ΟΙ ΓΛΑΣΤΡΕΣ
(Η Ρωρερκάρ, έβαζε μέσα τον χειμώνα τις γλάστρες της, που το καλοκαίρι τις είχε αραδιάσει στον κοινόχρηστο χώρο-στην είσοδο της πολυκατοικίας.)
Χωρίς τα λούλουδα, χωρίς τις γλάστρες-
αγόρια αυτά και κείνες ξελογιάστρες-
πώς θα περάσουν δίχως τους οι μήνες;
πώς οι βραδιές οι άθλιες μας εκείνες;
Γέμιζε ο τόπος. Άδειος μοιάζει τώρα.
Τα πρασινούλια τους που 'ναι τα δώρα;
Γέμιζε την ψυχή μας η ομορφιά τους.
Άδειες κι αυτές-άδειοι και μεις κοντά τους.
Όχι! Καθόλου δεν παραπονιέμαι
και για παραπονιάρης ας περνιέμαι.
Όχι! Υποχρέωση κανείς δεν είχε!
Άλλαξε ύφος ζήτουλά μου στίχε!
Διόλου παράπονο! Μόνο ένα κλάμα
καθώς σαν κάτι χάσουμε που αντάμα
μ’ αυτό εζούσαμε. Ναι. Λίγα δάκρυα
στης καθημερινότητας την άκρια.