χάνι
ο Αντρούτσος με τους λίγους του συντρόφους,
καθώς βαδίζανε, ξάφνου επετάχτη
ένας λαγός απ’ τα σπαρτά τριγύρω.
Τα παλληκάρια θέλησαν να ρίξουν.
Ο Αντρούτσος όμως "Μη ωρέ!" τους λέει,
"Κρατάτε τα φουσέκια για τους Τούρκους".
Κι αρχίζει πίσω απ’ το λαγό να τρέχει
και τόνε φέρνει πίσω ζωντανόνε.
Δε θέλει ο πόλεμος ψυχή μονάχα.
Θέλει και μάτι και αυτί και πόδι.
Θέλει και νου ξυπνό και μεστωμένο.
Γι αυτό αρχηγοί γινόνταν μόνο εκείνοι
που σ’ ολ’ αυτά ήσαν επάξια πρώτοι.
Τότε… Στο Άγιο το Εικοσιένα…
ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΟ
Όταν δοξάζονταν τα Δερβενάκια
ένα βοσκόπουλο μακριά στεκόταν
και κοίταζε περίεργο τη μάχη.
Το βλέπει ο Γέρος του Μωρηά: «Τι στέκεις
Και δεν τραβάς, ωρέ, να πολεμήσεις;»
"Να! άρματα δεν έχω Καπετάνιε…"
"Και η μαγκούρα σου όπλο δεν είναι;
Τράβα και σκότωσε μ’ αυτή έναν Τούρκο
Και πάρτου τ’ άρματα του και τα ρούχα".
Και τη μαγκούρα έχοντας για όπλο
Χώθηκε το βοσκόπουλο στη μάχη.
Προς το βραδάκι μπρος στο Γέρο ήρθε
και περήφανεια στάθηκε γεμάτος
ένοπλος ένας καλοφορεμένος.
«Ποιος είσαι βρ’ Ελληνα;» του κάνει ο Γέρος.
«Εγώ! Δε με γνωρίζεις Καπετάνιο;
Εγώ είμαι που μ’ έστειλες το γιόμα
Με τη μαγκούρα μου να πολεμήσω.
Με την ευκή σου έκαμα όπως μου ’πες».
Ο Γέρος τον εγέμισε μ’ επαίνους.
Και όπου έβρισκε την ευκαιρία
τον έφερνε παράδειγμα σε άλλους.
ΖΑΧΑΡΙΆΣ
ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΝΤΑΡΜΙΡΙ
Μπουλούμπασης του Ζαχαριά μιλάει:
«Σύρε στο βιλαέτι το δικό σου-
πήγαινε στο Μυστρά ορέ Γκιαούρη.
Δικό μου βιλαέτι ο Άγιος Πέτρος!»
Και η απάντηση του Καπετάνιου:
«Μωρέ μπουλούμπαση, όπου κι αν πάω
ετούτη ειν’ η δικιά μου η πατρίδα.
Εσένα η πατρίδα σου ειν’ η Μέκκα.
Σήκω λοιπόν και τράβα εκεί πέρα.
Εγώ εδώ το αίμα μου θα χύσω
για την πατρίδα μου τη σκλαβωμένη.»
(Πρώτη φορά μες στην τουρκοκρατία
έλληνας Καπετάνιος απευθύνει
σε αντιπρόσωπο έναν του Σουλτάνου
την πρόκληση ότι των τούρκων είναι
η φυσική η θέση τους η… Μέκκα
και πως οι Ελληνικές οι επαρχίες
σαν έλληνας που είναι, όλες δικές του.)
ΚΑΡΑΧΑΛΙΟΣ
Οι Τοΰρκοι πιάσανε με προδοσία
σαράντα Κλέφτες με τον αρχηγό τους,
τον λεβεντόκορμο τον Καραχαλιο.
Και παν στην Τρίπολη να τους χαλάσουν.
"Ωρέ πασά μου" κάνει ο Καραχάλιος
Μια χάρη θέλω μόνο να μου κάνεις:
Εμένα να με σφάξεις τελευταίον."
«Στην κάνω ωρέ, γιατ' είσαι παλληκάρι."
Και τελευταίο τον έσφαξε αλήθεια.
Γιατί θαρρείς ότι ζητούσε εκείνος
να τόνε σφάξουν ύστερα απ’ τους άλλους;
Μη για να ζήσει λίγο παραπάνω;
Όχι. Την ώρα μοναχά που εκείνους
τους έσφαζε ο πασάς σαν τα κριάρια,
δίπλα στο δήμιο αυτός καθόντας
ετραγουδούσε Κλέφτικα Tραγούδια
τους μελλοθάνατους για να θαρρύνει.
Και το κατάφερε. Γιατ’ είναι θεία
στον κόσμο προσφορά η ψυχή τ’ ανθρώπου.
Και στα δημοτικά μέσα τραγούδια
Ενού Λαού πάντα η ψυχή μιλάει.
ΚΑΨAΛΗΣ
Αν άνθρωποι εγεννιόντανε οι πόλεις
το Μεσολόγγι θα ’ταν ο Χριστός τους.
Όταν εκείνο έπεσε, ο Καψάλης
στα Καψαλέϊκα τα σπίτια μέσα
συνάζει γυναικόπαιδα, γριές, γέρους
κι όλους εκείνους που καλλίτερα είχαν
στου θάνατου να πάνε τα σκοτάδια
πάρα να πέσουν στων τουρκών τα χέρια.
Οι τούρκοι πλησιάζουν ολοένα.
«Βγάτε στα παραθύρια ωρές γυναίκες
να σας ιδούν οι τούρκοι, να προστρέξουν
να στείλουμε όσο πιο πολλούς μπορούμε
εκεί που άβλαβοι είναι για τον τόπο».
Κι όταν πολλοί εμαζευτήκαν τούρκοι
βάζει φωτιά ο Καψάλης στο μπαρούτι.
Κι οι τούρκοι πέσανε νεκροί στο χώμα,
κι οι έλληνες στον ουρανό ανεβήκαν.