ΣΤΗΝ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΜΟΥ ΓΑΤΑ ΠΟΥ ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΥΠΝΟ ΔΙΧΩΣ ΟΝΕΙΡΑ
(Όταν πέθανε η γάτα του Μπούλη)
(Μετά από τριάντα τέσσερα χρόνια κοιτάζοντας αυτούς τους στίχους, δεν μου μοιάζουν να το έγραψα για τη γάτα…)
Μπορεί πριν έρθω σπίτι σου
Για ώρες να γλυφόσουν-
Γιά ώρες στον καθρέφτη σου
Μπροστά να εστεκόσουν
Της ομορφιάς βασίλισσα
Να μοιάζεις μου σα θάρθω
που καμαρώνει πέρφανη
Στης νίκης της το βάθρο.
Και λες μαζί μου φεύγοντας
Κάθε χαρά να πήρα
Μπορεί όταν ξεμάκραινα
Να στεκόσουν στη θύρα
Και με ματιά περίλυπη
Το δρόμο να κοιτούσες-
Ποιός ξέρει.. εσύ τουλάχιστο
Μπορεί να μ’ αγαπούσες.
Μπορεί μέσα στο άφωτο
Της ζήσης πανδοχείο
Για μένα μόνο νάφεγγαν
Τα μάτια σου τα δύο.
Και βέβαια ό,τι ένιωθες
Να πεις δεν είχες τρόπο
Αφού άγνωστη σου ήτανε
Η γλώσσα των ανθρώπων.
Μπορεί μέσα στου κήπου σου
Μία μικρούλα άκρη
Για με νάφηνες νάτρεχε
Κάποιο καυτό σου δάκρυ.
Στα μονοπάτια του Ερωτα
Τα κρυφοπατημένα
Μπορεί να επερπάταγες
Με σύντροφον εμένα.
Μπορεί όταν εχάθηκες
Για ολόκληρες τρεις μέρες
Κακόπαθη γυρίζοντας
Σε βάτους και σε ξέρες
Κι ασπρίζοντας το τρίχωμα
Της γούνας σου της μαύρης-
Μπορεί όταν εχάθηκες
Εμέ να ζηταες νάβρεις..
Ίσως του νου φαντάσματα
Να ειν' αυτά που γράφω
Και ίσως στον γατίσιο σου
Σύ να γελάς τον τάφο.
Μα ως για μένα, έπρεπε
Ετσι να σαγαπήσω
Βαθιά (κι ας ήταν κι άπελπα)-
Γιατί έπρεπε να ζήσω.
-----