Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2019

ΟΙ ΓΛΑΣΤΡΕΣ ΜΕΣΑ
(Όταν η κυρία Ρωρερκάρ πήρε από την είσοδο της πολυκατοικίας μας τις γλάστρες της και τις έβαλε μέσα στο σπίτι της)

Χωρίς τα λούλουδα, χωρίς τις γλάστρες-
αγόρια αυτά και κείνες ξελογιάστρες-
πώς θα περάσουν δίχως τους οι μήνες;
πώς οι βραδιές οι άθλιες μας εκείνες;

Γέμιζε ο τόπος. Άδειος μένει τώρα.
Τα πρασινούλια τους που 'ναι τα δώρα;
Γέμιζε την ψυχή μας η ομορφιά τους.
Άδειες κι αυτές-άδειοι και μεις κοντά τους.

Όχι! Καθόλου δεν παραπονιέμαι
και για παραπονιάρης ας περνιέμαι.
Όχι! Υποχρέωση καμιά δεν είχε!
Άλλαξε ύφος ζήτουλά μου στίχε!

Διόλου παράπονο! Μόνο ένα κλάμα
καθώς σαν κάτι χάσουμε που αντάμα
μ’ αυτό εζούσαμε. Ναι. Λίγα δάκρυα
στης καθημερινότητας την άκρια.

Λείψαν τα ποιήματα; Στο διά 'λο ας πάνε.
Άψυχες μουτζαλιές για με μετράνε.
Μα τα λουλούδια!.. Τ’ άνθια!.. Η δροσιά μας!,
Οι φίλοι!.. Η παρέα!.. Η χαρά μας!..

…Μα τι; μήπως κι η Ανοιξη ειν' για πάντα;
Ή πάντα στων παιδιών τον ώμο η τσάντα;
Όλα μια φεύγουνε μια ξαναρχόνται
και γέλιο-δάκρυ αλληλοξεπερνιώνται...

Μόνο παρακαλώ κυρία Σούλα
να τα προσέχετε τα καημενούλια
ώστε να τα 'χουμε του χρόνου πάλι.
Και λίγο που θα λείψουνε-χαλάλι.