ΤΟΜΟΣ ΔΕΚΑΤΟΣ ΕΒΔΟΜΟΣ ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΑ ΕΝΑ
ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
Είμαι εδώ. Στο χωριό. Περιτριγυρισμένος από λόφους
καλύβια, δέντρα, πουλιά.
Και λόφοι, καλύβια, δέντρα, πουλιά
δεν ξέρω τι είναι.
Τώρα με καταλαβαίνετε όταν σας λέω πως δεν φταίω σε τίποτα;
Οι χωρικοί μου φέρνουν αυγά και χόρτα.
Δεν ξέρω ούτε τι θα πει μου φέρνουν.
Τώρα καταλαβαίνετε ότι είμαι αθώος από όλα;
Σε μένα φέρνουν τα αυγά και τα χόρτα οι χωρικοί.
Κι εγώ τα δέχομαι και τα καταναλώνω.
Και τα δικά μου μάτια βλέπουν τα δέντρα
και τα δικά μου αυτιά ακούνε τα πουλιά.
Αυτό σημαίνει ότι ζω ακόμα.
Καταλαβαίνετε τώρα, καταλαβαίνετε,
γιατί για όλα είμαι υπεύθυνος εγώ;
Η ΤΑΞΗ
Θέλω την ηρεμία μιας γυναίκας
παραιτημένης πλάι μου,
τη μέρα όπου θα πεθάνω.
Να με ρωτάει ευγενικά
αν θέλω τσάι ή γιατρικό κανένα
κι αθόρυβα να κάνει ό,τι ζητώ.
Να ’ναι η σταθερότητα μες στη ροή,
κι η απάντηση σε όλα τα ρωτήματα.
Κι η σιγουριά να είναι.
Κι όταν θα πάρω το πιστόλι
και το ακουμπήσω στο μηνίγγι μου,
με απαλές αυτή κινήσεις
την κάννη του να οριζοντιώσει
«εκεί!» ικανοποιημένη ψιθυρίζοντας,
για την ορθότητα
που η τάξη γύρω μας
μέχρι το τέλος μου θα τηρηθεί.
ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ
Τα μυστικά μου-
όλα όσα έκρυβα-
μαζί μου θα τα πάρω.
Συσκευασμένα σαν λέξεις τα περσότερα,
σαν φλόγα το μεγάλο μυστικό μου,
μαζί μου θα τα πάρω.
Αδιαπέραστα από ακτίνες που κρυφοβλέπουνε-
όποιου ματιού ή μηχανής ακτίνες.
Μαζί μου θα τα πάρω-μακριά.
Και όπως σπόρους ακριβούς θα τα φυλάξω
και όπως λούλουδα που πάντα ανθούν.
Κι όταν σε χώμα νέο φτάσω,
όποτε,
θα τα φυτέψω να φυτρώσουν,
να τρανέψουνε,
και με τη ζήση τους σε όλους τώρα φανερή,
θα ζήσω..
Τα μυστικά μου όλα
μαζί μου θα τα πάρω
γιατί εγώ
αυτά τα μυστικά είμαι.
ΣΠΑΩ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Σπάω την παράδοση ουρανέ.
Δε θα πεθάνω ζητιανεύοντας ελεημοσύνη
όταν γέρος
θ' αδυνατώ τα πόδια μου να σύρω.
Δε θα πεθάνω ζητιανεύοντας παρέα
όταν παρέα μου τη μονάξα θα 'χω.
Σπάω την παράδοση ουρανέ!
Θα σβήσω αβοήθητος και μόνος
και μ’ ένα χαμογέλιο χαιρετώντας
τη φύση την πλατιά και τη χαιρέκακη.
Σπάω την παράδοση ουρανέ!
Θα σβήσω δίχως την ψευτιά να μ’ αγκαλιάζει
των συγγενών που αδιάφορα θα με κοιτούσαν
ηλίθια προσπαθώντας λύπης έκφραση
στα πρόσωπά τους να χαράξουν τα ψυχρά.
Θα φύγω δίχως των γιατρών τους ψίθυρους
ν' ακούω δίπλα μου σαν κιόλας να 'μουνα νεκρός
λες και δεν νιώθω τι -για ποιον μιλούνε.
Εδώ είμαι! Κάποιος αν ερθεί
φορώντας μάσκα πόνου
και κάτω από τη μάσκα του πόνο και πάλι θα 'χει
εδώ είμαι! και θα τον δεχτώ της πάλης μου συντρόφι.
Εδώ είμαι! Κάποιος αν ερθεί
απλώνοντας το χέρι
όχι να πάρει αντίτιμο γι αυτό που μου προσφέρει
μα για να δείξει πως ποθεί να μου δοθεί ακέριος
κι έτοιμος να χαθεί μαζί μ’ ό,τι μαζί μου πάει
εδώ είμαι- και θα τον δεχτώ του μόχθου μου
σημαία.
Εδώ είμαι! και θα τον δεχτώ
σα δω πως δίπλα μου το κέρδος όχι, πάρα
το χάσιμο, το δόσιμο, το πάθος κι η λαχτάρα τόνε σπρώχνει.
Σπάω την παράδοση ουρανέ! Θα πεθάνω
κατάματα κοιτάζοντάς σε.
ΠΟΙΑΝΟΥ ΠΑΤΕΡΑ;
Πόλεμος!
Όλα νεκρά και γκρεμισμένα!
Σπίτια, δέντρα, όνειρα-
ότι μάς κρατούσε.
Όλεθρος.
Ένας τον άλλονε στο πλήθος χάνει,
στρατός ποδοπατάει νοικοκυριά,
το φως όλο πιο δύσκολα βρίσκει τον δρόμο.
Σου μοιάσαμε.
Και συ έτσι δεν κάνεις με τα σύμπαντα;
Έτσι και συ δεν τα χαλάς;
Εικόνα σου κι ομοίωσή σου.
Κι όπως εσύ νέο ένα σύμπαν φτιάχνεις,
έτσι κι εμείς ξανά δουλεύουμε και χτίζουμε
και φτιάχνουμε πολιτισμούς και κοινωνίες
και ξαναϋπάρχουμε πάνω στη γη.
Ώσπου ένας νέος πόλεμος να ’ρθει
και πάλι τη μονιά μας να χαλάσει
Χαλασμός και ξαναρχίνισμα ολοένα
και μεις και συ αδέρφι μας θεέ.
«Αδέρφι μας θεέ...»-
όμως,
παιδιά κι οι δυο
ποιανού πατέρα;
ΣΤΟ ΚΑΛΟ
Μαύρη ζήση μαύρη μοίρα
που ’χεις τάξει να ποθώ
κι η ντροπή να μη μ’ αφήνει
για τον πόθο μου να πω...
Μαύρη ζήση μαύρη μοίρα
τη βουλή σου αυτή μισώ
σαν η πόα όταν βλέπει
να ψηλώνει, τον κισσό...
Μαύρη ζήση μαύρη μοίρα
μία σφαίρα στο μυαλό
συστημένες και τις δυο σας
θα σας στείλει στο καλό.
ΤΟ ΔΕΝΤΡΑΚΙ...
Η ζωή μου ήταν κάμπος ερμιός.
Τόσο έρμος που λες: «γιατί υπάρχει»;
Ούτε ένας επάνω του ανθός,
πράσινη ούτε μικρούλα του μια άκρη.
Μα στο χώμα του αυτό το ξερό
φέτος φύτρωσε κάποιο δεντράκι-
πρασινούλι, ομορφούλι, χλωρό,
σα νιογέννητο ένα μωράκι.
Κι αχ! τι ρίζες απλώνει τρανές!
Κι αχ! αμέσως πώς φύλλα γεμίζει!
Στις φρυγμένες μου πώς τις πλαγιές
της σκιάς την ευλόγια χαρίζει!
Κι όσα πλούτια εκρατούσα βαθιά
και κανείς δεν μπορούσε να έβρει,
με τις ρίζες του αυτές για σπαθιά
ένα δέντρο μικρούλι κουρσεύει...
ΣΚΥΛΙ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ
Ξέρετε κυρία
όταν με τ’ αυτοκίνητο περνώ
στου δρόμου είναι τη μέση πάντα ξαπλωμένο .
Κι ανέμελα ξαπλώνει εκεί
Σαν από εκεί να μην περνάει κανείς και τίποτα.
Φρενάρουν βέβαια όλοι και μεριάζουν.
Όπως κι εγώ.
Μα και κανείς μπορεί από δω πολιτικός
με τ’ αυτοκίνητό του να περάσει.
Κι αυτοί
συνηθισμένοι ως είναι ανθρώπους να σκοτώνουν
λέτε να λυπηθούν ένα σκυλί;
Γι αυτό κυρία μαζέψτε το-
και είναι όμορφο το καημενούλι!...
ΒΙΒΑΡΙ
Στης Αργολίδας το ασημένιο τάσι
μια χρυσαφένια το χωριό μας στάλα.
Στης φύσης μέσα το λαμπρό γιορτάσι
πιόμα που πιο μεθάει από τ’ άλλα.
Μια ηλιαχτίδα θάλασσας. Μια σκέπη
από αστέρινο ουρανό γαλάζο.
Λοφάκια γύρω. Και, ωραία ως πρέπει,
βαρκούλες- άνθη στο νερένιο βάζο.
Τη μέρα χαρωπό το κυματάκι
στην άμμο της ακτής της δαντελένιας.
Τη νύχτα απαλοκοίμητο παιδάκι
χωρίς το σκιάξιμο καμίας έγνοιας.
Και τα νερά του τα ευλογημένα
σα στοργική μιαν αγκαλιά κρατάνε
τα σώματα που εντός του αφημένα
θάλασσα κι ήλιο πίνοντας μεθάνε.
Κι όποιος εδώ θα ’ρθει, δεν είναι ξένος-
αύρα μια φιλική τόνε τυλίγει
και σα στο σπίτι του νιώθει φερμένος
που με δικούς του ανθρώπους πάντα σμίγει.
Η γη παιδί ακριβό της το μετράει.
Και το ασημοκέντητο φεγγάρι
ως με τα’ αστέρια παίζει και γελάει
γράφει στα πλάτια τ΄ουρανού: Βιβάρι!
Βιβάρι! Μια γωνιά όπου εντός της
κάθε όνειρο καλό, αλήθεια βγαίνει.
Βιβάρι! Στο βιβλίο της ανθρωπότης,
το παραμύθι τώρα που συμβαίνει.
ΚΑΜΙΑ ΦΟΡΑ
Έτσι σκυμμένος που ’μαι στα βιβλία
μου έρχεται η σκέψη ότι για μένα
υπάρχουνε οι πλούσιοι κι οι φτωχοί.
Για να ’χω να διαλέξω ανάμεσά τους
κι ή να χαθώ διαλέγοντας τους πλούσιους,
ή να σωθώ μαζί με τους φτωχούς.
Κι αν θα σωθώ ή θα χαθώ,
δε θα το μάθουν παρά εκείνοι
που κάποτε
στο μέλλον
σκυμμένοι στα βιβλία
(ενώ ένας άνθρωπος
στους ώμους τους σκαρφαλωμένος
μία μπανάνα σοβαρός θα ξεφλουδίζει),
τα γραφτά μου θα διαβάσουν.
Γι αυτούς γράφω.
ΚΙΝΑ
Έδωσε μια κι υψώθη στον αέρα
κι έτσι σαν βέλος κακοτάξιδο
έπεσε πάνω του με το σπαθί της.
(Σαν ηλιαχτίδες ζωηρές
ανέμιζαν τα ολόχρυσα μαλλιά της.)
Αυτός
Λίγο προτού να νιώσει το σπαθί της
Να χώνεται ίδιος θάνατος στο στήθος του.
πέταξε κάτω το δικό του
έτσι που κίνδυνο σε κείνη να μη δώσει.
Εκείνη εσάστισε. «Γιατί», του είπε
αυτός ενώ πεσμένος εξαιμάτωνε,
«Γιατί δεν με αντίκρουσες με το σπαθί σου;»
«Δε θα με πίστευες κι αν στο ’λεγα»
της είπε ξεψυχώντας.
«Γιατί; Γιατί;» αυτή επέμεινε.
Κι αυτός, με τη στερνή πνοή του
κι ενώ τα μάτια του απ’ αγάπη έλαμπαν:
«Γιατ’ ήθελα να πάω στο σπίτι μας...
μαζί σου...».
Και κλείσανε τα μάτια του για πάντα.
Εκείνη δίπλα του εγονάτισε,
και τι να πρωτοκάνει
διόλου δεν ήξερε-
Να βγάλει του απ’ το στήθος το μαχαίρι;
Να τόνε φίλαγε;
Τα χέρια του να χάϊδευε;
Να τονε κλάψει;
Τέλος
μία φωνή στριγκή ως πάνω έβγαλε
που κι άστρα κι ήλιος έφριξαν.
Ο άνεμος
τα κίτρινα
καθώς φουστάνια μακριά
τα ρούχα τους ανέμιζε
ωραίες πτυχώσεις φτιάχνοντας κι από τα δυο
χάρμα στο μάτι να τις βλέπεις.
Ήταν στην Κίνα.
Εκείνος αυτοκράτορας
κι αυτή παλιά του ερωμένη.
Ο «ΤΥΦΛΟΣ»
Διασταύρωση.
Κόσμος που περιμένει να περάσει.
Ανάμεσά τους μια κοπέλα.
Ωραία.
Δροσερή.
Έβγαλα το μπαστούνι,
το εξεδίπλωσα
και με μισόκλεισα τα μάτια
και δεξιά κι αριστερά τη μύτη του χτυπώντας,
την επλήσίασα.
«Παρακαλώ βοηθήστε με», της είπα
μία το στήθος της κρυφά κοιτάζοντας
μια τα πυκνά μαλλιά της.
«Βεβαίως!.. Να! Πράσινο! Πιαστείτε πάνω μου...»
Πιάστηκα επάνω της...
Σαν εβρεθήκαμε απέναντι
σε μια που δεν υπήρχε πέτρα εσκόνταψα
και βρέθηκα φαρδύς πλατύς στο πεζοδρόμιο κάτω.
«Πέσατε!; Θε μου!.. Είσαστε καλά;..»,
είπε με αγωνία κι ενοχή (και ποιος,
ιδίως γυναίκα, αίτια δε θα ’νιωθε
της πτώσης του τυφλού που οδηγούσε...)
Έσκυψε,
με αγκάλιασε,
και με μεγάλον κόπο της με σήκωσε.
Όταν ξεκόλλησα από πάνω της
«είστε καλά;» μπόρεσε μόνο να ρωτήσει.
Τη διαβεβαίωσα πως «ναι».
Τότε μονάχα η καημένη
κι αφού εσιγουρεύτηκε
πως ισορρόπησα επιτέλους
εστράφη κι έφυγε.
Πέταξα το μπαστούνι.
Μ’ αγκάλιασε μία γυναίκα!
Θα φύγω απ’ τη ζωή ευτυχισμένος.
ΣΤΟ ΨΑΡΙ
Ψάρι!
Μέσα στων λεπιών σου το νερό κλεισμένο
Μακριά από τον αγέρα κι απ’ το χνούδι του βελάσματος
κι απ’ τις στριγκλιές του αέρα σε παράθυρα κρουσταλλιασμένα,
μακριά ’πό της βαρύτητας την κατακόρυφη τη ζυγαριά
κι απ’ των νεφών τα σχήματα.
Πιστό στον κύκλο τον νερένιο σου.
Σε ποιον θεό προσεύχεσαι;
Ποιες είναι οι γνώσεις σου εσένα για το σύμπαν;
Και ξέρεις ότι ο προπάππος όλων μας εσύ ’σαι;
Και θυμάσαι-θυμάσαι τον καιρό
που επρωτόβγαινες απ’ το νερό για λίγο;
Και αν ναι, πού η μνήμη σου εδράζεται;
Στου κεφαλιού σου τη μικρή φαιά ουσία
ή στης ουράς τα λέπια;
Ω! Ψάρι εσύ!
Που όλους μας περιέχεις μες στ’ αυγά
που αφήνεις σαν σε μήτρα καρπερή
μέσα στο κύμα...
Που λοιδορείς την καυχησιά του ανθρώπου
ότι μπορεί και περπατεί...
Μέσα στις φλέβες σου το αίμα μας τρέχει.
Με του εγκεφάλου σου τις έλικες φτιάξαμε δορυφόρους κι αυτοκίνητα
και μηχανές και χρήματα και ρούχα
όταν σ΄αφήσαμε.
Όταν σ’ αφήσαμε...
ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ
Στην τηλεόραση
στο σινεμά
όλα λαμπρά κι ωραία.
Φτάνει να κλείσεις το κουμπί
για να βρεθείς μονάχος
και μ’ όλες σου τις δυστυχίες αγκαλιά.
Η διαφορά ότι στο μεταξύ
η τηλεόραση έχει πάρει δύναμη
κάθε φορά περσότερη
ώστε περσότερο κάθε φορά να σε απατά.
ΤΟ ΜΑΣΚΑΡΕΜΑ
Έξω απ’ το σπίτι του πριν βγει καθένας
στολίζεται και καθαρίζεται,
και της χαράς φοράει τη μάσκα
ή της αδιαφορίας κατά τις περιστάσεις.
Γυρίζοντας στο σπίτι η μάσκα βγαίνει
αποκαλύπτοντας το πρόσωπο
πιο αξιολύπητο
μετά από κάθε του μασκάρεμα.
ΜΕΝΟΥΜΕ!
Κύριε δρόμε
Πού πηγαίνετε;
«Στην άλλη πόλη»
Γιατί μας κοροϊδεύετε κύριε δρόμε;
Αφού είστε ακίνητος ολημερίς κι ολονυχτίς.
Εμείς πηγαίνουμε απάνω σας.
«Μ’ αφού εγώ δεν πάω πουθενά,
ουτ’ εσείς πηγαίνετε
κι ας περπατείτε πάνω μου.»
Έχετε δίκιο κύριε δρόμε μου.
Κανείς μας δεν πηγαίνει.
Πουθενά.
Όλοι μας μένουμε.
Μένουμε.
Μένουμε.
ΣΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗ
Χοντρός καλοντυμένος κύριος.
Πλησιάζει στο ταμείο.
Πετάει στο ταμείο το βιβλίο που εδιάλεξε να πάρει.
Εκείνο ταλαντεύεται να πέσει.
Ο χοντρός κύριος
γελώντας
το συγκρατεί με την κοιλιά του.
Η ταμίας το πιάνει,
το σηκώνει,
και το πετάει ψηλά-χαριτωμένα- έτσι που όταν πέσει
να δείχνει στην ταμία την τιμή του.
Κατόπι με λαχτάρα το χέρι της απλώνει,
το χρήμα παίρνει,
με λατρεία το κοιτά,
το ισιώνει,
το τακτοποιεί
ώστε οι επιφάνειες των χαρτιών
προς τη μεριά να βλέπουνε την ίδια,
και τα μάτια της χωρίς να πάρει από το χρήμα
το πλήκτρο πιέζει της αριθμομηχανής.
Η συναλλαγή τελειώνοντας
μαζί έχουν τελειώσει
κι ο Ελευθερουδάκης, κι η ταμίας,
και τα βιβλία κι οι άνθρωποι.
ΘΕΟΣ
Θεός!, μού λένε.
Ναι, Θεός. Μα τ’ είναι ο Θεός; ρωτώ.
Είναι αυτό που η ψυχή σου αγαλλίαση γεμίζει
μόνο που το σκέφτεσαι.
Αυτό σκοπός κι αιτία που είναι της ζωής σου.
Εκείνο που στις ώρες τις σκληρές σου
σ’ Αυτό προσεύχεσαι να σου τις απαλύνει,
Αυτό τα βήματα σου που οδηγεί
κάθε λεφτό της άμοιρης ζωής σου,
Εκείνο που όλοι οι δρόμοι της ζωής
Σ’ Αυτό οδηγάνε.
Τέλος αυτό που όσο κι αν θα το ζητάς
ποτέ δε θα το έχεις,
μού λένε.
Ήμουνα σίγουρος: ο Θεός
το γυναικείο είναι στήθος.
ΝΑ ΣΒΗΝΕΙ
Με αναμνήσεις
με οραματισμούς
μ’ ένα κομμάτι μουσικής,
μ’ ένα ποίημα,
πασκίζω να ξεφύγω από το χάος.
Να πάρω δύναμη από κάτι προσπαθώ.
Τουλάχιστο μιαν αξιοπρέπεια να διατηρήσω
εδώ που όλα είναι συντρίμμια
και από πού αλλού δεν έχεις να πιαστείς.
Αγωνίζομαι.
Και τελευταίος
ο αγώνας μόνον μένει
να μου λέει
πόσο αδύναμος νιώθει μπροστά
σε τόσα που τον ζώνουν εχθρικά,
και λέγοντάς μου το
να σβήνει.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΡΗΓΟΥ
Είναι το ιλουστρασιόν χαρτί;
Ή τα ωραία βαμμένα χείλη της;
Ή το αθώο πάλι πρόσωπο το χαρωπό της;
Μπορεί κι εξωγενείς παράγοντες να παίζουν ρόλο:
η Άνοιξη,
η διαρκής επιθυμία,
η νυχτιά η μοναχική.
Μα ό,τι και να ’ναι
η φωτογραφία αυτή
στο εξώφυλλο του περιοδικού.
πολλές δυνάμεις ζωογονεί
και νέες ελπίδες για καλό κάτι γεννάει.
Γι αυτό και τήνε βάλαν βέβαια εκεί.
Με κάτι τέτοια το περιοδικό πουλάει.
Ξέρουν τι κάνουν.
ΤΟ ΘΕΣΠΕΣΙΟ ΟΡΑΜΑ
Απ’ τ’ άσπρα πόδια της έλαμψε η νύχτα.
Η νύχτα η νυχτιά-η νύχτα-η μαύρη νύχτα.
Εγύριζα απ’ την πόλη τη γειτονική
που πήγα
για να τηλεφωνήσω σε δυο φίλες.
Κι οι δυο κλεισμένα τα τηλέφωνά τους.
Και γύριζα από κει.
Μαύρη η φούστα της στη μαύρη νύχτα μέσα.
Δυο μαύρες σκιές μαζί της-φιλενάδες της.
Μόλις και διακρινόνταν οι σιλουέτες τους
μέσα στην άναστρη νυχτιά απ’ το λίγο φως
κάποιου παράθυρου πιο πέρα.
Ξάφνω τα φώτα ενός αυτοκινήτου.
Πηδώντας δεξιά
Για λίγο η φούστα της ανασηκώθηκε.
Κι έλαμψε η νύχτα απ’ τα χιονάτα πόδια της.
Για τέτοια μια λαμπράδα ως της γης την άκρη πας.
Δυο όρθιες, στέριες, μαλακές, ηδονικές κολώνες
που το Ναό στηρίζουνε του Κόσμου
τόσο ηδονικές
που αναρωτιέσαι
αν κάτι περισσότερο υπάρχει που ν’ αξίζει.
Και μες στο κάτι αυτό τολμάς να βάλεις
ως και την Πύλη του Ναού.
Τώρα,
Μετά από τα’ όραμα αυτό,
Μπορεί κανένας άφοβος να ζήσει.
Να ξέρεις-
όχι πως αναγκαστικά υπάρχει,
μα ότι έστω κάποτε υπήρξε Αυτό,
τ’ άλλα όλα είν΄ αδιάφορα.
Και η ζωή ακόμα η μία κι η πολύτιμη.
Κι ο θάνατος
(μα θάνατος μετά από κάτι Τέτοιο υπάρχει;)
Και όχι τίποτα-ένα παλιοκόριτσο ήτανε-
μια ασήμαντη γειτονοπούλα.
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ
«Πόσα έχουμε να πούμε...»,
μού είπε.
Κι εννοούσε
Πόσα μπορούνε ν’ ακουστούν ανοιγοκλείνοντας το στόμα μας
ο ένας προς τον άλλονε κοιτώντας...
Η ΧΑΖΟΓΙΑΓΙΑ ΒΙΒΗ
Αίνιγμα: χαζή δεν είναι
ούτε μοιάζει με γιαγιά,
αναμφίβολα όμως είναι
τέλεια μια χαζογιαγιά.
Ποια ειν’ αυτή; Πώς τήνε λένε;
Μα, η Βιβή μας, που γι αυτήν
η λαχτάρα για τ’ αγγόνια
έρχεται απ’ όλα πριν.
Το εγγονάκι της-αχ!-βήχει!
Τι μεγάλη συφορά!
Φέρτε τσάγια και κουβέρτες!
Και γιατρούς! Και γιατρικά!
Η εγγονούλα της σαν τρέχει
κι αν πηδάει ο εγγονός,
ένας μέγας την καρδιά της
τρόμος έχει φοβερός:
Κι αν θα πέσουν και χτυπήσουν;
Κι αν το γόνατο ματώσει;
Α! Το αίμα της καρδιάς της
ας μπορούσε αντίς να δώσει...
Α! Χαζογιαγιά Βιβή μας
μη για όλα ανησυχείς-
τα παιδιά θα μεγαλώσουν
ότι αν κάνεις κι ότι αν πεις.
Αλλ’ αυτή μυαλό δε βάζει
και τ’ αγγόνια όλο ζητά
να φροντίζει, να χαϊδεύει,
κι όλο να φιλεί γλυκά.
Αχ! Τ’ αυγά επαρασφίξαν-
τα παιδιά τα τρων μελάτα.
Και για δες-τη γεμιστή τους
δεν την έγεψαν τομάτα.
Θε μου! Αχ! Θ’ αδυνατίσουν!
Ας προλάβει το κακό
με κοτόσουπες, χαβιάρι,
μπριζολάκια κι αστακό!
Α! Τ’ αγνούλια Τα ’γγονάκια!
Κι α! Οι πρόθυμες γιαγιές:
«νο» ποτέ τους δεν ψελλίζουν
μοναχά φωνάζουν «γες»...
Τα ’γγονάκια κλαιν; Η Φύση
κλαίει με κείνα συντροφιά.
Θα θυμώσουν κάποια μέρα;
Ολη η γη έχει ακεφιά.
Κι αν σουφρώσει τ’ αχειλάκι
σε παράπονο κανένα,
τα καλά του κόσμου όλου
στη Βιβή τότε είναι ξένα.
Α! Χαζογιαγιά καλή μας,
μη συνέχεια ανησυχείς,
τα παιδιά καλά θα πάνε
Ό,τι αν κάνεις κι ό,τι αν πεις.
Το τηλέφωνο χτυπάει;
Όλα γύρω σταματάνε.
Μόνο χείλια δυο μιλούνε
Κι άλλα δύο απαντάνε.
«Γιαγια θέλω...» «Ναι χρυσοήλιε,
ναι φεγγάρι μου αργυρό,
ναι ψυχούλα των ανθώνε,
ναι τσαλίμι στο χορό!
Θα σου φέρω να σου βάλω
Στο χεράκι σου τα’ αβρό
Γη και Ουρανό κι αστέρια
Και του Νότου το Σταυρό...»
«Μα, γιαγιά, μια καραμέλα
εγώ θέλω μοναχά!..»
Μα η Βιβή μας δεν ακούει
Κι όσα του ’πε κουβαλά.
Ε! Βιβή! Στα ’γγόνια σου, όλα
τα ’χεις δώσει από παλιά.
Μη έγνοια βάζεις: θα ευτυχήσουν
αφού σένα έχουν γιαγιά.
Ο ΜΠΑΝΤΑΒΟΣ
Μια φορά κι έναν καιρό
ήταν ένας μπανταβός
που επήγαινε δυο πίσω
κι ένα βήμα τράβαε μπρος.
Που τη σούπα του την έτρωε
με πιρούνι αντίς κουτάλι
κι όταν τον χτυπούσαν μια
έλεγε «δώστε μου κι άλλη».
Που όταν μοίραζαν χρυσό
κείνος χώμα εζητούσε
κι αντίς γλέντια και χαρές
λύπες μόνο ετρυγούσε.
Κι όταν ήταν να μετρήσει
Απ’ το ένα ως το δύο
κειός ανάποδα μετρούσε-
μείον ένα μείον δύο.
Και στο γάιδαρο επάνω
καβαλούσε προς τα πίσω
τη γαϊδαροουρά περνώντας
για κεφάλι γαϊδουρίσο.
Τον εχθρό έλεγε φίλο
και τη γάτα ποντικό
και καλό ό,τι οι άλλοι λέγαν
κείνος το ’λεγε κακό.
Του ελέγαν: «στάσου ορθός»
και αυτός ξάπλωνε κάτω.
«Τράβα στον αφρό» τού λέγαν,
κείνος τράβαγε στον πάτο.
Απ’ τ’ αυγό έτρωγε το τσόφλι,
έλεγε τη νύχτα δείλι
κι έτρωγε αντίς τη ρόγα
το κοτσάνι απ’ το σταφύλι.
Κι έτσι επέρναγαν τα χρόνια
και οι μήνες και οι μέρες
να τον λέει τον τοίχο τζάμι
και χλωρές πλαγιές τις ξέρες.
Κι όλοι τόνε κοροϊδεύαν
και μαζί του πλάκα εσπάζαν
και «ανάποδο» τον λέγαν
και «Μπροσπίσω» τον φωνάζαν.
Κι ήρθε σύγνεφο μια μέρα
κι ήρθε μια τρανή φοβέρα
κι ήρθαν του εχθρού φουσάτα
οργισμένα και φορτσάτα.
Και τους ντόπιους ενικήσαν
και γινήκαν αρχηγοί τους
και για δούλους τους τούς είχαν
και γελούσανε μαζί τους.
Κι αρχηγός τους ήταν κάποιος
που σκεφτόνταν με τα πόδια,
τα φτερά που ’τρωε της χήνας
και τις φλύδες απ΄τα ρόδια.
Κι έψαξε στη χώρα όλη
κι έβγαλε βουλή φερμάνι
ποιος ανάποδα εφερνόνταν
σύμβουλό του να τον κάνει.
Κι οι στρατιώτες του τον βρήκαν
και του φέραν τον Μπροσπίσω
και του είπαν: «τούτος μόνο
το στραβό το ’λεγε ίσο».
Και τον είχε σύμβουλό του
και τον έκανε αρχηγό του
και την κόρη του τού δίνει-
διάδοχό του τον αφήνει.
Κι όσοι πριν τον κοροϊδεύαν
«Βασιλιά», τώρα του λέγαν,
«θα πεθάνουμε-πεινάμε!
δος μας άχυρα να φάμε!»
(Γιατί ένιωσαν εν τέλει
ότι ξύδι είναι το μέλι,
η ειρήνη ότ’ είναι μάχη
και κοιλιά πως είναι η ράχη).
Και του είπαν: «σχώρεσέ μας
για όσα σου ’χουμε ειπωμένα».
Και «δε σας σχωρνάω» τους είπε
«γιατι εταίριαζαν σε μένα.».
ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ
-Τα κορίτσια.
-Τι;
-Τα κορίτσια.
-Τι τα κορίτσια;
-Τι τι τα κορίτσια;
-Είπες τα κορίτσια-τι τα κορίτσια;
-Είναι. Αυτά.
-Τι είναι;
-Σου είπα- «τα κορίτσια».
-Σε ρώτησα για τη χτεσινή νεροποντή…
-Ναι.
-… πού ήσουνα όταν είχαν ανοίξει οι ουρανοί.
-Ναι.
-Λοιπόν;
-Τα κορίτσια.
-Τα κορίτσια;..
-Ναι.
-Από πότε, πού, πώς, γιατί έτσι;
-Από πάντα και για πάντα, εδώ και παντού και με όποιον τρόπο ξέρεις ή μπορείς να φανταστείς.
-Τα κορίτσια;
-Τα κορίτσια.
-Μόνον αυτά;
-Μόνον αυτά.
-Τα κορίτσια!..
-Ναι.
ΤΟ ΞΑΝΑΖΩΝΤΑΝΕΜΑ ΤΗΣ ΜΑΡΩΣ
Χτες ξαναζωντανέψαμε τη Μάρω.
Δυο γέροντες –παιδιά μαζί της τότε
και μια γριά –καλή της φιλενάδα
σκυμμένοι πάνω απ’ την παλιά φωτογραφία
με τ’ άσπλαχνα της μνήμης μας τα νύχια αρπάξαμε
και ζώσα πάλι φέραμε κοντά μας
την χρόνια πριν για μας χαμένη κόρη,
με τα μεγάλα της τα μαύρα μάτια
και το λεπτό σαν σανιδένιο της κορμί,
με τα δυο στήθη τα μικρά και πετρωτά
να ξεπηδούν απ’ το κλουβί του θώρακά τους
μεστά τροφής για κάθε πεινασμένο.
Δεν τόλμησα ούτε χτες να τα εγγίσω.
Το άφησα για όταν όλοι πάλι θα βρεθούμε
σε κάποιας γειτονιάς ξανά τη ζέστα
με όλα ίδια
πλην του δισταγμού,
που αυτός μονάχα
(που τόσα εδώ κάτω μας κρατεί)
εκεί θα λείπει.
ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΗ
Ναι, είναι μια μικρή παρέκκλισις...
αυτός ο τρόπος της γραφής-των παρακάτω;;; ποιημάτων.
Ναι, είναι, όμως η πορεία δεν αλλάζει έτσι κι
αλλιώς.
Κι αυτός ο δρόμος στο Χαμό τραβάει.
Η παρέκκλισις μπορεί λοιπόν ν' ανοίξει νέο δρόμο, παράλληλο,
με διαφορά μόνο του τρόπου του βαδίσματος πάνω σ' αυτόν.
Να πάω απ’ αυτόν λοιπόν ή στον παλιό να
συνεχίσω;
(αυτονοείται πως αν συνεχίσω εδώ
τα νοήματα βαθαίνουν);;;
Ποιος θα μου πει-ποιος θα μου δώσει μία γνώμη;
Κανένας δεν μιλάει.
Μα και να μιλούσε με τι γνώσεις θα γνωμοδοτούσε;
Μου λένε να πάω μαζί τους.
Μα θεέ μου, να κάνω τι;
("Κουράστηκε η καρδιά μου να ζητάει")
Ότι μ' απόμεινε με τα δόντια το κρατώ
για ν' αγοράσω το εισιτήριό μου να περάσω.
Αυτοί όλοι έχουν πράγματα να δώσουνε γι
αντίτιμο.
Δεν τους περνάει από το νου,
πως δεν περνούν αυτά εκεί.
Έχουνε σπίτια, βίλλες, κότερα,
στρέμματα ελιές και πορτοκάλια,
ημέρες ξεγνοιασιάς και ηδονής, εκατομμύρια…
Τύχη αγαθή κάτι τέτοιο να μην αποκτήσω μ'
έκαμε.
Γιατί θα είχα επαναπαυτεί.
Μου λένε να πάω μαζί τους.
Μα αυτοί τις νύχτες έχουν ύπνο.
Μα αυτοί όταν βρέχει λένε με μια σιγουριά:
βρέχει.
Μα αυτοί δεν ξέρουν πόσο απέχει ο
άνθρωπος από τον εαυτό του.
Μα αυτοί δεν ακούν τα ρυάκια να μιλούν.
Νιώθουν αυτοί τη θλίψη των πεσμένων δέντρων;
Έχουν ραγίσει με το κλάμα τους το κρύσταλλο της νύχτας;
Πια με τι γλώσσα εγώ μαζί τους να μιλήσω;
Και τότε τι θα δώσω στους κριτές μου σαν
απόδειξη
πως γνώριζα από τότε που εζούσα-
στην τύχη ότι δεν ήμουν αφημένος
παρά προετοιμαζόμουνα
έστω και μόνο για το δεύτερο
να γίνω άξιος βραβείο;
Λοιπόν, να επεκτείνω την παρέκκλιση;
Θα δω.
Η ΛΙΤΑΝΕΙΑ
Μια λιτανεία είναι να γίνει.
Θανάτου κρέπια μαύρα γκρενά
θ’ αργοθροϊζουν ως θα περνά
από μπροστά μου η μακάβρια κλίνη.
Μαυροντυμένοι λειψανοφόροι
στην πλάτη θα ’χουνε το κουτί
κι αμέσως πίσω θα περπατεί
χαροκαμένη μοναχοκόρη.
Θάλασσα γύρω τα νεκροκέρια
τη μαύρη νύχτα θ’ αχνοφωτούν,
σ’ ανώφελο ένα θ’ αργοκινούν
σταυρό οι άφωνοι πιστοί τα χέρια.
Και θα πλανιέται μες στον αέρα-
πώς μες στο σκότος αναρριγώ
μέσα στο φέρετρο μην είμαι εγώ;-
μια παραζάλη και μια φοβέρα.
Εν’ αγριοκρίνο αδέρφι κόψε
ως η νεκρώσιμη καμπάνα ηχεί
και μύρισέ το-πες μιαν ευχή:
μια λιτανεία γίνεται απόψε.
ΦΟΒΟΤΑΝ ΜΗ ΤΟΥ ΠΑΡΩ ΤΑ ΛΕΦΤΑ
…και μετά θα περάσω από την Τράπεζα, του είπα.
Μου λέει, άλλαξα Τράπεζα.
Σε ποιαν πήγες; του λέω.
Σε άλλη, μου λέει.
Τον σκότωσα αμέσως με το πιστόλι μου.
ΠΑΡΑΙΤΗΣΕΙΣ
-Βάλε κι αυτά… είπε στον σωφέρ
και του έδειξε ένα καλαθάκι με άνθη.
-Τίποτε άλλο έμεινε να φέρω κυρία; ρώτησε με σεβασμό εκείνος.
-Όχι Παύλο. Κλείδωσε την πόρτα μόνο, του είπε.
Εκείνος κλείδωσε την πόρτα του σπιτιού,
Γύρισε και της άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου.
-Όχι Παύλο, δε θα έρθω, είπε εκείνη.
-Μα κυρία… ψέλλισε έντρομος ο σοφέρ.
-Πήγαινε Παύλο. Σ’ ευχαριστώ για όλα.
-Κυρία…
-Πήγαινε!
Ο σοφέρ,
κάτωχρος και τρεμάμενος
μπήκε στο αστραφτερό αυτοκίνητο.
Έβαλε μπρος χωρίς να ξεκινήσει
κοιτάζοντάς την.
-Πήγαινε! του είπε σιγά αλλά αυστηρά και επιτακτικά εκείνη.
Εκείνος ξεκίνησε σιγά.
Αυτή, έβγαλε το πανάκριβο παλτό και το καπέλο της και τα πέταξε στην άκρη του δρόμου.
Βρώμικα και κουρελιασμένα ρούχα τώρα την εντύναν.
Ξεχτένισε τα μαλλιά της
και κάθισε στην άκρη του πεζοδρομίου
απλώνοντας το χέρι σε επαιτεία.
Η ΟΡΚΩΜΟΣΙΑ
Όταν η πατρίδα έσβησε
ήρθαν τα κοράκια.
Μαυρόντυτοι, δήθεν θλιμμένοι
σηκώσανε το φέρετρο. Στις τσέπες τους
φουσκώνανε τα θαφτικά.
Οι παπάδες ψέλναν τα δικά τους.
Οι συγγενείς, όρθιοι, χαζεύοντας,
προσμέναν στις πλατείες την πομπή.
Απ' το αντίπαλο Γραφείο
με μίσος βλέπανε την τελετή που είχανε χάσει.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Κι όταν η ύστατη για μας ακτίνα σβήσει
και πια δεν θα μπορούμε να υπάρχουμε
τι τότε θ’ απογίνουμε;
Θα ζούμε μόνο σε φωτογραφίες και σε φιλμς;
Και η φωνή μας σε κασέτες και σι-ντις θ’ ακούγεται μονάχα;
Το πέρασμά μας απ’ τη γη θα το δηλώνουν
μονάχα κάτι πέτρες άσπρες
που, ζωντανούς, μας κράταγαν ορθούς ;
Κι όταν τα χέρια μας τότε θ’ απλώνουμε
θα είναι μόνο για χαιρετισμό;
Κι αν ναι σε ποιον; ποιος τότε
θα έχει ανάγκη απ’ τα δικά μας χαιρετίσματα;
Κι αν φυλαγμένοι έτσι ζούμε μέσα σε χαρτιά λοιπόν
και σ’ εγγραφές φωνητικές
τι θ’ απογίνουμε όταν η γη
απ’ τη φωτιά θα γίνει στάχτη;
Τι θ’ απογίνουν τότε όλοι όσοι
μες σε βιβλία ζουν με τις ιδέες τους τροφή
ή με την ποίησή τους;
Από τη στάχτη μη της γης θα ξαναγεννηθούμε;
Αν όχι γιατί τάχατες να υπάρχουμε
κι αν ναι , ποιο νόημα έχει να χανόμαστε
και να φαινόμαστε και πάλι;
Για ποιον οι αλλαγές αυτές και οι μεταμορφώσεις;
Ή μη όταν ζούμε είμαστε τάχα πεθαμένοι
και η ζωή αρχίζει από την ώρα του θανάτου;
Μη τάχα ένα όνειρο είν’ η ζωή
που κάποιος που κοιμάται βλέπει
και όταν το μυαλό του ύπνο χορτάσει
πάει καθείς μας στο χαμό
καθώς αυτός ξυπνάει;
Και μήπως διηγιέται αυτός που ξύπνησε
σε κάποιους όμοιους του
«έβλεπα ένα όνειρο
πως τάχα ήταν μια γη…»
Και σε ποιους τάχα να το διηγιέται;
Μήπως κι ονειρευτές και όνειρο είμαστε εμείς;
Και ή ναι ή όχι σ’ ολ’ αυτά είναι η απάντηση
κι έτσι κι αλλιώς
και όπως να το κάνουμε
πάντα η ερώτηση «γιατί»
αναπάντητη δε θα ’ναι;
ΩΣ ΙΜΑΤΙΟΝ
«Συ κατ' αρχάς, Κύριε, την γην εθεμελίωσας και έργα των χειρών σου εισίν οι ουρανοί. Αυτοί απολούνται, συ δε διαμένεις, και πάντες ως ιμάτιον παλαιωθήσονται. Και ωσεί περιβόλαιον ελίξεις αυτούς, και αλλαγήσονται. Συ δε ο αυτός ει και τα έτη σου ουκ εκλείψουσιν.»
(ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ, Ι, 10-12)
Θα ’ρθει καιρός που απ' την πολλή τη χρήση
Οι ουρανοί σα ρούχο θα παλιώσουν
κι έτσι γλυκά η πνοή Σου θα φυσήσει
και σα νιογέννητοι θα ξανανιώσουν.
Τη φωτεινή θαυματουργή Σου πέννα
στα πανταρκή κρατώντας μέσα χέρια
πουλιά θα ζωγραφίζεις φτερωμένα
τους Γαλαξίες, τους Ήλιους και τ’ Αστέρια.
Και κείνα μες στ’ ατέρμονα τα χάη
θα λάμνουνε της σφαίρας της ουράνιας,
απλά κι αβίαστα, καθώς κυλάει
το πυρωμένο δάκρυ της μετάνοιας.
Και στην αφεύγατη διάτα όλα τούτα
μιας μόνο σκέψης Σου θα πειθαρχούνε,
σαν όπως ωριμάζουνε τα φρούτα
όταν του θέρους τ' άγγιγμα δεχτούνε.
Έτσι γι ατέλειωτο διάστημα χρόνου
Πλάσες θα φτιάχνονται και θα χαλιούνται,
καθώς στο δάγκαμα του Νόστιου Πόνου
Θλίψες θεριεύουνε κι ελπίδες σβηούνται
Και Συ για πάντα ο ίδιος θα υπάρχεις
καθώς προ των αιώνων ήσουν πάντων,
κι ευδαίμων κι εύχαρις επάνω θ' άρχεις
στη δυσστονία του Νου και των Συμπάντων.
Σα φόρεμα η Πλάση που φοράει
Οι ουρανοί της έτσι θα παληώνουν
Κι έτσι γλυκά η πνοή σου θα φυσάει
Και σα νιογέννητοι θα ξανανιώνουν.
ΟΙ ΟΡΧΙΔΕΕΣ
Οι ορχιδέες έχουν ένα άνθος
που μοιάζει με το θήλυ κάποιου εντόμου.
Tο άρρεν κατακλύζεται από πάθος
στη θέα αυτού του θαύματος του εγχρώμου,
νομίζει ερωμένη ότι βρήκε
κι αμέσως φλογερά το αγκαλιάζει.
Σα φεύγει, στο κορμί του κολλημένη
του λουλουδιού η γύρη αναγαλλιάζει.
Με μια λοιπόν στενή συνεργασία
το άρρεν το ερωτύλοι κι η ορχιδέα
(θα έλεγα με μιαν ανθοβασία)
μας προμηθεύουν άνθη πάντα νέα.
ΣΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΠΟΥ ΑΝΗΚΕΙ ΑΛΛΟΥ
Σαν κάποιος που ανήκει αλλού
σε άλλη εποχή, σ' άλλη χώρα
με μάτι σοφού ή τρελού
τα βλέπω τα πράγματα τώρα.
Αχ! Όλα όσα γύρω θωρώ
δεν έπρεπε κει που ’ναι να ’ναι
ούτε έπρεπε σ' ένα χορό
οι σκέψεις τρελό να γυρνάνε.
Εκτός κι αν-μου λέει του μυαλού
η πια ασυγκράτητη αιώρα-
αν πράγματι ανήκω αλλού
σε άλλη εποχή… σ' άλλη χώρα...
ΕΙΣ ΤΗ ΓΗ ΠΑΝΩ
Εις τη γη πάνω υπάρχουν
σαν και με άνθρωποι άλλοι
που 'χουν χέρια σαν και μένα
και ποδάρια και κεφάλι;
Όχι. Όσους έξω είδα
βιαστικοί να περπατάνε
δεν υπάρχουνε-δε ζούνε
οι αισθήσεις ξεγελάνε.
Μόνο εγώ στη γη υπάρχω
κι ό,τι ζήσω κι ό,τι πάθω
κι ό,τι κι όσους βλέπω γύρω
στο μυαλό μου εγώ τα πλάθω.
Κι αν θελήσω και πεθάνω,
κι όλα τ' άλλα θα χαθούνε,
αφού μόνο στο μυαλό μου
όσο ζω κι εκείνα ζούνε.
ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ
«Oι γιατροί είναι το εκτελεστικό όργανο της Μοίρας» είπε.
Θυμάμαι ήθελα κάτι να πω.
Κάτι να συμπληρώσω.
Τι, δεν ήξερα.
Πέθανε από καρκίνο.
Φεύγοντας πήρα το μνήμα του μαζί μου.
Άφησα την ψυχή και την καρδιά μου άστεγες
σαν Νύμφες απ’ τα στέκια τους διωγμένες
κι έφερα το κορμί μου και το πέταξα
βορά στ’ ατσάλινα σαγόνια
(ε, όσο και να πεις
μήπως και οι εδώ καλοπερνάνε;)
Και μέσα από φαντάσματα εγκλημάτων
και μέσα από σκιές αδικιών
και μέσα από συστήματα ενοχών περνώντας,
ανυπόστατων,
έφτασα μπρος στον μπρούτζινο ζυγό.
Και πώς ζυγίζονται οι Ψυχές;
Και πώς ζυγίζονται οι νύχτες οι αξημέρωτες;
Και πώς τα δάκρυα που πια έχουν στερέψει;
Τώρα γνωρίζω τ’ ήθελα να συμπληρώσω:
«Κι οι δικαστές Δημήτρη… Κι οι δικαστές…»
(Los Angeles 1994)
ΤΟ ΠΑΡΤΙ
Θα κάνω ένα πάρτι πεθαμένων.
Στο δώμα μου που σάβανο μυρίζει
στο φως δύο κεριών μισολιωμένων
θα κάνω ένα πάρτι πεθαμένων.
Θα 'ρθει ο Βαγγελάκης του Βασίλη
θα έρθει ο Βαγγέλης του κυρ-Κώστα
θα έρθει η Θοδώρα της Τασίας
θα έρθει ο χλωμός ο Λεωνίδας.
Θα 'ρθεί ο Κουρβετάρης ο Δημήτρης
θα έρθει ο Βασίλης ο Αρβανίτης
θα έρθει ο Παπαδόπουλος ο Λάκης
και βέβαια ο Κολλιόπουλος ο Σταύρος.
Θα έρθει ο Χαράλαμπος της Μάρθας
θα έρθει ο "Ψεύτης" της ογδόης τάξης
και θα 'ρθει ανυστερόβουλα σκορπώντας
το λόγο τον καλό του ο Κοντογιάννης.
Στ' αδύνατα χεράκια του κρατώντας
μιαν άσκαστη παλιά χειροβομβίδα
που έλιωσε το αθώο του κορμάκι
θα 'ρθεί ο Βαγγελάκης του Βασίλη.
Αμίλητος ο Βάγγος του κυρ-Κώστα, '
κοσάχρονο σεμνό παλικαράκι
θα σέρνει τη βαριά του αναπηρία
επάνω στο μικρό του καροτσάκι.
Στα δάχτυλα η Θοδώρα θα μετράει
τις μέρες της ζωής της που απομένουν
προτού πάνω στα σίδερα του τραίνου
το άσχημο-ως θαρρεί- ρίξει κορμί της.
Ο Λέων, με το μαύρο του κουστούμι,
το μαύρο του το αίμα θα κοιτάζει
που δένοντας με μια τετραλογία
του βάφει κυανά τα δάχτυλά του.
Θα έρθει ο Κουρβετάρης-θα μιλάει
ταχύτατα που δε θα εννοούμε
τι θέλει να μας πει-οι εξετάσεις
έδειξαν κάποιον όγκο στο κεφάλι.
Γελώντας ο Αρβανίτης ο Βασίλης
θα δώσει μια παράσταση αστεία,
σοφός ο Παπαδόπουλος ο Λάκης
φωνάζοντας σχεδόν θα ρητορεύει.
Τη θάλασσα ο Σταύρος θα μας λέει
ποτέ τη φοβερή πως δε φοβάται,
θα κάνει ο Χαράλαμπος αστεία,
ο "Ψεύτης» μ' εξισώσεις θα μιλάει.
Θα κάνω ένα πάρτυ πεθαμένων.
Στο δώμα μου που σάβανο μυρίζει
στο φως δύο κεριών μισολιωμένων
θα κάνω ένα πάρτι πεθαμένων.
ΤΑΙΡΙΑΓΜΑ
Αυτός
έψαχνε να ’βρει μια γυναίκα
να της υποταχτεί.
Εκείνη
κοίταζε για ένα δούλο.
Βρέθηκαν και ταιριάξαν απολύτως.
Χαράμι πήγαν οι λάμπρές σπουδές του. Αντίθετα
η αμορφωσιά εκείνης εθριάμβευσε.
Της γνωριμιάς τους την ημέρα κιόλας
τον φόρτωσε όλες τις βαλίτσες της,
κι έτσι άθλιον κάνοντάς τον,
έβαλε μες στην τσέπη του το χέρι της
και πήρε είκοσι χιλιάδες
«για ν’ ανοίξει μαγαζί.»
Άξιοι της τύχης τους κι οι δυο.
Α! ΟΜΟΡΦΙΕΣ!..
Α! Ομορφιές και θάματα που 'χει ο απάνου κόσμος!
Του σπίνου το κελάδημα, το κύμα τ' αφρισμένο,
τη ματωμένη ανατολή, το μάτι το κλαμένο,
τ' άρωμα που στο πότισμα σκορπάει το γιόμα ο
δυόσμος...
Τα μούσμουλα, τις φράουλες, τα πρωινά τα σύκα,
το κρύο νερό, του έρωτα τα πείσματα τα πρώτα,
στην κρύα νύχτα τα ζεστά της ερωμένης χνώτα,
της γάτας το γουργούρισμα, των κοριτσιών τη
γλύκα...
To χελιδόνι του Μαρτιού, του Αυγούστου το
φεγγάρι,
του ρυακιού το μούρμουρο, του λιόντα την
περφάνια,
το θαλασσοφουρτούνιασμα, τα ήσυχα λιμάνια,
της μυγδαλίτσας τ’ άνθισμα, των κοριτσιών τη
χάρη…
Των σταφυλιών των ώριμων την τραγανή τη ρόγα
τα ρόδι, τα φραγκόσυκα, τα μυρωδάτα μήλα,
του πόθου την ανείπωτη φρίκη κι ανατριχίλα,
των κοριτσιών το ξάναμμα, των κοριτσιών τη
φλόγα...
Των ευωδάτων των δεντρών και των ανθών τα
πλήθη,
τα όρη τα ψηλόκορφα, τον καθαρόν αέρα,
το πρωινό, τ' απόβραδο, τη νύχτα, την ημέρα,
το μυστικό του έρωτα στων κοριτσιών τα στήθη...
Κι έχει και μια μικρή μικρή δεκαπενταχρονούλα
που όλα κάνει και γελούν με το χαμόγελό της.
Κι έχει και μια μικρή μικρή που με το δάχτυλό της
βάζει σε ό,τι ακουμπά του Χάροντα τη βούλα.
Α! Ο απάνω κόσμος μας τι ομορφάδες που ’χει!
Γι αυτό οι ψυχές γαντζώνονται-δε θέλουνε να βγούνε.
Γι αυτό οι πεθαμένοι μας ζητούν να ξαναρθούνε.
Γι αυτό πεθαίνουμε-η ζωή το κάλλος δεν τ' αντέχει.
ΤΟ ΣΥΝΝΕΦΟ
«Είμαι το πάνω απ’ όλα.
Εποπτεύω σε όλα.
Βλέπω εκεί που μάτι δεν βλέπει.
Βλέπω το ερχόμενο
Που κάθε μέρα, κάθε ώρα και στιγμή
Μέσα στον κύκλο του έρχεται.
Βλέπω τα όρη και τις κοιλάδες
Και τις φωνές τους ακούω τη νύχτα
Τις τελευταίες, τις έρημες, τις παρακλητικές-
Σαν άμοιρα παιδιά φωνάζουν μες στη νύχτα.
Όταν στο χείλος φτάσουν των κραυγών
Σπεύδω να τα σκεπάσω ελεητικά
Να τ’ αγκαλιάσω
Είμαι το σύννεφο.
Φωνές που στη Γη δε φτάνουν
Πρώτο εγώ και μόνο ακούω απ’ όλα.
Κι ακούω ήχους
Σταλμένους από μάκρη ατέλεστα
Από ήλιους δεισιδαίμονες
Και γαλαξίες με δόντια δεινοσαύρων
Κι από Θεούς Ολύμπων μακρινών.
Είμαι το σύννεφο.
Από καρδιά μικρού κοριτσιού είμαι φτιαγμένο
Από φτερά δράκου ανθρωποφάγου
Από απήγανου ευωδιά
Κι από δροσιά αυγινή.
Είμαι το σύννεφο.
Περιπολώ και ανιχνεύω τα ρικνά
πατήματα της δρόσου στα σπαρτά
Κι ακούω τα μικρά πνιχτά επιφωνήματα
Του έρωτα του πρώτου
Του δειλού.
Είμαι το σύννεφο που βρίσκομαι
Τόσο κοντά και τόσο μακριά σας."
ΤΟ ΑΡΝΙ
"Το δύσμορφο εγώ...
Το αλλόκοτο…
Τι πόδια-ξεροπόδια
Και τι κεφάλι κωνικό σκυλίσιο…
Βορά εγώ στων ανθρώπων τις θρησκείες
Που τον αφανισμό μου ευνοούν.
Να πεις πως δεν ήμουν ζώο
Αγαπητό στους Θεούς…
Ήμουν και παραήμουν!
Τα πιο αγαπημένα τέκνα του θεού
Κοπάδια τρέφαν τους προγόνους μου.
Σταυρός από το αίμα μου
έσωσε τους Εβραίους απ’ τη σφαγή
Και τον ίδιο το Χριστό
Αμνό τον είπαν.
Το δύσμορφο εγώ… το αλλόκοτο…
Χιλιάδες χρόνια τρέφω τους ανθρώπους
Κι αυτοί ακόμα πεινασμένοι μένουν και με ξανατρών".
Η ΚΑΡΕΚΛΑ
«Από το άφωτο στο άφωτο ήρθα.
Όλα εκεί ήταν μαύρη σκόνη.
Όλα εδώ είναι μαύρη σκόνη.
Από την ανυπαρξία στην ανυπαρξία ήρθα.
Από την επιθυμία έφτασα στην επιθυμία.
Λπ6 την ουτοπία την πάνω ,
την ουτοπία την κάτω ήρθα.
Τους ωκεανούς της Ανάγκης διαβαίνοντας
Η τετράκωπος εγώ
Και, η αιξ εγώ
Τα όρη της υπομονής σκαρφαλώντας,
Από την Αρνηση στην Αρνηση έφτασα.
Μέχρι τη στενή πύλη εγώ
Αδύναμα σύρθηκα
Και ράθυμα χέρια απλώνοντας
πέρασα.
Σπόροι Χρόνου εκκολάπτονται στα σπλάχνα μου."
Η ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ
«Η Σοφία σε με υπάρχει.
Και γλώσσα ως δεν έχω ανθρώπινη
Μιλάω με το αίμα της καρδιάς και λέω:
Το αύριο, τα σήμερα και το χτες δεν υπάρχουν.
Το εδώ και το εκεί δεν υπάρχουν.
Ένας Ερως θερμός
Κατακαίων και Παντοβόρος υπάρχει.
Οι μέρες είναι πιο αγνές όταν τις βλέπει ο ερωδιός.
Το ζύγιασμα του αετού πριν εφορμήσει
Αξίζει πιο πολύ απ' όλη την ανθρώπινη σκέψη.
Και ό,τι αξίζει πιο πολύ από το ζύγιασμα του αετού
Είναι ένα βασιλικό σύκο ώριμο
Κομμένο πρωί.
Αγνή είναι η φωνή μόνο του πουλιού
Που δεν ξέρει γιατί λαλεί.
Η κακία υπάρχει μέσα στον καλό άνθρωπο
Όπως η πυρίτιδα μέσα στο όπλο.
Αν εκραγεί αλίμονο στον πλησίον.
Ο άνθρωπος που μιλάει
άλλη γλώσσα από τους γύρω του
είναι ένας χαμένος άνθρωπος.
Όποιος δείξει τον ήλιο και πει
"Αυτό είναι ένα δέντρο", έχει σωθεί.
Γιατί η πίστη είναι το τρίτο σκαλοπάτι του χαμού,
Η γλώσσα είναι το δεύτερο σκαλοπάτι του χαμού,
Και η κίνηση είναι το πρώτο σκαλοπάτι του χαμού."
ΤΟ ΡΥΑΚΙ
"Χάνομαι και αναφαίνομαι στο ίδιο μέρος την ίδια
στιγμή.
Φεύγω και πάντα είμ’ εδώ.
Κυνηγημένο από τον ίδιο μου τον εαυτό
Το ’να μου μέρος σπρώχνει τ’ άλλο και πηγαίνω.
Τρέχω ολοένα
Και ποτέ ανάπαψη δεν είδα ούτε θα δω.
Και μίσος το μουρμουρητό μου και κατάρα.
Γιατί δεν ήθελα να υπάρξω.
Στα κλειστά βάθη της ανυπαρξίας να βρίσκομαι
Πάντα ήθελα
Αντί αδύναμο τώρα
Να ποθώ πίσω
Εκεί
Να γυρίσω.
Και μίσος το μουρμουρητό μου και κατάρα
Για τον ίδιο μου τον εαυτό.
Και τρέχω.
Και πηγαίνω…
Είμαι το ρυάκι.
Πηγαίνω.
Τρέχω.
Κυλώ…"
Η ΝΥΧΤΑ
"Μισώ τους τυφλούς γιατί δική τους μ’ έχουν
Σαν πιστή ερωμένη.
Γιατί απαρακάλεστα μ’ έχουν για πάντα.
Γιατί να τους φύγω δεν μπορώ.
Είμαι η αδελφή των κρυφών σκέψεων
και των άλλων εαυτών
Όταν αυτοί προδομένοι από της μέρας το ξεδίπλωμα
Όλη τους την ύπαρξη επάνω μου αποθέτουν.
Είμαι η αδελφή της άλλης όψεως των δεινών.
Είμαι η μήτρα του Έρωτα που μέσα μου κατοικεί
Και πάνω στα κρεβάτια του Θανάτου χορεύει.
Προϋπάρχω του Φωτός και της Θλίψης του.
Στο διάβα μου όλες τις πόρτες ανοίγω
Και όλα τα σύνορα.
Εγώ η άρχουσα είμαι-
Η Πανταχού Παρούσα είμαι εγώ "
ΑΓΙΑ ΑΓΡΙΠΠΙΝΗ
(άγαλμα σε παρεκκλήσι του Los Angeles)
Όχι για κάποιον εραστή
αλλά για το Θεό μαρτύρια πάθαινε
που βαθιά πονούσαν.
Ραβδίσμοί, χλευασμοί, διαστρέβλωση μελών.
Θαρραλέα εστάθη-σε κλάμα ή σε φωνή στριγκιά
δεν καταδέχτηκε να καταφύγει,
σαν να' χε σ' άλλους πόνους τη φωνή της εξαντλήσει,
ή σαν ολ' αυτά να γίνονταν σ' εν’ άλλο σώμα,
και το δικό της σώμα να ’τανε αλλού,
τους βασανιστές του λοιδορώντας.
Κι αλήθεια, ήτανε αλλού:
στον δρόμο προς κρυσφήγετα
που νέοι την περίμεναν
σε δάση μέσα
σ' αγάπης χάδια και ορμές να πέσουν,
που εκείνη θα τα ένιωθε τόσο βαθιά,
όσο βαθύτερες πληγές τώρα δεχόνταν.
ΑΤΙΤΛΟ
Μες στην ηρεμία της νύχτας
Στου βουνού την κορυφή
Οπου μήτε ανάσα αγέρα
Δεν αγγίζει τη μορφή-
Μες στην ηρεμία της νύχτας
Σαν λιγόθυμος ο νους
Κι από γύρω κι από πέρα
Ηχους άηχους ακούς:
Γέλια ’δω, κλάματα κείθε
Και ψιθύρους, και φωνές
Που να χτίσουν ένα κόσμο
Μον' αυτές ειν’ ικανές.
Ποιος φωνάζει; Ποιός μιλάει
Οταν όλα σιωπούν;
Ποιος τον κόσμο αυτόν γεννάει
Που αχνά οι φωνές του αχούν;
Αλλά ποιος έξω από μένα,
Τον εχθρό κάθε κενού,
Άλλος θα ’τανε ο πλάστης
Και του κόσμου αυτουνού-
Ενός κόσμου που θα σβήσει
Κι όλα θα ’ναι όπως πριν
Όταν πάλι θα γυρίσω
Απ’ το Άχρονο στο Νυν;
Ναι! Στης νύχτας την ευδία
Δίχως ήχο, δίχως φως,
Και χωρίς λέξη ν’ αρθρώσω
Γίνομαι κι εγώ θεός.
ΕΜΠΡΟΣ!
Εμπρός οι γλωσσολόγοι όπου γης!
Καθένας το μυαλό του ας κεντρίσει
και το διπόδαρο το ζώο ευθύς
με λέξη νέα να ονοματίσει.
Ο άνθρωπος κοιτούσε με τα μάτια
κι όχι με γίγαντες φακούς τ’ αστέρια.
Ο άνθρωπος δε ζούσε σε παλάτια
και δεν του μοσκομύριζαν τα χέρια.
Με το υνί ο άνθρωπος το χώμα
το σκάλιζε και τάιζε το κορμί του.
Αλήθειες μόνο τού έλεγε το στόμα
κι ήταν το πρόσωπό του το σπαθί του.
Τα πόδια του είχε για να τον πηγαίνουν
τα χέρια του τ’ αμπέλια του ετρυγούσαν
κι είχε τα ρόδα για να τον ευφραίνουν
κι οι μυρωδιές του δάσους τον μεθούσαν.
Σαν αγαπούσε άστραφταν τα σκότη.
Σαν έκλαιγε η Πλάση εσκοτιζόνταν.
Παιδιά του και γυναίκα σκέψη πρώτη
και άμετρη η χαρά όταν ερχόνταν.
Κι όταν το φως του ένιωθε να σβήνει
κι όταν την ύστατη άφηνε πνοή
ήξερε πως θα έβρει τη γαλήνη
που ήρθε και του τάραξε η ζωή.
Εμπρός οι γλωσσολόγοι όπου γης!
Καθένας το μυαλό του ας κεντρίσει
και το διπόδαρο το ζώο ευθύς
με λέξη νέα μια να ονοματίσει.
«Σ’ ΑΓΑΠΩ»
JULIE: what do i…what i am?
(from AUGYST STRINBERG’S «MRS JULIE»)
Μη μου χαρίσεις λουλουδάκια και τραγούδια
μη με στολίσεις με ποιημάτων τις στροφές
κι ούτε ζητώ να με συγκρίνεις με αγγελούδια
ούτε με χάρες ανοιξιάτικες κρυφές.
Μην ηγηθείς για το χατίρι μου λεγεώνων
μην ως του κόσμου συ την άκρη οδηγηθείς
σ’ ένα μικρούλι «σ’ αγαπώ» αρκούμαι μόνον
που έτσι απλό κι έτσι βαθύ συ θα μου πεις.
Μη με γεμίσεις με χρυσάφια και ασήμια
όρκους μην παίρνεις που δεν έχουνε ψυχή
με του ερωτά σου μη με πνίγεις τα ταξίμια
μη με ποτίζεις με γλυκόλογων βροχή.
Ένα μικρούλι «σ’ αγαπώ» ν’ ακούσω θέλω
και κράτα εσύ κάθε σου άλλον θησαυρό
γιατί αν αυτό δε θα μου πεις… τ’ είμαι δεν ξέρω
ούτε και πρόκειται ποτέ μου να το βρω.
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΝΑΙ
Ο άνθρωπος είναι συμπύκνωση πόνων
κι ανώνυμη μια η ζωή ειν’ εταιρεία
που είναι το έργο της ένα και μόνον:
να σπάσει τον άνθρωπο στ’ απλά του στοιχεία.
Βαριές οπλισμένη, αξίνες, ξινάρια,
σπαστήρες, λοστούς, δυναμίτες, φαγάνες,
το όλο οικοδόμημα κάνει λιθάρια
που παίρνουν σειρά για τις μαύρες χοάνες.
Και βλέπουν ένα ένα τους πόνους
και λένε οι άνθρωποι: «α! δε θα ’ν’ άλλος»
μα πριν σταματήσουν ακόμα να κλαίνε
καινούργιος τους βγαίνει ένας πόνος μεγάλος.
GABRIELA MISTRAL
Πέθανε ο άντρας που αγαπούσες
κι αβάσταχτη ήτανε η θλίψη.
Γι αυτόν υπήρχες γι αυτόν ζούσες
και τώρα τι που είχε λείψει;
Πού την αγάπη θα κερνούσες
που εξεχείλιζεν εντός σου;
Σε ποιου τον ώμο θ’ ακουμπούσες
να πεις τον πόνο τον κρυφό σου;
Και να! εμπρός σου εφανερώθη
της θείας Ποίησης η λύση,
κι αυτήν να καιν οι ίδιοι πόθοι
που ’χαν και σένανε φλογίσει.
Και της εδόθης. Ερωμένη
πιστή σου έγινε Gabriella
και με αυτήν μαζί δεμένη
κάνατε οι δυο σας κάθε τρέλα.
ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΚΩΝ ΜΟΥ ΧΡΟΝΩΝ
Γυρίζω μες στην πόλη αυτή και ψάχνω.
Για να ’βρω τι; Δεν ξέρω να το πω.
Και λέω: δύναμη θα πρέπει να ’χω-
ακόμα για πολύ θα περπατώ...
Κάποτε κάτι πέτρες αντικρίζω
που η θέα τους με κάνει και σκιρτώ.
Τότε λιγάκι-μα του κάκου-ελπίζω:
κάτι άλλο μοιάζει να ’ναι που ζητώ.
Πιο πέρα μιαν αυλή χορταριασμένη
τα θαμπωμένα μάτια μου θωρούν
μ’ ακόμα η ψυχή είναι μουδιασμένη-
και τώρα τα φτερά της δεν πετούν.
Γνωστά τοπία βλέπω, παλιά κτίρια
που μένουνε ακόμα ζωντανά
δρόμους με στοματάκια ακούω μύρια
στ’ αυτιά μου να μιλούν τα ορφανά.
Μα ούτε τότε η ψυχή δε λέει
ν’ αρχίσει τον τρελό της το ρυθμό
και ο αγέρας πνιγηρός ως πνέει
κάτω απ’ τον ουρανό τον σκυθρωπό
μου λέει: «θα ψάχνεις άραγε ως πότε;
Φτάνει. Ποτέ δε θα το βρεις αυτό.
Γυρεύεις το παιδί που ήσουν τότε-
γυρεύεις τον αγνό σου εαυτό».
Η ΡΙΖΑ
Ζω μες στα σκότη. Στα υπόγεια βύθη.
Σκουλήκια λασπωτά με τριγυρίζουν.
Και κάθε ώρα που ’ρχεται με βρίσκει
όλο και πιο στο χώμα να βυθίζω.
Όμως ψηλά, πάνω απ’ το μαύρο χώμα,
πλέοντας μες στο φως και στον αέρα
πανευτυχής υψώνεται ο ανθός μου.
ΜΑΣ ΤΡΑΒΟΥΝ
Στην αρχή είμαστε σε μια βάρκα.
Σκύβοντας δε βλέπουμε νερό.
Σχήματα από ανθρώπινη σάρκα
ξεχωρίζουμε με τον καιρό.
Ύστερα ύφαλα και καρίνες
βλέπουμε κοιτάζοντας ψηλά
και ήρεμα ασταμάτητες δίνες
μας τραβούν όλο πιο χαμηλά.
ΑΣΤΕΙΟ ΚΑΙ ΣΟΒΑΡΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑ
ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΘΕΜΑ ΞΕΝΙΤΕΙΑ
Όπως πετρώνει το τσιμέντο
που φτιάχνουν οι χτίστες
(το ’δα μια μέρα στο Τολέντο
που χτίζαν τις πίστες
στων ταυρομάχων τις αρένες),
κι όπως η λάβα
φόρμες ταιριάζει πετρωμένες
με χρώματα μαύρα
(κάνοντας έτσι και πτυχώσεις
στης γης το δέρμα),
ίδιο ένα πέτρωμα θα νιώσεις
στο νου και στο αίμα
όταν στα χόρτα καθισμένος
που η Άνοιξη εγέννα
ταλαιπωρείς συλλογισμένα
μπλοκάκι και πέννα.
Απαραιτήτως βέβαια πρέπει
(νομίζω δεν το είπα)
άδεια από χρήμα να ’ναι η τσέπη
και να ’σαι στις ΗΠΑ.
(Los Angeles 6-7-87)
ΤΑ ΟΧΙ ΚΑΙ ΤΑ ΔΕΝ
Όσους κι αν γνωρίσω ανθρώπους
(γνωριμιές που παν χαμένα),
όλοι τους ή κι ένας ένας
κάτι θέλουν από μένα.
Αλλά τη στιγμή την ίδια
κι ο θολός δικός μου ο νους
ξέρει πως το δίχως άλλο
κάτι θέλει από ’κεινούς.
Μα ουτ’ εγώ τι θέλω λέω
ούτε αυτοί τι θένε λεν
κι όλος ειμ’ εγώ ένα «όχι»
κι αυτοί όλοι είν’ ένα «δεν».
«Δεν» και «όχι» που ανοίγουν
τα ολομαύρα τους φτερά
και σκοτώνουν όποιας γνώρας
ελπιδότροφη χαρά.
Και για τον καιρό αφού πούμε
και για την πολιτική
στη μονιά του πάει καθείς μας
και ξανά μένουμε εκεί.
Και την κάθε μέρα έτσι-
άρνηση γεμάτοι ζώντας
και τα «θέλω» του ο καθένας
μέσα του σφιχτά κρατώντας,
σ’ ένα μνήμα μπαίνουμε όλοι
μαύρο, κρύο και μοναχό,
με τα «όχι», νεκροθάφτη,
κι άξιον του τα «δεν» βοηθό.
ΠΟΙΗΤΗΣ ΕΙΚΟΣΙ ΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΩΝ
Πεσμένος στη καρέκλα του μ’ ένα βιβλίο στο χέρι
μονολογούσε ο ποιητής των εικοσπέντε χρόνων:
“Άχου κι αυτή η ποίηση προβλήματα που δίνει!
Τώρα που καταπιάστηκα με τούτα, βλέπω ότι
θέλουν και τούτα κοίταγμα και κόπο και φροντίδα.
Όταν στους άλλους λέω πως η ποίηση μ’ αρέσει
κι ότι ασχολούμαι με αυτήν, πρέπει να δείχνω κιόλας
προόδους, αφού πρόοδο αλλού ποτέ δε δείχνω.
Πρέπει τα ρεύματα να δω της ποίησης ποια είναι
πρέπει δυο λόγια να μπορώ να πω για κάθε ποίημα
μεγάλο-τι αισθήματα, εικόνες, νόημα κρύβει,
ποιου είδους έχει τεχνική, ποιος το ’γραψε και πότε.
Να! Τώρα αναποφάσιστος μπροστά σ’ αυτό τον τόμο
στέκω: μπορώ ολότελα να τον απαρατήσω
ή πρέπει έστω πεταχτά να τόνε ξεφυλλίσω;
Βαριέμαι την ανάγνωση μα πάλι πού το ξέρεις
μπορεί κανένας έξυπνος-κουτός μα την αλήθεια-
να με ρωτήσει: εδιάβασες AUDEN; θα πρέπει τότε
και ν’ απαντήσω θετικά και να εκφέρω γνώμη
γι αυτό τον κύριο ποιητή. Λοιπόν θα πρέπει ένα
δυο το πολύ ποιήματα να δω απ’ αυτό τον τόμο".
Eίπε, μετά εδιάβασε τρεις τέσσερες σελίδες
και το βιβλίο ύστερα έκλεισε κι εκοιμήθη.
Ο ΣΤΑΥΡΌΣ
-Μάνα μου κι είδα ένα σταυρό
απόψε στ’ όνειρό μου
μάνα μου πες ποιον δε θα βρω
σα θα ’ρθω στο χωριό μου;
-Γιε μου ο φίλος σου ο καλός
πέθανε ψες το βράδυ
ένας αγέρας απαλός
τον πήρε ως τον Άδη.
-Μάνα μου κι είδα ένα σταυρό
και πάνω του έτρεχε αίμα
μάνα μου πες ποιον δε θα βρω
μες στης ζωής το ψέμα;
-Γιε μου δε θα βρεις σα θα ρθεις
την αγαπητικιά σου
τώρα μετράει φως τ’ αστεριού
και ψίθυρος του δάσου.
-Μάνα μου κι είδα ένα σταυρό
κι έγραφε τ’ όνομά μου.
μάνα μου πες ποιον δε θα βρω
σα ’ρθω στα χώματά μου;
-Το στόμα ας ήταν σφραγιστό
της μάνας σου της μαύρης
γιε μου δε θα ’ρθεις-αχ-κλειστό
τον κάθε δρόμο θα ’βρεις.
ΠΩΣ;
Πώς θα πας να κοιμηθείς
και θ’ αφήσεις το φεγγάρι;
Τέτοια θλίψη, τέτοια χάρη
πώς μπορείς ν’ απαρνηθείς;
Ρέει το φως του σαν ασήμι
και λαμπρύνει το βουνό.
Ρέει από τον ουρανό
Και τη γη σαν νύφη ντύνει.
Πώς θα στέρξεις και θα χάσεις
τέτοιο ψέμμα; Πώς της γης
όσο απόψε κι αν λαμπρής
την αλήθεια θ’ αγκαλιάσεις;
Πώς, που στρώμα της το χώμα
κι ύπνος αιώνιος το φιλί;
Πώς, γλυκά που σε καλεί
απ΄τα ουράνια τέτοιο σώμα;
Άπελπε ονειρευτή
ρίξε κάτου το μαχαίρι:
πώς εσύ, σελήνης ταίρι
θα κοιμόσουνα τη γη;
ΠΑΡΘΕΝΩΝΕΣ
Η ώρα τρεις.
Η νύχτα, με το φεγγάρι σκουλαρίκι στο δεξί αυτί της
τα μαλλιαρά της χέρια απλώνει γύρω από τη γη.
Της Αθήνας βράζει το τσιμέντο. Ο Παρθενώνας
με πεταμένα τα παράσημά του κάτω
κοιμάται κι ονειρεύεται μπαρούτι.
Δυο σκύλοι ανηφορίζουν κουβεντιάζοντας.
-Είχες καλή τύχη σήμερα; ρωτάει ο ένας
που σχεδόν γέρος είναι.
-Βούτηξα ένα κομμάτι κρέας απ’ το χασάπικο.
-Καλή δουλειά. Μα να προσέχεις.
Οι άνθρωποι δε θέλουν να τους παίρνουν.
Εγώ κάτι αποφάγια βρήκα.
Η ζωή όσο πάει δυσκολεύει.
Επήγαν ίσα και κατούρησαν
στου Παρθενώνα τις κολώνες.
Εκείνος ξύπνησε από τις κουβέντες τους
κι από την αίσθηση ζεστού στα πόδια του.
-Τι ώρα είναι φίλοι; τους ρωτά.
- Τρεις περασμένες, ο μικρός του απαντάει.
-Μας συγχωρείς που σε ξυπνήσαμε,
o γέρικος ο σκύλος όλο ευγένεια λέει
μα είσαι ό,τι πρέπει για κατούρημα.
Έτσι και μεις παίρνουμε μέρος
στην αιωνιότητα, και στην τελειότητα
χτίσματος δυόμισι χιλιάδων χρόνων.
-Καλέ μου φίλε συ,
τέλειο κι αιώνιο κάτι αν ζητάς
τράβα καλλίτερα λίγο πιο πέρα
στη χλόη και στ’ αγριολούλουδα
o Παρθενώνας πατρικά λέει αυτός
και σκεφτικός ρωτάει:
-Μα φίλοι, πέστε μου, σαν κάτι ν’ άκουσα
μέσα στον ύπνο μου.
Κάνανε πάλι κάτι απόψε τα παιδιά;
-Ναι, τα συνηθισμένα τους: σε τράπεζες γκαζάκια
περιφρονητικά λέει ο μικρότερος.
Να ’μουν εγώ στη θέση τους
δε θα ’μενε πέτρα στην πέτρα πάνω.
-Ελπίδες έχω λέτε, συνεχίζει ο Παρθενώνας,
να ’ρθουν και κατά ’δω να με γκρεμίσουν;
-Με τα γκαζάκια τους;
Τίποτα γρατζουνιές μονάχα θα σου κάνουν.
-Φίλοι, εσείς που εδώ κι εκεί γυρίζετε,
στα δόντια σας κρατώντας τα
μασούρια δυναμίτη δεν μου φέρνετε παρακαλώ,
τέλος να δώσω στη ντροπή μου ετούτη;
-Και ποιος θ’ ανάψει το φυτίλι;
Εμείς δεν το μπορούμε.
Και ούτε συ έχεις χέρια –μόνο πόδια είσαι.
-Ίσως οι Ολύμπιοι να με λυπηθούν
και ρίξουν έναν κεραυνό κι ανάψουν.
Με κείνους τους θεούς καλά τα έχω.
Λυπημένοι οι δύο σκύλοι
που μπορεί το ουρητήριό τους να ’χαναν
μα τίποτα μη λέγοντας γι αυτό
ρωτάει όλο περιέργεια ο μικρός ο σκύλος.
-Πες μου, σοφέ μας Παρθενώνα,
και μια απορία λύσε μας
γιατί αστεία γκαζάκια ρίχνουν μόνο τα παιδιά;
Δεν έχουνε ψυχή όλο το κράτος να γκρεμίσουνε;
Τα χέρια τους τα δυνατά που πέτρα στύβουν
του κράτους δεν μπορούνε το λαιμό να στρίψουνε;
Κι ο Παρθενώνας
-Την τέτοια τη δειλιά τους να μη βλέπω
Γι αυτό να πάψω να υπάρχω θέλω,
πίκρα όλος και ντροπή γεμάτος είπε αυτός.
ΠΑΙΔΙ ΜΕ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ
Τι θαυμαστό που κάνουν ταίρι
παιδί αγκαλιά με περιστέρι!
Μα τίποτα δε ζει αιώνια.
Και το παιδί, σε λίγα χρόνια-
το ίδιο αυτό-σα μεγαλώσει,
το περιστέρι αχ! θα σκοτώσει.
ΟΙ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΙ
Ήτανε η τρίτη φορά που την είδα.
Πέρασε από μπροστά μου αγκαλιασμένη με τον εραστή της.
Με κοίταξε.
Και διάβασα στην πρώτη σελίδα των ματιών της:
«Καταδικασμένο το αφτέρωτο πουλί.
Kαταδικασμένο το αμύριστο λουλούδι.
Καταδικασμένος ο ανάστραφτος κεραυνός. Καταδικασμένο το αφίλητο στόμα.
Καταραμένοι εκείνοι που ανθούν μόνο όταν
ποτίζονται με γυναίκα.
Καταραμένοι εκείνοι που γι αυτούς η μόνη μελωδία είναι η φωνή της γυναίκας.
Καταραμένοι εκείνοι που γι αυτούς η κοιλιά της
γυναίκας γεννάει όχι παιδιά αλλά επιθυμίες.
Καταραμένοι όσοι ριγούν όταν βλέπουν ένα κοκαλάκι για τα γυναικεία μαλλιά.
Καταραμένοι εκείνοι που βλέπουν στο γυναικείο στόμα μόνο μια φωλιά τού έρωτα.
Καταραμένοι όσοι φλογίζονται στο άγγιγμα ενός γυναικείου ρούχου.
Καταραμένοι αυτοί που γδύνουν τη γυναίκα με τα μάτια τους.
Καταραμένοι εκείνοι που βλέπουν την Άνοιξη μόνο στα χείλια της γυναίκας.
Ευλογημένοι αυτοί που νιώθουν ευτυχία και μακριά από τη γυναίκα.
Ευλογημένοι όσοι δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτε στη θέα ενός αγκαλιασμένου ζευγαριού.
Ευλογημένοι όσοι μπορούν να αντικρύσουν ένα γυναικείο εσώρουχο χωρίς να λιποθυμήσουν.
Ευλογημένοι οι ηλίθιοι.
Ευλογημένοι οι χαζοί
Ευλογημένοι οι κενοί.
Ευλογημένοι οι γελοίοι.
Ευλογημένοι αυτοί που δεν μπορούν να δώσουν περισσότερα οπό όσα μια γυναίκα μπορεί να πάρει.
Ευλογημένοι οι διαλεχτοί των γυναικών.
Καταραμένοι αυτοί που σ' ένα ποτήρι βλέπουν το έτοιμο ρόδο της γυναίκας.
Καταραμένοι αυτοί που προσεύχονται στο γυναικείο στήθος.
Καταραμένοι εκείνοι που η ελπίδα τους για
αιωνιότητα βρίσκεται ανάμεσα στους γλουτούς της γυναίκας.
Καταραμένοι εκείνοι που όταν μια γυναίκα σκύβει βρίσκονται νοερά πίσω της.
Καταραμένοι αυτοί που βλέπουν τον κόσμο μέσα από τη γωνία δυο γυναικείων μηρών.
Καταραμένοι αυτοί που για κείνους ένα γυναικείο φόρεμα είναι ο τοίχος που τους κρύβει τον παράδεισο.
Καταραμένοι εκείνοι που ο θεός είναι γι αυτούς δυο σάρκινες, άσπρες, ζεστές, στρογγυλές, τρυφερές μπάλες μέσα σε μια κρύα χειμωνιάτικη νύχτα.
Καταραμένοι εκείνοι που η ζωή τους είναι ένας κύκλος που για κέντρο του έχει το γυναικείο σώμα.
Ευλογημένοι εκείνοι που αρκούνται στο γυναικείο χαμόγελο.
Ευλογημένοι όσοι μπορούν μια φορά τουλάχιστο την ημέρα να έχουν το νου τους λεύτερον από την τυραννία της γυναίκας.
Ευλογημένοι όσοι μπορούν και συνυπάρχουν με τις απραγματοποίητες επιθυμίες τους.
Ευλογημένοι οι ηλίθιοι.
Ευλογημένοι οι χαζοί.
Ευλογημένοι οι κενοί.
Ευλογημένοι οι γελοίοι.
Ευλογημένοι αυτοί που δεν μπορούν να δώσουν περισσότερα από όσα μια γυναίκα μπορεί να πάρει.
Ευλογημένοι οι διαλεχτοί των γυναικών.
Καταραμένοι εκείνοι που λένε ότι ο θεός υπάρχει.
Γιατί θεός δεν υπάρχει.
Γιατί αν ο θεός υπήρχε δε θα υπήρχαμε εμείς.
Και δε θα ήμασταν εδώ τώρα
ικετεύοντας για ένα χάδι
ζητιανεύοντας ένα φιλί
ελπίζοντας για ένα άγγιγμα
λαχταρώντας ένα βλέμμα συμπάθειας
αναζητώντας μιαν αιτία για να ζήσουμε
πεθαίνοντας για ένα ψίχουλο αγάπης.
Γιατί αν ο θεός υπήρχε
δε θα ήμασταν εδώ τώρα
τόσο στριμωγμένοι και όμως τόσο μακριά ο ένας απ’ τον άλλο
τόσο γελαστοί και τόσο έτοιμοι να σκοτώσουμε ο ένας τον άλλο
τόσο ευγενικοί και τόσο απότομοι
τόσο γλυκομίλητοι και όμως τόσο γεμάτοι δηλητήριο ο ένας για τον άλλο.
Γιατί αν ο θεός υπήρχε
δε θα ήμασταν εδώ τώρα
τόσο φτωχοί σε χαρά
τόσο γεμάτοι με θλίψη.
Γιατί αν ο θεός υπήρχε
δε θα ήμασταν εδώ τώρα
με τις τσέπες μας γεμάτες υποκρισία
με τα χέρια μας γεμάτα υποκρισία
με τις καρδιές μας γεμάτες υποκρισία.
Γιατί αν ο θεός υπήρχε
δε θα ήμασταν εδώ τώρα
κλεισμένοι πριν ανοίξουμε
βυθισμένοι πριν ανατείλουμε
ξεραμένοι πριν ανθίσουμε
μισημένοι χωρίς να έχουμε πρώτα αγαπηθεί.
Νεκροί πριν να ζήσουμε.
Γιατί αν ο θεός υπήρχε
δε θα ήμασταν εδώ τώρα
μόνοι.
Καταδικασμένος ο αριθμός που δε μετρήθηκε.
Καταδικασμένο το αθέριστο χωράφι.
Καταδικασμένη η βροχή που δεν έπεσε.
Καταδικασμένο το αταξίδευτο καράβι.
Καταδικασμένα τα ανύμνητα ύψη.
Καταδικασμένο το αχάϊδευτο κορμί».
(Los Angeles 3-12-90-για το ποιητικό καφενείο της γειτονιάς)
ΓΙΑ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙΣ
Όταν δε βρίσκεις συντροφιά
Όπου σ’ αυτήν ως τώρα υπολόγιζες
για να υπάρξεις,
αρκείσαι τότε στα μειδιάματα
του γείτονα στο αποκάτω το διαμέρισμα
και στα καλημερίσματα τα τυπικά
του παντοπώλη και του γαλατά.
Κι αυτοί πια είναι οι συντρόφοι σου
που όλες τις άλλες ώρες
μακριά σου στέκουνε διακριτικά
μόνον αφήνοντάς σε
για να γράψεις.
ΟΤΑΝ ΕΙΣΑΙ ΜΟΝΟΣ
Τα Χριστούγεννα δεν αντέχονται
όταν είσαι μόνος. Και τότε
κάτι άλλο, μεγάλο ζητάς.
Και στρέφεις τα μάτια σου στου δωματίου τον τοίχο,
σηκώνεσαι,
τον πλησιάζεις
τα χέρια ανοίγεις
και τις παλάμες σου επάνω του κολλάς.
«Ο ΑΡΧΗΓΟΣ ΕΔΗΛΩΣΕ
ΚΑΙ ΕΙΠΕ...»
Μα ως να τελειώσουν οι δηλώσεις του,
τα πράγματα είχαν εντελώς αλλάξει
και οι δηλώσεις του ήτανε
κιόλας προτού να γίνουνε
ξεπερασμένες.
Αυτά συμβαίνουν στους καιρούς μας
όπου τα γεγονότα προηγούνται
ενώ η γλώσσα,
αξιοθρήνητη τότε κι αυτή,
δεν καθορίζει εξελίξεις,
μα καθορίζεται απ’ αυτές.
ΤΑ ΣΥΓΝΕΦΑΚΙΑ
Τα σύγνεφα παιδάκια κουρασμένα.
Ο κάμπος φιλικό ένα πανδοχείο.
Η νύχτα φτάνει. Ελάτε αγαπημένα.
Πολύ εκεί ψηλά θα κάνει κρύο.
Δέστε αλογάκια εδώ σιγουρεμένα
που ξέγνοιαστα βοσκάνε δύο δύο.
Δέστε δεντράκια, λόφους, δέστε εμένα,
δέστε εν’ απόβραδο εδώ κάτω θείο.
Ελάτε όμορφά μας συγνεφάκια.
Ελάτε ως ομίχλη ή σα βροχούλα.
Ελάτε αγαπητά μας αδερφάκια.
Για όλα μας η γη γλυκιά μανούλα
και μακριά από κείνηνε αν είστε
θα λιώστε-θα μαράνετε-θα σβήστε.
ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ
Ισορροπώ πάνω σε τεντωμένο σχοινί
ανάμεσα Φθοράς και Αφθαρσίας.
Μία σκέψις ανάρμοστος
μία κίνησις
και
η πτώσις.
Να ΄χε γυρίσει κάνε η γη στο μεταξύ
τόσο-
απ’ την αρχή της πτώσης μου ως το τέλος της-
ώστε στην Αμερική να πέσω...
να γίνω λιώμα σε δρόμο πάνω ένα καθαρόν τουλάχιστον…
ΓΥΡΙΣΜΟΣ
Του γυρισμού η ευτυχία το βράδυ στο σπιτάκι
μετά το μόχθο της δουλειάς΄
του θάνατου η λύτρωση ένα βράδυ στο σπιτάκι
μετά το μόχθο της ζωής.
ΙΣΟΔΥΝΑΜΙΕΣ
Ένας πέτρινος κατακλυσμός
μια χωμάτινη πλημμύρα
και άχρηστη η κολύμβηση
και όλες οι ακροβασίες της...
Μια τραγωδία
και άχρηστη όλη η ζωή
και τα τερτίπια της.
ΌΠΩΣ ΜΕ ΜΙΑ ΜΟΝΑΧΑ
Όπως με μια μονάχα γέννηση
γεννάει τετράδυμα μια μήτρα
έτσι μεγάλη λέν μια έκρηξη
εδημιούργησε το σύμπαν.
Και με τεράστιες λεν ταχύτητες
απομακρύνονται αλλήλων
αστέρες νάνοι, αστέρες γίγαντες
και τα συστήματα των ήλιων.
Και στη ζωή τα ίδια γίνονται:
Μετά τη γέννα τους καθένα
τ' αδέρφια όλο απομακρύνονται
ώσπου μια μέρα να 'ναι ξένα.
Ο! ΕΠΑΡΧΙΑΚΕΣ ΠΟΛΕΙΣ
Στις πόλεις τις επαρχιακές
τις ορεινές
και τις μικρές
κάνουν χρυσές δουλειές τα μαγαζάκια
που υλικά σφραγίσματος οπών πουλάνε:
Προλήψεις, Άγνοια, Ηθική, Φόβο, Βλακεία.
Και τρέχουν οι γυναίκες κι αγοράζουν από κει
ό,τι νομίζουνε πως τους πηγαίνει, ή ό,τι
της πόλης τους διατάζει η μόδα
και σφιχτοκλειούν τα αιδοία τους μ' αυτά.
Κι όταν οι άντρες
στου δέρματός τους τα στενά κλεισμένοι
πόρτες ν' ανοίξουν προσπαθούν με το κλειδί τους
και να γνωρίσουν της γυναίκας το κορμί-πάει να πει
το ιερό καθήκον τους να κάνουν-
βρίσκουν την κάθε κλειδαρότρυπα κλειστή.
Και πια,
καθώς φυλακισμένοι στο κελί τους κάνουν,
του δάπεδου μετράνε τα πλακάκια, ή,
οι «εξυπνότεροι»,
ένα μικρό κι αυτοί ανοίγουν μαγαζί
με υλικά σφραγίσματος.
Και πάνε στο χαμό οι τέτοιες πόλεις, και μετράν
σα διόλου να μην έχουνε
κατ’ απ’ τον ήλιο υπάρξει.
ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΩ
Όταν πεθάνω, η στερνή μου η ώρα όταν θα 'ρθει
και θαρθ’ η ώρα η ψυχή ν’ αφήσει το κορμί μου
κανείς δε θέλω απ' τους ανθρώπους να το μάθει-
αυτή ’ναι η πεθυμία η στερνή μου.
Στο λείψανό μου επάνω κανείς δε θέλω να κλάψει
δεν το θέλω το ψεύτικο δάκρυ-ας κλάψει η βροχή
και το άψυχο σώμα κανείς να μη θάψει-
ας το λιώσουν του χρόνου οι τροχοί.
Θέλω να ’μαι μονάχος κει που θα ’μαι πεσμένος
και ποτέ μην ακούσω μιαν ανάσα-μια λέξη΄
απ' τα βάθη του Άδη θα κοιτάζω κρυμμένος
γιατί εκείνο το μέρος το ’χω ο ίδιος διαλέξει.
Θα με φαν τα κοράκια. Μα καλύτερο θα ’ναι
παρά μόνο για λίγο το κορμί μου ν' αγγίσουν
των ανθρώπων τα χέρια`
θα τα βλεπ’ η ψυχή μου που χορτάτα πετάνε
και θα χαίρει μαζί τους μοναχή της καθώς
θ' ανεβαίνει στ' αστέρια.
Κι αν κανείς θα νομίσει ότι τούτα που γράφω
δε θα πρέπει να γίνουν, και με θάψει, και δάκρυ
ένα έστω αν χύσει
μια κατάρα θε’ να ’βγει απ’ τον άδικο τάφο
και στη μαύρη αγκαλιά της τον προδότη θα κλείσει.
Αν μπορούν τα κοράκια και γι ανθρώπους να κλαίνε
τότε αυτά ας με κλάψουν
και τα κόκαλα ας θάψουν αφού πρώτα τις σάρκες
με το ράμφος ξεσχίσουν.
Φτάνει μόνο τα χέρια όσων λένε ανθρώπους
το κορμί μου μη ’γγίσουν-
γιατί αλήθεια δεν ξέρω τι μπορεί να ξεπλύνει
ό, τι εκείνοι βρωμίσουν.
ΤΟ ΑΣΤΥ
Το «Άστυ», στη γωνιά, πουλάει αρώματα
φτηνά για τις γυναίκες φτιασιδώματα.
Μπαίνουνε μέσα πλούσιες οι καημένες
και βγαίνουν για μπογιές ξεπουλημένες.
Απέναντι το «ΜΕΛΑΝ» πάντοτε άδειο
με το ξεκουρντισμένο του το ράδιο
και πάρα κει το «BABYLIN», γεμάτο
με ρούχα παιδικά από πάνω ως κάτω.
Κρίση. Κανένας ρούχα δεν ψωνίζει
κι ούτε με γράμματα κόλλες γεμίζει.
Στου «ΑΣΤΥ» μόνο το θρασύ το χάνι
πληθαίνει το ζουρλό γυναικομάνι.
Γυναίκες. Με μυαλό πάνω απ’ την κόμη
που αλλάζουν τρίχωμα μα όχι γνώμη.
Γυναίκες. Όντα αλλόκοτα ενός κόσμου
που φευ! έτυχε να ’ναι ο δικός μου…
ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ
Τόσο πολύ το θάνατο γνώρισα στη ζωή μου
όπου δε θα ’χει τίποτα καινούργιο να μου δώσει
όταν τα χέρια τα γκρενά επάνω μου θ’ απλώσει
και απαλά σαν σ’ όνειρο θα κόψει την πνοή μου.
Θα ’ρθει ένα βράδυ όμορφο, ζεστό και μυροβόλο.
Θα ξανοιχτούμε στη χαρά που η κουβέντα ανοίγει
κι ως πάντοτε, προς το πρωί, θα σηκωθεί να φύγει.
Μόνο που τώρα θα μου πει: "πάμε μαζί;"-κι αυτό θα ’ν’ όλο.
ΣΚΥΦΤΌΣ ΩΣ ΠΕΡΠΑΤΕΊ
Σκυφτός ως περπατεί
καμιά φορά
τα μάτια του σηκώνει και κοιτάζει τους ανθρώπους.
Δεν παραιτήθηκε ακόμα.
XΕΙΜΏΝΑΣ
Μας ήρθε χειμώνας
φαί κατά μόνας
νυχτιές επιμήκεις
το φως χασοδίκης
γυμνά τα κλαδιά
σφιγμένη η καρδιά
το κρύο αφέντης
κανένας λεβέντης
ρυάκια στο χώμα
σταλίτσα το γιόμα
στο τζάκι φωτιά
τα ζα στη μονιά.
Μας ήρθε χειμώνας.
ΣΥΓΚΑΤΑΝΕΥΣΕΙΣ
-Ζω σαν λαθρεπιβάτης. Με το φόβο κάθε στιγμή πως θα με πιάσουν. Κρύβομαι όσο μπορώ. Λέω ναι σε ό,τι μου ζητάνε. Μερικές φορές φέρομαι σκληρά. Είναι για να δείξω πως είμαι ένας απ’ αυτούς.
-Ναι.
-Στην Αμερική ήμουν στο στοιχείο μου. Έδειχνα το φόβο μου. Εκεί ήμουν ο πραγματικός μου εαυτός.
-Ναι.
-----
-Δεξιά και αριστερά του δρόμου ήσαν σταματημένα αυτοκίνητα. Αυτός οδήγησε με μεγάλη ταχύτητα όπισθεν και σταμάτησε απότομα δίπλα σε ένα κόκκινο αυτοκίνητο. Το κοριτσάκι που καθόταν στη θέση του συνοδηγού έβγαλε το κεφάλι του έξω και φώναξε στο δίπλα τους αυτοκίνητο: «Η θεία θα ’ρθει με μας!» Το αυτοκίνητο ξεκίνησε το ίδιο απότομα και χάθηκε στη στροφή.
-Ναι.
-Ο οδηγός φορούσε σκουλαρίκι.
-Ναι;
-Όταν εγώ μάθαινα, φορούσαν σκουλαρίκι οι κακές γυναίκες. Τώρα φορούνε και οι καλοί άντρες.
-Ναι.
-----
-Μού έκλεψαν τα λεφτά μου, το αυτοκίνητό μου, το σπίτι μου.
-Ναι.
-Και έκαψαν τα ποιήματά μου.
-Ναι.
-Μετά ένωσαν τα χέρια τους σε ένδειξη αγάπης και με τα ελεύθερα πόδια τους με χτυπούσαν. Έπεσα κάτω. Με έφτυσαν και με ποδοπάτησαν.
-Ναι.
-Εγώ που δεν ξέρω παρά μόνο να μιλάω τους είπα: «Τελειώσατε μαζί μου;» «Ναι», μου είπαν. «Κι εγώ μαζί σας».
-Ναι.
-----
-Χτες είπα μόνο: «Μια τυρόπιτα παρακαλώ», όλη την ημέρα.
-Ναι.
-Αν δεν ήξερα την τιμή θα ρωτούσα ακόμα: «Πόσο κάνει;»
-Φυσικά.
-Μερικές μέρες, ιδίως εκείνες που δεν βγαίνω καθόλου έξω, διαβάζω δυνατά. Έτσι δεν κινδυνεύω να ξεχάσω να μιλώ.
-Και να μην μπορείς να πάρεις ούτε τυρόπιτα!
-Θα μπορώ. Θα τους τήνε δείχνω.
-Σωστά.
-----
-Όλα.
-Ναι.
-Για μένα αυτό ήταν ο κανόνας. Και καθώς κανένας δεν μου είπε ότι αυτά δεν συμβαίνουν στη ζωή αλλά μόνο στον κινηματογράφο, συμπέρανα ότι αν θέλω μια γυναίκα, πρέπει να την παντρευτώ.
-Ναι.
-Όταν, στον κινηματογράφο πάλι, κάποιος γνώριζε μια γυναίκα και την φιλούσε ενώ δεν είχε σκοπό να την παντρευτεί, τότε ο κηδεμόνας μου δίπλα μου σχολίαζε: «Τον παλιάνθρωπο!» Λοιπόν έμαθα πως όποιος φιλάει μια γυναίκα χωρίς να έχει αποφασίσει πρώτα να την παντρευτεί, ήτανε παλιάνθρωπος.
-Ναι.
-Από τότε ήμουν προορισμένος να δυστυχήσω.
-Ναι.
-----
-Αν υπήρχε αγάπη δε θα χρειάζονταν το ένστικτο της μητρότητας.
-Ναι.
-Όλοι αγαπούν όλους μέχρι που αυτοί να βρεθούνε κοντά τους. Τότε η αγάπη δίνει τη θέση της σε ό,τι ήταν από την αρχή κρυμμένο μέσα τους-στο μίσος.
-Ναι.
-Αν μπορούσε, θα σκότωνε κανείς όλους τους ανθρώπους, εκτός από κείνους που χρειάζεται να τον υπηρετούν.
-Ναι.
-Ο Χριστός πρέπει να ήταν σαδιστής. Ήρθε στον πλανήτη του μίσους και μίλησε για αγάπη.
-Ναι.
------
-Όταν ο θάνατος φοράει μάσκα, λέγεται ύπνος.
-Ναι.
-----
-Ήμουνα στο δωμάτιο με τη Ντίνα. Ξάπλωσε στο φάρδος του κρεβατιού, σήκωσε σε ανάταση τα χέρια, μισάνοιξε τα πόδια της και με κοίταξε. Σηκώθηκα. Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα ο κηδεμόνας μου. «Τι κάνετε σεις εδώ;», είπε άγρια.
-Ναι.
-Μιαν άλλη φορά ήμουν με τη Θωμαϊδα. Της έδειχνα μαθηματικά. Το δυσανάλογα μεγάλο για την ηλικία στήθος της πίεζε το πάνω κουμπί της μπλούζας της. Είχε κοκκινίσει. Άπλωσα το χέρι μου. Εκείνη τη στιγμή μπήκε ο κηδεμόνας μου. Μας κοίταξε άγρια. «Τι κάνετε σεις εδώ;», είπε.
-Ναι.
-Όταν, φοιτητής πια ήμουν με την Ηρώ στην παραλία, δε χρειάστηκε να έρθει ο κηδεμόνας μου να με μαλώσει. Ήταν ήδη εκεί και τότε, και σε κάθε τέτοια στιγμή της ζωής μου.
-Ναι.
-Γι αυτό τον μισούσα πάντοτε.
-Ναι.
-----
-Η Δύση, μετά από αιώνες θρησκευτικής και κοινωνικής καταπίεσης, έκανε την επανάστασή της, έκλεψε, ρήμαξε, καλοπέρασε.
-Ναι.
-Και ξαναγυρνάει στον μεσαίωνά της.
-Ναι.
-Σειρά έχουν η Κίνα και η Ινδία. Και μετά ποιος ξέρει τι περιμένει τους ανθρώπους…
-Ναι.
-----
-Βλέποντας γύρω και ακούγοντας, μαθαίνουμε ένα απειροελάχιστο ποσοστό γεγονότων ή καταστλασεων στο όποιο διάστημα του χρόνου.
-…Ναι.
-Και λέμε ότι είμαστε πλήρως ενημερωμένοι.
-Ναι.
-Λένε ή γράφουν ότι το καλλίτερο κρασί βγαίνει στο τάδε χωριό του τάδε νησιού. Όμως το λένε αυτό χωρίς να έχουν δοκιμάσει τα κρασιά όλων των χωριών όλων των κρατών της γης-για να περιοριστούμε σ’ αυτήν.
-Ναι.
-Και την ελάχιστη αυτή ενημέρωση χρησιμοποιώντας, εκόντες ή άκοντες, σαν πρόφαση, αποκοπτόμαστε από την παγκόσμια κοινότητα, περιοριζόμενοι σε ό,τι οι φτωχές μας αισθήσεις μας δίνουν.
-Ναι.
-Και μαθαίνουμε να επιδιώκουμε την τέτοια ενημέρωση, νομίζοντας ότι έτσι γεμίζοντας το χρόνο μας, εκπληρώνουμε το καθήκον μας σαν άνθρωποι…
-Ναι…
-----
-Έχουν γραφτεί απίστευτα πιο πολλά βιβλία από όσα σήμερα υπάρχουν.
-Ναι.
-Οι λόγοι που αυτά δεν υπάρχουν σήμερα είναι δύο. Ο ένας είναι πως δεν κρίθηκαν άξια από τις κρατούσες κάθε φορά κοινωνικοοικονομικοθρησκευτικές δυνάμεις να διατηρηθούν. Ο άλλος είναι ότι όσοι τα έγραψαν δεν είχαν την οικονομική δύναμη να τα κυκλοφορήσουν.
-Ναι.
-Απόδειξη για τον πρώτο λόγο είναι τα βιβλία των προσωκρατικών φιλόσοφων που καταστράφηκαν ή «θάφτηκαν» από τον Πλάτωνα και τους ομοίους του, καθώς και τα εβραίικα βιβλία που κυκλοφορούσαν κατά εκατοντάδες την εποχή της συναρμολόγησης της Παλαιάς Διαθήκης και που δεν κρίθηκαν άξια να μπουν σ’ αυτήν.
-Ναι.
-Εκτός από τα παραπάνω βιβλία όμως, υπήρξαν πολλοί άνθρωποι στην εγγράμματη ιστορία της ανθρωπότητας που ενώ είχαν λαμπρές ιδέες και μπορούσαν να γράψουν βιβλία, εντούτοις δεν έγραψαν.
-Ναι.
-Υπήρξαν ακόμα άνθρωποι με λαμπρές ιδέες που έζησαν όταν δεν είχε ακόμα εφευρεθεί η γραφή.
-Ναι.
-Τα βιβλία λοιπόν που σήμερα προβάλλονται σαν αποκτήματα της ανθρωπότητας, είναι τα σκουπίδια εκείνα που η οικονομική ολιγαρχία και η βλακεία των ανθρώπων -που εκείνη ανά τους αιώνες καλλιεργεί- έχουν διασώσει και μας τα προβάλλουν σαν τέτοια, ενώ τα εκατομμύρια των προοδευτικών βιβλίων έχουν οριστικά χαθεί ή δεν γράφτηκαν ποτέ.
-Ναι.
-Το ίδιο ισχύει και για τις Τέχνες.
-Ναι.
-----
-Κατηγορεί κάποιος εκείνον που έχει έντονη σεξουαλική ζωή επειδή αυτός ο ίδιος δεν μπορεί να την έχει, ή γιατί την έχει και κατηγορώντας εκείνον κατηγορεί τον εαυτό του.
-Ναι.
-----
-Οι πειρασμοί του Αγίου Αντωνίου θα ήσαν ευκαιρίες αν δεν είχε υπάρξει ο Χριστός.
-Ναι.
-----
-Τα κάγκελα του μπαλκονιού απαγορεύουν στο σώμα μας να πέφτει, δεν απαγορεύουν όμως και στη σκέψη μας να πέφτει.
-Ναι.
-----
-Αν οι επιστήμονες ανακαλύψουν γιατί ο εμμηνορροϊκός κύκλος των γυναικών διαρκεί όσο οι φάσεις του φεγγαριού, τότε δεν θα έχει μείνει τίποτε αναπάντητο.
-Ναι.
------
-Οι δέκα εντολές του Μωυσή υπηρετούσαν τις ανάγκες του ίδιου και των άλλων πλούσιων του λαού του.
-Ναι.
Ο ΓΑΜΟΣ ΤΗΣ ΝΤΑΝΙΕΛΑΣ
Ήταν δεκαεξάχρονη
τώρα είναι παντρεμένη.
Ήταν αγριολούλουδο
ανθός σε βάζο τώρα.
Ήταν αδέρφι του ηλιού
τώρα σβηστό φεγγάρι.
Ήταν τραγούδι και μιλιά
βουβό είναι τώρα στόμα.
Ήταν αστέρι λαμπερό
κι είναι κερί σε τάφο.
Ήταν δεκαεξάχρονη
και τηνε ξεπουλήσαν.
ΓΙΑΝΝΗΣ, Ο ΓΛΥΠΤΗΣ ΤΗΣ ΞΥΛΟΚΕΡΙΖΑΣ
Τάχατες ξέρει η Ξυλοκέριζα τι έχει;
Τάχα η Κόρινθος ξέρει τι χάνει;
Όχι, καμιά δεν ξέρει, αλλιώς Γιάννη,
ως τώρα θα ’σουνα ο Εκλεκτός τους.
Ξέρουν τα Μάρμαρα όμως, που βαθιά τους
Ψυχές Ατέλεστες βουβά πλαντούσαν,
με Αγωνία ’παντέχοντας τον Πλάστη
τη Ζωοδότρα Πνοή που θα τους δώσει.
Ξέρουνε τ’ Άτια που έχεις κιόλας ζήσει,
ξέρουν η Σφίγγα και η Κόρη που ήρθαν
για να δικιώσουν την Kαλαισθησία
κι αιώνια για να μείνουνε στον Κόσμο.
Ξέρουν τα όντα που τυφλά θα ήσαν
αν μάτι κανενός δεν τα θωρούσε
και που υμνώντας σε καυχιούνται τώρα:
«Υπήρξαμε κι εμείς κάτω απ’ τον ήλιο!»
Γιάννη, αφότου είδαμε το θάμα,
η σκέψη μας πλανιέται στην αυλή σου
από ’να σ’ άλλο άγαλμα πετώντας
μην ξέροντας ποιο να πρωτοδοξάσει.
Ευλογημένη κι η ώρα που σ’ εγέννα,
κι αυτή στο σπίτι σου όπου μ’ έχει φέρει:
οι δυο τους σμίξανε και γίναν στέριο,
νύχι καθώς με κρέας είναι, ταίρι.
ΤΟ ΑΝΕΥΡΥΣΜΑ
Λοιπόν δε θα πεθάνω από καρκίνο.
Ανεύρυσμα ένα διεκδικεί και κείνο
τ’ αχειροποίητα δικαιώματά του
στον τρόπο του αφεύκτου μου θανάτου.
Και λέει του Θανάτου: « Φίλε γεια σου!
Με μένα θα τελειώσεις τη δουλειά σου
γρήγορα, καθαρά, πολιτισμένα.
Όχι βρωμιές από έντερα σπασμένα,
όχι έδρες παρά φύσιν, καθετήρες,
και κατακλίσεις κι αναρροφητήρες,
όχι μηνών-χρονών ταλαιπωρίες
με σάκχαρα, κατάγματα, ουρίες…
Εγώ σε δυο λεφτά τον τελειώνω.
Σπάω κι ολοσχερώς τον ξεματώνω.
Και πια συ νικητής μέσα του μπαίνεις
και τον τρυγάς και στ’ άρμα σου τον δένεις
και τον τραβάς συρτόν στον άλλο κόσμο
που μέντα εκεί δεν έχει ούτε δυόσμο.
Και όλ’ αυτά σε δυο λεφτούλια μόνο.
Και δίχως αγωνίες, κραυγές και πόνο.
Μόνο θα νιώσει μες στο Κρύο να μπαίνει
και προς την Άβυσσο να κατεβαίνει΄
και μόνο θα σκεφτεί λίγο πριν σβήσει
πως ήλιου δε θα δει πια πάλι δύση.
Λοιπόν μετά ’π’ αυτά Θάνατε, πες μου-
ανίκητες δεν είναι οι δύναμές μου;
Δες με! Ο αθέρας είμαι της αλκής!
ΕΊΜΑΙ ΤΟ ΑΝΕΎΡΥΣΜΑ ΤΗΣ ΚΟΙΛΙΑΚΉΣ!»
ΕΛΛΑΣ-ΗΠΑ ΣΗΜΕΙΩΣΑΤΕ ΔΥΟ
Η ατιμωρησία των παρανομούντων
εν Ελλάδι
και η μη εκμετάλλευσις ταύτης–
του κενού αυτού εξουσίας-
υπό τινων
δια πλουτισμόν, καλοζωίαν και ευμάρειαν,
είχεν ως συνέπειαν
την δυσστονίαν των.
Και τούτων ισχυόντων ολοζωής
δεν είναι ικανή αυτή η συνθήκη ώστε
να δυσστονούν τω όντι,
αφότου μη παρανομούντες
εν τη ουσία παρανομούν
θεσμόν τελείως απεμπολούντες παγιωμένον;
Και δήλον έστιν ότι ούτοι
διόλου ελεύθεροι πολίται δεν τυγχάνουν όντες.
Και η αιτία είναι αυτή που αισθάνονται
ότι πολίτες είναι και έντιμοι κι ελεύθεροι
των Ηνωμένων της Αμερικής Πολιτειών.
Εκεί, ό,τι κανείς επιθυμεί, αυτό και- πάντοτε νομίμως - είναι.
Και η απόδειξις δια τούτο
το αμερικάνικον διαβατηριόν των,
που ως ταυτότητα πολύτιμον
και ευτυχή κρατούν..
Ο ΧΟΡΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΧΟΡΕΥΤΗΚΕ
Πόσο να χόρευα θα ’θελα απόψε…
στην πλατειούλα τη μικρή εκεί
που μια μικρή ορχήστρα ετραγουδούσε…
Μα η ντροπή…
Να πηδώ στο ρυθμό της ανάπνιας μου
στα κύματα του αιμάτου μου να ταξιδεύω
και στα τινάγματα των μούσκλων μου ν’ αφήνομαι…
Να γίνω ένα με της θάλασσας το βόγγο
με του Συμπάντου την κλαγγή να στοιχιστώ
να στείλω σήματά μου
στ’ αδέρφια μου τους κόσμους του απείρου
να ξαναγίνω αυτό που μ’ έκαμε,
και με πηγαίνει
και με καρτερεί…
Μα η ντροπή…
Τουλάχιστο έφυγα από κει
με όλο μου το είναι ταραγμένο.
Για λίγο έτσι ξαναέζησα.
ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ
ΣΤΗ ΣΠΑΡΤΗ
Σπάρτη. Ιούλιος. Μεσημέρι. Έξω ο ήλιος πυρπολεί.
Τη 'λαφριά της 'εχει βάλει η πολιτεία περιβολή
και πουλάει το κορμί της στον Ευρώτα για δροσιά.
Έξω καίει, φουντώνει, βράζει, αναλιέται η δημοσιά.
Το σπίτι όλο ησυχάζει. Θα κοιμάται ο παππούς.
η γιαγιά θα ψιθυρίζει μονολόγους μυστικούς.
Θα πυρώνουνε στον κήπο τα σπυριά κάθε ροδιού
κι ο χυμός θα ζεματάει του μελάτου καϊσιού.
Το δωμάτιό μου όμως καταφύγιο δροσερό
κι όσοι ζήσανε στη Σπάρτη μια φορά κι έναν καιρό
είναι τώρα εδώ μαζί μου κι ο καθένας αρχινά
τη δική του ιστορία να μου λέει σιγανά.
Και μαθαίνω απ’ την Ελένη ότι πόθος εκείνης
η ιδέα μιας περιπέτειας ήτανε θαλασσινής.
Και μου λέει ο Λεωνίδας πως στους δρόμους τρΙγυρνά
και τους νόμους καταριέται που τον στείλαν στα στενά.
Κάποιο όχημα περνάει και στριγγλίζουν οι τροχοί.
Η στριγκλιά τους σαν σειρήνα στο δωμάτιο αντηχεί.
Μια στιγμή της ησυχίας χαλαρώνεται η πυγμή.
Ένας σφάλαγγας τρυπώνει μες στου τοίχου μια ρωγμή.
Στο τραπέζι πάνω στήσαν οι θεοί ένα ναόν
και σχεδιάζουν νίκη Τρώων και χαμό των Αχαιών.
Αλλά γνώμη ίσως ν' αλλάξουν μέχρι αύριο το πρωί.
Φέρτε νέκταρ… αμβροσία… α! τι Τρώες τι Αχαιοί…
(16-7-1955)
Ο ΚΑΪΝ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΤΩΜΑ ΤΟΥ ΑΒΕΛ
Και τώρα;
Γιατί κάθεται έτσι ακούνητος αυτός;
Πριν λίγο δεν με χτύπαγε και μ’ έβριζε;
Εγώ επήγα, τάισα τα ζώα,
έκοψα ξύλα για το βράδυ,
γυάλισα το πετράδι που μου ζήτησε η Εύα να της πάω,
γυρίζω
και πάλι αυτόν στην ίδια θέση τόνε βλέπω
ξαπλωμένον και ακούνητο.
Έτσι έμεινε από τότε που… από τότε που…
…Α! Ναι! Απ’ την ώρα που του πέταξα μια πέτρα στο κεφάλι
όταν τον βρήκα ν’ αγαπιέται με την Εύα.
Από τότε!
Και τώρα;
Τον σκούντηξα, τον κλώτσησα, τίποτα αυτός.
Ύπνο έναν τέτοιο δεν τον είχα δει ξανά να κάνει.
Ούτε αυτόν ούτε την Εύα ή τον Αδάμ.
Τάχα δεν θα ξυπνήσει;
Καλλίτερα.
Θα τόνε πάω στον Αδάμ
που πιο πολύ από μένανε τον αγαπάει
και θα χαρεί να μη του φεύγει κάθε μέρα για δουλειές
αλλά κοντά του τώρα πάντα να τον έχει.
Λίγο να τόνε πλύνω μόνο από τα χώματα...
Βέβαια θα κουράζομαι περσότερο
εξόν απ’ τα χωράφια και τα ζώα να περποιέμαι
που εκείνος μέχρι τώρα τα εφρόντιζε
το γάλα και το κρέας τους για να ’χω.
Μα πιο καλά χίλιες φορές πιο πάνω ας κουράζομαι
παρά να τόνε ξαναδώ
την Εύα να χαδολογά, κι εκείνη
τα ίδια και μ’ αυτόν
όπως με μένανε να κάνει…
Κι αν κάνει κι απ’ τον ύπνο του ξυπνήσει,
έμαθα πια: μια πέτρα πάλι στο κεφάλι του
και ήσυχον και πάλι θα μ’ αφήσει.
ΚΟΙΜΗΘΗΚΑΜΕ ΑΠΟΨΕ
Κοιμηθήκαμε απόψε μονάχοι
Και τόσο μικροί που το σπίτι
Μεγαλείο στις πέτρες του εζήτει
Και συντρόφεμα από το στάχυ.
Τεράστια η σκια μας εσκιούσε
Του ζόφου και βαριά η απουσία
Τα μεγάλα της χέρια εκινούσε
Και μας έραινε απελπισία.
Ένας θόρυβος απ’ το κρεβάτι
Σχίζει ξάφνου της νύχτας το δίχτυ
Κι αφηνιάζει το ανήσυχο άτι
Που φρουμάζει στο μεσονύχτι.
Είναι η χάλκινη αδερφή μας
Και ο ανεψιός μας ο ξένος
Που προσχήματα τη ζωή μας
Πλημμυρίζουν με ορμή και μένος.
Σε καιρούς παλιούς λησμονημένοι
Μετρημένοι με άλλον πήχη
Στο σκοτεινό κάδρο τους κλεισμένοι
Απροσπέλαστοι, γελούν όπως τύχει.
Και το πρωί τι ήταν εκείνα
τα βαθουλώματα στα στρώματά τους
Και τι φοβέρα επρομήνα
το κρατημένο μίλημά τους…
ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
Ώρες καθισμένες στον καθρέφτη μπροστά
σαν σίγουρες
τα χείλη με νωχελικές κινήσεις βάφουν,
στα ματόκλαδα την ελαφρότητα της ύπαρξης τους όλην αποθέτουν
και με άνθη μαραμένα, ευωδιαστά
θλίψη γεμάτα
το μέτωπο προσεκτικά στεφανώνουν.
Και στην ώρα την κατάλληλη
όταν ό άντρας αηδιάσει από την τεχνητή επάρκεια
που έτσι φκιασιδωμένη
άπρεπα η γυναίκα για καιρό
σαν αρτεσιανό φρέαρ ξεχύνει,
κλείνει τη στρόφιγγα της ισχύος της
και των δακρύων ανοίγει.
Σε κλάματα η γυναίκα ξεσπά,
ο κόσμος από το θόρυβο ξυπνάει,
σηκώνεται,
ανακλαδίζεται και,
νυσταγμένος ακόμα,
προχωρεί.
ΟΙ ΡΩΣΟΙ ΤΟΥ 2001 μ. Χ.
Τη βαριά τους περπατησιά και το σοβαρό πρόσωπο
δεν ξέρουν πού τώρα να στρέψουν.
Στους κλέφτες που κάθε βήμα
πάνω τους τυφλό σκοντάφτει;
Στα ζεστά καταστήματα
τα πλούσια αγαθά γεμάτα
που δίχως οίκτο προκαλούν και προσκαλούν
και πάντοτε από ανθρώπους κενά μένουν;
Μόνο στις εκκλησιές να πάνε βρίσκουνε το δρόμο.
Μα ξέρουν ότι εκεί, προσωρινά μόνο θα μείνουν.
Γιατί μέσα στη σκοτεινιά του χώρου
το φως που από μέσα τους έρχεται
όλα σωστά τα δείχνει. Και δείχνει ότι
πιο γνοιαστική από του θεού την ψυχή έχουν
και πιο πολύ απ’ αυτόν για τον άνθρωπο πονάνε.
Και αίμα δεν τρέχει από την πλευρά τους
μετά το θάνατό τους,
αλλά τώρα-
τώρα που η Επανάσταση
σκυμμένη για λίγο
τα ματωμένα πόδια της ιαίνει
και τα πλήθη δεν οδηγεί.
Λος Άντζελες 2001
ΣΤΟΝ BIG ONE ΤΟΥ LA
Σεισμέ των τεσσεράμισυ πρωί
της δεκαεφτά Γενάρη,
μεγάλε Καρχαρία στη μικρή
λίμνη μας δίχως ψάρι,
καλώς μας ήρθες δύναμη τυφλή
για να μας δείξεις πάλι
πως δόξα, περιουσίες και τιμαλφή
είναι καπνός κι αιθάλη
κι ότι το μόνο φως το αληθινό
και ανεσπέρως λάμπον
το ταρακούνημα είναι το δεινό
λόφων βουνών και κάμπων
και πως τα όντα εμείς τα «λογικά»
του κομπασμού του τόσου
γελοία είμαστε μηδενικά
στο μένος το άλογό σου.
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Κυρίες και κυριοι, σήμερα δε θα σας δώσω ποίημα.
Θα στρέψω σήμερα το φως της ποιητικής γιορτής
όχι σε κάποιο ως πάντοτε ποιητικό αποκύημα,
μα σ' όποιον το 'γραψε. Ιδού! Φίλοι μου, ο Ποιητής!
Οι πυραμίδες! Άραγε, ποιος όταν τις κοιτάζει
σκέφτεται τις αμέτρητες στρατιές των εργατών
που το αίμα τους σε κάθε μια πέτρα βρυκολακιάζει
στο αργό αργό το κύλισμα των χιλιετιών;
Ή του μηχανικού τους ποιος τις διβουλίες νιώθει
που σκέψεις του επήρανε αμέτρητες ωρών
ώσπου οι αιώνιοι, οι αθάνατοι μες στην ψυχή του πόθοι
αθάνατα να γίνουνε μνημεία των Καιρών;
Ποιος ένα πίνακα σα δει, ζωγραφικής, γνωρίζει
τις νύχτες που επέρασε ο ζωγράφος ξαγρυπνιάς,
χρώμα κι ιδέες ταιριάζοντας, ώστε να μας χαρίζει
ό,τι εμείς σε μια ριπή βλέπουμε της ματιάς;
Και τάχα ποιος του Ποιητή τη μάχη με τις λέξεις
που κάποτε ολόκληρες δεκαετίες κρατούν,
μπορεί να ξέρει-λέξεις που, με αντίμαχες ορέξεις
κάθε τους μια κι όλες μαζί να υπάρξουν προσπαθούν;
ΣΤΟ ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΤΟΥ L.A.
Μες σ' ένα διάδρομό μου ξένο
βρίσκομαι. Κάποιον περιμένω.
Και βλέπω ως στέκω αποκάτου
απ’ τα χρυσά- παράθυρά του
χρωματιστά φορεματάκια
να ’ναι γεμάτος. Κοριτσάκια
μικρούλες βγάζοντας φωνίτσες-
κάνουν στο διάδρομο βολτίτσες.
Γεμάτα ρώμη και υγεία
περνούν δυο δύο, τρία τρία-
παιδιά στη νιότη τους την πρώτη
γεμάτα σφρίγος κι αθωότη.
Παιζογελώντας περπατάνε
και με βιβλία στο χέρι πάνε
να διδαχτούν στα εργαστήρια
της επιστήμης τα μυστήρια.
…Φύγαν. Ο χώρος μοιάζει τώρα
μια παγωμένη νεκροφόρα
και τα χρυσά του παραθύρια
λειψάνου κρύα λιβανιστήρια.
Μία εικόνα που στη μνήμη
σαν άλλες τόσες θε να μείνει
κι άχρηστη κι άσκοπη εκεί πάνω
θα στέκει ώσπου να πεθάνω.
(Λος Άντζελες Μάης 1988)
Η ΠΛΑΤΕΙΑ ΦΕΤΟΣ
Νεκρή η πλατεία. Τα πουλιά
δεν ήρθαν φέτος-η αγκαλιά
μένει του πόθου μας κενή
και η ψυχή μας ορφανή.
Νεκρή η πλατεία. Οι ποιητές
πληγές που αιμάσσουν ανοιχτές.
Άχρηστα πέννα και χαρτί
που λες: υπάρχουνε γιατί;
Η ΓΡΙΑ
Βγήκε η γριά ν’ αγοράσει τσιγάρα.
Δόντια σαν ξεδοντιάρα τσατσάρα.
Κλαρωτό ένα φουστάνι φοράει
και καθένας μαζί της γελάει.
Βρε γριά, γιατί ακόμα καπνίζεις
και Μελεάγριο δαυλί μας θυμίζεις;
Και γιατί σαν να ήσουνα νέα
περπατάς, και σαν να ’σουν ωραία;
Μα κοντά στα κουσούρια της όλα
η γριά μας κουφή είναι κιόλα
κι όσο φτάνει στον Όλυμπο ο μπάτης
τόσο φτάνει η φωνή μου στ’ αυτιά της…
Να την! τώρα που στέκοντας κάπου
με μανία τραβά προς τα κάτου
τo φουστάνι της που ’χει ανέβει
και δεινά για το σύμπαν χαλκεύει.
ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ ΜΙΜΗΣ
(Κουμουνιστής. Τρίπολη.)
Έχοντας το Μίμη στο μυαλό σου
πας να γράψεις Άνθρωπος
και κάτι σου τραβάει το χέρι
κι άθελά σου
βγαίνει του άλφα η γραμμή απ' το χαρτί
τον ανήφορο παίρνει
και στ’ άστρα φτάνει.
Και όταν
φωτεινή,
κατέβει,
πας,
έκπληκτος πια
να συνεχίσεις νι
και γάμμα βγαίνει
και τέλος γράφεις Άγγελος.
Και πας να γράψεις άντρας
κι οι έγκυες οι μήτρες του άλφα σπάζουνε
και λέξεις άλλες βγαίνουν από μέσα τους
που πλημμυρίζουν το χαρτί-
λέξεις καθώς σεμνότητα
περφάνια,
λεβεντιά,
δόσιμο,
μπέσα,
σύνεση,
ευψυχία,
εγκαρδιότητα.
Και δυο φορές τον έχω μόνο δει όλες κι όλες.
Και σας χαρίζω μια ζωή μαζί του
στην ίδια πόλη
στους ίδιους δρόμους και στις ίδιες τις παρέες
κάθε ημέρα βλέποντάς τονε για χρόνια.
Κάποιοι το χάρισμα έχουνε σε μια στιγμή να βλέπουν
ό,τι άλλοι μιαν αιωνιότητα δε θα 'βλεπαν κοιτώντας.
EPHMΊA
(Τρίπολη, Σοφοκλέους 3, 11-8-04, ώρα 10.20 βράδυ)
Άδειασε η πολυκατοικία-
πού πηγατε όλοι;
Ακόμα κι ο κυρ-Παναγιώτης
λείπει απ' την πόλη.
Φως πια δε φέγγει ούτε ένα
στις χαραμάδες.
Φύγαν παιδιά, φύγαν πατέρες,
φύγαν μαμάδες.
Σιγά τις σκάλες ανεβαίνω
μήν ένα χτύπο,
μη μια φωνή κάποιαν ακούσω
έστω απ’ τον κήπο.
Όμως κανείς δεν αγροικιέται.
Πού έχετε πάει;
Το πόδι σας ποια σκαλοπάτια
τώρα μετράει;
Μα δε φελάει όποια σκέψη.
Κι ως ανεβαίνω
τα βήματα μου λες μετράω
σε σπίτι ξένο.
Και όταν παίρνω το μολύβι
και κάτι γράφω
μοιάζει σταυρούς σα να χαράζω
πάνω σε τάφο.
ΑΥΤΟ ΗΘΕΛΑ
Ένα σπιτάκι από τα τόσα
να ’ταν δικό μου
που συναντάω μες στο ταξίδι
το μακρινό μου
και κει να ζούσα προφυλαγμένος
απ’ τους ανθρώπους
που όταν θέλουνε σε πονούνε
με χίλιους τρόπους.
Κι όταν η ζωή μου θα έρθει η ώρα
να τελειώσει
ζεστό ένα χέρι το κρύο μου κιόλας
κορμί να ζώσει
και στήθος ένα γαλακτοφόρο
να με ταγίσει
χαρίζοντάς μου το μέγα δώρο:
την αιώνια ζήση.
ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΞΑΔΕΡΦΟΥ ΜOΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ
(Μέλος του ΚΚΕ. Πέθανε πενήντα πέντε χρονών.)
Πενήντα πέντε χρόνια πριν, πέθανες ξάδερφε.
Κι ήρθες στον Άδη-εδώ-πουλί πετάμενο.
Κι έβλεπες κάτω φίδια και σκουλήκια και σαλίγκαρους να σέρνονται-
κι αχ! να γινόντανε κι αυτά πουλιά καλά που θα ’ταν…
Μα δύναμη κι ας θα ’φερνε σε σένα ο θάνατός τους
ουτ’ έναν τους δεν έστερξες να θανατώσεις:
πέταξες μόνο μ’ όση δύναμη σου έδωσε
η πρώτη εκείνη πνοή που σ’ είχε στείλει εδώ.
Κι από το ύψος σου εκεί πάνω εζωγράφιζες
τα σάλια, τα σουρσίματα και τα φαρμάκια τους
και τους τα έδειχνες, μήπως ντραπούν κι αλλάξουν.
Κανείς δεν ένιωσε .Κανείς δεν ’ντράπη.
Κι έτσι ώσπου ήρθε η ώρα ξάδερφε να ζήσεις πάλι.
Κι έφυγες. Και μας άφησες μαζί τους.
ΤΟ ΑΝΘΟΣ
Από τον ουρανό έρχεται
τους εύοσμους δρόμους του αέρα ακολουθώντας
Και μια ημέρα της Άνοιξης τον καιρό στολίζει
και ονομάζει
και σ' αυτόν μέσα
υποτάσσεται.
Μέλισσες δρέπουν
του συνταιριάσματος αυτού τη γλυκιά ευτυχία
σκάβοντας με τις κεραίες τους
καθώς τύψη σε συνείδηση μέσα/
ΕΛΛΗΝΕΣ
Από φωνή άλλο τίποτα: Φωνακλάδες.
Και λεν και λεν και λεν. Ώσπου νυστάζουν.
Και πάνε και κοιμούνται. Άπρακτοι.
Γιατί δεν ξέρουν άλλο από λόγια.
Όταν ξυπνήσουνε βλέπουν τριγύρω
υπουργούς που τους εξοντώνουνε,
κλέφτες κυβερνήτες που ό,τι έχουνε τους παίρνουν
και υπαλλήλους που τους λοιδωρούν.
Και πάλι λένε… λένε... και ξανακοιμούνται.
Ξυπνάν, τα χέρια τους δεμένα βλέπουν,
στη φυλακή βαλμένοι μέσα να 'ναι,
και να τους τρων ποντίκια το κορμί.
Το λαιμό τους καθαρίζουν μ' ενα αυγό
και πάλι λεν …και λεν… και μόνο λεν.
ΟΙΜΩΖΟΥΝ
Γεννιόμαστε και μεγαλώνουμε.
Και πλάθουμε και σπάζουμε, και κόβουμε,
χτυπάμε, βασανίζουμε, πληγώνουμε-
ανησυχούμε τα ήρεμα τα Πράγματα.
Ξεσπούμε πάνω τους
τους ανικανοποίητους τους πόθους μας,
τον πόνο, την ντροπή, την ευφυία,
τo φόβο, την αλαζονεία μας.
Και αξεθύμαστοι, (παρολαυτά) πεθαίνουμε.
Και τα παιδιά μας παίρνουν τη σκυτάλη.
Και τα κακόμοιρα τα Πράγματα οιμώζουν
βλέποντας πως του έργου τους συνεχιστές
της αγιοσύνης τους αφήνει ο διαφθορέας.
Ο ΚΡΙΤΗΣ
Κριτή εσύ που κρίνεις τα γραφτά μου
να ξέρεις ότι δε θα σκοτιστώ
αν άξιο συ μου κρίνεις το μιστό
ή με μανία τα πατήσεις χάμου.
Δε γράφτηκαν για σένα όλα τούτα.
Ανάγκη είχε για δόσιμο η ψυχή
και τα 'δωσε ως πιστός την προσευχή
κι όπως το δέντρο ξεχειλίζει φρούτα.
Γι αυτό κριτή σου λέω πως δεν αξίζει
με τέτοιες ιστορίες ν' ασχοληθείς`
και κάνε όπως κάνει ο καθείς
που βλέπει, προσπερνά και δε σκαλίζει.
Προσπέρνα. Μα σκοπό τέτοιο αν δεν έχεις
πρόσεξε-στ' άγγιγμά τους θα καείς
(κι αν όχι τότε είσαι αδαής
και πάλι πρέπει απ' αυτά ν' απέχεις).
ΤΑ ΑΠΑΝΤΑ
Είπα να εκδώσω τα άπαντά μου.
Μα το μεγάλο πρόβλημα:
Ποιους στίχους μου να εκδώσω-ποιους ν’ αφήσω!
«Αυτό το ποιηματάκι είναι καλό!», λέω ας πούμε.
Μα τη στιγμή την άλλη: «τι λέω ο βλάκας… τα χάλια του έχει…»
Πάλι μετά από ένα ξαναδιάβασμα: «Καλό είναι»
Αλλ’ αμέσως: «…δεν αξίζει. Όχι. Μένει…»
Δισταγμοί και αποφάσεις ατελείωτες.
Αν κάποιος ήθελε να μου αποσπάσει κάτι
την ευκαιρία του θα ’χε τούτο τον καιρό
έτσι που αδύναμος μ’ αυτά και ζαλισμένος είμαι.
Α! Και να είχα γράψει όσα εμπνέομαι τις ώρες
που ο τόπος άβολος κι ο χρόνος είναι!
Τότε όλα και ανεξέταστα θα μπαίνανε!
Έτσι μου ’ρχεται να εκδώσω
δέκα τόμους με τα φύλλα τους λευκά!
ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΓΙΑ ΤΗ ΝΕΚΡΗ ΓΙΑΓΙΑ ΤΟΥ
Παλιά η γιαγιά καθότανε-τι λέω παλιά, ως χτες
στην πολυθρόνα τη μικρή, στην άκρη της αυλής
και με δεχόνταν πάντοτε με αγκάλες ανοιχτές
και με τη ζέστα μιας φωνής γλυκιάς και σιγαλής.
Γύρω από ’να φέρετρο, στη σάλα τη μικρή
εκεί ’ναι όλοι αποβραδίς κλεισμένοι οι συγγενείς
και συντροφεύουν τη γιαγιά που είναι, λεν, νεκρή
κι όλοι τους είναι σκεφτικοί και δε γελά κανείς.
Δεν ξέρω αυτοί τι κάνουνε και ούτε με αφορά. ΄
Εγώ ζητώ τη σιγανή ν' ακούσω τη φωνή
και να χωθώ στην αγκαλιά που όλη με χωρά-
εγώ την άλλη μου γιαγιά ζητώ: τη ζωντανή!
ΜΙΑ ΤΣΑΝΤΑ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ
Μια τσάντα γυναικεία τι να 'χει εντός της;
Λέω θα 'χει μια χτένα, μικρό ένα καθρέφτη
μια πούδρα, εν’ άρωμα, ένα κραγιόν
και κάποιο μικρό κεντητό πορτοφόλι.
Ακόμα μια ροζ μεταξένια βεντάλια
τσιγάρα, μαντήλια, κλειδιά δύο τρία
και βέβαια απέραντη μια θαλπωρή
που όλα εκεί μέσα γλυκά τα καρώνει.
ΟΙ ΟΡΕΣΙΒΙΟΙ
Αν κάποιοι ορεσίβιοι ένα κοχύλι βρούνε
χαρούμενοι το παίρνουνε, στα χέρια το κρατούν
και φέρνοντάς το στο αυτί νομίζουν πως ακούνε
τα μακρινά της θάλασσας τα βύθη να βοούν.
Σαν τη ζωή μου μοιάζει εμένα ετούτο το κοχύλι
απατηλά μηνύματα που πλάθει απ' τη σιωπή
που σήμα ένα αληθινό ποτέ του δε θα στείλει
και προς το ψέμα πάντοτε το νου θα οδηγεί.
Όμως εκείνοι τα’ όστρακο κραδαίνοντας σαν ξίφος
ολόχαροι το φέρνουνε από αυτί σ’ αυτί
και τη ζωή ερμηνεύουνε με σοβαρό ένα ύφος
ενώ ούτ' εκείνοι υπάρχουνε ούτε υπάρχει αυτή.
ΖΩ ΑΚΟΜΑ
Ζω ακόμα όχι διότι
την καρδιά έχω γερή
ή φουρτούνες δε με βρήκαν
είτε δύσκολοι καιροί.
Ζω ακόμα μόνο διότι
όπως όλοι οι άλλοι εγώ
δεν εγνώρισα τη νιότη
και ακόμα καρτερώ.
\
Η ΑΠΟΙΚΙΑ
Τίποτα απ' όσα έπλασες Θεέ δεν έχει αλλάξει.
Με τ' άγιο Μίσος σου οδηγό βαδίζει η ανθρωπότης
που το πλαισιώνουν όσα Συ έχεις σοφά διατάξει.:
κακία, έχθρα, διαφθορά, υποκρισία, δολιότης.
Μισώντας πάντα εαυτούς αλλά κυρίως αλλήλους
οι άνθρωποι τρέχουν στης μικρής ζωής τον
Μαραθώνιο
που έχει και ποιότητα και διάρκεια αδήλους
αλλά και μία σιγουριά-το Μίσος το Αιώνιο.
Με «Αγάπης» ρούχα ντύνοντας το μίσος που
κοχλάζει
ένας στον άλλο ρίχνονται με ζηλευτή μανία
κι ένας τον άλλο με τυφλή μανία κατασπαράζει-
είμαστε Θε μου μια πιστή του Μίσους Σου αποικία.
ΡΟΝΤΕΛΟ
Η σαύρα της ερήμου η κακομοίρα!
τόσες ημέρες νηστική η καημένη
και μοναχά φαϊ να περιμένει
μέσα στου καύσωνα τη λαύρα πύρα
από μιας θύελλας την αμμοπλημμύρα.
Γιατί αυτή με τ' άλλα έχει φερμένη
(η σαύρα της ερήμου η κακομοίρα
τόσες ημέρες νηστική η καημένη)
κόκκους, νεκρά κορμιά-της ζήσης φύρα.
Κι από την πείνα έτσι ρημαγμένη
μον' απ' αυτά να ζήσει περιμένει
αφού αυτό της έγραφε η μοίρα
η σαύρα της ερήμου η κακομοίρα...
ΠΡΩΙ ΣΤΟ RESTAURANT
«EARLY WORLD» ΤΟΥ ΕΛ ΕΪ
Ακούω το ξεφτισμένο θρόισμα του φουστανιού της
στις στριμωγμένες τις καρέκλες.
Ακούω το ήσυχο ανάδεμα του κουταλιού
στην κούπα του καφέ.
Ακούω την κουρασμένη της φωνή
που παραγγέλνει country gravy.
Είναι η φωνή ανθρώπου που απόκαμε
απ' τις πολλές προσπάθειες και πια
τα όπλα του απωθεί και παραδίνεται
και στέκει τώρα σαν ξερό φύλλο του φθινοπώρου
γέρας του πρώτου που θα ρθεί αγέρα.
Ακούω τις μονόλογες
ευγενικές της απαντήσεις
στην προσποιητή πολυλογία της waitress.
Ακούω τους ήχους του σπασίματος της φρυγανιάς
σαν πέταμα πουλιού από κλαδάκι σε κλαδάκι.
Ακούω ένα "yes"
ένα "of course...thank you..."
Ακούω το άψυχο, βιασμένο της χαμόγελο
καθιερωμένο εδώ
που κλείνει την ανώφελη κουβέντα-
γέλιο ανεπαίσθητο… σαν ψίθυρος... σαν άχνα...
Θα φύγω
δίχως να στρέψω προς τα 'κεί
το βλέμμα ή το κεφάλι.
Φοβάμαι
όταν γυρίσω να τη δω
πως κιόλας δε θα υπάρχει.
Λος Άντζελες 1988
ΦΩΤΕΙΝΗ
Πεσμένη με τα ρούχα στο κρεβάτι
με μάτια μισόκλειστα
και προκλητικά γελώντας,
το νεαρό κορμί τανύζει
ανοίγοντας μακριά-
σαν αετός πετούμενος- τα χέρια
προς την πρωινή των αγοριών παρέα.
Ακόμα του ύπνου η ζάλη την βαραίνει
και σε ρόδινους ανθούς πάνω
σαν σε ονείρου
νιώθει να είναι αφημένη.
Κι απ' τη μαγεία που σκορπά
κι η ίδια μαγεύεται.
Μια χαραμάδα η ρόμπα η μικρή ανοίγει λίγο,
ίσα για να δοθεί στη φαντασία το μονοπάτι.
Η προσοχή των αγοριών
πότε στραμμένη εκεί ’ναι,
πότε ψηλά, στον λαιμό
που σαν κύκνου νωχελικά στρέφει,
λιγωμένα κινώντας το κεφάλι.
Όσο γι αυτήν
κρυφά εντός της
τη βεβαιότητα να θεριεύει νιώθει
για την αξία που το κορμί της έχει,
κι αυτό μια ικανοποίηση της δίνει
και την ευχαριστεί.
(Κεραστάρι Αρκαδίας, 1953)
ΠΥΡΚΑΓΙΑ
Τη στολή της υπηρέτριας τώρα φορώντας
Τον γύρω χώρο εξετάζει.
Αυτό το ξύλινο συγκρότημα καλό της φαίνεται
λίγο μετά από δυο μηνών ξεκούραση
να ξεμουδιάσει.
Τα χέρια τέντωσε τ’ ακόμα ναρκωμένα.
Στάθηκε λίγο, αναθυμήθηκε σα σε όνειρο
την ευτυχία των στιγμών εκείνων
όταν πετώντας την ποδιά της πέρα
γυμνή και ολοπόρφυρη πυρώνει,
την ταραχή που φέρνει στους ανθρώπους,
τη μελωδία των πυροσβεστικών και των ασθενοφόρων
τις θρηνωδίες… τις κραυγές…
Τι απόλαυση!
Αμέ τα πέρα δώθε των ταλαίπωρων θνητών
που κουβαλούν νερό με κουβαδάκια
λες και να σβήσουν θέλουν μιας φουφούς τα κάρβουνα…
Όλα έτοιμα για πανδαισία μιας ή δυο νυχτών!
Από πού όμως ν’ αρχίσει;
Εδώ κάτι σκουτιά…
Εκεί πέρα ξύλα… πυροτεχνήματα πιο κει…
Το κτίριο μιας εφημερίδας παραδίπλα…
…Λοιπόν… θ’ αρχίσει από κείνα να ξερά χορτάρια.
Το απολαμβάνει να κοιτάζει έπειτα
να ψάχνουν την εστία της να βρούνε …
Μόνο βροχή καμιά
θα ήταν ικανή τη γνώμη της ν’ αλλάξει.
Αλλά όχι! Τέτοιον καιρό βροχή σ’ αυτό το μέρος…
αποκλείεται! Ύστερα
με τον ουρανό αυτή καλά τα πάει.
Και για τα ξερόχορτα ετράβηξε.
ΔΙΩΝΗ
Οι μαστοί της, πλατυβάσιοι και πληθωρικοί
γάλα γεμάτοι για κάθε πεινασμένο.
Βαριά βήματα τραντάζοντας τη γη
τα πέλματά της περπατώντας ξανοίγουν.
Γελάει κι έρχεται άνοιξη.
Ερωτεύεται
κι οι άνθρωποι ερωτικούς τρέχουν συντρόφους να ’βρουν.
Στη θάλασσα.
Εκεί ζει και αγαπάει.
Και η θάλασσα
νερό δεν είναι
παρά το σπέρμα του Σύμπαντος,
καθώς αυτό
ερωτεμένο,
με το τεράστιο πέος του
στης Διώνης τον κόλπο προσβλέποντας
εκχύνει.
ΤΑ ΑΓΙΑ ΤΑ ΧΩΜΑΤΑ
Ελάτε μαζί μου
στης Άγιας Ρωσίας
να πάμε τα χώματα.
Τον αέρα τον κρύο
που πνέει καθάρια
βαθιά ν’ αναπνεύσουμε.
Ελάτε μαζί μου
μακριά από του πλούτου
τη βρώμικη έρημο.
Μακριά από τη χώρα
που είναι για όλους
μια απάνθρωπη Κόλαση.
Μακριά ’π’ των πολλώνε
την άτιμη φτώχεια
που αξαίνει απολέμητη.
Μακριά ’π’ την οδύνη
τη λύπη, το φθόνο
και την εκμετάλλευση.
Ας πάμε στη χώρα
που ανθίζει η ελπίδα-
ας πάμε στα ολάνθιστα
χωράφια του Ωραίου:
στης Άγιας Ρωσίας
ας πάμε τα χώματα.
Να ειν’ η δουλειά μας
τραγούδι της Φύσης
και τ’ Άνεμου κύλισμα
να λάμψουν εντός μας
του δίκιου τα φώτα
που τόσο μας λείψανε.
Μαζί να κινούμε
το κάθε πρωί μας
μαζί να δουλεύουμε
μαζί να μοχτούμε
και όλοι να τρώμε
στον ήλιο ομοτράπεζα.
Να πάψουν οι πόνοι
να λείψουν διακρίσεις
και άγρια εκμετάλλευση.
Κοινός ο σκοπός μας
κοινή μας η πίστη
κοινά τα ωφελήματα-
η φτώχεια κι ο πλούτος
να πάψουν να υπάρχουν
και όλοι να ζήσουμε
σε μια κοινωνία
που θα ’ναι φτιαγμένη
για όλους αδιάκριτα,
χωρίς αδικίες
κατώτερα πάθη
και μίσους ξεσπάσματα.
Στην Άγια τη χώρα
που λάμπουν πληθώρα
τ’ αγνά τα αισθήματα-
στης Άγιας Ρωσίας
ελάτε μαζί μου
να πάμε τα χώματα!
(Μάης 1992)
ΑΣ ΠΑΝ ΚΑΛΙΑ ΤΟΥΣ
(Είμαι ο τάδε, γεννήθηκα εκεί,
εκεί μεγάλωσα, εκεί πήγα σχολείο, λέγομαι έτσι ακριβώς,
ο πατέρας μου ήταν...
μέναμε στον...
φύγαμε όταν...
Ουφ! Αντί τέτοια να εξηγείς
κάθε που κάποιον ανταμώνεις
ας παν οι γνωριμιές καλιά τους.
Η νύχτα τίποτα δεν με ρωτά
και ο αγέρας ως τον δέχομαι με δέχεται.)
ΤΡΙΠΟΛΗ
Aχ! Τρίπολη με τα βραχιόνια σου υψωμένα στον σταχτί ουρανό!
Αχ! Τρίπολη με τρεις σταγόνες μάραθο στου λαγηνιού τον πάτο!
Ax! Τρίπολη!
Κτίρια μαβιά-δρόμοι κλεισμένοι!
Τα παιδιά σου τραγουδούν στα στέκια των αγάδων.
Για μάτια πράσινα όλα τα δέντρα σου μιλούν.
(Στην Τάκα πλένεις τα ρηχά σου πόδια, Στους αγέρηδες τα λόγια σου σκορπάς}.
Αχ! Τρίπολη! Με τo θάνατο στους στενούς σου δρόμους
και τις μαύρες κορδέλες ν' ανεμίζουν στα μπαλκόνια τους.
(Ένα ποτάμι πίσσας σε κυκλώνει
και μέσα του το πέτρινο κορμί σου ανασαίνει)
Ax! Τρίπολη! Με όνομα από τρεις χάντρες τσιγγάνικες
και με μαλλιά τα πεύκα της Δεξαμενής σου!
(Στα πηγάδια σου τρελές γυναίκες
πνίγονται.
Ρόπαλα βάφουν μ' αίμα τις αυλές σου).
ΝΑΣΙΑ
“Ποιητή γιατί για μέγα όλα τα τραγούδια σου;
(φόρμα κόκκινη, μάτια σμαράγδινα)
Αχ! Για του ποταμιού τις δάφνες
και για της ιτιάς τα μυτερά κλαδιά εγώ τραβάω.”
Στο χωράφι με τις καλαμιές
τρεις θεριστάδες νιούτσικοι
τη Νάσια την καλή αντιπερνάνε:
-Κυρά μου ax! To ποτάμι δρόμο άλλαξε και δε θα το 'βρεις!
“Ποιητή γιατί για μένα όλες οι θλίψες σου;
(φόρμα κόκκινη, μάτια σμαράγδινα)
Εγώ είμαι στον πλατύ ουρανό δοσμένη
κι εκεί αλαφρά πηγαίνω.”
Τρεις άγγελοι ανταμώνουν την ωραία Νάσια
στον ανοιχτό το δρόμο τ' ουρανού.
-Κυρά μου αχ! Να μάθει ότι έρχεσαι
ο ουρανός τραβήχτηκε στον πύργο του
μ' όλα τ' αστέρια του μαζί.
“Ποιητή γιατί για μένα όλοι οι χτύποι της καρδιάς σου;
(φόρμα κόκκινη, μάτια σμαράγδινα)
To άσπρο αίμα μου ντυμένη
για το νεραιδοπάλατο ενώ τραβώ
σέρνοντας βάρος πίσω μου στο χώμα πάνω
ης σκονισμένες σου κραυγές.”
Τρία πουλιά τη φωτεινή τη Νάσια
στου παλατιού το έμπα καρτερούν.
-Κυρά μου το παλάτι αχ! κλειδωμένο!
Kαι στη χρυσή του κλειδαριά ταιριάει
μονάχα το κορμί το χαρισμένο!
“Ποιητή γιατί με θέλεις μες στην αγκαλιά σου;
(φόρμα κόκκινη, μάτια σμαράγδινα)
Ενώ ιδέα είμαι κι αερικό.
Εγώ
απ' τα ποιήματά σου μέσαθε περνώντας
πνοή τους δίνω
και για το πεπρωμένο μου τραβώ.
Ax! Mιαν αχτίδα από σβησμένο αστέρι αγάπησες.
Αχ! Για το χάρτινό μου ψέμα εγώ τραβώ.”
-Εγώ τ' αστέρι σου είμαι το σβησμένο.
To χάρτινό σου ψέμα ειμ' εγώ.
(φόρμα κόκκινη, μάτια σμαράγδινα).
Η ΜΙΚΡΗ ΤΣΙΓΓΑΝΑ
-Τσιγγάνα μου τα στήθη σου αυτά ποιος τα
ορίζει;
-Ο αγέρας που απ' ολούθεν έρχεται κι
ολούθε πάει.
-Τσιγγάνα μου τα γόνα σου τα σφαλιχτά
ποιος σου τ’ ανοίγει;
-To νερό του ποταμιού που πάει απ' το βουνό
στον κάμπο.
-Και ποιος είν’ ο καλός σου εσύ τσιγγάνα μου
μικρή;
-To ρόδο με μιαν άνοιξη σε κάθε πέταλό του.
ΚΥΡΙΕ...
Κύριε,
Ο ουρανός με βλέπει ως τον βλέπω;
Η γη ακούει τα πατήματά μου τα δειλά;
Την ψυχή μου η ψυχή των Πραγμάτων
τη νιώθει,
ως εγώ τη δική τους νιώθω την ψυχή;
Ή μη το περπάτημά μου στη γη πάνω
εγώ μονάχα το γνωρίζω;
Κύριε,
ξέρεις πως υπάρχω;
ΑΠΙΣΤΙΑ
Ανοιχτή πληγή στο σώμα τ' ουρανού το
φεγγάρι.
Η μαυρομάτα η νιόπαντρη εβγήκε
τ' απλωμένα της τα ρούχα να μαζέψει.
Τρεις νέοι έξω από την πόρτα της περνούνε.
-Νια μου κυρά, τα ρούχα κι αν μαζέψεις
μα η ευωδιά τους τον αγέρα έχει μυρώσει.
-Αγέρας είναι κι ας μυρώνεται.
-Νια μου κυρά τα ρούχα σου, που τα ’δα μόνο,
την καρδιά μου μάτωσαν.
-Καρδιά είναι κι ας ματώσει.
-Νια μου κυρά το σώμα μου άναψε ολόκληρο
για σένα.
-To βράδυ ο άντρας μου βαριοκοιμάται.
Θα ’χω την πόρτα μου μισανοιχτή.
ΑΝ ΚΥΡΙΕ…
Αν, Κύριε,
ήθελες να φτιάξεις έναν κόσμο
για να γέμιζες το γύρω σου κενό
θα ’ταν καθώς ετούτος ο δικός μας;
Μια κούπα θα ’τανε, γεμάτη θλίψη,
με όντα μέσα της
έρμαια σε κάθε κουταλιού ανακάτωμα,
έτσι που ανεμοστρόβιλοι απελπισιάς
να τα τσακίζουν κάθε λίγο;
Και θα τυραγνούσε μιαν άγνοια βασανιστική-
της έννοιας και του προορισμού τους-
το κρίνο, τη λαμπρίτσα και την πέτρα;
Και όλος θα όδευε αυτός ο κόσμος προς το
τέλος του
χωρίς κανείς να ξέρει αν αυτό
μια νέα αρχή για κάτι άλλο θα 'ταν;
Και
Κύριε
θα μας έδινες αυτιά
που την απάντησή σου
στις ερωτήσεις μας αυτές
να μην ακούνε;
ΑΠΟΡΙΕΣ
Υπάρχει μία μουσική
που την ψυχή κι όχι τ' αυτιά μας τέρπει,
Υπάρχει μία μουσική
πιο μαγική από κύλισμα ρυακιού
πιo θελκτική από τζίτζικα τραγούδι.
Κάποτε θα την ακούσουμε;
Υπάρχουνε κοιλάδες πιο λαμπρές
από τις ομορφότερες της γης.
Υπάρχουνε ασύγκριτα ψηλά βουνά
και ποταμοί γαλάζιοι ατελείωτοι.
Κάποτε θα τους δούμε;
Υπάρχουν αίστησες που εμείς δεν έχουμε-
που με αυτές
πιότερα αμέτρητες φορές
απ' όσα τώρα νιώθουμε θα νιώθαμε,
ίδια καθώς περσότερο μια αχτίδα του ήλιου
τη ζέστα μες στον ήλιο νιώθει,
παρά σα μακριά του φύγει.
Και τάχα θα ’ναι o θάνατος
σ' αυτά που θα μας πάει
τ' ανείδωτα κι ανάκουστα και μαγικά,
ή η αχτίδα είμαστε εμείς η μακρυσμένη
που του ηλιού αόριστα θυμάται τη φωτιά,
κι οριστικά χαμένη πια στου σύμπαντος τα
μάκρη
μόνο που δύναται είναι να τη νοσταλγεί;
ΣΑΝΓΚΟΥΙΝΙ
(της θαλασσαιμικής Ρωρερκάρ)
Να δώσω ένα στην αγάπη μου να τη
ζεστάνω.
Γιατί το χιόνι ως μέσα στην καρδιά της έχει
μπει.
Κάθε του φέτα μια παλλόμενη καρδιά.
Οι ίνες του αίματός του χτενισμένες όλες
προς τη φορά των ζωογόνων του αρτηριών.
Τρέμοντας το κορμί του μαχαιρώνω.
Ο Θεός της αγάπης ας με συχωρέσει.
Πρέπει να δώσω ένα στην αγάπη μου.
Να τη ζεστάνω.
ΜΕ ΜΑΧΑΙΡΙ
Mια δυσοίωνη οργή εκπηγάζει
από το σακατεμένο μου κορμί
Πού είναι η γλυκιά η νοσοκόμα;
Μήπως σε λάθος πόλη αποπειράθηκα;
Μη το νοσοκομείο της δεν είναι που
εφημερεύει;
Ή τ’ ωράριό της άλλαξε με άλλην
και άλλη κάποια θα μου βγάλει
τα κολλημένα στις λιωτές μου σάρκες
ρούχα,
και άλλη κάποια θα με ακούσει
τη μόνη λέξη που 'μαθα μες στη ζωή να λέω,
και ας την είχα μαθημένα μόνο
για να την ψιθυρίσω στο δικό της μέσα αυτί;
"Πονάτε;"
Ερώτηση γιατρού σε πολυτραυματία
ετοιμοθάνατο...
Σ’ άλλη περίπτωση θα του ’λεγα πολλά. Μα
τώρα
μόνο να πω μπορώ: "Πού είναι ΑΥΤΗ;"
Ο γιατρός στους νοσοκόμους:
"Πιο γρήγορα! Πεθαίνει!”
Σ' ακούω γιατρέ της κακιάς ώρας.
Τα λένε αυτό μπροστά σε κείνον
που αληθινά πεθαίνει;
Ξανά εγώ τη δύναμή μου όλη βάζοντας:
"ΠΟΥ EINAΙ AYTH;"
"Σώπα, Έρχεται"
Ο νοσοκόμος, ανοίγοντας την πόρτα του
χειρουργείου:
«Για ποια λέει;»
Ο γιατρός: "Ποιος ξέρει...»
Τότε είναι που δεν άντεξα
και τους άφησα τους αλιτήριους.
Και πήγα εκεί όπου οι λέξεις παύουν να ’χουνε φωνή.
Σιωπή και χιόνι γύρω.
Όχι χιόνι.
Πέπλα πάλλευκα.
Και το σώμα μου ακέριο.
Ώστε ζωή μετά το θάνατο λοιπόν;
Μα τι… μα πώς… μα… να! ΕΚΕΙΝΗ!
Ξεπροβάλλει μέσα από κάτι
σα μιαν αδιόρατη χαραματιά των πέπλων.
Στέκω βουβός σε τέτοια μέσα μια σιωπή
υπερισχύοντας οι καλοί μου τρόποι.
Μα όλη σκούζει η ύπαρξή μου.
Σπάει εκείνη τη σιγή και με φωνή σαν μελωδία:
"Μίλα", μου λέει, "εδώ,
μόνο όσοι αγαπούν-μονάχα αυτοί μιλούνε."
"Σ' αγαπώ."
"Λες να μην το ξέρω;"
"Κι εσύ;.."
«Τρελαίνομαι για σένα.»
"Τότε γιατί εκεί με απόφευγες…
όμως τι-κι εσύ είσαι πεθαμένη;"
"Όχι. Ολοζώντανη. Όπως και συ."
"Εκεί… εκείνος ήτανε ο θάνατος;"
"Ναι"
"Καλά το έλεγα εγώ λοιπόν.
Αλλ' ας τ' αφήσουμε αυτά.
Γλυκιά μου Ρωρερκάρ θέλω μαζί σου
να κάνω εκείνο που δεν ήθελες στη γη"
"Mη λες δεν ήθελα.
Δεν έπρεπε.
Μα εδώ καταργημένα όλα τα πρέπει.
Και πια μη χρησιμοποιείς ψευδώνυμο"
«Γλυκιά λοιπόν.»
"Ναι. Για σένα. Και για πάντα."
Το χέρι της εσήκωσε
κι ένα βελούδινο ροζ παραπέτασμα
μας απομόνωσε.
Τάχα από ποιον;
Μια κίνησή της άλλη βιαστική
κι ένα κρεβάτι στήθηκε μπροστά μας.
Για μια στιγμή τον πόθο η έκπληξη έδιωξε απ' τα μάτια μου.
To είδε.
Και για να μου δείξει
πως όλα γίνονταν καθώς κι οι δυο τα θέλαμε,
το χέρι μου έπιασε,
απαλά στο κρεβάτι με οδήγησε
και πλάι μου έπεσε αλαφρά, αφού πρώτα
με μίαν άλλη όλο ανυπομονησία κίνησή της
από τα ρούχα όλα της απαλλάχτηκε.
Και κει, στο κρεβάτι πάνω,
οι δυο μας γίναμε ένα τόσο,
που για τους δυο μας ένας μόνο ανάσαινε.
Σ’ έναν ύπνο έπειτα βυθίσαμε
που απ' αυτόν εκείνη μ’ έβγαλε
για να με πάρει γελαστή απ’ το χέρι
και να με πάει σ' ένα χώρο
απ’ όπου βγήκα ολόλευκος κι εγώ
και έχοντας κι εγώ φτερά
λευκά και κείνα κι απαλά καθώς εκείνης.
"Έτσι θα είμαστε οι δυο από δω και πέρα.
Κι έρωτα όλο.
Σαν έμαθα πως έπεσες απ’ τον γκρεμό
αφήνοντας κείνο το γράμμα,
δεν άντεξα και νιώθοντάς σε πεθαμένον
ήρθα εδώ αμέσως.
Μα όπως είδα, πρώτη.
Χωρίς εσένα η ζωή θα ήτανε μαρτύριο.
Σε λάτρευα καθώς και συ.
Μα οι συνθήκες εκεί πέρα...
η κοινωνία, τα παιδιά, ο φόβος της αγάπης...
δε γίνονταν ούτε να ξέρεις ότι σ' αγαπώ.
Μα τώρα έλα,
πάμε στα γλυκά του έρωτα ακρογιάλια
και στις γλυκές του τις πηγές
και στης αγάπης τις γλυκές φωλιές
φτιαγμένες για όσους ένιωσαν πως έρωτας
είναι ο θάνατος ο ίδιος."
"Δε θα χωρίσουμε ποτέ!"
"Εδώ κουτούλη μου δεν έχει χωρισμό.
Εδώ είν’ η αιωνιότητα
και όπως μέσα της θα μπεις
έτσι και μένεις…"
...Με σώσανε οι αχρείοι. Τώρα κείτομαι
σ’ ένα κρεβάτι πάνω,
ζαλισμένος,
γεμάτος γάζες και ήμερες πληγές.
Δοκιμάζω το χέρι μου-δεν έχει δύναμη να σηκωθεί.
Λίγο πιο ύστερα
που κάπως η αδυναμία κι η ζάλη θα ’χουν φύγει
έρχομαι οριστικά Γλυκιά,
με μαχαίρι
τον άχρωμο σωλήνα κόβοντας του ορού,
έτσι που ολότελα να ξαιματώσω.
ΖΩΗ
Μες στης ασφάλτου τις ρωγμές
Στο μαύρο το κατράμι
Ο Θάνατος το αιώνιο λες
Θρονί του έχει κάμει.
Κι όμως-κοιτάζοντας θα δεις
Ζωή εκεί να θάλλει
Που παθιασμένη κι αναιδής
Απ' τη σχισμή προβάλλει.
Τάχα έτσι θάμουνα κι εγώ
Εκεί αν μπόρεια νάμπω;
(Τώρα δειλός σαν το λαγό
Πεθαίνω σ' έναν κάμπο).
ΑΛΚΜΗΝΗ
Κατέβηκε ο μεγαλοβρόντης απ' τον Όλυμπο
και στο δωμάτιο μπήκε της Αλκμόνης
και στο κορμί της.
Αυτή, από μιαν ασυνήθιστη λάμψη
Των ματιών του κατάλαβε,
ότι δεν είναι αυτός ο Αμφιτρύωνας
και, απροσποίητα και ολοκληρωτικά,
στου ξένου αφέθηκε το πάθος.
Κάποιο νυχτολούλουδο στην αυλή, έπνιγε τον κόσμο με την ευωδιά του.
…Έγινε πρωί και ο θεός ακόμα
ορμήν αχάλαστη κρατούσε.
Η σύντροφος του στα θεία χάδια τελείως αφημένη,
ένα δοχείο είχε στα χέρια του βαθύ γίνει,
για να μπορεί την ευτυχία όλην να βαστάσει.
Κι απ’ τη μεριά του ο Κεραυνορίχτης,
τη διάρκεια εκείνης τριπλασίασε της νύχτας
για ν' απολαύσει της καινούργιας ερωμένης
τελείως τα θέλγητρα.
ΟΙ ΞΥΛΙΝΕΣ ΚΟΥΚΛΕΣ
Πόσες ζωές κάθε μέρα ζείτε,
και από πόσα νεκροκρέβατα έχετε,
σήμερα μόλις σηκωθεί;
Τι ευθύνη να ζητήσει κανείς από ξένους, άλλρυς ανθρώπους;
Σε μια στιγμή «είμαι» λέτε, και την ίδια στιγμή «δεν είμαι».
Και κανείς ψέματα πως λέτε δε θα πει,
αφού σας βλέπει να 'χετε τώραν ένα ενδιαφέρον στη φωνή,
και πάλι αμέσως ένα μαχαίρι να σφίγγετε στο χέρι.
Οι κούκλες,
κάθε μια στιγμή που κουβαλούν,
σ' όλη τους τη ζωή ίδια είναι.
Λατρεμένες γι αυτό και αξιέραστες.
Και στη μικρή στείρα κοιλιά τους το σπόρο φέρουν,
που την πλήρη,
την χωρίς μεταπτώσεις υπόσχεται ευτυχία.
ΤΟ ΑΦΩΝΟ
Ετούτο το χαρτί που πάνω του σκαλίζω ορύγματα
Αναχώματα της πέννας
Που πάνω του σήματα ακατάληπτα ζωγραφώ
Ετούτο το χαρτί που πάνω του ασελγώ
Ετούτο το χαρτί που πιέζω, τσαλακώνω και τσακίζω
Ετούτο το άφωνο, το αδιαμαρτύρητο χαρτί, το πονεμένο
Ετούτο το χαρτί που τη λευκότη του μαυρίζω
Ετούτο το χαρτί που απτόητα πάνω του γράφω
Ετούτο το χαρτί που πάνω του ασελγώ
Ένα αναμμένο σπίρτο μόνο θα το σώσει.
Ετούτο το κορμί που εντός του ζω
Μονάχα ο θάνατος μπορεί να το λυτρώσει.
ΠΑΕΙ Ο ΚΑΙΡΟΣ
Πάει ο καιρός που πίστευες ότι θ' αγαπηθείς.
Πως-δε μπορεί-αμίαντος κάπου σε περιμένει
Ο ωκεανός του Έρωτα-απέραντος, βαθύς
Με μέσα του για σένανε μια αγάπη φυλαγμένη.
Πάει ο καιρός που πίστευες πως κάπου καρτερεί Για σένανε αγναντεύοντας τους δρόμους μια νεράιδα
Πάει ο καιρός που πίστευες πως θα ’ρχονταν καιροί
Που της ψυχής θα φείδονταν της θλίψης τα σκοτάδια
Πάει ο καιρός. Έχλώμιασε της πίστης η θωριά Κι η που την έτρεφε ζεστή επάγωσε η ελπίδα. Πουλιά που λησμονήθηκαν στης ζήσης το βοριά Φωλίτσες που τις σάρωσε του Χρόνου η καταιγίδα
-
Πάει ο καιρός. Αλάργεψαν οι ώρες της χαράς
Και τόσο γέμισε πολύ με μίσος η ψυχή σου
Που όσο κι αν τώρα προσπαθείς βλέπεις πως δεν χωράς
Από την πύλη τη στενή να έβγεις της αβύσσου.
ΨΑΡΑΔΕΣ
(«…ποιος τελευταίος θα γελάσει;»)
Σωρό βγάζει τα ψάρια ο ψαράς
στο Μαλακάσειο Ιχθυοτροφείο.
Προτού τ’ αγκίστρι ρίξει αυτό γεμίζει.
Και ψάρια κουβαλάει στη στεριά
ταϊσμένα με τροφές αντίθετες
μες σε στενό ένα χώρο σκορπισμένες.
Κι αυτά τα ψάρια απούλητα σαπίζουν.
Στο Καρυωτάκειο Πέλαγο- εκεί έξω
ο μοναχός ψαράς τραβάει με τη βάρκα του
κι αμίλητος για ώρες καρτερεί
στο κρύο και στη νύχτα.
Σα φέξει το πρωί
γυρνάει μ’ ένα ψάρι ή δυο κάθε φορά. \
Κι ως να το πάει στο σπίτι του
το τρώνε οι διαβάτες με τα μάτια τους.
ΘΑΛΑΣΣΑ
Η ψυχή της είναι η ψυχή μας.
Των αστεριών το τρέμισμα και το μυστήριο στη θέα της μας πνίγει.
Στο φως του κόκκινου του φεγγαριού
λάμπουν οι στάλες των κυμάτων της
ως πρωινή δροσιά στα βρόχια θεόρατης αράχνης.
Σαν μητριά τάχα ή σαν μάνα μας μας βλέπει;
Ατέλειωτη.
Ατέλειωτη.
Ατέλειωτη σαν θλίψη.
Σαν τους καθρέφτες της περιβλημένοι
Αυτήν όπου κοιτάζουμε θωρούμε.
Αυτή το αίμα μας
Αυτή η φωνή μας
Αυτή η ανάσα κι ο παλμός μας.
Κοίτα πώς πάνω στα κυματιστά λαγόνια της
τ’ άσπρα φαντάσματα των καραβιών πλανιούνται.
Ατέλειωτη. Ατέλειωτη κι αγνώριστη.
Τέτοια μια κλήρα ποιος μας όρισε;
Και ποιος
Από της απεραντοσύνης της την τυραννία θα μας απαλλάξει ;
Μη και στον θάνατο ακόμα μέσα
στα ταραγμένα βάθη της οι σκιές μας θα κυλιούνται
προσδοκώντας πάλι
σαν τάχα λυτρωμό
απέξω, ζωντανοί να την θωρούμε;
Η ΜΕΡΑ ΑΥΤΗ
Η μέρα αυτή με άγγιξε σαν ήχος μιας αιθέριας μουσικής.
Ότι να δω ποθούσα
μόνο του μπροστά μου ήρθε και στάθηκε.
Με κύκλους που όλο και μεγάλωναν
τ’ αρχαία μυστήρια μου αποκαλύφτηκαν κόσμου.
Με φως οι αισθήσεις μου όλες πλημμυρίσανε
κι ανάμεσα στη Γνώση και στο νου
μόνο ένας τοίχος λεπτός τόσο
που στο λογισμό μου συνευρίσκονταν
κι ο κεραυνός κι η σκέψη του θεού κι η νεροστάλα.
Σαν δέντρο μέσα μου εβλάστησεν η μέρα αυτή.
Κι ως η εσπέρα της λιποθυμούσε
Όπως το άνθος την ψυχή
Έτσι κι αυτή εμένα με τραβούσε.
ΠΡΟΣΩΠΑ
Τα πρόσωπα.
Παντοδύναμα.
Μια κομψή μύτη
γκρεμίζει έθνη.
Μια μικρή σύσπαση του πάνω χείλους
αυτοκρατορίες γεννάει.
Μια ματιά τους
ανεπιθύμητων σωρεία εξολοθρεύει.
Τα πρόσωπα.
Επιπόλαια.
Λένε Εγώ
και κάτι άλλο μ’ αυτό
που άγνωστο τους είναι
εννοούν.
Και όταν ο Αιώνιος έρθει,
Αυτός,
ο χωρίς πρόσωπο,
ορθός κι ακίνητος σαν σύνορο άγνωστης χώρας
στη σκοτεινή εμπρός είσοδο θα σταθεί.
και τα πρόσωπα προς αυτόν θα στρέψουν
και προς αυτόν υποτακτικά θα τραβούν.
Και μέσα στο σκοτάδι ως θα ξανοίγονται
αδύναμα
σαν μέγα πλήθος από φθορές,
η παλίρροια της σιωπής
τα πνίγει μες στα κύματά της.
ΣΤΟ ΣΗΑΤΛ
Θα πάω στο Σηάτλ που όλο βρέχει
Οι διώκτες μου να χάσουνε τα ίχνη.
Θα πάω στο Σηάτλ που όλο βρέχει
Να φύγω από τον ήλιο που όλα δείχνει.
Θα πάω στο Σηάτλ. Κάτι σταλμένο
Από ψηλά το σώμα μου θ’ αγγίζει.
Κάτι Ουράνιο ό,που κι αν πηγαίνω
Κάθε μου γήινο θα εξαγνίζει.
Θα πάω στο Σηάτλ-μες στη βροχή του
Το πάθος μου το μέγα ίσως σβήσει
Κι έτσι θαμμένος στην υγρή τη γη του
Κάτι καινούργιο ίσως να βλαστήσει.
ΚΟΨΕ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ
Σε μια βαθιά χαράδρα σ’ αιμάτινο ποτάμι
Ο Χάρος εκοιμόνταν εχόντας αποκάμει.
Από το μονοπάτι που ο ίδιος είχε κάνει
Ζυγώνω και του παίρνω το κοφτερό δρεπάνι.
Και φεύγω τρεχαλώντας και το δρεπάνι θάφτω
Και λίθο μέγα βάζω απάνω από δαύτο.
Τη νύχτα σαν φωνίτσες ψιλές χοντρές ακούω
Κανένανε δε βλέπω -δόντια από φρίκη κρούω.
Βουίζει η μονιά μου. Κινώ να πάω να φύγω
Φωνίτσες μ’ ακλουθάνε, παντού με κείνες σμίγω.
Στήνω αυτί-γροικάω λόγια να ξεχωρίσω
κατάρες και βλαστήμιες ο αγέρας φέρνει πίσω.
«Δος το δρεπάνι σκύλε στου Χάροντα το χέρι
στου Χάροντα το χέρι δος σκύλε το μαχαίρι.
Κούκλες εμείς στης μοίρας τα παιχνίδια!
Στης γης το τόπι πάνω του ήλιου αποκαϊδια!»
Δεν ξέρουν οι καλοί μου. Βάσανα, δυστυχία,
Κάποτε παύουν. Θα ’ρθει ’φροσύνη, ευτυχία.
«Υπομονή καλοί μου. Η σφαίρα μας γυρίζει
Και όχι μόνο λύπη μα και χαρά χαρίζει.»
Πάλι μιλούν: «Μεγάλα ρωτήματα μας ρέβουν
Πάντα άλυτα μενόντας μας καίνε, μας παιδεύουν.
Το δρέπανο του Χάρου δος το κακό να σώσει…»
"Φίλοι», τους λέω, «ο Χρονος τη λύση θα σας δώσει.»
Κι ακούω παρακάλια πικρά και ξεπνεμένα
"Κοίταξε τα στεγνά μας μάτια τα στερεμένα.
Υπάρξεις κολασμένες, μονάχες τριγυρνάμε.
Άπελπα κι αναπόδοτα και άσωστα αγαπάμε.»
«Παρ’ το δρεπάνι Χάρε κι αγάπησε μαζί μου
Και πρώτα απ’ όλες Χάρε, θέρισε τη ζωή μου.»
Ο ΠΕΡΣΗΣ
«BREAKFAST SPECIAL
ΔΟΛΑΡΙΑ ΤΡΙΑ ΚΙ ΕΝΕΝΗΝΤΑ ΕΝΝΙΑ.»
Απιστη γενιά.
Πόσο θέλεις να κατέβουν οι τιμές
Και με ποσό πιο μεγάλα γράμματα να γράψει
Την προσφορά του το κατάστημα;
Ένας Πέρσης είμαι, τέως ευγενής
Διωγμένος από την Πατρίδα.
Μαζί μου όταν έφυγα επήρα
Δολάρια πέντε εκατομμύρια.
Οι άτιμοι Αμερικάνοι μου τα ’φαγαν
Σε μπίζνες που έκαναν με τα δικά μου
Ανατολίτικα λεφτά.
Με ότι μου άφησαν
Αυτό το ελεεινό εστιατόριο αγόρασα.
Άλλα λεφτά να έβρω δεν μπορώ.
Πρέπει μ' αυτό να βολευτώ
Και με το BREAKFAST SPECIAL του.
Κι αν, σκεφτομαι, πάει καλά η δουλειά
Όλο πιό λίγο και θα θέλω να γυρίσω στην Πατρίδα.
Ακόμα κι αν ο καταραμένος Χομεΐνί πεθάνει
Ακόμα κι αν ο γιος του Σάχη μας
Γυρίσει τροπαιούχος
Δύσκολα εγώ θα γύριζα μαζί του.
Βλέπεις εκεί θα κινδυνεύω πάλι
Να φύγω ξαφνικά κυνηγημένος
Από μιαν άλλη αλλαγή…
Βρήκα και κάτι άλλους πατριώτες εδώ πέρα
Και τα συζητάμε.
Κι αυτοί τα ίδια σκέπτονται.
Μια κοινωνία λοιπόν καινούργια
Μεις οι διωγμένοι εκάναμε οι Πέρσες
Εδώ στην Καλιφόρνια.
Μια μυρωδιά και μια πεποίθηση Περσίας
εφέραμε και στήσαμε
Σ’ αυτή την άπιστη γωνιά του κόσμου.
Και αν χρειάζεται κανείς πολύ κοντά μας
Να ’ρθεί για να μυρίσει το άρωμα
(Πολλές μικρές πατρίδες έχουν μαζευτεί εδώ πέρα)
Για μας αρκεί. Θα μας κρατήσει
Ώσπου η ώρα νάρθει
Που για πατρίδες πια δε θα νοιαζόμαστε
(Για τα παιδιά
Θα ’ναι παράξενα λιγάκι στην αρχή,
Μετά, μικρά είναι
θα συνηθίσουν).
Έπειτα πάει πια, χαθήκαμε μέσα στο πλήθος
Τώρα στην αρχή να βαστηχτούμε μόνον».
(Λος Άντζελες 1988)
ΣΙΩΠΗΛΑ
Τα ποιήματά μου μοιάζουνε με τις γυναίκες κείνες
που γνώρισα κι αγάπησα και χάρηκα μ' αυτές`
όπως εκείνων τα φιλιά και οι δικές τους ρίμες
αμέτρητες μου δίνουνε-απόκρυφες χαρές.
Όμως μια θέση ξέχωρη κρατούν μες στην ψυχή μου
γυναίκες που δεν ταίριασαν οι δρόμοι μας ποτέ`
που μες στου πλήθους χάθηκαν τα έλη του ανωνύμου-
που η ζωή δε θέλησε να γίνουμε ερασταί.
Που δίπλα μου επέρασαν στο δρόμο με βιασύνη
ή φευγαλέα αντίκρισα στις σκάλες του μετρό
γυναίκες που είναι αδύνατο να τις χωρέσει η μνήμη
τόσο πολλές που νόημα δεν έχει να μετρώ.
Ντυμένες ωραιότητα, σεμνότη, ευαισθησία,
κι ένα μυστήριο που άθελα κάθε άγνωστο κρατεί
της νοσταλγίας μου χάρισαν τη θεία πεμπτουσία
κι αβρούς ανθούς στης φαντασιάς τον κάμπο τον πλατύ.
Μ' αυτές λοιπόν τις όμορφες γυναίκες παρομοιάζω
τα όσα μου ποιήματα δεν έχουνε γραφτεί
κι όπως για κείνες και γι αυτά σιωπηλά σπαράζω
(κι ας ειν' η παρομοίωση συνηθισμένη αυτή).
ΣΑΝ ΝΑ ΜΗΝ ΑΚΟΥΣΑ
Η τελετή έφτασε στο τέλος της
Οι ιερείς θυσίασαν τα σφάγια
Η μάγισσα μας έδειξε μες απ' το βέλο της
Όλα όσα γνώριζε τα μάγια.
Οι χορευτές χορέψανε του έρωτα
Τον άφταστο χορό το λιγωμένο
Και με κρασί εμέθυσε ανέρωτο
Το πλήθος που ήταν γύρω μαζεμένο.
Τώρα τα κόκκαλα ακόμα καίγονται
Στη στάχτη της φωτιάς την πυρωμένη
Κι όλοι-μαζί κι οι ιερείς-ορέγονται
Τη σάρκα σου να δουν την ξαναμμένη.
Έλα λοιπόν θεά που παραμόνευες
Την ώρα η τελετή να τελειώσει
Τη γύμνια σου που μόνη-έλα-εθώπευες
Ασ’ τηνε να μας δει-να μας θαμπώσει.
Έλα στο ηδονικό σου το φανέρωμα
Να ορθώσουν τα μονάχα μας τα φύλα
Έλα να σιδερέψει το ήπιο κέρωμα
Έλα τα δόντια σου να σκίσουνε τα μήλα.
Όλα τον ερχομό σου ετοιμάζανε
Τη θεία σου ποθούσαν παρουσία
Οι ιερείς τα ζώα που εσφάζανε
Σε σένα τα προσφέρανε θυσία.
Έλα θεά που μόνη μας απόμεινες
Ελπίδα κι ασχολία μας μονάχη
Θεά που τόσα χρόνια μας επρόδινες
Και μας εχώριζε η αμάχη.
Έλα και λάμψε στα σκοτάδια μας
Το αχνό σου φως για μας σαν ήλιος
Γίνε στην ύπαρξη την άδεια μας
Για τον κισσό ότι ειν' ο στύλος.
Θεά γλυκιά θα σε λατρέψουμε
θα ξεφαντώσουμε μαζί σου
Και με κανένα δε θα στέψουμε
"Οχι" την όποια απαίτησή σου.
Σβήνει η φωτιά. Τα πέπλα μέριασε
Που σε κρατούν, και φανερώσου.
Σβήνει η φωτιά. Έλα και ταίριασε
Με τα φτερά μας το φτερό σου.
Οι τελετάρχες ξεκρεμάσανε
Τα λαμπερά τους τα στολίδια
Ο,τι ωραίο ετοιμασάνε
Χωρίς εσέ πάει στα σκουπίδια.
Έλα κυρά και διπλατσάλωσε
Τη βαρετή την προσμονή μας
Έλα κυρά μου και δυνάμωσε
Την που αργοσβεί πνιχτή φωνή μας.
Στο αργοταξίδευτο καράβι μας
Έλα, και σβήσανε τα φώτα
Έλα και άδραξε τα πάθη μας
Και μέρεψέ τα όπως πρώτα.
Κι όπως το ρυάκι μες στο χείμαρρο
Πέφτει και χάνεται κι εκείνο
Έτσι κι εγώ θυσία στον ίμερο
Τον άδραστό σου θε να γίνω.
Η ώρα φεύγει. «Πάει-επέρασε-
Δε θάρθει» όλοι λεν και φεύγουν.
"Δε θάρθει", λένε, "πια εγέρασε"
τα εργαλεία τους μαζεύουν.
Μα τη χαρά την τελευταία μου
Εγώ μονάχη δε θ' αφήσω.
Κάθε φορά και πάντα νέα μου
Είναι όταν θα σε συναντήσω.
Θα κάτσω εδώ, μόνος, στις λάμπουσες
Τις στάχτες πάνω, μες στο σκότος
Γιατί το ξέρω πως μας άκουσες
Και θα ’μαι εγώ λάτρης σου πρώτος.
Κι όταν θα ρθείς συ μόνη υπάρχουσα
Μέσα στον κόσμο μου οπτασία
Θα ’ναι ποτέ σαν να μην άκουσα
Πριν τη γλυκιά σου μελωδία.
Η ΔΙΨΑ ΤΩΝ ΜΑΤΙΩΝ
Το χτες το σήμερα και το αύριο πόσο είναι ίδια! Πριν χρόνια κάμποσα η άγνοια τα ξεχώριζε.
Πιο ύστερα τα ξεχωρίζαν οι ανάγκες.
Όμως τώρα
το χτες το σήμερα και το αύριο πόσο ίδια είναι!
Σαν να 'ναι είδωλο το ένα του άλλου,
που μέσα σε πολύεδρο καθρέφτη ανακλάται.
Ίδιο το κελάδημα του πουλιού,
ίδιο το πουλί που κελαδεί, ίδιο το πρωί,
ίδιο το χορτάρι που δροσιά φορτωμένο
πάντοτε και τώρα το φως του ίδιου ήλιου επιστρέφει.
Ίδια όλα.
Κι αν κάτι θα φανεί σαν άλλο να 'ναι,
είναι απ’ τα μάτια που θολά
για κάτι νέο διψάνε.
ΕΒΡΑΙΟΙ! ΑΔΕΡΦΙΑ ΜΟΥ!
Εβραίοι αδέρφια μου!..
Χωρίς πατρίδα...
Άστεγοι κάτω από τον ουρανό…
Μόνοι στον κόσμο...
Και ποιος θα δέσει ης πληγές σας;
Και τόπος ποιος καλόγνωμος θα σας δεχτεί;
Ποια πέτρα πα' στη γη δε θα κυλήσει
κάτω από τα πόδια σας;
Ποιο σύγνεφο για σας
την καταιγίδα δε θα φέρνει στα φτερά του;
Σε τόπο ποιον το σπίτι σας θα θεμελιώστε;
Σε μπαλκόνι ποιο
το χελιδόνι θα φωλιάσει;
Και πώς-πώς αδερφοί μου
θα ονομάστε ένα βουνό από το σχήμα του;
Τα ρυάκια την πορεία τους αλλάζουν
όταν τα πλησιάζετε διψώντας.
Ο αγέρας γύρω γύρω σας ένα κενό αφήνει-
δεν σας ξέρει.
Και το ψωμί πικρό-πέστε-δεν είναι όπου να 'στε
αφού δεν ψήθηκε στο φούρνο του χωριού
σας;
Εβραίοι αδέρφια μου!
Βαθύ το χάσμα ανάμεσα καρδιάς και
χτύπου.
Τα βήματά σας δεν αφήνουνε στο χώμα
χνάρια.
Φρούδα τα δάκρυά σας πάνε-ποιο χώμα να τα πιει;
Και ξένα βλέμματα
θωρούν τα μάτια σας στης γης τους δρόμους.
Στου άπειρου το κρύο το ζοφώδες μόνοι.
Απ' το πρωί ως το βράδυ της ημέρας σας
και της ζωής σας μόνοι.
Για σας καμία καλημέρα.
Αμέτοχοι σ' όλα τριγύρω.
Μ' αισθήματα όχι μίσους (και για ποιον;)
Με υποκρισία όχι (να κερδίστε τι;)
Με πίστη όχι σ' εφήμερους θεούς.
Ω! Ανθρωποτρόφα μοναξιά!
Ω! Μοναξιά γεμάτη φως!
Ω! Μοναξιά πέρα απ' τον ουρανό ανυψώτρα!
Ο ήλιος σας φωτίζει όπως σκιές.
Όμοια η σελήνη απ' όπου κι αν τη βλέπετε.
Εβραίοι αδέρφια μου από παντού,
παντού ξενιτεμένοι!
Εβραίοι αδέρφια μου, τίποτα δικό μας...
Εβραίοι αδέρφια μου, όλα δικά μας...
Η ειρήνη ανθεί μέσα στο πνεύμα μας.
Οι ρίζες της στον πόλεμο των άλλων.
Σημαίες, άρματα, τραγούδια,
μικρών παιδιών για μας παιχνίδια πια.
Κι αφού η γη μας διώχνει ο ουρανός μας
μένει.
Κι αφού το κάτω δε μας θέλει, πάνω όλο
πάμε.
Κι αφού για τους ανθρώπους ξένοι,
για το θεό πολύ δικοί αλήθεια.
Γι αυτό και τον πλησιάσαμε (ή μην
Εκείνος είναι που κοντά μας ήρθε;)
Γι αυτό αδέρφια μου,
οι απ’ ολουνούς εμείς διωγμένοι,
τον δρόμο δείχνουμε.
(Λος Άντζελες 1990)
Η ΕΝΩΣΗ
Πιο χωρισμένοι οι άνθρωποι
Δεν ειν’ παρα στη ζήση.
Τι τσακωμοί αδιάκοποι!
Τι αβυσσαλέα μίση!
Και βλέπεις όλους να ’χουνε
Τη μοναξιά στη σκέψη
Και πάντοτε να ψάχνουνε
Καθείς τους να μισέψει
Και πια να ζει μονάχος του
Μακριά από δήθεν φίλους
Μακριά κι από τα πάθη του
Κι από έρωτες βεβήλους.
Και έρχεται η χάρη Σου
Κρατώντας μία κάσσα
Και το κυρτό δρεπάνι σου
Τους κόβει την ανάσα.
Κι έρχεσαι συ, ω! Θάνατε,
Το χέρι σου απλώνεις
Και όλους κι όλα, Αθάνατε ,
Αχώριστα ενώνεις.
ΚΡΥΟ
Χωρίς χιόνι να 'χει ρίξει,
όλα παγωμένα τα βρήκα γυρίζοντας
και στην ίδια στάση,
όπως όταν φεύγοντας τ' άφησα: τους δρόμους, .
τους ανθρώπους, τα κτίρια.
Ο μανάβης της γωνίας να μετράει
τις χαμένες εισπράξεις του
μ' ένα πεπόνι για κεφάλι
και με χέρια δυο μακριά σέλινα
και ο άντρας του ισογείου
γερμένος στο παράθυρο του
να μετράει τον Χρόνο
τον σταματημένο δίπλα
στο σκουριασμένο του αμάξι.
ΗΘΟΠΟΙΟΙ
Από τη μέσα τους θάλασσα μια παλίρροια απλώνεται
που τα γύρω υπερκαλύπτει.
Άλλες φωνές, άλλες αγάπες, άλλα
ψυχής σκιρτήματα κάθε φορά.
Χωρίς τα κοστούμια βέβαια και χωρίς τα σκηνικά
και τα φώτα, και με το ένα μέτρο πιο ψηλά
που η σκηνή τους ανεβάζει,
δεν θα μπορούσαν κανέναν να πείσουν
για την αλλαγή.
Ούτε να δημιουργούν στην ψυχή των θεατών
τις ψεύτικες έστω θύελλες,
το πικρό γέλιο,
τις οδυνηρές συνταυτίσεις.
Και ποτέ δεν θα ξυπνούσαν
τους άλλους, πολλούς μας εαυτούς,
που αλλιώς καιρό δεν έχουν
για να φανερωθούν.
ΕΦΗΜΕΡΗ ΣΤΙΓΜΗ
Τα πάντα στην τέχνη πρέπει ο ποιητής να θυσιάσει
αν θέλει να 'ναι ποιητής.
Σκλάβος της ποίησης να γίνει πρέπει,
και να υποφέρει,
και κάτω απ’ το άρμα της να λειώσει
με την ελπίδα απ' ό,τι γράψει να σωθούν πεντ' έξη στίχοι,
που, με τη σειρά τους,
την ψυχή θα σώσουν του ποιητή.
Γιατί δεν είναι ο ποιητής κέντρο του σύμπαντος.
Μία εφήμερη στιγμή είναι, που από μέσα της
το πνεύμα των προυπαρξάντων ποιητών περνά,
τρέχοντας προς το μέλλον
στον ποιητή που θα την συνεχίσει.
ΣΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ
Στο κορίτσι του περίπτερου της Σπάρτης
νου που έχει Αθηνάς και μάτια Αστάρτης
και που ως ούτε τ' όνομα του εγώ δεν ξέρω
δροσερό το λέω αγέρι μες στο θέρο.
Γλυκό, μικρό, αερένιο κοριτσάκι
πλησίασα ως το περίπτερο σου
και ρώτησα για κείνες κει τις κάρτες
της στάθμευσης, που 'βγαλε ο δήμαρχός σου.
Μου τα εξήγησες με προθυμία
κινώντας τ' όμορφο σου κεφαλάκι
και μέλι στάζοντας και όχι λέξεις
από το χάρη που έπνεε στοματάκι.
Τα βάσανα λογιάζω που τραβάνε
κυρίες κάποιες ή και δεσποινίδες,
για να 'χουν απ' του ηλιού που σε φωτίζει
μία ή δυο χρυσές μονάχα αχτίδες...
Μα ούτε που πετυχαίνουν τέτοια μάτια
κι ούτε ποτέ πού φκιάχνουν τέτοια φρύδια-
της ομορφιάς το δώμα δεν τ' ανοίγουν
μ' όσα κι αν αγοράσουν αντικλείδια.
Κι αν εμπορούσανε να ζωγραφίσουν
υποφερτό ένα στόμα ή κάτι άλλο,
ποτέ τους ίδια αυτές δε θα το φκιάσουν
καθώς σ' αυτό το ποίημα εγώ το ψάλλω.
Και πιότερο, αυτό, που μ' έξοδα όσα,
αλλού πάρεξ σε σε δε ζωγραφιέται.
Για το ζεστό μιλώ χαμόγελο σου
που απ' της ψυχής σου τον ανθό γεννιέται.
Τη χρήση των καρτών μου εξηγούσες.
Ακούραστα, σεμνά, καλωσυνάτα.
Κι εγώ κι άλλα να μάθω σου ρωτούσα...
Και συ μου 'λεγες όλο μαυρομάτα...
Τέτοια λεπτή κι απλή και ραφινάτη
που την εβρήκες φως μου ομιλία;
Τέτοιο ένα φέγγος στ' άυλο πρόσωπο σου
ποιος σου το δώρισε, οπτασία θεία;
Ποιος θεός με κύκνο ποιον σ' έχει γεννήσει;
Από Πετράρχη ποιου εβγήκες πέννα;
Ποιος Γκαίτε μία νέα Μαργαρίτα
έπλασε κι έφερέ σε μπρος σε μένα;
Κάκια εσύ δεν έχεις άγγελε μου
καθόλου μέσα σου κάπου βαλμένη,
γι αυτό η γλύκα και η καλωσύνη
απάνω σου βαθαίνει και βαθαίνει;
Έκφραση ενοχλημένη ούτε μία
στο προσωπάκι σου ποτέ δε δίνεις;
Και την περιέργεια όλων-όχι Θε μου!-
με πανδαισία τέτοια πάντα σβήνεις;
Ω! Που χρονών τόσων πολλών η πείρα
τέτοια ομορφιά δε μου 'δειξε ποτέ μου!
Ω! Σκοταδόματη Αμαδρυάδα!
Ω! Άγγελε! Άγγελε! Άγγελε! Άγγελε μου!..
Ω! Και να πέθαινα μες στο βελούδο
των ροδοπέταλων όπου το χρώμα
έχουνε των χειλιών σου και που ορίζουν
τ' άνθος που στις θνητές λέγεται στόμα!
Ω! Και να έσβηνα μέσα στη γλύκα
του ιμερογέννητού σου χαμογέλιου!
Ω! Να πλανιόμουνα σαν μια σκονίτσα
στου βλέμματος σου την τροχιά του τέλειου!
Ω! Και να γίνομουν ένας καθρέφτης
να λούζεις μέσα μου την ομορφιά σου!
Ω! Και να καίγομουν όλος μια μέρα
σαν αχεράκι μες στην πυρκαγιά σου!
(Σπάρτη 2003, περίπτερο απέναντι από την Εκκλησία)
ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟ
Και κάποτε τη λαμπερή μου όψη
στους καιρούς θα φανερώσω
σβήνοντας κάθε σκοτάδι και κάθε
σκιά που ως τότε με κρατούσε.
Και όσοι μ’ αγαπούσαν σκοτεινόν
θα πεισμώσουν με την αλλαγή μου.
Και εκείνοι που με ήθελαν φωτισμένον.
θα χαρούν στην καρδιά τους μέσα.
Στα όνειρα ό,τι ζούσα, το έχανα
ξυπνώντας. Έτσι και το σκοτάδι μου
θα χάσω και μες σε μια βαριά
θα νήχομαι γαλήνη μοναχός.
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ
Τα παιδιά πιο κοντά στην ενθύμηση είναι
της γαλήνης που, ανύπαρκτα, είχαν.
και να συνηθίσουν δεν μπορούν τ' αδιάφορα,
ή εχθρικά έμψυχα, που κορυβαντιούν.
Γι αυτό δυνατότερα το θάνατο ποθούν
που ριζικά από την αρρώστια της ζωής
θεραπεύει-που απ' όλες λυτρώνει
τις παγίδες της γης που τα κυκλώνουν.
Στενοχωριούνται, κλαίνε, γκρινιάζουν.
Πολλά δεν αντέχουν και γκρεμίζονται
από τα παράθυρα, ή, τη νύχτα, τρέχουνε
στο φεγγάρι, ή παν και πνίγονται, ή άλλα,
από τύχη τους καλή άθελα πεθαίνουν-θα πει
η φύση με την ευτυχία τους συμμαχεί.
ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ
Ψηλά, στην πρόσοψη,
«ΑΜΕΡΙΚΗ-ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ»
διαβάζεις.
Έξω, στην είσοδο μπροστά, ουρά ο κόσμος.
Την ευτυχία τους κρατώντας όλοι παραμάσκαλα.
Μπαίνουν με τη σειρά στο κτίριο το λαμπρό
Και βγαίνουνε σε λίγο από την έξοδο με άδεια χέρια, καθισμένοι σ’ ένα μέσα ηλεκτροκίνητο
όχημα κομψοφανές.
Πάνω στ’ όχημα διακρίνεις
Μια τηλεόραση, ένα ψυγείο, ένα πλυντήριο πιάτων
Κι από κάτω τους κι άλλα πράγματα
Κρυφογελώντας.
"ΑΜΕΡΙΚΗ-ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ"
Πανίσχυρη επιχείρηση.
Και υποκαταστήματα παντού.
ΜΗΧΑΝΕΣ
Μηχανές παλεύουμε με ζήλο να φτιάξουμε -και φτιάχνουμε-
που μ' αυτές από μακριά
ένας τον άλλονε ακούμε.
Κι όποιος μας βλέπει έτσι αεικίνητους, ζωντανούς, απ' αυτό, πολύ μας λέει.
Και ακούραστα δουλεύουμε και φτιάχνουμε οθόνες,
για να βλεπόμαστε από μακριά άνθρωπος
μ' άνθρωπο.
Κι ενώ για τη ζωντάνια μας χαιρόμαστε
και τραγουδάκια ταιριαστά με τη δουλειά μας λέμε,
την ίδια ώρα κάποια ορχήστρα μέσα μας, νεκρώσιμα εμβατήρια όλο εκτελεί,
σαν να είμαστε νεκροί,
και σαν βρυκολακιασμένοι
στον τάφο μας μέσα να περπατάμε.
ΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ
Το αυτοκίνητο! Τι ήσυχο!
Πώς όμορφα όμορφα κι αμίλητα
τις αναθυμιάσεις της βενζίνης του αναπνέει!
Στο άχαρο πεζοδρόμιο καλαισθησία η γραμμή του χαρίζει.
Το χρώμα του με τις χρυσές ανταύγειες
της διπλανής βιτρίνας δένει.
Ακίνδυνο, φιλικό, ένα δαχτυλίδι
στης γειτονιάς το ανήσυχο χέρι είναι.
Μα να! Σε λίγο ένας άνθρωπος
Την πόρτα του ανοίγει και μπαίνει.
Και το αυτοκίνητο μουγκρίζει,
και τρέχει, και ξεφυσά, και ιδρώνει.
Κι εχθρός και θάνατος γίνεται.
ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ
Πώς ο πατέρας προσέχει το παιδί του!
Πάντα κοντά του βρίσκεται, μη κάποιος το πειράξει.
Αν κλάψει η ψυχή του κλαίει μαζί.
Αν καμιά νότα θλίψης δει στη συμφωνία μέσα των ματιών του
θλίβεται αυτός περσότερο απ' τη θλίψη.
Και σ' όλα του πατέρα τα φερσίματα
μιαν αγωνία βλέπεις κι ένα άγχος
μια ενοχή που θέλουν να σκεπάσουν-
την ενοχή για το αμάρτημα της ζήσης του το πιο μεγάλο-
την ενοχή και την ανώφελη μετάνοια
που παιδί έχει γεννήσει.
ΟΙ ΚΟΣΜΟΚΡΑΤΟΡΕΣ
Καίνε και βασανίζουν και σκοτώνουνε
και αφανίζουνε φυλές ολόκληρες.
Μετά πληθαίνουν την παραγωγή των όπλων τους,
και για να τα ξοδέψουν
κάνουν με τους γειτόνους πόλεμο
και αφανίζουνε κι αυτούς με την ορμή
που η νέα τους η δύναμη τους δίνει.
Κι αφού όλους ξεπαστρέψουν τους γειτόνους,
απλώνουνε πανιά για άλλους λαούς
Και τώρα τάχα δεν πηγαίνουν
σαν ωμοί κατακτητές-τώρα «ελευθερία»,
«δημοκρατία» τη βία τους βαφτίζουν.
ΤΑ ΑΠΟΤΡΟΠΑΙΑ
Μόνος πάλι.
Φωνή γύρω καμία. Ο Χρόνος
στα τέσσερα διπλωμένος
στη μέσα τσέπη του σακακιού του.
Τίποτα.
Ούτε καταφυγή πραγμάτων.
Ούτε υποκρισία ανθρώπων.
Ούτε φαντάσματα ζώντων.
Ούτε ψιθυρίσματα ερωτικά.
Τίποτα.
Όπως κάποτε.
Τότε
πριν Η βελονιά τον κεντρίσει
αναγκάζοντάς τον
όλα εκείνα
τα αποτρόπαια
ν’ απλώσει στα μάτια του μπροστά.
ΟΙ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ
Πώς τρέχουν οι εβδομάδες σαν νερό
Που πάνω απ’ το κεφάλι μου κυλάει!
Και πώς να σταματήσω δεν μπορώ
Το τάχος τους που σαϊτα ίδια πάει!
Κι όποια περνάει δε θα ξαναρθεί-
Τέρας που τρώει το ίδιο το κορμί του...
Κι όποια περνάει δε θα ξαναρθεί-
Και πάω στο χαμό κι εγώ μαζί του...
ΑΛΙΟΣΑ
Ξέρω ένα παιδάκι που το λεν Αλιόσα
Για να του μιλήσω δίνω όσα κι όσα
Μα η μαμά του όλο μακριά το πάει
Κι από μένα πέρα όλο το κρατάει.
Και εκείνο εμένα όλο πλησιάζει
και με χαιρετάει κι όλο με κοιτάζει
αλλά η μαμά του σαν πουλάκι η κλώσα
πάντα του φωνάζει «έλα δω Αλιόσα».
Θέλω εκεί να πάω και να της ειπώ
Πόσο και Ρωσία και ρώσους αγαπώ,
η Ρωσία πως είναι η ψυχή του κόσμου
κι ίδια μετ’ εκείνη που πλαντάει εντός μου.
Να της πω για Στάλιν, να της πω για Λένιν.
Να της πω για το στερνό αίμα του Εσένιν.
Τον «Αλιόσα» να της πω του Τολστόι «-τσουκάλι»
Που σαν άγιος πέρασε της ζωής τη ζάλη.
Τον Αλιόσα να της πω που ο Πογκορέλσκι
Να του αρέσει έκανε τόσο το κοτέτσι.
Και για τον Καραμαζώφ τον γλυκύ Αλιόσα
Που σε τόσους συγγραφείς έχει δώσει τόσα.
Αλλά τώρα η μάνα του όλο το τραβάει
Κι από μένα μακριά πάντοτε κρατάει
Το μικρό ξανθό παιδί-το μικρό αγοράκι
Που ως από μακριά φανεί λάμπει το βραδάκι.
Ειν’ ένα μικρό παιδί καταδεχτικό
Όμορφο, γλυκούλικο, έξυπνο, ζωηρό.
Λες η γης δεν το γυρνά αλλ’ αυτό εκείνη
Ενώ λάμπουνε ψηλά των αστέρων σμήνη.
Και σαν ρώσος περπατεί και πατά γερά
Κι άλλοτε, σαν τρεχαλεί, έχει λες φτερά.
Και την ευτυχία λες των θνητών χαλκεύει
Κάτω από των δύστυχων Δυτικών τη χλεύη.
Να ’σφιγγα θα ήθελα μια φορά το χέρι
Ενού ρώσου μάλιστα που τον λεν Αλιόσα
Και να νοιώσω αχώριστο που έχω γίνει ταίρι
Μ’ όσα οι άνθρωποι όπου γης-όχι!-δεν μου δώσαν!
ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ ΘΝΗΤΟΙ,
Γριππιασμένοι, τραυματισμένοι,
χρόνιοι αναπνευστικοί, διαβητικοί,
άνθρωποι παίζοντας τη ζωή τους σε κάθε αναπνοή,
να τι βλέπει κανείς στο ιατρείο
των επειγόντων περιστατικών,της γειτονιάς.
Δυστυχισμένοι θνητοί,
σκουπίδια των σκουπιδιών του πατώματος της γης,
ροκανίδια της μηχανής του τροχού ήλιου,
πόσο ο πόνος σας αστείος είναι!
Και πιο αστεία η ανάρρωσή σας,
όταν υψώνετε τα χέρια σαν φτερά,
και κινήσεις κάνετε πετάγματος στο κενό σας μέσα.
ΑΠΕΝΟΧΟΠΟΙΗΣΗ
Δίχως τη μνήμη δεν μαθαίνει κάποιος
τα ηρωικά των προγόνων κατορθώματα,
τις φιλοσοφικές θεωρίες, τις τέχνες,
την καταγωγή της μηλολόνθης.
Δίχως τη μνήμη δεν θα ξέραμε
ότι κάποιοι πριν από μας
τις ίδιες βλακείες έκαναν και είπαν.
Και δεν θα μετρούσαμε
την ανθρώπινη κακομοιριά με χιλιετίες.
Αν η μνήμη ατροφούσε, η ελπίδα τότε θα γεννιόταν
τα μιαρά όντα καθαρόψυχα να γίνουν,
και απενοχοποιημένα να υπάρχουν
καθώς τα πετροχελίδονα, οι χείμαρροι,
τα τετράχορδα και οι αλεπούδες.
ΟΙ ΚΑΛΟΙ ΠΕΘΑΜΕΝΟΙ
Οι πεθαμένοι τι καλοί που είναι!
Κανέναν δεν πειράζουνε,
δεν εμποδίζουν να χαρεί,
δεν εμποδίζουνε να ζήσει.
Κάθονται αναπαυμένοι στην ανυπαρξία τους
με λίγα κόκκαλα που και που απ' αυτούς να μένουν,
που βραβεία σε νεαρούς φυσιοδίφες φέρνουν.
Οι πεθαμένοι τι καλοί που είναι!
Όσο οξυγόνο παίρναν,
Μαζεμένο τώρα το χάρισαν σε μας.
Ούτε απειλούν, ούτε φθονούν, ούτε έρωτα γυρεύουν.
Και σε τίποτα όχι δεν μας λένε.
Οι πεθαμένοι-τι καλοί που είναι!
Ο ΑΝΤΙΛΑΛΟΣ
( Στην κόρη της Βάσως Κάθυ, με αγάπη.
Λος Άνζτελες 1992)
Να ’ξερα-που’ναι οι ψυχές-
να πάω να τις ρωτήσω
και να τους πω: "Γιατί ψυχές
μπαίνετε μες στο σώμα;
Ποιο χέρι στην αιώνια σας
την ύπαρξη απλώνει
και στο θνητό έτσι κορμί
σας φυλακάει τ’ ανθρώπου;
Και σεις γιατί την πρώτη σας
ουσία δεν ξεχνάτε
κι ακίνητες κι αμίλητες
δε στέκετε εκεί μέσα
μόνο τα βελουδόπλαστα
φτεράκια αργοχτυπάτε-
και κάθε χτύπος ευλογιά,
μάλαμα και ’φροσύνη-
μόνο το διαμαντένιο σας
το φως γλυκοσκορπάτε-
και κάθε αχτίδα του χαρά
και λάμψη κι ομορφάδα;"
Ύστερα να κατέβαινα
ήθελα από τα ύψη
των καθαρών τους των κορφών
και μέσα να βυθίσω
στού νου τις πετροκάμωτες
και σκοτεινές χαράδρες
και με φωνή που ο άδικος
ο πόνος την τρανεύει
να του φωνάξω: "Πες μυαλό
κι συ με τη σειρά σου,
ποιος μες στο άδειο το καυκί
σε όρισε του ανθρώπου,
να τρως από την τέρψη του
να πίνεις τη χαρά του,
κάθε του γλυκοθάμπωμα
να πικροχρωματίζεις,
κι ό,τι η ψυχή γεννάει καλό
και απαλό κι ωραίο
με τα γαμψά να το ξεσκείς
και μυτερά σου νύχιά-
ποιος στο σερνόμενο έδωσε
το φίδι, εξουσία
να ’χει στο λεύτερον αητό
πάνω, τον υψικράτη;"
Κι ανήμπορος τα δύο τους
ν’ ακούσω τι μου λένε,
απάνω απ’ τ’ αγεφύρωτα
κρεμάμενος τα χάη,
και πριν να πέσω να χαθώ,
και πριν ξαναγυρίσω
απ’ το μηδέν που βρίσκομαι
στο τίποτα από όπου ’ρθα,
φριχτή να βγάλω μια κραυγή
κι οι Κόσμοι να τρεμίσουν
στριγγιά φωνή που ν’ ακουστεί
στα μάκρη των Συμπάντων:
"Ποιος σαδιστής δημιουργός
έπλασε τέτοια αμάχη
και μέσα την εφύτεψε
στ’ ανθρώπινο κουφάρι;
Ποιου πλαστουργού ανίερου
η διεστραμμένη σμίλη
έχει ένα τέτοιο σύμπλεγμα
πανάθλιο σμιλέψει
και το ζωντάνεψε και μες
στ’ ανθρώπινα τ’ αλώνια
το ’ζεψε, κι ασταμάτητα
γυρίζοντας εκείνο
ποδοπατάει αλύπητα
την ευτυχία τ’ Ανθρώπου
χωρίς αυτή όχι καρπό,
μα ούτ’ ανθί να δώσει:
Ποιος; Ας φανερωθεί λοιπόν
ώστε προτού να σβήσω
πάνω στο σιχαμένο του
το πρόσωπο να φτύσω."
Μα ούτε τότε απόκριση
θα έπαιρνα καμμία.
Μόνο θ’ ακούγονταν βραχνός
μέσα στην ερημία
ο αντίλαλος απ’ τις τρανές
φωνές μου που θα ’ρχόνταν
από μακριά κι από βαθιά
κάπου, σαν όπως φτάνει
στ’ αυτιά μας το υπόκωφο
βόγγημα της γυναίκας
όταν αυτή κάτω από μας-
μπροστά μας σπαρταράει.
ΣΥΝΗΘΩΣ Τ' ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΑ
Κάποιες φορές, συνήθως τ' απογεύματα
Εκείνος ξάπλωνε μπρούμυτα στο κρεβάτι
Βάζοντας τον αριστερό του πήχη σαν σπαθί
Κάτ' απ' το μέτωπο, πάνω στο μαξιλάρι.
Εκείνη καβαλλίκευε στα οπίσθια του σαν γοργόνα
Και με τις παλάμες της χτυπούσε σιγανά
Τις πλάτες του τις άσπρες και ισχνές
Ενώ αυτός αγάλλονταν κι ακινητούσε.
Σκηνές από αυτές που στήνονται μονάχα
Ανάμεσα σ' ένα ετερόφυλο αταίριαστο ζευγάρι
Ναρκωμένο απ' τη συνήθεια.
Και συνεχίζονταν οι χτύποι ρυθμικά
Κι ο ήχος τους εξάφνιζε τον ήλιο
Κι η ηχώ τους παρεμπόδιζε τον ύπνο των λεόντων
Και το ζευγάρωμα των χταποδιών
Κι οι πλάτες κοκκινίζανε και καίγαν
Και κείνος εγουργούριζε κι αναπαυόταν.
Τέτοιες λοιπόν στιγμές συνέβαινε καμιά φορά
Να σταματήσει να χτυπά εκείνη.
Αυτός
ξένοιαστος και γελώντας
Της έλεγε χωρίς να βλέπει
"Γιατί σταμάτησες; Συνέχισε λοιπόν…"
Όμως αυτή δεν ήταν πια εκεί.
Με μετέωρα τα χέρια και με βλέμμα άδειο
Μέσα σε πέλαγα χανόταν ζοφερά.
Ή στην αυλή της έπαιζε την παιδική
Πεντόβολα και γάμους και βαφτίσια
Κι η κούκλα ζάρωνε το μούτρο της και θύμωνε
Γιατί δεν ήθελε εκείνα τα κουκλίστικα σκουτιά
μα αληθινό γάμου φουστάνι
Κι εκείνη την καλόπιανε και την καλόπιανε..
Άλλες πάλι φορές
Σε μιας εστέκονταν τον δίσκο ζυγαριάς
Κι ο δίσκος εκατέβαινε και εκατέβαινε
Κι αυτή μαζί του επήγαινε και γνώριζε
Όλα τα βάθη κι όλους τους πυθμένες
Και τους στροβίλους που ως τότε
Το ήπιο σβήσιμό τους γνώριζε,
κι εκείνο από διηγήσεις κι από μύθους μόνο.
Εκείνος τότε σκέφτονταν "κουράστηκε…"
Σηκώνονταν και τράβαγε στο καφενείο.
Οσο για κείνην μέχρι τ' άλλο το πρωΐ ήταν έτσι.