ΑΦΗΜΕΝΗ
M’ αρέσουν οι ήσυχες στιγμές όταν μετά τη ζάλη
με λιμανάκι ήσυχο η μικρή της μοιάζει αγκάλη-
λιμάνι που το τσάκισε με λύσσα η τρικυμία
και λες δεν τ’ άφησε ζωής ελπίδα πια καμία.
Μαρμαρωμένες οι λευκές βαρκούλες του τού μοιάζουν
ακίνητες τ’ ακίνητα νερά καθώς χαράζουν
και το ραβδάκι που ζωή θα ’ρχόταν να τους δώσει
έχει κι αυτό στα χέρια της άτονα μαρμαρώσει.
Τώρα η λάγνα της ματιά κανέναν δεν κοιτάζει.
Άλλος κανείς δε χαίρεται το ακριβό της νάζι.
Τ’ άγρια τώρα τέρατα κοιμούνται εντός της όλα
κι άφοβα υψώνονται κι ανθούν τ' άνθη τα μυροβόλα.
Στην τέτοια μέσα αγκάλη της ’συχάζει μου το αίμα
που λέω ας ήταν πάντοτε να ζω σ’ αυτό το ψέμα:
όταν σ’ αυτήν με οδηγεί η αγάπη μου ικέτη
αυτή ανίσχυρη πολύ κι ακούσα να με σκέπει.
M’ αρέσουν οι ήσυχες στιγμές όταν μετά τη ζάλη
με λιμανάκι ήσυχο η μικρή της μοιάζει αγκάλη-
λιμάνι που το τσάκισε με λύσσα η τρικυμία
και λες δεν τ’ άφησε ζωής ελπίδα πια καμία.
Μαρμαρωμένες οι λευκές βαρκούλες του τού μοιάζουν
ακίνητες τ’ ακίνητα νερά καθώς χαράζουν
και το ραβδάκι που ζωή θα ’ρχόταν να τους δώσει
έχει κι αυτό στα χέρια της άτονα μαρμαρώσει.
Τώρα η λάγνα της ματιά κανέναν δεν κοιτάζει.
Άλλος κανείς δε χαίρεται το ακριβό της νάζι.
Τ’ άγρια τώρα τέρατα κοιμούνται εντός της όλα
κι άφοβα υψώνονται κι ανθούν τ' άνθη τα μυροβόλα.
Στην τέτοια μέσα αγκάλη της ’συχάζει μου το αίμα
που λέω ας ήταν πάντοτε να ζω σ’ αυτό το ψέμα:
όταν σ’ αυτήν με οδηγεί η αγάπη μου ικέτη
αυτή ανίσχυρη πολύ κι ακούσα να με σκέπει.