ΜΕΣΙΝΌ
Αφήνοντας κάτω την όσιαν Εφύρα
μαρτιάτικο Δείλι το Δρόμον επήρα-
με τ’ Όνειρο ως μες στις Πηγές του νεκρό-
για Κάτι να ζω που αξίζει, να βρω.
Κι εις μία του μαύρου του Δρόμου Στροφή
το Άνω ιδού μπρος μου!- ιδού η Κορυφή!
Γραφή μια το μάτι φωτάει το κενό:
«Στον τόπο είσαι φίλε που λεν Μεσινό!
Σταμάτα! Πια γι άλλο δεν έχεις να ψάχνεις-
του Βελλεροφόντη τη Μοίρα θες νάχεις;»
Κι ο πράσινος Κάμπος απλώνονταν κάτου
σφιχταγκαλιαστά τα χρυσά τα Νερά του.
Σταμάτησα. Κι έστω, μον’ λίγο ας ελπίζω,
για Μέθη οργώντας, τον Τρύγο αρχίζω...
Και βλέπω: Χωριό, μα που Ήλιος μετράει
και Πνεύμα και Φως και Ιδέες σκορπάει.
Και να! Ο Καφφετζής του υμνεί Καζαντζάκη!
Και Ρίτσο απαγγέλλει! και λέει Πρεβελάκη!
Κι ο Πρόεδρος να! του εντόπιου Συλλόγου
Μαικήνας και Μύστης του Νου και του Λόγου!
Και να! Ημερίδες και Ποίησης πρωτιές!
Το Θέατρο νάτο! Και να! οι Γιορτές!
Και Άνθρωποι να! με καθάριο Μυαλό!
Και να το Βαθύ, το Αγνό, το Υψηλό!
Μικρό Μεσινό που ως Ψέμα φαντάζεις,
σ’ Αλήθεια του Βίου την Ψευτιά πώς αλλάζεις!
Μικρό Μεσινό πώς έτσι όλα μαγεύεις!
Πώς Όνειρα Εσύ πεθαμένα ανασταίνεις!
Της Ύπαρξης πώς το Μεγάλο Κενό
Με Αξίες γεμίζεις μικρό Μεσινό!
6-4-08