Όταν είμαι άρρωστος είμαι ευτυχισμένος.
Οι λόγοι γι αυτό είναι δύο. Πρώτος ότι δεν φοβάμαι να αρρωστήσω. Γιατί ήδη είμαι άρρωστος. Και ο δεύτερος λόγος είναι ότι δεν φοβάμαι να πεθάνω. Επειδή από τη μια,άρρωατος άνθρωπος είμαι,συνηθισμένο είναι να πεθαίνουν οι άρρωστοι,και όχι οι γεροί άνθρωποι. Άραγε βρίσκομαι δίκαια μέσα στις πιθανότητες θανάτου,αι αυτός γίνεται έτσι πιο οικείος. Από την άλλη πάλι,ο θάνατος θα με γλιτώσει από ό,τι υποφέρω από την αρρώστια.
Ακόμα η αρρώστια που σε καθηλώνει στο κρεββάτι ή σε κλείνει απλά στο σπίτι,σε κάνει ανεύθυνο πρόσωπο. Παύεις να έχεις την ευθύνη που απορρέει από το επάγγελμα που κάνεις. Ακόμα και οι ευθύνες για ό,τι έχεις κάνει μέχρι τότε,σταματάνε να σου επιμερίζωνται μέχρι που να αναρρώσεις. Κι αν μάλιστα είσαι τυχερός και πεθάνεις,αντίο για πάντα ευθύνες.
Και τι να πω για τα κανακέματα που απολαμβάνεις από τους οικείους,αν υπάρχουν τέτοιοι,ή από τις εκφράσεις συμπάθειας από τους ευκαιριακούς συζητητές σου-τη σπιτονοικοκυρά,τον μπακάλη ή τον μανάβη αν μπορείς να πηγαίνεις μέχρι αυτούς... Γίνεσαι κάτι,γίνεσαι κάποιος. Η συμπεριφορά όλων αυτών είναι συγκινητική. Το ενδιαφέρον που μέχρι την ώρα της αρρώστιας κανείς δεν σου είχε δείξει,τώρα το έχεις όλο δικό σου. Και δεν μετράει ότι το ενδιαφέρον που σου δείχνουν όλοι αυτοί είναι ο πόνος για την πιθανότητα να ήσαν αυτοί στη δική σου κατάσταση-κάποιος μηχανισμός διαγράφει από τη σκέψη σου την τέτοια θεώρηση του ενδιαφέροντός τους, και σου το δίνει όλο για σένα. Να λοιπόν ό,τι πάντοτε γύρευες και δεν σου το έδινε. Άρκεσε ένας ιός,ένα μικρόβιο,ένας τραυματισμός,για να ενδιαφερθούν τόσοι για σένα.