ΑΤΣΑΛΙΝΟΣ ΓΙΓΑΣ ΚΑΙ ΠΟΥΛΑΚΙ
Χαϊδεψε ο γίγας τ’ ατσαλιού τ’ ατσάλινά του γένια,
στα δυο του πόδια τα χοντρά ωρθώθη τ’ ατσαλένια,
τ’ όπλο του το γιγάντινο στα χέρια του αρπάζει
κι ενός νιοπέταχτου πουλιού τα δυο φτεράκια σπάζει.
Κι ως το ’δε ο γίγας του ατσαλιού να σπαρταράει μπροστά του
επόνεσε η απόνετη ατσάλινη καρδιά του
κι έκλαιγε πάνω απ’ του πουλιού το πληγωμένο σώμα
με δάκρυα από σίδερο που βρόνταγαν στο χώμα.