ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ
Εβγήκα στις κορφές
που φέγγουνε λαμπρές
χαρές χρυσοντυμένες.
Τις φώναξα μα αυτές
λες ήτανε κουφές
δεν ήρθαν οι καημένες.
Επήγα στη φωλιά
που στήνουν τα πουλιά
του πιο ψηλού του κλώνου.
Γεμάτη με φιλιά
εβρήκα μια αγκαλιά
κι αυτή ήτανε του πόνου.