Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2018

ΣΑΝ ΑΨΥΧΟ

Στο πάρκο της Lanarc το σιωπηλό
με άδεια την ψυχή και το μυαλό
σαν άψυχο ρομπότ περιπολώ
και σένανε Scheraκi αναπολώ.

Μες στ' άτια μου το άτι σου αγγαρεύω,
το ντύνω, το στολίζω, το θωπεύω,
και πάνω του ωραία αφού ανέβω
στου πάρκου την ερμιά 'σένα γυρεύω.

Αργόσυρτο το βήμα μου κυλώ
και μόνος μου ως σιγά παραμιλώ
φυσάει το αγεράκι το απαλό
τον άσκοπα ορθωμένο μου φαλλό.

Οι homeless μου λεν πως αλητεύω'
αντίρρηση δεν έχω-τους πιστεύω'
και δε λυπάμαι, βράδυ, όταν κονεύω
παρά το αλογάκι που παιδεύω.