Αν δε νιαζόμουν για τη βιβλιοθήκη, αποδεχόμενος την τεταρτοκοσμική της κατάσταση της πολης σαν φυσιολογική,αν εξυμνούσα τον ηλίθιο δήμαρχο και τους φασίστες συνεργάτες του,αν έγλυφα τους κλέφτες και δολοφόνους βουλευτές του νομού και τους παρατρεχάμενους μπράβους τους, αν,αντί να τους καταγγείλω,καλόπιανα και δικαιολογούσα την κλίκα του ΙΚΑ που ανακάλεσε τον διορισμό μου,αν δεν αποκάλυπτα τον συναινετικό με το βρωμερό κράτος χαρακτήρα του ομοτράπεζού του «συνήγορου» του πολίτη,αν δεχομουν να αποκαλώ ποιητές τους σαλτιμπάγκους της ποίησης, αν τα γραφτά μου ήσαν χάδι και όχι μαστίγιο για κάθε αντιλαϊκή πράξη και αντίληψη της κάθε μορφής εξουσίας,τότε θα ήμουνα ένας μωρός ή ένα φοβισμένο και ανελεύθερο ον. Και θα ζούσα με τιμές και δοξες που θα μου απόδιναν οι άτιμοι και οι ανάξιοι.
Προτιμώ όμως να αξίζω τιμές που δεν μου αποδίδονται, παρά να μου αποδίδονται τιμές από ανάξιους.