ΤΑ ΠΕΝΘΗ
Κιτρίνισαν τα φύλλα της ψυχής
και δώσανε το χρώμα τους στου πόθου μου τα φύλλα
έτσι καθώς αυτός στέκεται ανεπαρκής
δίπλα στου τοίχου μου του έρμου τη μαυρίλα.
Και είμαι σίγουρος πως στο δεξί
(καθώς κοιτάζω από δω) το φύλλο αυτό το σάπιο
θα 'χουν ζωύφια σαρκοβόρα εμφανιστεί-
να! σαν να βλέπω να κουνιέται κάποιο…
Α! Πόθε μου! Σ' αγόρασα ακριβά
με πράσινο το δώμα μου το μαύρο να στολίσεις
κι έρω για μένα να ριζώσεις στα γλυκά
ματάκια της αγάπης μου όταν τη συναντήσεις.
Μα όμως με προδώσατε κι οι δυο:
κι εσέ και κείνην της ψυχής σας νίκησαν τα πένθη
που αγέννητα κι αχάλαστα εντός μου κλειώ:
και συ μου εμαράθηκες και κείνη δε θα έρθει.
Κιτρίνισαν τα φύλλα της ψυχής
και δώσανε το χρώμα τους στου πόθου μου τα φύλλα
έτσι καθώς αυτός στέκεται ανεπαρκής
δίπλα στου τοίχου μου του έρμου τη μαυρίλα.
Και είμαι σίγουρος πως στο δεξί
(καθώς κοιτάζω από δω) το φύλλο αυτό το σάπιο
θα 'χουν ζωύφια σαρκοβόρα εμφανιστεί-
να! σαν να βλέπω να κουνιέται κάποιο…
Α! Πόθε μου! Σ' αγόρασα ακριβά
με πράσινο το δώμα μου το μαύρο να στολίσεις
κι έρω για μένα να ριζώσεις στα γλυκά
ματάκια της αγάπης μου όταν τη συναντήσεις.
Μα όμως με προδώσατε κι οι δυο:
κι εσέ και κείνην της ψυχής σας νίκησαν τα πένθη
που αγέννητα κι αχάλαστα εντός μου κλειώ:
και συ μου εμαράθηκες και κείνη δε θα έρθει.