Πέμπτη 10 Αυγούστου 2023

ΣΤΟΥΣ ΑΔΕΡΦΟΥΣ ΜΟΥ   ΤΟΥ 1,000.000 μ.Χ.

Αδέρφια μου του 1.000.000 μετά Χριστόν, ξέρετε το κάθε τι για μένα.
Γι αυτό γράφω αυτό το γράμμα που απευθύνεται σε σας, όχι για σας, αλλά επειδή εγώ έχω ανάγκη να το γράψω.
Εζησα πριν από 999.998 χρόνια.Τότε οι άνθρωποι είχαμε ακόμα ονόματα, για να μπορεί να μας βρίσκει εύκολα η Αστυνομία.
Εσείς πετάτε σαν πνεύματα και βρισκόσαστε όπου θέλετε στη στιγμή. Εμείς είμαστε αναγκασμένοι να σέρνουμε το βήμα μας στην προσπάθεια μας να υπερνικήσουμε τη βαρύτητα της γης κάθε φορά του θέλουμε να μετακινηθούμε.
Εσείς μπορείτε να πάρετε όποια μορφή θέλετε. Εμείς μόνο σάρκινο σώμα μπορούμε νάχουμε.
Μπορείτε όλα να τα βλέπετε χωρίς μάτια και να τά ακούτε χωρίς αυτιά. Εμείς βλέπουμε ως λίγα μίλια μόνο, κι ακούμε ό,τι έρχεται από χίλια μέτρα μακριά το περισσότερο.
Με βλέπετε τώρα που σας γράφω. Τόσο το καλύτερο. Νιώθω τη συντροφιά σας. Αισθάνομαι ακόμα να οδηγείτε το χέρι μου καθώς κινείται πάνω στο χαρτί.
Εσείς γράφετε για μένα.
Εσείς είσαστε παντού. Εμείς μένουμε κολλημένοι στη γη μη μπορώντας να βολέψουμε το βάρος μας. Κάτω, κάτω, κάτω είναι η μοίρα μας. Γι αυτό κι έχουμε εξιδανικέψει το Επάνω: Ό,τι είναι πάνω είναι ή ωραίο ή δυνατό.
Βλέπετε πόσο άθλιοι είμαστε.
Η ομορφιά είναι η πηγή σας.
Εμείς λέμε όμορφο ό,τι μας αρέσει.
Βλέπετε πόσο άθλιοι είμαστε.
Το να πάτε σεις από τον ένα Γαλαξία στον άλλο, από το ένα "Σύμπαν" στο άλλο, ή από την ευθυμία στην ιλαρότητα, αρκεί η επιθυμία σας. Εμείς για να πάμε μια βόλτα έξω από το σπίτι μας επιστρατεύουμε πολλές μας προσπάθειες. Οταν όμως πάμε πολύ μακριά απ' τον τόπο που μένουμε, οι άνθρωποι εκεί δεν μας θέλουν. Γιατί,λένε,η γη εκείνη είναι δίκια τους. Δείτε δω.Βλέπετε αυτόν το χάρτη της γης μας; Και βλέπετε αυτές τις ακανόνιστες γραμμές πάνω του που τον χωρίζουν σε πολλά κομμάτια; Αυτά τα κομμάτια λέγονται κράτη.Οι άνθρωποι που μένουν εκεί, δεν αφήνουν άλλους ανβρώπους να μείνουν.
Βλέπετε πόσο άθλιοι είμαστε.
Η ζωή  μας κρατάει γύρω στα εβδομήντα χρόνια.
Και για να ζήσουμε όσο ζήσουμε, πρέπει να τρώμε.
Και τρώμε ζώα και φυτά.
Κι εκείνα τρώνε εμάς.
Και τούτο τον αλληλοσπαραγμό, κι αυτή τη φρίκη, την ονομάζουμε ζωή.
Βλέπετε πόσο άθλιοι είμαστε.
Σε σας οι επιστήμες έχουν πάψει νάχουν νόημα. Γι αυτό και όλες τις έχετε μαζί με τα άλλα τα άχρηστα αφήσει στην τροχιά τους, ψάχνοντας να ’βρουν άλλα θύματα, αλλού.
.Όμως εμείς… ω! εμείς… Εμείς δεν ξέρετε τι χαρά νιώθουμε για τις προόδους που έχουμε κάνει στις επιστήμες. Λέμε: «Έφτασε πια ο άνθρωπος στο μεγαλύτερο βαθμό ανάπτυξης. Πλησίασε το θεό. Υπόταξε τη Φύση. Ο άνθρωπος είναι παντοδύναμος.»
Και ξέρετε γιατί όλα αυτά; Γιατί ταξιδεύουμε με αεροπλάνο, γιατί έχουμε φτιάξει την ατομική βόμβα (κοιτάξτε στην αρχαιολογία σας, θα βρείτε τον όρο), γιατί έχουμε τηλεόραση. Και είμαστε τόσο υπερήφανοι γι αυτά, που  το μεγαλύτερο βάρος μας είναι η περηφάνεια.
Βλέπετε πόσο άθλιοι είμαστε.
Εσείς όλα τα λέτε με τη σκέψη σας.
Εμείς έχουμε στόμα κι έχουμε λόγο.
Κι έχουμε γλώσσα. Και συνεννοούμαστε μ’ αυτήνε τάχα. Και να είχαμε μόνο μια γλώσσα… έχουμε εκατοντάδες από δαύτες. Και γι αυτό δε μπορούν να συνεννοηθούν οι άνθρωποι. Μα περισσότερο δε μπορούν να συνεννοηθούν εκείνοι που μιλούν την ίδια γλώσσα.
Βλέπετε πόσο άθλιοι είμαστε.
Πόσο μαζί μας θα γελάτε καλοκάγαθα… Και αυτή είναι η μεγαλύτερη χαρά στη γήΐνη ζωή μου: πως η ευτυχία σας είναι αδιατάρακτη.
Ποια μορφή σας τάχα με θυμίζει πιο πολύ;
Ποια ανάσα σας με πλησιάζει;
Η πέτρινη; Η αέρινη; Η πνευματική;
Ποιος από τούς πόνους μου έγινε η χαρά σας;
Και ο πιο μεγάλος πόθος μου τι έγινε σε σας;
Αλήθεια αρίθμητες γενιές μεσολαβήσανε ώσπου σιγά σιγά να φτάσω εγώ σε σας-με τόσες ηδονές να σας προικίσω.
Πόσα δάκρυα θα χρειάστηκαν για να πλαστεί μια κίνηση άφεσης του χεριού σας;
Πόσα μου ξενύχτια για μια στιγμή αμεριμνησίας σας;
Ω! και να μπορούσα να ’βλεπα με τα θνητά μου μάτια την ελευθερία σας!
Ω! και να μπορούσα να συντρόφευα την ξεγνιασιά σας για ένα ανοιγόκλεισμα ματιού μονάχα!
Τότε θα υπόφερα τους πόνους μου χωρίς κραυγές.
Και τη λαμπρότητα σας θα ’θελα να θαύμαζα όταν τη σάρκινη σας τη μορφή διαλέγετε: τα μάτια σας δυό κάμποι γήινοι ολάνθιστοι  Μαγιάτικου πρωιού.
Φορές καλύτερα λέω να μην υπήρχα. Όμως όταν σας βλέπω έτσι ευτυχισμένους, έτσι ανέμελους, έτσι αυτάρκεις, λέω πως άξιζε φριχτή μιαν έτσι ζήση να περάσω αφού ήτανε εσάς να πλάσω. Και κάτι αστείο: έτσι που σας καμαρώνω, με όλες τις ανάγκες σας ικανοποιημένες, μου μοιάζετε κάπως με τους βασανιστές μου. Ασέλγεια και σα σκέψη ακόμα-γιατί αυτοί δεν έχουν-δεν είχανε ποτέ ανάγκες και ποτέ δε θάχουν-στον ίδιο κύκλο βρίσκεστε μα ακουμπάν οι πλάτες σας με τις δικές τους. Αυτοί τώρα  αρχίζουν.
Αχ κι αν μπορούσα να σας αποσπάσω απ’ την αγάπη σας για λίγο μόνο, και κάτι να ζητούσα από σας που όλα τα μπορείτε-να σας ζητούσα να με πάρετε από δω-να με αφανίστε. Οχι με θάνατο ή με λήθη, μα σαν καθόλου να μην είχα υπάρξει, αφού πια ο ποοορισμός μου τέλειωσε-σας έπλασα. Μα όχι αν ήταν να χανόσαστε κι εσείς μαζί μου. Τότε ας μένω υποφέροντας εδώ.

Αδέρφια μου του 1000000  μετά Χριστόν
τα κύματα της ευτυχίας σας με αγγίζουν
γιαυτό ακόμα ο κόσμος
δεν έχει γίνει σφαίρα μες στο στήθος μου.
Γι αυτό ακόμα η βροχή μπορεί να με  δροσίζει.
Κι όταν διαβάστε αδέρφια ετούτο το χαρτί
Και πριν να το πετάξτε στα άχρηστα μαζί με όλα
Τα προαιώνια λάθη σας
Αγγίξτε  το  στο  στήοος  σας  για λίγο-η  επαφή  αυτή
Θα φέρει ως εμένα λίγη δύναμη:
Μου  χρειάζεται  ακόμα.