Φεύγοντας κάθε βράδυ απ' τον Αντίλαλο
χρυσάφι εφόρτωνα τ' αμάξι μου
απ' τα ορυχεία των παρειών,
των οφθαλμών,
του γέλωτος,
του στήθους,
και στο υπόγειο του σπιτιού μου το εστίβαζα,
ίσια επάνω απ' το μπιστόλι μου
που εκείνο
κάτω απ' το βάρος του χρυσού του τόσου
είχε χωθεί για τα καλά στο χώμα-
στοίβες χρυσού
λαμπρού και κίτρινου.
Το βράδυ που με πρόδωσες
σα γύρισα και του υπόγειου άναψα το φως...
Τίποτα!
Το χρυσάφι όλο αφανισμένο.
Κι η κάννη του όπλου-
κρύα και μαύρη, ο θάνατος ο ίδιος-
να με κοιτά θριαμβικά.
Από τη φρίκη τρέμοντας
κλείδωσα το υπόγειο βιαστικά
κι έφυγα τρέχοντας.
Ματαίως.
Τώρα τ' όπλο
είναι μπροστά μου πάντοτε
κι η μαύρη η κάννη του
ζητάει τη μεγάλη χάρη να της κάνω
τα μελίγγια μου να δει.
χρυσάφι εφόρτωνα τ' αμάξι μου
απ' τα ορυχεία των παρειών,
των οφθαλμών,
του γέλωτος,
του στήθους,
και στο υπόγειο του σπιτιού μου το εστίβαζα,
ίσια επάνω απ' το μπιστόλι μου
που εκείνο
κάτω απ' το βάρος του χρυσού του τόσου
είχε χωθεί για τα καλά στο χώμα-
στοίβες χρυσού
λαμπρού και κίτρινου.
Το βράδυ που με πρόδωσες
σα γύρισα και του υπόγειου άναψα το φως...
Τίποτα!
Το χρυσάφι όλο αφανισμένο.
Κι η κάννη του όπλου-
κρύα και μαύρη, ο θάνατος ο ίδιος-
να με κοιτά θριαμβικά.
Από τη φρίκη τρέμοντας
κλείδωσα το υπόγειο βιαστικά
κι έφυγα τρέχοντας.
Ματαίως.
Τώρα τ' όπλο
είναι μπροστά μου πάντοτε
κι η μαύρη η κάννη του
ζητάει τη μεγάλη χάρη να της κάνω
τα μελίγγια μου να δει.