ΑΓΝΩΣΤΟ ΤΙ
Στον κήπο της ψυχής μου απόψε μπήκε κάτι
δίχως να κάνει θόρυβο κανένα.
Τα ρόδα μόνο, μόλις το αιστάνθηκαν,
και ρίγησαν μες στου βραδιού τη γλύκα.
Ούτε κι εγώ ακόμα, που μακριά 'μαι
από την τύρβη την καθημερνή
δεν το 'χα αιστανθεί κι ήρεμος ήμουν,
και γαλήνιος και πράος, όσο δεν άκουγα
παρά του ανέμου τη θερμή πνοή
να πλέκει με τους χτύπους της καρδιάς μου.
Και συνταράζει με βαθιά πολύ
το κάτι αυτό
αφόντaς το ’χω νιώσει.