Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2018

TO ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ

Αχ! Πόσο αυτό το ήθελα το ωραίο δαχτυλίδι!
Ένα κενό που γέμιζε τα μέσα μου γεμίζει
και όπως στον παράμεσο τυλίγεται σαν φίδι
η σιγουριά που μου γεννά το νου μου τον ζαλίζει.

Έχω κι εγώ επάνω μου ένα πράγμα που να λάμπει
κάτι που δίχως να 'ξερα το είχα ανάγκη τόσο
κάτι που μες στη ζήση μου αδιάσπαστα θε να 'μπει-
κάτι που άφοβα μπορώ δικό μου να το νιώσω.

Κι αντί να με κοιτάζουνε σαν άλλον ένα αλήτη,
τώρα θα λεν της γειτονιάς οι νέοι οι ταλαντούχοι
όταν προβάλω απ΄τη γωνιά γυρίζοντας στο σπίτι:
«μάγκες, ο τύπος έρχεται το δαχτυλίδι που ’χει»

Κάτι ζεστό το χέρι. μου αγγίζει επιτέλους.
Κάτι κοντά μου είναι πολύ-με συντροφεύει κάτι
και μοιάζει αυτή μου η αίσθηση ναναι η αρχή του τέλους
των συφορών που ολοζωής μου σκότιζαν το μάτι.

Με το λευκό του δέρματος ταιριάζει ανυπερθέτως
και με το σχήμα του χεριού αδιασπάστως δένει.
Ω! Φίλοι! Μες στη ζήση μου κάτι θ' αλλάξει εφέτος-
κάτι θαρθεί αγαπητό-χαρά με περιμένει...

Τώρα η γυμνότης των χεριών δεν ενοχλεί-ωρισμένως
κάτι έπρεπε οπωσδήποτε σ' αυτή τη θέση να 'ναι-
πάντα μού ήταν άφιλα κι εγώ τους ήμουν ξένος'
τώρα η φιλιά κι η γνωριμιά τους δύο μάς μεθάνε.

Ω! Τα χρυσά-τα μαγικά-τα λάγνα δαχτυλίδια
πώς τη χαρά την άπιαστη χειροπιαστή μας δίνουν...
Ω! τα χρυσά-τ'αστραφτερά-τα λαμπερά στολίδια
ως και τα ράκη της ψυχής μπορούνε να ομορφήνουν.