Η ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
(8741 Owensmouth, Canoga Park. California)
Ο θεός μέβαλε σένα βραχονήσι μένα μικρό δεντράκι φυτεμένο. Και μούπε, δούλεψε. Δουλεύω. Μα ο νους μου είναι στο διπλανό μου νησί όπου ανθίζει μια γυναίκα. Δουλεύω. Πρέπει να φροντίσω το δεντράκι. Να το ποτίσω, να το σκαλίσω, για να καρπίσει. Και δουλεύω. Πιάνω το βράχο και τον κοπανάω να τον κάνω χώμα να μπορέσει μέσα του να ριζώσει το δεντράκι. Και φκιάνω αυλάκια να οδηγάνε σε μια δεξαμενή που να μαζεύει τα νερά της βροχής και νάχει νερό το δεντράκι μου το καλοκαίρι. Και στέκω μπροστά στον ήλιο για να το σκιάζω και να μην καεί. Μα ο νους μου είναι στο απέναντι νησί όπου ανθεί μία γυναίκα. Και με τί νου και με τί όρεξη να δουλέψω. Η δουλειά μένει πίσω, και το δεντράκι δε λέει να πάρει πάνω του. Κάποιος έχει κάνει λάθος. Εμένα έπρεπε νάχει βάλει στο νησί με τη γυναίκα. Καμιά φορά σκέφτομαι, άραγε είναι λάθος του θεού, ή οι θεοί έτσι δουλεύουν, στερώντας τους ανθρώπους απ' ό,τι μόνο τους ταιριάζει;
Ευλογημένη νάναι η γειτόνισσα μου. Μένει στο διπλανό διαμέρισμα, κι απτό φτενό κοινό μας τοίχο ακούγονται όλα. Έτσι είναι σαν να μην είμαι μόνος. Και είναι ζωντανός άνθρωπος η γειτόνισσά μου. Ζει έντονα. Είναι Αμερικανίδα. Κι εκτός από τα λόγια της ακούγονται και τα βογγητά της κι οι κραυγές και τα επιφωνήματα της την ώρα του έρωτα. Είναι θερμή η γειτόνισσα μου. Αλλά δεν είναι μόνο τα λόγια που λέγονται δυνατά και που τρυπώντας τον κοινό φτενό μας τοίχο φτάνουν σταυτιά μου. Είναι και ο ήχος των πραγμάτων. Καρέκλες που σέρνονται, η τηλεόραση, πιάτα που χτυπάν τόνα στάλλο. κουδουνίσματα τηλεφώνου, βήματα, τριξίματα, χτυπήματα πραγμάτων που πετάγονται ή αφήνονται σαν να πετάγονται τόνα πάνω στάλλο. Και ολαυτά γεμίζουν τον αέρα του σπιτιού μου και χαϊδεύουν ευεργετικά και το δικό μου ακουστικό τύμπανο, ποικίλοντας την αποίκιλτη ζωή μου και δίνοντας χαρά στην ακοή μου, που αν περίμενε από μένα, θα πέθαινε κι αυτή ανεόρταστη σαν το αφεντικό της. Γιατί όντας ξένος εδώ και φοβούμενος τα πάντα, προσπαθώ να κάνω όσο σιγά μπορώ για να μην ενοχλήσω τους γείτονες, ή τους ξένους που όμως έγιναν δεκτοί στη χωρά αυτή, ενόχληση που ποιος ξέρει με ποιες συνέπειες θα την πλήρωνε ένας ανεπιθύμητος ξένος. Όμως αν ο τοίχος ανάμεσα στα δυο μας λίβινγκ ρουμ είναι φτενός, τότε μια σανιδούλα μόνο χωρίζει τα δυο ρεστ ρουμ μας. Και από μέσα κει, όλα ακούγονται τόσο κοντά μου, που όταν γυρίζω προς το μέρος απόπου έρχεται η φωνή, παραξενεύομαι που δε βλέπω εκείνον που μιλάει. Συνέπεια αυτού είναι ότι ξέρω κάθε φορά γιατί μπαίνει η γειτόνισσα μου στο μπάνιο της. Ξέρω πότε κάνει μπάνιο, πότε πλένει τα δόντια της. Ξέρω πότε βάφει τα χείλια της-είναι η μοναδική φορά, που μέσα στο πρωινό, μετά το ανοιγόκλεισμα του ντουλαπιού με τον καθρέφτη που είναι πάνω από τον νιπτήρα, επικρατεί απόλυτη ησυχία μέχρι το άνοιγμα πάλι του ντουλαπιού. Ξέρω πότε βρίσκεται μέσα στη μπανιέρα και τι κινήσεις κάνει κάθε φορά εκεί. Ξέρω πότε πλένει τα εσώρουχά της και πότε πλένεται μετά τον έρωτα. Ακούω τις βρισιές της όταν της πέσει κάτι στο πάτωμα. Καμιά φορά σιγοτραγουδάει ή βάζει το ραδιόφωνο. Και στο μπάνιο, που όλα φτάνουν τόσο καθαρά σταυτιά μου, είναι μεγάλη πολλές φορές η παρόρμηση να πιάσω κουβέντα μαζί της. Αλλά δεν το κάνω-τη ζωή μου που μοιάζει με θάνατο, ούτε μια τέτοια ξένη συζήτηση δεν την στολίζει. Και ζώντας μόνος εδώ, χωρίς ερωμένη, χωρίς φίλους, χωρίς παρέες, όπως κάθε άνθρωπος μέσα σε μια χώρα που του αρνείται να είναι κι αυτός άνθρωπος, η μόνη μου συμμετοχή στη ζωή είναι ό,τι ακούω, βλέπω και μυρίζω απαυτή τη γυναίκα. Γι αυτό ας είναι εύλογημένη. Μαζί της έζησα κι εγώ. Γιατί τι άλλο είναι η ζωή παρά η συμμετοχή των πέντε αισθήσεων μας στην επικοινωνία μας με τους άλλους; Αλλά και η όραση και η οσμή επίσης ενεργοποιούνται εδώ. Την βλέπω σχεδόν κάθε μέρα εδώ και οχτώ χρόνια. Την βλέπω όταν πάει ή έρχεται στη δουλειά, όταν πάει ή γυρίζει από τα ψώνια, όταν βγαίνει να πετάξει τα σκουπίδια, όταν κάνει ηλιοθεραπεία, όταν κουβεντιάζει φωναχτά με την απέναντί της, όταν κάνει μπάρμπεκιου δίπλα στην εξώπορτα της στον στενό κοινό μας διάδρομο. Και τη μυρίζω. Α, η μυρουδιά. Μα δεν μυρίζω την ίδια παρά σπάνια-όταν διασταυρωθούμε στον κοινό στενό καγκελόφραχτο διάδρομο. Η μυρουδιά της έρχεται από το σπίτι της. Το σπίτι της είναι που μυρίζει ολόκληρο. Μυρίζει από τα αρώματα που χρησιμοποιεί. Κι όταν το καλοκαίρι έχουμε και οι δυό ανοιχτές τις πόρτες μας, τότε τα αρώματα λες και κάνουν επίσκεψη στο σπίτι μου βγαίνοντας από το δικό της. Αλλά η όραση κερδίζει και καθώς περνώντας μπροστά από την ανοιχτή εξώπορτά της, τολμώ καμιά φορά να κοιτάξω κλεφτά μέσα. Μια κλεφτή ματιά που και κείνη πρέπει να την κάνω να φαίνεται αδιάφορη, τυχαία και όσο γίνεται απροπαράσκευη. (Μα πόσο αδιάφορη μπορεί να είναι μια ματιά που ρίχνεται από κάποιον σε μια ανοιχτή εξώπορτα, διπλανή της δικής του, ενώ αυτός βαδίζοντας για να μπει στο δικό του, με το επόμενο βήμα του θα βρίσκεται μπροστά από αυτό;) Και αυτή η ματιά είναι αρκετή για να ξεσηκώσει τη Γλύκα και την Πίκρα μου, τα δυό θεριά, που, ντυμένα άλλα ρούχα κάθε φορά, αλλάζουν ονόματα και εμφάνιση κατά τις περιστάσεις. Και τώρα, εδώ, Πίκρα γιατί δεν μπορώ να απολαύσω ό,τι βλέπω, και Γλύκα γιατί ένιωσαν τα μάτια μου κι αυτή τη χαρά. Πόσο διαφορετικό είναι αλήθεια το σπίτι της από το δικό μου! Συγυρισμένο. Και συγυρισμένο γυναικεία. Γεμάτο χάρη, ζεστασιά, άνεση, φροντίδα, και πριν από κάθε τι άλλο γεμάτο θαλπωρή, σαν και κείνη που δίνει η μήτρα στο έμβρυο, ή σαν και κείνη που δίνει ένας λουλουδιασμένος λόφος σέναν που έρχεται απτήν έρημο, ή σαν και κείνη που δίνει η πίστη. Οραση, ακοή, οσμή, μαυτές τις αισθήσεις την έχω γέψει τη γειτόνισσά μου. Αν την άγγιζα κιόλας, κι αν την έτρωγα, τότε η απόλαψη θα ήταν πλήρης. Όμως ποιός σαυτό τον κόσμο τα έχει όλα που θα τα είχα κι εγω; Κάθε Παρασκευή βράδυ η γειτόνισσά μου κάνει πάρτι. Αυτό είναι και το αποκορύφωμα της ακούσιας προσφοράς της σε μένα. Εγώ σε πάρτι. Εγώ, για ώρες να βρίσκομαι σε απόσταση δυό εκατοστών απτή χαρά. Και ανοίγω τότε διάπλατα την πόρτα μου, ανάβω όλα τα φώτα, κι έχω κι εγώ πάρτι. Κλέβω φωνές και γέλια όχι μόνο για την τωρινή αλλά και για την άλλη ζωή μου. Οι μυρωδιές τότε πληθύνονται. Το ίδιο πληθύνονται κι οι χαρές της όρασης. Γιατί στο πάρτι έρχονται πολλές φιλενάδες της γειτόνισσάς μου. Μερικές είναι ομορφότερες από τη γειτόνισσα μου. Όμως αν είχα να διαλέξω θα διάλεγα εκείνην. Μαυτήνε ζω τόσα χρονιά μαζί, την έχω συνηθίσει, μέχει συνηθίσει, μοιραζό-μαστε τόσα και για τόσο πολύν καιρό. Κι αφού έφτασα να κάνω μια τέτοιαν υπόθεση θα την προχωρήσω, για να σας δείξω πόσο αλήθεια είναι όσα είπα ως τώρα. Αν λοιπόν είχα να διαλέξω και διάλεγα, και η γειτόνισσά μου γινόταν ερωμένη μου, τότε, απόλα τα γελοία πράγματα που οι ερωτευμένοι λένε στην ερωμένη τους, όπως "είσαι το φως μου", "είσαι η χαρά μου", "είσαι η ελπίδα μου", το μόνο που θάταν αλήθεια και θάχε νόημα απόσα θα της έλεγα, είναι το "είσαι η ζωή μου"
Ευλογημένη νάναι η γειτόνισσά μου.
Μαζί της έζησα λίγο.