Επιτέλους κάποιοι με αγαπάνε στη γη επάνω.
Είναι οι ντελιβεράδες της πόλης μου.
Σήμερα κιόλας, ένας από αυτούς, σταμάτησε το μηχανάκι του φρενάροντας τα πίσω του αυτοκίνητα, λέγοντάς μου «Περάστε!» (απέναντι).
Ένας άλλος, ενώ καθόμουνα τις προάλλες βράδυ σε ένα παγκάκι, με πλησίασε και «Κάπου σε ξέρω εσένα… μένεις στην οδό τάδε αριθμός ταδε;»
Όταν του είπα ναι, μου αποκάλυψε ότι ήταν ντελιβεράς, και τώρα αναρρώνει από ένα τροχαίο που είχε εν ώρα της υπηρεσίας του.
«Είστε ο μόνος στην πόλη που δίνετε καλά λεφτά στους ντελιβεράδες» μου είπε.
Έκατσε δίπλα μου και συζητούσαμε για ώρα.
Μια συνήθεια από τον καιρό που ήμουνα στην Αμερική με έχει κάνει τόσο αγαπητόν στους αξιαγάπητους άλλωστε, σκληρά εργαζόμενους και γλίσχρα αμοιβόμενους ντελιβεράδες: η συνήθεια των αμερικανών να δίνουν δέκα τοις εκατό της αξίας της τροφής στους ντελιβεράδες, την οποία ακολουθώ και στην Ελλάδα.
Πού να ήξερα ότι αυτή μου η συνήθεια θα μου πρόσφερε αυτό το δώρο, που τόσο αλήθεια ανάγκη το είχα και τόσες δυνάμεις μου έδωσε!
Σάββατο 1 Μαρτίου 2025
ΜΩΡΩΜΑ
Αχ! Αν σου λέει μέσα από τα αναφυλλητά του ένα δεκατετράχρονο
κουκλάκι πως αν μέσα σε πέντε λεφτά του γράψεις ένα ποιηματάκι που να
του λεει γιατί, αν και την άφησε ο "κούκλος" του, δεν πρέπει να κλαίει
τότε αυτό θα σταματήσει το κλάμα, ε! και να μην είναι κανείς ποιητής,
γίνεται.
Κι αν έχει παρόμοιες ομοιοκαταληξίες η δεύτερη και η τρίτη
στροφή, ας έχει, αρκεί που το ποιηματάκι πέτυχε το σκοπό του, και το
δακρυομουσκεμένο μουτράκι ευθύς έλαμψε γελώντας, σαν όλανθος κήπος κάτω
από τον ήλιο μετά τη βροχή.
Και πάει, ξεχάστηκε ο "κούκλος"!
Οι πεντάλεφτοι στίχοι:
ΓΥΝΑΙΚΕΣ
Για έναν "πρώην" κλαις. Κουτή!
Αυτά έχουν περάσει.
Για τα παλιά τα δέντρα τους
κλαίνε ποτέ τα δάση;
Οι κότες κλαίνε για τ' αυγά
που γίναν ομελέτα;
Το βράδυ κλαίει για την αυγή;
Κλαίει για το γάλα η φέτα;
Και σκέψου: όταν οι "πρώην" σου
θα φτάσουνε τους δέκα
για όλους αυτούς εσύ θα κλαις
κοτζάμου πια γυναίκα;
Από τα «ΠΑΛΑΙΘΕΤΑ»
Να λησμονώ το θάνατο δε θέλω
Να λησμονώ το θάνατο δε θέλω
καμιά στιγμή της νύχτας ή της μέρας.
Όπως τον μαύρο εκατάτρωγε Οθέλλο
της ζήλειας το αδηφάγο,απαίσιο τέρας,
έτσι και μένα θέλω να κατέχει
για πάντα η στιγμή η ευλογημένη
του τέλους' και η σκέψη μου να τρέχει
μόνο σ’ αυτήν' για τ' άλλα να 'ναι ξένη.
Ποτέ δε θα θελήσω ν' αποτρέψω
το νου από του θάνατου την ώρα
κι όταν τη δω μ' αγάπη θα της γνέψω-
έχω καιρό σκοτώσει την Πανδώρα.
Κάθε ημέρα θέλω να μυρίζω
θανάτου ευωδιές εις τον αέρα
κάθε ημέρα θέλω να σαπίζω
και να πεθαίνω θέλω κάθε μέρα.
To πουλάκι
Ξέρω ένα πουλάκι
μες σ’ ένα κλουβί
θέλει να πετάξει
και σε με να ’ρθεί.
Σύρματα μεγάλα
μου το σταματούν
τα μικρά φτεράκια
πάνω τους χτυπούν.
Κάθε σύρμα έχει
όνομα ηχηρό
κι ένα τείχος πλέκει
γύρω του γερό-
ήθη, κοινωνία,
λογική, αιδώς
κι ανοιχτή ούτε μία
δεν υπάρχει οδός.
Κι αν το ράμφος ξένει
τοίχους και σκεπή
άθικτη απομένει
πάντα η φυλακή.
Ξέρω ένα κλουβάκι
κρύο, μεταλλικό
το μικρό πουλάκι
να λαλεί ακώ
βλέπω το κορμί του
νοιωθω την ψυχή
βλέπω την ορμή του
σε τ’ εμέ να ’ρθεί.
Αχ! Γιατί να υπάρχει
τέτοια κατοχή
και το σύρμα να ’χει
δούλη μια ψυχή;
Αχ! Να μεγαλώσει
Αχ! Να μεγαλώ-
δύναμη να πάρει
τ’ απαλό φτερό
δυο χρονάκια ακόμα
κι αχ! να πεταχτεί
το μικρούλι σώμα
έξω απ’ το κλουβί
κι αχ! και κοινωνία
ήθη, λογική,
σα θα βγει με βία,
να τ’ αφήσει εκεί
Και σε με σα θα ’ρθει
και σα ’ρθεί εδώ
για στολίδι να ’χει
μόνο την αιδώ.
Α! Δυο χρόνια ακόμα
κι α! τρελή χαρά
ξέφραγοι όλοι οι δρόμοι
κι όλα φεγγερά.
Και θα λοιδωρούμε
μ’ έρωτα κραυγές
όσους να χαρούμε
δεν αφήναν χτες.
Και θα ζούμε αιώνια
με γλυκό φιλί
τ’ ανθηρά μου κλώνια
και το αβρό πουλί.
έξω από το σούπερ μάρκετ
Όταν εβγήκε με τα ψώνια
(πυκνά τα ολόξανθα μαλλιά της)
έβαλε κάτω τη σακούλα
(λευκά τα πόδια τα κομψά της)
και γύρισε και με φωνάζει
(απαλοχάϊδευτη η φωνή της):
"έλα να δεις κάτι αστείο..."
(τα μπλε τα μάτια της μαγνήτης).
Πήγα. Κι ανοίγει τη σακούλα
(σαν να την άνοιξε πνοούλα)
"Κοίτα", μου λέει, "μια πεταλούδα"
(μ’ άλλο αυτό ήτανε που ’δα).
Και αστειεύτηκε-μου λέει:
"Πάλι καλά, δε με χρεώσαν…"
Σηκώθη. Έφυγε. Γι αυτήνε
φεύγοντας όλα ετελειώσαν.
Για μένα ούτε είχε αρχίσει
ούτε και κάτι είχε τελειώσει:
αδιάκοπο είναι το μεθύσι
ώσπου στο τέλος με σκοτώσει.
To ποτάμι
Κυλάει το ποτάμι. Ακώ τη βουή του.
Τι δέντρα… τι πέτρες θα σέρνει η ορμή του...
Ακώ τη βουή. Τα νερά του βογκάνε
μουγκρίζουν... βουϊζουν... τι άγριο που θα ’ναι...
Οι άνθρωποι γύρω αδιάφοροι πάνε
γελούν, διασκεδάζουν, μισούν, αγαπάνε...
Και φτάνει εκείνο θολό στην οργή του
κι αυτούς όπως όλα να πάρει μαζί του.
To φως ποιας αυγής δε θα λάμψει για κείνους;
To φως ποιας αυγής δε θα δει πάλι κρίνους
καθώς όλα θα ’ναι για πάντα χαμένα;
Ποτάμι, πριν σβήσεις του νου τους φλογίνους
πυρρούς ποταμούς, που γεννήσαν και σένα
τη νέα τους πάλι προφήτεψε γέννα.
Μια δύση
Μια δύση πέραθε αργογέρνει
πάνω απ’ του λόφου με τα πεύκα
την απαλόκυρτη γραμμούλα-
μια δύση πέραθε αργογέρνει.
Πορφυροντύνονται τα ουράνια
από τις αιμάτινες τις φλόγες
που πυρπολούν την Οικουμένη-
πορφυροντύνονται τα ουράνια.
Α! Μια ακτίνα μία μες στο λάμπος
το ερυθρό κι εγώ να ήμουν-
στο ερυθρό κι εγώ να ήμουν
το λάμπος μέσα μια ακτίνα...
Ή συννεφάκι πυρωμένο
ντυμένο κόκκινο μανδύα
να ’μουν εγώ μέσα στη δύση-
ή συννεφάκι πυρωμένο…
Τώρα μια σκια μικρούλα είμαι
μες στου φωτός την πανδαισία-
μέσα στις λάμψεις των σελάτων
τώρα μια σκια μονάχα είμαι.
Θα γίνω άραγε
Θα γίνω άραγε τόσο μεγάλος
που να πάψω να ονειρεύομαι;
Θα ’ρθει καιρός που τ’ άλογα
θα ’χουνε χάσει τα φτερά
και θα πατούν γερά στη γη;
Που τα ρυάκια
δε θα μουρμουρίζουνε τραγούδια
τρυφερά κι ανείπωτα στο κύλισμά τους
αλλ’ άχρωμα θα τρέχουν τα νερά;
Που τα χωράφια θα ’ναι χρήσιμα
για να μας τρέφουν μόνο
και τ’ αγριολούλουδα εντός τους περιττά;
Κι άραγε θα ’ρθει ο καιρός τα δυο σου χείλη
να ’ναι δυο χείλη μόνο και τα δυο
εξαίσια σου τα μάτια
δυο μάτια να ’ναι μόνο γαλανά;
Εκστατικές
Κάτι παλιές αγάπες μου θυμάμαι.
Μικρές αγάπες τότε κι έπαιζα μαζί τους.
Σε κάτι νόστιμες μικρές θυμάμαι
λόγια ερωτικά ψιθύριζα κι εκείνες
εκστατικές ακούγαν κι άφωνες μέναν
ανάμεσα σε δυο φιλιά.
Φαινεται πως θα τα ’λεγα καλά
φαίνεται πως θα ήμουν πειστικός.
Τώρα εκείνες οι μικρές μου περιπέτειες
εκείνες οι μικρές αγάπες μου
πώς με τα χρόνια
αντίς να ξεχαστούν θεριεύουν
και πώς γυρεύουν
στης μοναξιάς τις ώρες να γυρνούνε
κι εκδίκηση να παίρνουνε-
να με τυραννούνε...
Φαντάσου τα
Έλα ζωγράφε και ζωγράφισε
τα χείλη της τα ωχρά
σαν φύλλα πεταμένα στο ποτάμι πολυκαιρινά
και τα μικρά της χέρια
που αφημένα στο λευκό σεντόνι πάνω
μοιάζουν κουπιά μικρής χρυσής βαρκούλας κουρασμένα.
Όμως ζωγράφε να μη ζωγραφίσεις
αντίς για χείλια τους τρελούς σωρούς
των μύριων μου φιλιών που τα σκεπάζουν
κι αντίς για το δικό της δέρμα
το χνούδι του δικού μου του κορμιού
που τηνε ντύνει.
Και μέριασε για λίγο
τη λάβα της λατρείας μου
τα μάτια της για να ’βρεις.
Τα στήθη της ζωγράφε
φαντάσου τα μονάχα
και ζωγράφιστα σα ρόδα
σα ρόδα μυρωμένα
σα ρόδα του πρωιού ατίθασα
σα ρόδα του πρωιού μισανοιχτά.
Με ρόδα
Με ρόδα σου στολίζω μυρωμένα
τα μακριά μαλλια τ’ αγαπημένα.
Χάρου! Ευφραίνου! Βέλος η ομορφιά σου
στο τόξο του παμφάγου Χρόνου. Βιάσου!
Ούτε για πάντα θα ’χεις στολισμένα
με ρόδα τα μαλλιά σου, ούτε εμένα.
Γύρνα δεξά σου κοίτα, έρχεται άλλη
το σκήπτρο από τα χέρια σου να πάρει
και στέμμα της το στέμμα σου να βάλει.
Και γύρισε ζερβά και κοίτα πάλι
τον μαύρο λαοβόρο καβαλάρη
που έρχεται και τους δύο μας να πάρει.
Ασφυκτικά
Βλέπω τις μέρες που εμπρός-
εμπρός μου στέκουν κι όχι πίσω.
Εκείνες είναι ο εχθρός-
αυτές μπροστά μου θ’ απαντήσω.
Για κείνες θρήνος από πριν
αρμόζει-θρήνος από τώρα.
Σε κείνες ζουν όλα τα "πλην"
και τα θεριά τα χαροβόρα.
Σ’ όλες τις μέρες της ζωής
ήτανε τ’ άγρια μοιρασμένα
μα σα μια μέρα σβήσει, ευθύς
όσα θεριά κρατεί κρυμμένα,
στου μέλλοντος θα στριμωχτούν
τις άφαντες ακόμα μέρες
και τώρα οι μέλλουσες κρατούν
και κείνων όλων τις φοβέρες.
Κι όλο και πιο ασφυκτικά
γεμίζει πόνο κάθε μέρα
κι όλο και πιο αναιμικά
έχουμε μεις φως και αέρα.
Ώσπου τη μέρα τη στερνή
ασήκωτο μολύβι ο Πόνος
λάμα στο στήθος να χωθεί
και να σωθεί για μας ο Χρόνος.
Η κατάκτηση
Γη τόσα χρόνια προσπαθώ δική μου να σε κάνω
μα δεν μπορώ. Μες στο υγρό στοιχείο σου σαν μπαίνω
ή θα ’μαι καρυδότσουφλο στα κύματά σου επάνω
ή κρύο θα ’ναι και απέ αμέσως αρρωσταίνω
Αν στα βουνά σου ν’ ανεβώ ο δόλιος προσπαθήσω
πρέπει καλά να με φυλάει ο φύλαξ άγγελός μου
γιατί έτσι και στα βράχια σου τα μυτερά γλιστρήσω
δε με γλιτώνει απ’ αυτά η τύχη όλου του κόσμου.
Κι όλα το ίδιο: σα βρεθώ μες σ’ έρημο διψάω,
στα χιόνια και στους πάγους σου αμέσως ξεπαγιάζω,
στο φως του ηλιού σου καίγομαι, κι αυτό που ’ναι να φάω
πρέπει από μέσα σου με ιδρώ και μ’ αίμα να το βγάζω.
Απ’ τα δεντράκια θέλησα που πάνω σου φυτρώνουν
ν’ αρχίσω την πολύπαθη για με κατάκτησή σου-
με τις ριζούλες που γερά στα σπλάχνα σου απλώνουν
να στείλω σήματα ζεστά για με μες στην ψυχή σου.
Μα οταν πάνω τους βρεθώ και πάω να τους μιλήσω
φυσάς και ο αέρας σου με στελνει κάτω πάλι
και πάνω σου αναγκάζομαι πάλι να περπατήσω
κάπου αφού πρέπει να πατώ και γη δεν έχω άλλη.
Κι έτσι τα χρόνια φεύγουνε-συ μια κακή ερωμένη
που απρόθυμα με ανέχεσαι κι εγώ ένας άθλιος πλάνης
που πρέπει τα καπρίτσια σου όλα να υπομένει
και από πριν να σου σχωρνά ό,τι κακό κι αν κάνεις.
Κάτι μου λέει όμως πως η μέρα πλησιάζει
που τέλος το αβάσταγο θα πάρει αυτό παιχνίδι
πως να! σε λίγο η κακιά η μοιρα μου αλλάζει
καθώς το δέρμα το παλιό αλλάζει ένα φίδι.
Κάτι μου λέει πως γρήγορα σε μένα συ θα δώσεις
τη χάρη της κατάκτησης ολόκληρης της Πλάσης:
τα ωχρά και κρύα χέρια σου σε μένα πως θ’ απλώσεις
και το νεκρό μου το κορμί με πάθος θ’ αγκαλιάσεις.
Σβηστά
-Γιατί σε χάδι δεν απλώνεις
χέρι; Γιατί στόμα πικρό
όταν μιλάς μόνο πληγώνεις;
Λόγο γιατί δε λες γλυκό;
Τόσα θερμά η ψυχή που κλείνει
τάχα γιατί να μην τα λέει;
Γιατί χαρά ούτε σ’ άλλους δίνει,
γιατί κι αυτή στο δάκρυ πλέει;
Φωνή γιατί βραχνή να βγαίνεις;
Μάτι γιατί κοιτάς σκληρά
και την ψυχή δεν αλαφραίνεις
και την καρδιά πονάς βαθιά;
-Φόβος μας δένει και μας έχει
σφιχτά, αμίλητα, κλειστά.
Φόβος μεγάλος μας κατέχει
και μας κρατεί κεριά σβηστά.
-Σπάστε το φόβο. Κλείσετέ τον
αυτόν αντίς σας φυλακή
κι εκεί για πάντα αφήσετέ τον
και σεις εβγείτε από κει.
Και αντηχήστε μες στη ζήση
μιαν απαλόσυρτη φωνή
και αδερφώστε με τη φύση
που λείποντάς της σεις πονεί.
-Σώπασε μη σ’ ακούσει ο φόβος
και μας κλειδώσει πιο βαθιά
και το σκοτάδι γίνει ζόφος
και μας λιανίσουν τα σπαθιά.
Σώπα και κάθισε μαζί μας
ως να ’ρθει η ώρα η στερνή
που τότε μόνο η φυλακή μας
λεύτερος κάμπος θα γενεί.
Τότε-α-τότε ό,τι κλειούμε
στα σωθικά μας-ό,τι κλεις
πλέρια τριγύρω θα σκορπούμε
κι όλα μ’ αγάπη θα φιλείς.
Σώπα! Πολλά ’χουμε μιλήσει.
Τα λόγια ετούτα τα στερνά
ας είναι που έχουμε ψελλίσει.
Σώπα! Ο φόβος κυβερνά!
Η πέτρα και το χορτάρι
Η πέτρα περφανεύονταν
στ’ άγουρο χορταράκι:
"Χρόνια χιλιάδες μ’ έπλασαν.
Σε τούτο το ρυάκι
που τώρα μέσα βρίσκομαι
χιλιάδες πάλι χρόνια
για να χαθώ χρειάζονται.
Σύ μες στην καταφρόνια
της μονοετούς σου ύπαρξης
για λίγο θε να ζήσεις
κι ύστερα θέλεις η δε θες
απ’ τη ζωή θα σβήσεις."
Κι έτσι στην πέτρα απάντησε
το πράσινο χορτάρι:
"Και αν το θέρος φεύγοντας
μαζί του θα με πάρει
όμως η άνθινη Άνοιξη
πάλι θα μ’ αναστήσει
όταν με τ’ άγια μάγια της
τις ρίζες μου ποτίσει.
Κι έτσι ατέλειωτα θα ζω
για πάντα κάθε χρόνο
όταν θα μένει από σε
η ανάμνησή σου μόνο.
Κι ακόμα ετούτο άκουσε-
οκνό εγώ δε μένω
και δεν αντριεύω δέχοντας
στη ράχη μου ό,τι ξένο
θα τύχει ν’ αποθέσουνε
διαβαίνοντας οι άλλοι
όσο κι αν είναι αυτοί μικροί
όσο κι αν ειν’ μεγάλοι.
Εγώ μοχθώ ασταμάτητα
κι ακούραστα δουλεύω
και με του σκότους τα θεριά
ολοζωής παλεύω
κι ό,τι οι αιώνες πάνω σου
σιγά σιγά αποθέτουν
κι άβουλη έτσι κι άτολμη
κι άζωη σε συνθέτουν
τα παίρνω εγώ μονάχο μου,
τα τρίβω, τα μερεύω
τ’ αλέθω μες στις ρίζες μου,
τα σκίζω, τα παιδεύω
τα πελεκώ ν’ ασπρίσουνε
τα λιάζω να ξανθίνουν
τα πλένω με τα δάκρυα μου,
κι αφού δικά μου γίνουν
με κείνα τ’ ανεμότρεμο
λιανό κορμί μου χτίζω
και μόνο μου ανασκώνομαι
και μόνο μου καρπίζω»
Με πατούνε
Μακριά από τους ανθρώπους δεν τολμάω
τους άσπλαχνους κι αδίσταχτους να ζήσω
μακριά από τους ανθρώπους που αγαπάω
δε γίνεται να φύγω-να χωρίσω.
Κι αφού στην κεφαλή τους δε με θε’ νε
και λεν ότι στη μέση τους στενεύω
κι αφού και στην καρδιά τους όπως λένε
αντί να τη μερεύω την παιδεύω
στο πέλμα τους μονάχα το τριζάτο
εβρήκα να κρυφτώ-κι ως περπατούνε
και φέρνουν τον πλανήτη άνω κάτω
με λιώνουν-με σκοτώνουν-με πατούνε.
ΘΕΙΟΣ ΣΑΜ
Πριν από χρόνια Σαμ πολλά-περίπου τετρακόσα
τα πλοία σου άλλες θάλασσες άγνωστες πριν οργώσαν
και σ’ έφεραν και σ’ έβγαλαν πάνοπλον εδώ πέρα
σε νέα γη, νια θάλασσα και νέο έναν αγέρα.
Κι έσβησες και αφάνισες εμπόδιο όποιον σου ’στάθη
κι όσοι σου εναντιωθήκανε και τόσοι ανοίξαν τάφοι.
Και το καινούργιο ηλιοφώς πρωτόφεξε μαχαίρια
που αδείλιαστα κρατούσανε τα αιματηρά σου χεριά.
Κράτη ξεριζωθήκανε, φυλές ωραίες εσβήσαν,
φωνές ανθρώπων καθαρές για πάντοτε σιγήσαν.
Κι όταν τελείωσες γύρισες και κοίταξες τριγύρω
και χάρηκες τον όμορφο που σου ’λαχε τον κλήρο.
Μα η πατρίδα σου η παλιά, αλλιώς συνηθισμένη
τη νέα σου ήθελε τη γη σ’ αυτήν υποταγμένη.
Κι άρματα πάλι εζώστηκες. Κι άναψαν πάλι οι τόποι.
Και νίκησες τοΝ Βρετανό. Και θάμασε η Ευρώπη.
Κι έμεινες τώρα ολόμονος. Και γύρισες το βλέμμα
κι είδες το νέο και το παλιό που έχυσες το αίμα.
Κι αγάλλιασε η όψη σου κι είπες: "μονάχος τώρα
Τη νέα μου, τη δυνατή ζωή να ζήσω ειν’ ώρα".
Και τίποτα δεν τάραζε τη νέα μοναξιά σου.
Ήχοι ερχόνταν άγνωστοι, μεθυστικοί στ’ αυτιά σου.
Και μυρωδιές πρωτόγνωρες. Και η καινούργια γη σου
πνοή ζωής περίμενε να πάρει απ’ την πνοή σου.
Κι ένιωθες μες στις φλέβες σου το αίμα να κοχλάζει
και με τη νια σου την ορμή την άγρια να ταιριάζει.
Κι ένιωθες τα μηνίγγια σου το νου να μη βαστούνε
κι αψές μέσα τους δύναμες να οργούν να γεννηθούνε.
Και δεν εστάθης μια στιγμή τη νίκη να γιορτάσεις.
Σ’ αγώνα εδόθηκες ευθύς-να εργαστείς, να πλάσεις.
Στην άγουρη παρθένα γη της νικητήριας πάλης-
τρόπαιο πολυπόθητο- το σπέρμα σου να βάλεις.
Κι η γης εγέννησε παιδιά. Κι άλλα τους αντρωθήκαν
κι άλλα γυναίκες ταιριαστές στους άντρες σου γινήκαν.
Και σαν παιδιά κι αδέρφια σου παλέψαν-ματωθήκαν
μα τέλος εμονιάσανε κι αδερφαγκαλιαστήκαν.
Κι αφού όσο ζει ο άνθρωπος πάντα του θα ζητάει
ένα θεό, στέρια στη γη να νιώθει πως πατάει,
ήρθαν προς σένα οι άνθρωποι ένα θεό ζητώντας-
κι ας ήταν ένα ξόανο, κι ας ήταν ένας λιόντας.
Και συ, γνωρίζοντας καλά το κάρπισμα που δίνει
ως και σε στέρφο έναν αγρό η θεϊκή αξίνη,
το πρώτο σου αποτρόπαιο μεγάλο έκανες βήμα:
"Ιδού", τους είπες, "ο θεός ο νέος σας: το Χρήμα".
Και από κείνη τη στιγμή εφωτιστήκαν όλοι
Και σα μεγάλο τους θεό έχουν το πορτοφόλι.
Κι αρχίσανε να τρέχουνε όπου υπάρχει ελπίδα
θεού να βρουν έστω και μια μικρούτσικη μερίδα.
Κι άρχισε το εμπόριο με τα υπερπόντια κράτη.
Κι αυτά δεν εμπιστεύονταν να ’χουνε για πελάτη
κάποιον που δεν επίστευε στη Χριστιανή Θρησκεία.
Κι ανέχτηκες την πίστη τους την αληθή κι αγία.
Είπες στους υπηκόους σου: "Το Χρήμα ειν’ ο θεός μας,
Η προστασία. Η δύναμη. Η χάρη μας. Το φως μας"
Μα για να τα ’χουμε καλά με κείνους τους απίστους
ας μνημονεύουμε μαζί και τους θεούς της γης τους".
Κι έτσι περνούσε ο καιρός. Η Ευρώπη εκοιτούσε
με ζήλεμα επίβουλο τη γη σου που ευδοκούσε,
όμως σε έριδες παλιές και μίση εθισμένη
μ’ αυτά καταγινότανε-σ’ αυτά κι ακόμα μένει.
Και Φερδινάνδοι, Κάιζερ, Ερρίκοι, Μεττερνίχοι,
δείχναν ο ένας τ’ αλλουνού ακονισμένο νύχι
και δεν τους έμενε καιρός να δούνε στη μορφή σου
τον όφι κατ’ απ’ το ιερό δεντρί του Παραδείσου.
Στο μεταξύ ο ηλεκτρισμός κι οι άλλες οι εφευρέσεις
πλαταίναν τους ορίζοντες, κι υπόσχονταν ανέσεις.
Το τρένο, το ατμόπλοιο κι ο κινηματογράφος
φτερά έδωσαν στη ζωή και στην ελπίδα πάθος.
Κι είπες προς όλους τους λαούς: "Ελάτε όσοι θέτε.
Για όλους έχω πλούτη εδώ-δουλέφτε, φάτε, πιέτε!"
Και μέσα σου: "ελάτε εδώ, διακονιαρέοι, δούλοι-
ελάτε και μας έλειψε τ’ ανθρώπινο μεδούλι".
Κι ήρθανε μαύρων καραβιές κι ήρθαν λευκών λεφούσια
Για να δουλέψουν και να φαν στη γη την υπερούσια.
Κι οι ξένοι εγινήκανε στους ντόπιους υπηρέτες
κι εκείνοι μείναν οι άρχοντες, οι πλούσιοι, οι αφέντες.
Και θέριεψες και γέμισες άμετρη περηφάνια
κι άπλωσες κοσμοκράτειρα, πανίσχυρα πλοκάμια
κι έφτιασες χωροφύλακες που τρέμουν οι πολίτες
κι έφτιασες Κροίσους πάμπλουτους κι έπλασες ψωμοζήτες.
Και όπλα φτιάχνεις άφθονα που για να τα πουλήσεις
"συμμάχους" λες για πόλεμο πως πρέπει να εξοπλίσεις.
Κι αν πουν δεν τα χρειάζονται, και αν σου πουν να φύγεις
κι αν πόλεμο δεν έχουνε, πόλεμο τους ανοίγεις.
Κι όταν τελειώσει ο πόλεμος υπάρχει η "βοήθεια"-
τρόπους που βρίσκει η λευτεριά σκλαβιά να γίνει αλήθεια…-
με λίγα παλιοψίχουλα απ’ το πλούσιο σου το γεύμα
κλέβεις το πλούτος των λαών και τους ρουφάς το αίμα.
Κι αν κάποιοι ξεσηκώνονται στην αρπαγή σου ενάντια
και θέλουν να ξεφύγουνε την τέτοια τους κατάντια-
κι αν στη μεγάλη σου ισχύ γυρίζουνε τις πλάτες,
κουμουνιστές βαφτίζονται από σε και τρομοκράτες.
Είσαι η πρώτη δύναμη. Τύχες λαών ορίζεις.
Ότι κοιτάζεις σείεται και λιώνει ότι αγγίζεις.
Ότι θα πεις, για τους μικρούς γίνεται αμέσως νόμος.
Το χάιδεμα απ' το χέρι σου χάλασμα, φρίκη, τρόμος.
Μας λες πως οι πολίτες σου έχουν ελευθερία.
Μας λες πως στην πατρίδα σου ανθεί η δημοκρατία.
Ω! Λέξεις που άλλο παίρνετε νόημα σε κάθε στόμα.
Κι ω! Λέξεις που απάτριδες και πλάνες είστε ακόμα.
Ελευθερία στους πλούσιους για να μπορούν να κλέβουν.
Ελευθερία στους φτωχούς συνέχεια να δουλεύουν.
Δημοκρατία… αλλά για σε για δήμος δεν μετράει
παρά καθείς που χρήματα και δύναμη κρατάει.
Και λες: " Για τους πολίτες μου πως ειν’ ευτυχισμένοι
Υπάρχει κι η απόδειξη τρανά διαπιστωμένη:
Το γέλιο! Στην πατρίδα μου οι κάτοικοι γελάνε.
Κάθε στιγμή. Κάθε λεφτό κι όπου σταθούν και πάνε".
Μα να με το περίφημο το γέλιο τι έχει γίνει:
Ένας τον άλλο για να φάει το στόμα του ανοίγει
αλλά σα νόμος άγραφος συνήθεια έχει περάσει
αν απ’ τον άλλο αντιληπτός γίνει, να του γελάσει.
Σαμ, είναι νόμος άγραφος αλλά γεροπλασμένος
που λέει όποιος άνομα πλουτίσει είναι χαμένος.
Που λέει όποιος έσπειρε τον τρόμο είναι χαμένος.
Που λέει όποιος έκλεψε τον άλλο είναι χαμένος.
Σαμ όλα αυτά κατάλαβε, δεν είναι ρητορείες.
Γύρισε πίσω σου και δες τις αυτοκρατορίες
που έσβησαν και χάθηκαν και βούλιαξαν στη λήθη
γιατί καμιά τους δίκαια να ζήσει δεν 'βουλήθη:
Αιγύπτιοι, Πέρσες, Έλληνες, Ρωμαίοι, Βυζαντίνοι,
Και Πορτογάλοι, Ισπανοί, Εγγλέζοι, όλοι εκείνοι
χαθήκαν γιατί στήριξαν στων άλλων την αθλιότη
Όσους στου πλούτου είχανε τα κλέη θέση πρώτη.
Κα μήπως και η χώρα σου μορφώνει τάχα ανθρώπους
που σ’ άλλους δεν μπορεί κανείς φτωχούς να έβρει τόπους;
Ας δούμε. Γιατί αν αυτό με τούτα πετυχαίνει
τότε η κάθε της βρωμιά θα ’ναι συχωρεμένη.
Μήπως ο νέος Άνθρωπος -τ' ανθρώπου η ελπίδα-
τάχα έχει τη μεγάλη σου πατρίδα για πατρίδα;
Απ’ τ’ ατσαλένια σπλάχνα σου ο άνθρωπος θα ’ρθει μήπως
που για τον άλλο άνθρωπο άγριος δε θα ’ναι λύκος;
Βέβαια κι όχι. Αδιάφορα, κρύο γεμάτη όντα
είναι η χώρα σου. Ρομπότ, που προχωρούν κυλώντας
πάντοτε καλογυάλιστα και καλολαδωμένα
κι όλα τους με το πρόγραμμα το ίδιο ρυθμισμένα.
Αυτόματη αντίδραση χωρίς καθόλου σκέψη
που έχει όλων το μυαλό τελείως αχρηστέψει.
Που έχει της διανόησης το φως εξαφανίσει
κι έχει στερέψει οριστικά της φαντασιάς τη βρύση.
Και μ’ όλα τούτα σίγουρα κείνο που καταφέρνεις
είναι της γης την άμετρη τη δυστυχία ν’ αξαίνεις.
Και μήπως τάχα μια ζωή περνούν οι υπήκοοί σου
ευτυχισμένη ή ανεκτή στην πλούσια τη γη σου;
Όχι. Οι πλούσιοι λιγοστοί και οι φτωχοί όχι λίγοι.
Κι η δυστυχία τους πιο πολλούς Αμερικάνους πνίγει.
Πρωί ως βράδυ στη δουλειά, διασκέδαση καμία.
Άστεγοι, πείνα, σκοτωμοί, κλεψιά, βρωμιά και βία.
Τρόμος και φρίκη. Ολολυγμοί, γόοι κοπετοί και θρήνοι
απ’ το που κάνουν στους πολλούς μακέλεμα οι λίγοι.
Και συ, αν σου πούνε τίποτα τους ωμούς σου σηκώνεις
και νόμους φτιάχνεις που μ’ αυτούς το μακελειό δικιώνεις.
Για αμερικάνικο όνειρο μιλάς όπου κι αν είσαι
και του φωνάζεις του φτωχού: "φάε όνειρο και ζήσε".
Και ποιο είναι τ’ όνειρο; Φτωχός πως αν κανείς κινήσει,
υπάρχουν πιθανότητες, λέει, πως θα πλουτίσει.
Μα μόνο οι ευνοούμενοι του βασιλιά ή του Νόμου
Τα πλούτη πάντα χαίρονταν του βίου τους του ανόμου.
Από τα χρόνια τα παλιά έτσι είναι ορισμένο.
Ειν’ τ’ όνειρό σου στην παλιά τη φόρμα αυτή χυμένο.
Στην Πλάση μέσα με όνειρα οι άνθρωποι όλοι ζούνε.
Μα αν τ’ όνειρο μένει όνειρο, οι άνθρωποι πεινούνε.
Δικό σου όμως έργο Σαμ δεν είναι οι ονειρώξεις
μα του ανθρώπου τ’ όνειρο το ωραίο να σαρκώσεις.
Όμως σε λίγους μοναχά εμοίρασες τα πλούτη.
Και τόσο είναι φυσική η ζωή γι αυτούς ετούτη,
που-κι είναι το χειρότερο-νομίζουν ότι όλοι
όπως εκείνοι, έχουνε γεμάτο πορτοφόλι,
και πως μια κάποια αναποδιά, μια κάποια ιδιοτροπία
η γκρίνια έχει των φτωχών για μόνη της αιτία.
Και δεν μπορούν να νιώσουνε πως άνθρωποι πεινάνε.
Ότι δεν έχουν να ντυθούν-κρυώνουνε… πονάνε…
Ζουν σ’ έναν κόσμο όπου φτωχός κανένας δεν χωράει.
Κι ο χρόνος χρυσοστόλιστος γι αυτούς αργοκυλάει,
και με νωχέλεια δέχονται σαν κάτι που τους πρέπει
όσα κυλούν απ’ των φτωχών προς τη δική τους τσέπη.
Κι όταν κανένα δυστυχή ακούσουν να βογκάει
με απορία τον δείχνουνε και λεν: “Look at this gay…”
Κι αμέσως τόνε παίρνουνε μακριά οι άνθρωποί τους
να μην προσβάλει η θέα του την ευγενή όρασή τους.
Και όταν ξεσηκώνονται οι μαύροι και ζητάνε
να τιμωρεί ο νόμος σου αναίτια όσους χτυπάνε,
οι τηλεπαρουσιαστές μ’ αθώο ένα ύφος
λένε πως η εξέγερση γι αυτούς ειν’ ένας γρίφος.
Και λεν αλήθεια. Πράγματι, είναι βαθύ το χάσμα
που από τ’ άλλο το ’να σου έτσι χωρίζει πλάσμα.
Τόσο οι δυο κόσμοι που ’πλασες στη νέα ήπειρό σου
ξεχωρισμένοι στέκουνε-αυτό ’ναι τ’ όνειρό σου.
Οι άνθρωποι Σαμ! Οι άνθρωποι! Ληστής ο ένας τ’ άλλου
φονιάς ο μέγας του μικρού κι εκείνος του μεγάλου.
Ζούγκλα η χώρα σου, και σαν βρυχάται το λιοντάρι
αντάμα τρέμει με τα ζα του δάσους το χορτάρι.
Μήπως και κάποια ιδανικά καλλιεργεί ετούτη
η χώρα που τη δέρνουνε η φτώχεια και τα πλούτη;
Μη την αγάπη; Τη φιλιά; Την όμορφη παρέα;
Την αδερφότητα; Του νου τα υψηλά κι ωραία;
Απ’ όλα τούτα τίποτα. Όλη της η ιστορία
του χρήματος η απόκτηση… το δέος... η λατρεία…
Κι ιδανικό μονάχο τους και πάθος τους καθάριο-
Αλλά και πόσο βρώμικο!- το πράσινο δολάριο,
που με τυφλή, αλόγιστη κι αλύγιστη μανία
λύπη μας κάνει τη χαρά, τη ζήση τυραννία,
και στέλνει στους κατόχους του και στους επικριτές του
τις καφτερές, κλεφτόχαρες, τις μαύρες αστραπές του.
Τι ειρωνεία! να ’χετε χρώμα ελπίδας δώσει
σε ότι καθ’ ελπίδα μας έμελλε να σκοτώσει…
Ότι μας δίνουν τα λαμπρά των δέντρων τα κλωνάρια
τι κρίμα να το κλέβουνε τ’ άψυχα τα δολάρια!
Κι ακούς κοράκων κρώξιμο να σκίζει τον αέρα
κι από τα μαύρα τους φτερά γίνεται η νύχτα μέρα.
Και σάρκες μισοφάγωτες βλέπουν με άδειο μάτι
τη γη μας, μίσος κι αίματα και Θάνατο γεμάτη.
Και μες στο κρύο και βουβό ανατρίχιασμα του τρόμου
Ακούς βραχνά στριγκλίσματα: "Δικό μου!", λεν, «Δικό μου!»
Και στου ύπνου το παράδαρμα «Δικό μου!», ακούς, «Δικό μου!»…
Και χέρια στραγγαλίζοντας φωνάζουνε: ΔΙΚΟ ΜΟΥ!
Όπως η φτώχεια των πολλών σ’ ανέβασε στα ύψη
η ίδια, Σαμ, ήρθε ο καιρός, τώρα να σε γκρεμίσει.
Και ούτε τότε τ’ άστρο σου χρώματα δε θα δώσει:
άχρωμη μια η δύση σου κι άξαφνη θα ’ναι πτώση.
-------------