ΣΕΙΡΑ ΠΟΙΗΣΗ
ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΟΛΟΛΥΖΕΙΝ
"Άχου! Οι χαμένες μας πατρίδες!
“Άχου! Οι χαμένες μας ζωές!"
Λες και τις πατρίδες τις είχαμε αποθέσει
σαν κύπελλα
πάνω σε γυμνές κοιλιές γυναικών
που γελώντας τα χύνουν..
ή πως τις παίρναμε στο κρεβάτι μας όταν κοιμόμασταν-
μα μήπως και τότε θα 'ταν δικές μας;
ΤΑ ΧΑΡΤΑΚΙΑ
Ταχτοποιούσε μπλε και κίτρινα χαρτάκια
που έβγαλε σωρό από την τσάντα.
Άσπρη ανάμεσα στις κόκκινες καρέκλες και σοβαρή
ταχτοποιούσε μπλε και κίτρινα χαρτάκια.
Το BREAKFAST διπλωμένο πάνω στο τραπέζι
κι αυτή έβαζε σε τάξη τα χαρτιά.
Όταν τελείωσε ήρθ' ένας εξηντάρης
κοκκινοπρόσωπος, μ' ένα καφέ ριγέ κουστούμι
κρατώντας στο 'να χέρι τον καφέ
και τ' άλλο έχοντάς το μες στην τσέπη
και την πήρε.
ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ
Ασ’ τα παράθυρα ανοιχτά.
Μέσα κανείς δε θα ’δει.
Ο σκύλος έξω ας αλυχτά
μέσα τ' αηδόνι ας άδει.
Έξω σκοτάδια είναι πηχτά
κι εδώ το φως πλαντάζει'
μ’ ας’ τα παράθυρ’ ανοιχτά
κανείς δε μας κοιτάζει.
Οι άνθρωπ’ είναι βιαστικοί
και δεν τους μένει ώρα
ν’ αργοπορούν εδώ κι εκεί
με φώτα χρονοβόρα.
Άνοιξε διάπλατα λοιπόν.
Το σαρκοβόρο σμάρι
έξω ας βοά μαύρων γυπών'
ας λάμνουν μέσα γλάροι'
έργα έχουν άλλα, σοβαρά
οι άνθρωποι να πράξουν-
’σύχασε' ούτε μια φορά
εδώ δε θα κοιτάξουν.
Στο τέλος κάποιος κι αν δειλά
το βλέμμα εδώ γυρίσει
κι ό,τι να δει, ξέρεις καλά
πως δεν θα εννοήσει.
ΤΟ ΑΤΥΧΟ
Είχε ανοίξει ένα μαγαζί
κι αυτό πήρε φωτιά' μαζί
κάηκαν όλα τα λεφτά του
που είχε πάντοτε κοντά του.
Αυτό στα εικοσιδύο του'
μετά πήρε απ΄ το θείο του
δάνειο χιλιάδες εκατό
κι άνοιξε άλλο' μα κι αυτό
έπεσε έξω' διόλου δουλειά.
Και το 'κλεισε. Ύστερα πουλιά
με κάποιον άλλον επουλούσε
όμως ο άλλος τον γελούσε.
Κάτι ψευτοεπαγγέλματα
κάτι ύποπτα μπερδέματα
εκαταπιάστηκε μετά
όμως δεν έβγαζε αρκετά'
τώρα σαράντα ετών φυτοζωεί'
πώς να την πεις αυτή ζωή..
και μια κυρά που 'χε γνωρίσει
τώρα κι αυτή τον έχει αφήσει.
Ο κύκλος φαίνεται έκλεισε'
λίγο νωρίς αλλά έκλεισε.
Άνοδο πλέον δεν καρτερεί
αυτό το άτυχο παιδί.
ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ
Και πια δεν ξέρουν τι να κάνουν
και τι τεχνάσματα να επινοήσουν
και κάνουνε τα ίδια και τα ίδια κάθε μέρα
λιγάκι μόνο αλλάζοντας κάθε φορά
τις λέξεις, τις κινήσεις, τις εκφράσεις.
Οι άλλοι πάλι χειροκροτούν
σαν να 'τανε το θέαμα κάτι νέο'
και παν και ξαναπάνε και το βλέπουν
και γράφουν κριτικές επωφελείς,
και παν και ξαναπάνε και το βλέπουν
κι εκφράζουν "ανυπόκριτον χαράν"
και λεν: "αυτή
ήτο μια νέα ερμηνεία τω όντι"
και το επαινούν και το αινούν και το θαυμάζουν
γιατί τι άλλο να 'καναν
και πώς να πούνε
πως όλ' αυτά είναι μιαν άρνηση κι ένα κενό
που τότε το κενό θα ’παιρν' εκδίκηση
αποκαλύπτοντας αυτοστιγμεί
πως ούτε η τέχνη είναι καταφύγιο.
ΟΙ ΦΙΛΟΙ
"Τους φίλους τους μικρούς θα παραιτήσω
και συντροφιές μεγάλες θα 'βρω-
στο νουν και στην ευγένειαν και στα ήθη-
κι εις το εξής μ' ομοίους μου και μόνο θα μιλώ"-
έτσι σκεπτόταν, έτσι επάσκιζε
έτσι του 'πρεπε πραγματικά.
Μα όταν έφθανε της μοναξιάς το χάος
εις φίλους έτρεχε μικρούς να το πληρώσουν'
και τα κοινότατα άρχιζαν-
οι γυναίκες
τα χαρτιά.
Αυτούς τους φίλους τότε τους ευγνωμονούσε'
καλά που βρίσκονταν κι αυτοί-
στις τέτοιες του στιγμές
ποιος θα τον δέχονταν
μεγάλος..
ΒΥΖΑΝΤΙΟ 1439
"Πόσο μας κούρασαν κι αυτοί οι Λατίνοι..
Για να μας δώσουνε λίγη βοήθεια
ζητούσαν να ξεχάσουμε την πίστη μας.
Καθόλου δεν τους άγγιξε η λαμπρότητα κι ο όγκος
της αντιπροσωπείας μας: εφτακόσοι! Ό,τι καλλίτερο
το πνεύμα κι η εξουσία μας είχε να δείξει.
Και επικεφαλής ο βασιλιάς μας!
Τίποτα αυτοί. Ανυποχώρητοι.
Εμείς από την άλλη τι να κάναμε;
Πώς να φυλάξουμε ορθή την πίστη
με το Μουράτ απέξω από την Πόλη;
Δυο χρόνια κράτησαν οι συζητήσεις.
Και συσκεφτόμασταν...και συσκεφτόμασταν…
(κουράστηκα στο τέλος).
Και φύγαμε ατιμασμένοι απ' τη Φερράρα-
υποχωρήσαμε στο σπουδαιότερο:
δεχτήκαμε πως "εκ" σημαίνει "δια".
Πώς χάρηκαν οι βρωμεροί που μας ταπείνωσαν..
Όμως στην Πόλη σαν ξαναβρεθήκαμε,
μες στις εικόνες μας και στα λιβάνια
κι όταν βυθίσαμε στους ύμνους πάλι
και στα τροπάρια της Ορθοδοξίας μας
αλλάξαμεν απόφασιν αμέσως:
έτσι κι αλλιώς θα χάνονταν η Πόλη:
καλλίτεροι οι Τούρκοι απ΄τους παλιο-Λατίνους".
ΞΑΝΑ
Είχε δυο χρόνια να τη δει.
Είχε δυο χρόνια να τον δει.
Τυχαία συναντήθηκαν.
Εκείνη κάποιον άλλον εσυνόδευε.
Εκείνος κάποιαν άλλη κουβαλούσε.
Στη μνήμη των οι νύκτες ήλθαν
οι ατελείωτες
που πέρασαν μαζί
αναλλοίωτες.
Τους διώξαν και τους δυο το ίδιο βράδυ
κι ενώθηκαν ξανά το ίδιο βράδυ.
ΤΟ ΚΕΡΙ
Θα πήγαινε ν' ανάψει ένα κερί.
Το ύφος του θα διόρθωνε εις συντετριμμένον
με βήματα μικρά θα έμπαινε, διστακτικά
και με σκυφτό κεφάλι.
Θα έκανε μια κίνησιν φιλήματος
προς την εικόνα-
όμως χωρίς να ακουμπήσει στο γυαλί-
μετά δυο τρία βήματα οπίσω
κάνοντας ταυτοχρόνως το σημείον του σταυρού.
Ύστερα ήταν το κερί' για να τ' ανάψει
σήκωμα του κεφαλιού (να μην καούμε κιόλας),
στερέωσις του κεριού στο μανουάλι
κι υπόκλισις μετρία προς το ιερόν.
Σ' αυτή τη στάση πέντε ως δέκα δευτερόλεπτα
με το σιαγόνι ν' ακουμπά στο στέρνον
κι ύστερα έξοδος ως είχε μπει-
αθορύβως.
Μα το κυριότερο είναι το πρόσωπο να κρύβονταν.
Α! Να! Θα πήγαινε την ώρα
που το σκοτάδι πέφτει λίγο λίγο
ενώ τα φώτα δεν ανάβουνε ακόμα'
στο μισοσκόταδο
το πρόσωπο
σχεδόν καθόλου δε θα φαίνονταν.
ΕΓΝΩΡΙΣΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ
Εγνώρισα το θάνατο μέσα
στο ποδοβολητό των σπίνων του Ιουνίου.
Εγνώρισα το θάνατο
στις κρύες νύχτες του χειμώνα
στις ζεστές μέσα νύχτες του καλοκαιριού.
Εγνώρισα το θάνατο
μέσα στα πράσινα φύτρα των πρώτων σκίνων
μέσα στα μάτια πληγωμένου ελαφιού
μέσα σε καλοκαίρια ολόκληρα βουτηγμένα σε άσκοπον ιδρώτα'
μέσα σε νερά γαλήνια, νύχτα ανάστερη
το σοβαρό και αμέτοχο πρόσωπό του μου γελούσε.
Εγνώρισα το θάνατο
στα επιφωνήματα των άστρων όταν πέφτουν
στο κρυφομίλημα παρθένων
στο γέλιο των πορνών΄
κατω από λέξεις χωματένιες
βαριές ακόμα από σίδερο και ιλύν
εγνώρισα το θάνατο.
Εγνώρισα το θάνατο
μέσα στου πέπλου της σιωπής τις παχιές δίπλες'
μέσα στην άτολμην οργή και την αμηχανία'
μέσα στην πλήρη επάρσεως άρνηση'
στην τυφλή μέσα κατάφαση και την υπακοή.
Εγνώρισα το θάνατο
μέσα στων αηδονιών το γλυκολάλημα
μες στην καρδιά και μέσα μέσα
στις έλικες τις ευφυείς του εγκεφάλου.
Μέσα κι ανάμεσα σε δυο κορμιά αγκαλιασμένα
εγνώρισα το θάνατο.
Εγνώρισα το θάνατο μέσα στο μέγα άδειο
της ώρας που ο ύπνος του μεσημεριού χωρίζει από το σώμα.
Μες στων παιδιών το βύζαγμα-στο δέσιμο χειλιών και ρόγας
εγνώρισα το θάνατο.
ΝΑ ΤΑ ΦΥΛΑΤΕ
Όταν δειτ' ένα κομμένο
άνθος κάτω πεταμένο
μη καλοί μου το πατήστε
κι ούτε κάτω να τ' αφήστε.
Και τα δυο τα χέρι' απλώστε
στοργικά να το σηκώστε
και να το 'χετε μαζί σας
σα χαρά και σα γιορτή σας.
Κι αν σας βρουν κακές ημέρες
κι αν η βάρκα βγει σε ξέρες
κι αν σας θλίβουν όλοι οι τόποι
κι αν σας διώχνουν οι ανθρώποι
τότε βγάλτε και μυρίστε
το λουλούδι-θ' απορήστε
πώς λησμόνια και γαλήνη
εν' ανθάκι τόση δίνει.
Και οι πόνοι σας θα γιάνουν
και οι θλίψες θα μαράνουν
και θα γίνουν ευωχία
τ' άσημά σας τα ψιχία.
Σημασία λίγη δώστε
κι ό,τι λέω φίλοι νιώστε:
τ’ άνθη μη-μην τα πετάτε-
στην ψυχή να τα φυλάτε.
ΤΟ ΣΥΝΝΕΦΑΚΙ
-Σύννεφο συννεφάκι μικρούλι, λευκωπό
πώς βρέθηκες μονάχο στον γαλανό ουρανό
και πας με τ' αγεράκι που πνέει απαλό
και μια φτερά αγγέλου θυμίζεις, μια σταυρό;
Γωνιά καμιά δεν έχεις-σκιά για να σταθείς
ο ήλιος θα σε κάψει-θα σβήσεις-θα χαθείς.
-Αφού εν' αδέρφι βρήκα στης γης την απλωσιά
χαρά δε θέλω άλλη-δε θέλω άλλη δροσιά.
Και τόπο αν κανένα δε θα 'βρω να σταθώ
κι αν σβύσω κι αν διαλύσω, ποτέ δε θα χαθώ:
η έγνοια στη φωνή σου κι η ζέστα στη ματιά
παντοτινή μου ασπίδα στου χρόνου τα σπαθιά.
ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΟΙ
Αρίζωτοι στη νέα κι απ' την παλιά τους
πατρίδα ολοσχερώς ξεριζωμένοι
χαμένοι, με χαμένη τη χαρά τους
περνούν οι μετανάστες εις την ξένη'
Και κάνουν συγκεντρώσεις οι καημένοι
και λεν: "η αγαπημένη μας πατρίδα…"-
όμως πολύ δεν είναι αγαπημένη
κι όλο λιγότερο είναι πατρίδα.
ΕΝΟΣ ΓΥΜΝΟΥ
Η λερή επιφάνεια του τραπεζιού θυμίζει
πως κάποτε τρώγαν πάνω του.
Διακρίνω τον κύκλο του ποτηριού
τον κύκλο του ζεστού καρβελιού
και τον κύκλο ενός γυμνού κορμιού-
πρέπει να 'ναι της εξαδέλφης
που πήγαινε τα Σαββατοκύριακα.
ΤΑ ΓΚΡΕΜΙΣΜΕΝΑ
Έπιπλα δεν είχε το δωμάτιο
και όσο να πεις
ένα τραπέζι
απαραιτήτως χρειάζονταν'
Δε θα 'τρωγε καλά για λίγες μέρες
το κάπνισμα θα εμετρίαζε
το φως νωρίς θα το 'σβηνε
λίγο από δω-λίγο από κει
θα τα κατάφερνε στο τέλος.
Και όχι πολυτέλειες.
Δεν ήθελε
ξύλο καλό, ούτε μορφήν και στυλ θα εκοιτούσε.
Ένα απλό τραπέζι'
λίγο γυαλιστερό μόνο στην επιφάνεια
και κάπως, όσο γίνονταν
τα πόδια του κομψά
(μπορεί να το 'ντυνε και με χαρτί'
έτσι κι η φθήνεια του θα κρύβονταν
και τακτικός θα έλεγαν πως είναι).
Τώρα θα πεις:
μεγάλη ανάγκη ήταν το τραπέζι;
Ανάγκη όχι, μα είναι κάποια συντροφιά-
ένα δωμάτιο άδειο άσχημα χτυπάει. Πάλι
κάποιος μπορεί να ’ρχόταν
και την κατάντια του να δει δε θ' ανεχόταν.
Και τέλος είναι κάτι όρθιο
μέσα σε τόσα γκρεμισμένα.
Η ΜΟΥΣΙΚΟΥΛΑ
Όταν το σούρουπο μεστώνει
και πριν ακόμα γίνει βράδυ
τις θείες νότες της απλώνει
μια μουσική γλυκιά σα χάδι.
Πέφτει απαλά σαν τη δροσούλα
μες στη σιωπή της γειτονιάς μου
όπως ανέγγιχτη νυφούλα
σε γιορτινό κρεβάτι γάμου.
Και με τρυπά σα νοσταλγία
και με πονεί σαν ερωμένη
η μαγική της μελωδία
που στον αέρα είναι χυμένη.
Μήπως του Πάνα η φλογέρα
και του Απόλλωνα η λύρα
ξεπροβοδίζουν την ημέρα
χαρίζοντάς της τέτοια μύρα;
Μήπως σε με που δε με ξέρει
τη θαλπωρή από το θέρο
και τη γαλήνη από τ' αστέρι
στέλν' η καλή που δεν την ξέρω;
Ή μην ο αγέρας απ' τα μάκρη
σοφός ως έρχεται του κόσμου
του ταξιδέματος το δάκρυ
και τη χαρά σταλάζει εντός μου;
Α! Του σπανίου τους του κάλλους
γνώστες δεν ειν' αυτοί οι ήχοι-
από ποιητές φύγαν μεγάλους
κι ήρθαν σε με να γίνουν στίχοι.
ΣΤΟ ΧΩΜΑ
Ωρθώθη ο γίγαντας στα δυο τα πόδια τ' ατσαλένια
και με το χέρι εχάιδεψε τ' ατσάλινά του γένια'
Τ' όπλο του το γιγάντινο στα χέρια του αρπάζει
κι ενός νιοπέταχτου πουλιού τα δυο φτεράκια σπάζει.
Κι ως το 'δε ο γίγας τ' ατσαλιού να σπαρταράει μπροστά του
επόνεσ' η ατσάλινη κι απόνετη καρδιά του
κι έκλαιγε πάνω απ' του πουλιού το πληγωμένο σώμα
με δάκρυα από σίδερο που βρόνταγαν στο χώμα.
ΝΑ ΧΩΡΙΖΟΥΝ
Του χωρισμού των έφθασεν η μέρα.
Αδύνατον να πάνε παραπέρα'
το ένιωθαν καλά-το τέλος είχε φθάσει.
Χωρίσανε το βράδυ με αοριστίες
για τη συνάντησιν την επομένην
"τηλέφωνο θα πάρω κάποια μέρα..."
"θα περιμένω-ναι-εξάπαντος..."
Μα ήξεραν πως έλεγαν κενά-
ούτε αυτός θα έπαιρνε, ουτ' εκείνη
στ΄ ακουστικό θ' ανέμενε όπως πρώτα.
Είναι μια μέθοδος καλή κι αυτή
γι ανθρώπους ευαισθήτους
να χωρίζουν.
ΟΤΑΝ
Όταν
στον τελειωμό της μάχης της μεγάλης
του γυρισμού το δρόμο παίρνεις νικημένος
κι ακούς ακόμα να ηχούνε καθαρές
του νικητή σου οι χαρούμενες ιαχές
κι η κόλαση ξεχύνεται ξοπίσω σου και μπρος σου φοβερή
τότε
δεν ωφελεί παράδεισους να σκέφτεσαι
για φαντασιώσεις πια καιρός δεν είναι.
Τα βήματά σου σύρε και βολέψου
όπως μπορείς σε μια γωνιά
και τυχερός πολύ να θεωρείσαι
που εκεί σ' αφήνουνε να μένεις.
Για δίκαιο μη μιλήσεις-
για δόλον του εχθρού ή ατιμίαν του στη μάχη'
τα τέτοια σβήστα από τη σκέψη σου τελείως
και από τώρα ήσυχα να ζεις και μετρημένα
με προσοχήν προσέχοντας μεγάλην
μη κάτι που θα κάνεις ή θα πεις
τόνε θυμώσει τον εχθρόν που νικητής εμπήκε στη ζωή σου.
Και ξέρεις δα οι νικητές
τι εύκολα θυμώνουν.
ΟΙ ΑΣΧΗΜΕΣ
Στις άσχημες γυναίκες που η μοίρα
τους όρισε αγέλαστη μια ζήση-
που μένουν τα όνειρά τους πάντα στείρα
κι ο ήλιος τους γνωρίζει μόνο δύση'
στις άσχημες γυναίκες που τον πόνο
για σύντροφο πιστό τους έχουν πάντα-
στις άσχημες γυναίκες αφιερώνω
αυτή τη λυπημένη την μπαλάντα.
Σ' αυτές κανείς δε στέλνει ωραία δώρα
και ποιήματα θερμά κανείς δε γράφει.
Φορέματα γι αυτές δε φτιάχν' η μόδα
κι είν' άφωτοι τα μάτια τους δυο τάφοι.
Ο πόθος τις θερίζει κάθε βράδυ'
προσεύχονται για έστω μια θωπεία
ελπίζουν όμως άδικα-το χάδι
γι αυτές το ερωτικό μια ουτοπία.
Παράσιτα που ζουν λησμονημένα
σ' ανθένιο μοσχομύριστο φυτώριο'
γράμματα με βιασύνη στριμωγμένα
σε κάποιου τετραδίου το περιθώριο.
Μπροστά τους ξεχωρίζουνε δυο δρόμοι:
αυτός της θλιβερής κι ανούσιας ζήσης
μακριά από τους ανθρώπους και ακόμη
μακριά 'π' του έρωτα τις συγκινήσεις
κι εκείνος της πικρής της επαιτείας
για χάδια που ποτέ τους δε θα βρούνε
ενώ τα σιγανά της ειρωνίας
τα γέλια, μες στ' αυτιά τους θα ηχούνε.
Ανέραστες και φρούδες ερωμένες
μια κρύα σαν τις άλλες θα πεθάνουν
νυχτιά, με τις παλάμες απλωμένες
προς έναν ουρανό που δε τον φτάνουν.
Και πάνε στην αφάνεια και στη λήθη-
κανένας μια κυρία δε θυμάται
που μόνη στη ζωή της εκοιμήθη
καθώς και τώρα αξύπνητα κοιμάται.
Αυτά τα λίγα λόγια τα θλιμμένα
στις άσχημες γυναίκες αφιερώνω'
κι ας μη σκεφτούνε άδικα για μένα-
κι εγώ στον ίδιο πόνο αργολιώνω.
Κι αφού δεν τους εχάρισαν για δώρα
οι θείοι ποιητές αθάνατα έπη
οι άσχημες γυναίκες θα 'χουν τώρα
την άσχημη μπαλάντα που τους πρέπει.
ΝΑ ΦΟΒΗΘΟΥΝ
Το πλοίον τρέχει απτόητον απ' τα κύματα.
Η θάλασσα ας γυρεύει θύματα-
είναι καλά τριγύρω φυλαγμένο
με σίδερα φτιαγμένο.
Ο πλοίαρχος φλυαρεί με μια κυρίαν'
οι ναύτες τραγουδούν στην πρύμνη
κι οι επιβάτες κάτω διασκεδάζουν .
Μ' αυτό το πλοίον τίποτα δεν έχουν
να φοβηθούν-
είναι καλά τριγύρω φυλαγμένο
με σίδερα φτιαγμένο.
Η ΔΡΟΣΙΑ
Η δροσούλα την αυγή-
η καλή δροσιά
μες στη γειτονιά
στάλα στάλα πέφτει.
Μη της παίρνεις τη ζωή
όταν περπατάς-
μη τήνε πατάς
κόσμε δροσοκλέφτη.
ΣΤΑΡΙ ΣΤΟ ΣΑΚΚΙ
Τόσο πολλά είναι μέσα στο μικρό χώρο
και τόσο κοντά το 'να στ' άλλο, τα πριν
τόσο απλωμένα, που, ασυνήθιστα σ' αυτό
ασφυκτιούν. Η μέσα τους ζωή
πιεσμένη έτσι, κινδυνεύει
όλη κλείσιμο να γίνει και υπομονή.
Ν' αγαπιούνται, όμως, έμαθαν εκεί,
χωρίς υπεκφυγές' αλλιώς
θα ξέφευγαν από την ηρεμία του κέντρου τους,
και θα έμεναν χωρίς ελπίδα, κάποτε,
σε πεδίο πλατύ να ριχτούνε,
και με της γης την ευλογία, το πράσινο,
που τώρα σαν σε όνειρο κατέχουν,
να φανερώσουν.
ΜΙΚΡΟ ΠΟΙΗΜΑ
Πάνω στο γράμμα γράμμα
το πρώτο θα σβηστεί'
Πάνω στο θάμα θάμα
το 'να θα ξεχαστεί.
Πάνω στον πόνο πόνος
πα 'στον καημό καημός
διπλά μετράει ο πόνος
διπλά μετρά ο καημός.
Η ΠΡΩΤΗ
Απάνω στο βιβλίο μου
καθώς καθόμουνα στο ηλιοστάσι
μια μύγα ήρθε να διαβάσει.
Τα πόδια της ελύγισε
και 'στάθη λίγο έτσι διπλωμένη
στο διάβασμά της ξεχασμένη.
Κατόπι εσηκώθηκε
και το σοφό της ξύνοντας κεφάλι
"θεέ μου", είπε, "τέτοιο χάλι
ποτέ δεν το περίμενα:
οι άνθρωποι μοχθούν να μάθουν ό,τι
για μας η γνώση ήταν η πρώτη".
ΜΟΛΥΒ’Ι
Ξέρω: σε λίγο θα ροδίσεις τα σύννεφα
κι σ' όλα γύρω σου ένα πορτοκαλί θα δώσεις χρώμα.
Ύστερα κόκκινο, πιο κόκκινο,
που λίγο λίγο αναιμικά θ' αδυνατίζει,
κι όταν τελείως πια θα 'χεις βυθιστεί
ένα μολυβί βαρύ.
Και ξέρω,
τ' άλλο πρωί τα ίδια τώρα ανάποδα θα κάνεις
καθώς θα 'ρχεσαι:
μολυβί, κόκκινο, πορτοκαλί,
και πια άσπρο-αυτό το ανήλεο
εξονυχιστικά ερευνητικό
παμφάγο άσπρο.
Και κάθε μέρα πάλι τα ίδια...και τα ίδια...και τα ίδια...
Ίδιες ιδέες, ίδιες εικασίες, ίδια πράγματα.
Σε βαρέθηκα ήλιε.
ΠΑΡΑΞΕΝΟ
"Αντίθετα από σε
εγώ έχω εμορφιάν
το σώμα όπως πρέπει καμωμένο
στα μέλη συμμετρίαν
και πρόσωπον ηδύ'
παράξενο το βλέπω
το αγόρι το δικό μου να τραβήξεις".
"Κι αν έχεις εμορφιάν
και πρόσωπον ηδύ
για την αγάπην είσαι
ένα μικρό παιδί-
δεν έχεις κοιμηθεί
όπως εγώ με τόσους
και ποιος θα σου την μάθει
του έρωτα την τέχνην;"
ΘΥΜΑΤΑΙ
Ερώτων παρανόμων ιστορίες
μακριά 'π' την κλίνην την συζυγικήν
θυμάται.
τότε που νέα ήταν και την πρόσεχαν
και μέρα βαρετή καμιά δεν είχε.
(τι αλλαγαί κλινών! τι αλλαγαί σωμάτων!
τι πανδαισία μεθυόντων αρωμάτων!)
Και τώρα να πού έφθασε: έναν αλήτη έχει
κι αυτόν με δυσκολία τον κρατεί.
ΤΟ ΤΩΡΑ
Σκόνη χρυσή που κάθοντας
πάνω στα περασμένα
δίνεις το κάλλος στ' άσχημα
τη γεια στα πονεμένα'
που δίνεις πλούτο στα φτωχά
δίνεις στα γκρίζα χρώμα
και μέλι κάνεις γκυκερό
κάθε πικρό μας πιόμα'
σκόνη χρυσή που απόμεινες
η μόνη μας ελπίδα
έλα σε μας-το άπατο
του χρόνου ρυάκι πήδα
και μείνε μέσα στο Παρόν
τα μαγικά σου δώρα
ανάγκη έχει όχι το Χτες
μα πιο πολύ το Τώρα.
ΘΑ ΚΟΠΕΙ
Πατά γυμνός σε πετρώδη εδάφη
μακριά 'πο ήλιου φως
και κύκλους μέσα στο σκότος γράφει
σαν λύκος μοναχός.
Οσμήν εχάρισε μόνο η φύση
στο σώμα το σκυφτό
και όπου κάπου του Έρωτ' ανθίσει
το ρόδο το γλυκό
ταχύς πετά ο πανικός της Αγάπης
σαν σκότους αστραπή
και πριν χαρεί δροσιά ο διαβάτης
το άνθος θα κοπεί.
ΦΟΡΩΝΤΑΣ
Φορώντας το πράσινο
φορώντας το κίτρινο
φορώντας το μπλε
μας κόπιασες Άνοιξη.
Σαν νύμφη χορεύοντας
σαν κόρη ερωτεύοντας
σαν νια τραγουδώντας
μας κόπιασες Άνοιξη
κρατώντας τ' αστέρι
κρατώντας τα’ αγέρι
κρατώντας φιλί.
Και κραδαίνοντας την ανυπομονησία
τον παραλογισμό
και την ασπλαχνιά μας ήρθες.
ΚΟΙΜΟΥΝΤΑΙ
Στην τελευταία ντυμένες μόδα,
ωραίες, τρυφερές, χαριτωμένες,
με μύρα στολισμένες και με ρόδα
κυρίες ιδανικές κι εκλεπτυσμένες,
τις φωτισμένες κοσμούν βιτρίνες
μεγάλων και λαμπρών καταστημάτων.
Ποτέ τους δεν ξαπλώνουνε σε κλίνες
ερώτων ή σ' ανάκλιντρα θανάτων-
για κείνες είναι ζωή τους όλη
μια στάση αυστηρά καθορισμένη'
κι ουτ' έχουνε ποτέ αργία ή σκόλη
και ώρα για ξεκούραση δοσμένη'
Μον' όταν βράδυ τα φώτα σβήνουν
κι η Νύχτα με το Θάνατο φιλιούνται
εκείνες απαλά τα μάτια κλείνουν
και δίχως να τις βλέπουμε, κοιμούνται.
Η ΚΥΟΦΟΡΟΣ
Γι αυτήν
ξαφνικά όλα πιο μεστά είναι. Το Αϊδιο
όρμησε μέσα της σφιχτά κρατώντας όλα τα πρόσκαιρα
στα νοητά του χέρια και προετοιμαζόμενο
γι άλλη μια φορά
τις βαριές του ν' ανοίξει κουρτίνες.
Κολυμπώντας στο αίμα
και σε βελούδινους πάνω κροσσούς κοιμώντας
θα ενοικήσει εκεί
ώσπου σε μία γνώριμη να δεθεί μορφή-
που κιόλας απ' τους έξω είναι αναμενόμενη-
γνώριμη τόσο που προτού
με όλες τις ιδιοτυπίες της φανεί
καλυπτήρια έκτυπα του σώματος και των μελών της
η κυοφόρος ετοιμάζει.
Και από τα μέσα της μαστορέματα ζάλη μόνο
από την Αντίθετη Πορεία θα νιώθει
και θα εμέσσει από το Αδιαχώρητο
που κι αυτά όμως
λέγοντας απλά "είμαι έγκυος"
σαν δήθεν επαϊουσα
θ' αντιπερνά.
ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΜΑΣ
Οι ποιητές μας παίρνουν τη ζωή και τη σκαλίζουνε
και τη διϋλίζουνε...την κοσκινίζουνε...την αναλύουν...
και βρίσκουν μέσα της μονάχα πίτουρα
και περιττώματα...και σάπια φλούδια...
Ύστερα
λίγο έκπληκτοι, όμως αποφασιστικά
παίρνουν απ΄το μπακάλικο χρυσές μπογιές κι αρώματα
και με πολλή πολλή επιμέλεια
ντύνουν τα πίτουρα χρυσάφι κι ευωδιές τη βρώμα.
Ας ειν' καλά' σ' ένα μασκάρεμα καθώς αυτό
οι ανεύθυνοι αρέσκονται-ο κόσμος όλος.
Ομως τ' Ωραίο
το Ιδανικό
το Αληθινό
το Απροσποίητο
βρίσκεται-απροσπέλαστο γι αυτούς-
στον άλλο πόλο.
ΣΠΙΘΑ
Έχω ένα
σκυλί. Μες στον κόσμο αυτόν
τον εχθρό και το σάπιον
έχω κάποιον
Σα με δει κουνά
χαρωπά
την ουρά του.
Αν φανεί ντορής
ρίχνει ευθύς
τ' αυτιά κάτου.
Κότα ή πουλί
σε βολή
δεν αφήνει
κι "έλα!" σαν του πω
τρέχει εδώ
με βιασύνη.
Βόλτα όταν πεζοί
οι δυο μαζί
κάπου πάμε
γλώσσα ίδια μια
μοναχά
δεν μιλάμε.
Μα αίσθησες και νους
με κοινούς
ρυθμούς τρέχουν
κι ούτε μια στιγμή
βαρετή
τα δυο έχουν.
Έχω ένα σκυλί. Μες στον κόσμο αυτόν
τον εχθρό κι το σάπιον
έχω κάποιον.
Ο ΠΕΡΙΠΤΕΡΑΣ
Όταν του μιλούν απ' το παράθυρο
σαν να μιλούν σε νεκρόν είναι'
και σε αρρώστους ακόμα, αλλιώς
τις λέξεις-με απαίτηση-συλλαβίζουν.
Από σπλαχνιά μπορεί και να το κάνουν
για τους ίδιους
να μην του δώσουν την οδύνη τους να καταλάβει
που τόσα πράγματα τους λείπουν.
Εκείνος
θαρρετά τους κοιτάζει
και ό,τι αυτοί θα 'θελαν
μ' εν' άπλωμα του χεριού του αυτός έχει.
Και όταν τον πληρώνουν
σαν έναν οβολό να του δίνουν είναι
για να τους περάσει απέναντι
στο δικό του βασίλειο.
ΞΗΜΕΡΩΜΑ
Το φως του λαμπτήρα,ξάφνου,
την εξουσία του χάνει.
Φέγγει ακόμα, μα νιώθει
ο βασιλιάς έρχεται, και θαμπωμένο
μπρος του, αναπότρεπτα θα υποκλιθεί.
Θορυβώδη ποδοβολητά στρατιών ακτίνων
που από μακριά, γρήγορα φτάνουν, κάνουν να τρέμει
και πελιδνό να γίνεται κάθε αναμμένο.
Από το μέτωπο της φωτιάς, το στέμμα,
κατρακυλάει, ψυχρό κιόλας.
Λίγο ακόμα, και όλα θα νήχωνται
μέσα στην πηχτή, απρόσμενη
αστραφτερή θάλασσα, μέχρις ότου
η ξαφνική, παράλογη, κατοχή, πάψει,
και τ΄ αστέρια, το τρεμοφέγγισμα
και την ωχρότητά τους πάλι φανερώσουν.
Ν' ΑΓΚΑΛΙΑΖΑΝ
Πεύκων δάση, αγριοπούλια,
ψηλοκόρυφα βουνά,
λαμπροήλιε, αστέρια, πούλια,
χίλια θάματ' αυγινά,
λάλο ρυάκι, θεία δύση
άνοιξή μου γιορτινή,
φθινοπώρου εσύ μεθύσι,
καταγάλανοι ουρανοί,
τι κι αν είστε ωραία τόσο
είστε τόσο αλαργινά..
Α! Να γίνονταν ν' απλώσω
τα δυο χέρια τα ορφανά
και πιο τέλεια-και πιο πλέρια
να σας νιώσω-πιο βαθιά..
Α! Ν' αγκάλιαζαν τα χέρια
όσα χαίρεται η ματιά..
ΛΙΛΙΑΝ
Σπανίας τέχνης ήσαν οι Ερινύες του.
Την φοβεράν μορφήν των
την εκδικητικήν των μανίαν
το διατιτραίνον βλέμμα των-
όλα θαυμάσια τα είχεν αποδώσει.
Τόσον που ο αστυνόμος
πρόσθεσε στο καρνέ του όταν τις είδε:
"Δεύτερον: Ερινύες".
Στο "πρώτον" έγραφε: "Λίλιαν"
και πιο πάνω: "Στοιχεία ενοχής ζωγράφου
δολοφονία γυναίκας του".
(Η Λίλιαν ήταν μια μικρή απ’τις συνηθισμένες
ένα πορνίδιο).
Ο ΜΟΝΑΧΟΣ
Τα χείλη του ματαίως ψάλλουν υμνωδίας.
Ανίερα φιλήματα τω όντι επιθυμούν
Κι αντί του οίνου της Θείας Κοινωνίας
θα ’θελε το ποτήριον να ’ναι πλήρες ηδονής.
Μα δεν τον έστειλε κανείς
μόνος του επήγε-μάλιστα άνευ εμφανούς αιτίας
και εμόνασε.
Φαίνεται ανήκει εις αυτούς που προτιμούν
μόνο όταν είναι λίαν επικίνδυνοι
τας αμαρτίας.
ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ
Τόσο πολύ το θάνατο γνώρισα στη ζωή μου
όπου δε θα ’χει τίποτα καινούργιο να μου δώσει
όταν τα χέρια τα γκρενά επάνω μου θ’ απλώσει
και απαλά σαν σ’ όνειρο θα κόψει την πνοή μου.
Θα ’ρθει ένα βράδυ όμορφο, ζεστό και μυροβόλο.
Θα ξανοιχτούμε στη χαρά που η κουβέντα ανοίγει
κι ως πάντοτε, προς το πρωί, θα σηκωθεί να φύγει.
Μόνο που τώρα θα μου πει: "πάμε μαζί;"-κι αυτό θαν’όλο.
ΠΡΑΒΙ
Τέσσερους μήνες έχω εδώ
τέσσερους μαύρους μήνες.
Μακριά ’πο χάδι και φιλί
κι από αγκαλιά και φίλο.
Σκελετωμένα χέρια-άσαρκο κορμί
ώρες βαριές-πικρό ψωμί
στον τόπο αυτό τον έρημο
στον τόπο αυτό τον ξένο
που χάνεται η προσευχή
πριν φτάσει στο Θεό
που ο Διάβολος τον ρήμαξε
με τ’ αγκαλιάσματά του-
με τα φριχτά του χέρια-
στον τόπο αυτό τον έρημο
στον τόπο αυτό τον ξένο
τέσσερους μήνες έχω εδώ
τέσσερους μαύρους μήνες.
ΜΟΝΑΧΟΙ ΤΟΥΣ
(Κομοτηνή, '74, ομιλία Τρυπάνη με θέμα:Παλαμάς)
Ας παμε. Θα γελάσουμε πολύ.
Θα `ναι και κείνος ο ψηλός
που του διπλώνει ο αφαλός
καθώς σε κάποιονε μιλεί
και την κοιλιά του σκύβει.
Θα ομιλήσει ο υπουργός
με θέμα "Παλαμάς"
θα `ναι καλά για μας
της Τέχνης ήταν λεπτουργός
νοήματα μεγάλα κρύβει.
Φουστάνια καλά θα φορέσουν
μετά την μπουγάδα οι κυρίες
(δε χάνουνε ευκαιρίες)
από τη βέρα θα πονέσουν
τα πρησμένα τους χέρια.
Οι ορισμένοι αξιωματικοί
τελευταίοι θα φτάσουν
και μπροστά θα κάτσουν
γίγαντες μικρονοϊκοί
με τα χοντρά τους ταίρια.
Μα πολύ θα κάνουμε χάζι
όσους μονάχοι τους πάνε
και τριγύρω κοιτάνε
με ντροπή και με νάζι
κάποιον γνωστό να χαιρετίσουν.
Όμως άγνωστοι καθώς είναι
γιατί αυτά δεν τ’ αντέχουν
και οι καημένοι δεν έχουν
πού την κεφαλήν κλίναι
μοναχοί τους κι εδώ θα καθήσουν.
ΤΟ ΡΟΔΟ
«Καιρόν αγαπούσα
μ` αγάπη μεγάλη
αγόρι με μύριες
τις χάρες, τα κάλλη.
Του το ’κρυβα όμως
του το ’πε τ’ αστέρι
και να ’το που φτάνει
τ’ αγνό μου το ταίρι.
Πηδάει το φράχτη
στον κήπο μου μπαίνει
σφιχτά μ’ αγκαλιάζει
μαζί του με παίρνει.
Στο δρόμο αποσταίνει
μ’ αφήνει απαλά
μου πιάνει το χέρι
γλυκά μου μιλά:
Καλή μου τι θέλεις
κι εγώ θα το κάνω! -
του δείχνω η έρμη
στο βράχο επάνω:
Εκείνο το ρόδο
να πας να μου φέρεις-
κι αμέσως τον χάνω
τι τάχος δεν ξέρεις.
Ανέβηκε, κόβει
τ’ ολόδροσο ρόδο
τρελλός στη χαρά του
μου γνέφει να το ’δω.
Κατάρα στη γνέψη
στο ρόδο κατάρα
κατάρα στην τόση
που μου ’χε λαχτάρα
μια πέτρα κυλάει
το πόδι γλυστρά
και πέφτει ο καλός μου
στο ρέμα βαθιά.
Τον φτάνω. Στο χέρι
το ρόδο κρατούσε
και στ’ άλικα χείλη
χαμόγελο ανθούσε.
Φιλώ του το στόμα
σφαλίζω τα μάτια
και παίρνω τα ίδια
κι εγώ μονοπάτια.»
ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ
Θέλω στα ράφια μιας μικρής
φτηνής βιβλιοθήκης
καθώς στον τοίχο θ’ ακουμπά
φτενούλα κι επιμήκης
κάποιος στην τύχη ψάχνοντας
του μέλλοντος μια μέρα
ένα βιβλίο μου να βρει
βαλμένο εκεί πέρα.
Κι αφού διαβάσει κάτι τι
και πάλι ξανακλείσει
τα κίτρινα τα φύλλα του
θέλω να το αφήσει
όχι αδιάφορα καθώς
αφήνουν κάτι ξένο
μα με μια κίνηση στοργής
σαν κάτι αγαπημένο.
ΣΑΝ ΨΙΘΥΡΟΣ
Δε θέλω μέσα στη βοή να ζω του αθλίου κόσμου.
Δε θέλω κύμβαλα κενά ν’ ακούω να χτυπάν.
Άλλος μου έχει οριστεί ο κόσμος ο δικός μου.
Άλλοι ουρανοί με παίρνουνε κι άλλοι καιροί με παν.
Σκιές δεν θέλω δολερές να μου κρατούν το φως μου
στις λίμνες των ονείρων μου φαύλοι να κολυμπάν.
Τις υψηλές βουνοκορφές όπου φυλάω εντός μου
δεν θέλω αλλοπρόσαλλα βέβηλοι να πατάν.
Θέλω να φτάνει ως σ’ εμέ σαν ψίθυρος σβησμένος
σαν μακρινός αντίλαλος του κόσμου ο αχός
κι εγώ με όλα μακρινός κι απ’ όλα ξεχασμένος
σ’έναν καινούργιο θάνατο να δίνεται καθώς
πάνω σε κίτρινα χαρτιά ολημερίς σκυμμένος
θα συνταιριάζει τους σβηστούς τους ήχους μοναχός.
ΟΙ ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ
Επικινδύνως έκυπτεν απ’ το παράθυρον
(μόνο έτσι φαίνονταν ο δρόμος).
Κι είχε το λόγον του για ν’ ανυπομονεί-
απόψε θα της πρότεινε να παντρευθούν.
Η στάσις της είχεν πολύ αλλάξει τελευταίως.
Όπως την ήθελεν είχε επιτέλους γίνει.
Πολύ δεν εμιλούσε.
Το κάπνισμα είχε παύσει.
Να διακρίνει είχε μάθει
ένα ωραίον πίνακα, και το κυριότερον
της άρεσε κι αυτής
ώρα να μένει άφωνη κι εκστατική
μετά την κάθε αναζήτησιν χαράς
και στην υπέροχον εκείνην είχε μάθει την σιωπήν
κάθε λεπτό και πιο βαθιά να μπαίνει
καθώς εις μίαν στάσιν πλήρους χαλαρώσεως
κι οι δυο εις το κρεβάτι εξάπλωναν.
ΚΙ ΟΤΑΝ ΣΕ ΤΕΤΟΙΕΣ ΩΡΕΣ ΕΜΙΛΟΥΣΑΝ
ΕΓΙΝΟΝΤΑΝ ΚΙ ΑΥΤΟ ΤΟΣΟ ΣΙΓΑ ΚΙ ΩΡΑΙΑ
ΠΟΥ ΑΝΤΙ ΝΑ ΔΙΑΛΥΕΙ ΕΜΕΓΑΛΩΝΕ
ΤΗΝ ΠΛΗΡΗ ΕΚΣΤΑΣΕΩΣ ΣΙΩΠΗΝ-Α!
ΝΙΩΘΟΝΤΑΝ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΤΙΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΕΚΕΙΝΕΣ!
Η άλλη τώρα για τηλέφωνο έψαχνε.
Θα του ’λεγε να μη την περιμένει.
Πως άλλο δεν μπορούσε να τον ανεχθεί-
να μη μιλά!.. πού ακούστηκε!
να μη καπνίζει!.. φοβερόν!
Κι ούτε μπορούσε όρθια να μένει
και να βλέπει ζωγραφιές.
Μπορεί να μη τον έπαιρνε και διόλου.
Πολύ του πήγαιναν οι εξηγήσεις.
ΘΑ ΜΑΣ ΠΑΙΔΕΥΕ
Κι αν το ’βλεπα που στην ουσία ήταν κλοπή
μα ν’ αντιδράσω δεν μπορούσα.
Στα τέτοια το Συμβούλιον ήτο ανένδοτον.
"Η μάνα μου η άρρωστη...
τα φάρμακα... οι γιατροί..."
όλο αυτά αράδιαζε.
Αυτά είναι υποθέσεις καθαρά ιδιωτικές.
Εμάς το ανεξόφλητο γραμμάτιο μας πονά.
Όσοι δεν έχουν να πληρώσουν τέτοια λένε.
Κι αν τους ακούγαμε τώρα κι εμάς
κάποιο ανεξόφλητο γραμμάτιο θα μας παίδευε.
\
ΣΙΣΥΦΩΝ
Μη και δεν είμαστε Ταντάλων
και των Σισύφων μεις οι γόνοι;
Μη και μια μοίρα σαν και κείνων
πάνω μας μαύρη δεν απλώνει;
Βράχους πελώριους δεν κινάμε
για ν’ ανεβάσουμε ψηλά
και ο καθένας τους μ’ αντάρα
και πάλι κάτω δεν κυλά;
Και να γλιτώσουμε όταν θέμε
από της δίψας την πληγή
μη δε στερεύει κάθε μία
που λαχταρίζουμε πηγή;
Ή μήπως άσαρκες φιγούρες
και μεις δε ζούμε σ’ έναν Άδη
και σαν και κείνους δεν τυλίγει
κι εμάς το τρίσβαθο σκοτάδι;
ΜΑΡΙΑ
Οι μέρες φύγαν όμορφες κι απλές.
Κανείς δε ρώτησε για τη Μαρία.
Αυτές οι νύχτες για διαχύσεις τολμηρές
μόνο και γι αγκαλιές ειν’ ευκαιρία.
Σαν όλοι να ’ξεραν που έχει πάει
σαν να μην έφυγε ποτέ ακόμα
και σαν το χώμα να μη σφαλάει
το λουλουδένιο της το στόμα.
Χάρμα οι μέρες στο καταφύγιο.
Κεφάτη κι εύθυμη η παρέα.
Τα βράδια ένα κηροπήγιο
δημιουργεί ατμόσφαιρα ωραία.
Κι αν κάποιος ρώταγε: "Τι έγινε η Μαρία;"
θα τιναζόμασταν ξαφνιασμένοι
και μετά για την αυριανή πεζοπορία
θα κουβεντιάζαμε μουδιασμένοι.
ΓΟΥΡΟΥΝΙΣΙΑ
Παχιά γουρούνια μας ρουφούν το λιγοστό μας αίμα.
Τον κόπο μας καρπώνονται, το μόχθο μας τρυγάνε
και τεχνικά ταιριάζοντας το δόλο και το ψέμα
νόμους εφτιάξαν και σαν ζα μ’ αυτούς μας κυβερνάνε.
Τη γυριστή ουρίτσα τους και το παχύ πετσί τους
κατ’ από ρούχα όμορφα κρύβουν σαν των ανθρώπων,
στολίδια και αρώματα γεμίζουν το κορμί τους
κι oρθοί να στέκουν έχουν βρει από καιρό ένα τρόπον.
Και είναι δύσκολο πολύ για κάποιον που δεν ξέρει
να ξεχωρίσει τα χοντρά γουρούνια απ’ τους ανθρώπους
γιατί εκτός απ’ το λαιμό, το πόδι και το χέρι
και τους ανθρώπινους καλά μιμούνται αυτά
τους τρόπους.
Όσοι γνωρίζουν μοναχά για ένα πράγμα ψάχουν:
προσεκτικά τα βλέπουνε στα μάτια μέσα κι ίσια-
οι άνθρωποι ανθρώπινα, μα τα γουρούνια θα ’χουν
αιώνες κι αν περάσουνε τα μάτια γουρουνίσια.
ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
Τα κρύα μας θυμώνουνε
μας τυραννούν τα χιόνια
οι νύχτες άγριες έρχονται
και λες κρατούν αιώνια.
Γλιστρίματα, σπασίματα
κι αρρώστιες χίλιες δύο
κάθε χειμώνα κάνουνε
το σπίτι φαρμακείο.
Χρήματα για τα κάρβουνα
για ρούχα, για ομπρέλες
α! το χειμώνα χίλιες δυο
βυζαίνουν μας αβδέλλες.
Και όλοι ενώ πασκίζοντας
λίγο να ζεσταθούμε
το καλοκαίρι το ζεστό
με λύσσα νοσταλγούμε,
όταν θα ’ρθει ανάποδον
αρχίζουμε αγώνα:
Άχου! Τι ζέστη φοβερή!
ζητούμε το χειμώνα.
ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ
Στα στενάκια μας κλεισμένοι
στριμωγμένοι, διπλωμένοι
ανασαίνουμε
κέφι κι ώρα για κραιπάλη
δεν αφήνει η βιοπάλη
και πεθαίνουμε
ζαρωμένοι στο καυκί μας
και στην ώρα την κακή μας
διπλοκλείδωτοι.
Αχ και πότε θα ξανοίξει
και για μας-να μας αγγίξει
πρωτοείδωτη
μία νέα αλέγρα ζήση
μακριά να μας κρατήσει
απ’ τα χώματα
ν’ απλωθούμε-ν’ ανοιχτούμε
στα ξενύχτια να ριχτούμε
και στα πιόματα…
να φουσκώσουνε τα στήθια
φλόγα όλο κι όλο αλήθεια
ν’ αψηφήσουμε
τα μικρά και τιποτένια
και χωρίς καμία ένια
πια να ζήσουμε.
ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΙ
Ανέραστοι κι ανήδονοι θα πάμε
στου Άδη τ’ ανεπίστροφα παλάτια.
Μ’ ακόρεστο έναν πόθο θα κοιτάμε
τις γελαστές διαβόλισσες στα μάτια.
Μα ελπίδα ουτ’ εδώ για χάδι θα ’χει.
Για ηδονικές στιγμές καιρός δε μένει.
Για πράγματα άλλα δίνουνε μάχη
οι αγαπητοί μας οι πεθαμένοι.
Τουλάχιστο στου πόνου το κρεβάτι
ετοιμοθάνατοι, ας προσπαθήσουμε
για να ’χουμε και μεις να λέμε κάτι-
της νοσοκόμας τα οπίσθια να τσιμπήσουμε.
ΜΟΝΗ ΤΗΣ
Τ' άσπρα ροδοπέταλα
πέταξε η νυφούλα
και μονάχη κλείστηκε
μες στην καμαρούλα.
Βγάζει τα νυφιάτικα
μόνη της ξαπλώνει
μόνη της σκεπάζεται
στο διπλό σεντόνι.
Ο καλός της σύννεφο-
σκάλα του νερού-
σύννεφο κι απόβροχο
του μεσημεριού.
Ο καλός της γέρακας
και ψηλά πετάει`
μ' άλλους συνταιριάζεται
γέρακες και πάει.
Γάμος με το σύννεφο
και με το γεράκι
γάμος με το πέλαγο
και το αεράκι-
με το βαριοσύννεφο
γάμος δε στεριώνει
κι η ροδονυφούλα μας
μόνη της ξαπλώνει.
ΧΩΡΙΣ ΣΚΟΠΟ
Ατέρμονη ρουτίνα στη δουλειά
κάποτε κάποτε μι’ αγκαλιά
αγώνας άγχος και φασαρία
η ίδια πάντοτε ιστορία.
Από το λίκνο κι ως τη θανή
χαρά κι ελπίδα δε θα φανεί
η ζήση πόνος-μονάχα πόνος
και μόνος ο άνθρωπος-μόνος-μόνος.
Μικρά μεγάλα όλα φθορά
κι όλα πουλιούνται στην αγορά
βιασύνη, ζήλεια, αιδώς, βλακεία
όλα στο κόστος-μικρή αξία.
Και προχωρούμε χωρίς σκοπό
Προς δύο μέτρα χώμα νωπό
Κι ολ’ η πορεία μας μια οδύσσεια
από τη μήτρα στα κυπαρίσσια.
Ο ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ
Χαρταετός είναι ψηλός
και πλέει στους αιθέρες
ξένιαστες νύχτες κι όμορφες
χαρούμενες ημέρες.
Μ’ αστέρια κάνει συντροφιά
τις νύχτες, και τη μέρα
στον ήλιο του το βασιλιά
λέει πρώτος καλημέρα.
Πετάει, βουτά, λικνίζεται
χάνεται, ξαναβγαίνει
με τα πουλιά στο πέταγμα-
στη χάρη παραβγαίνει.
Κι η φουντωτή του η ουρά
στολίδι και χαρά του
αυτή και πόδια και καρδιά
και χρυσωπά φτερά του.
Η μοναχή σκοτούρα του
ο σπάγκος που τον δένει
σαν αφαλός του με τη γη
και διόλου δε σωπαίνει
μόνο συνέχεια μουρμουρά
στ’ αυτί του: "δίχως ’μενα
όλα όσα πριν αράδιασες
θα ’ταν για σένα ξένα".
ΘΕΟΣ ΜΑΚΕΛΛΕΥΤΗΣ
Ένας θεός μακελλευτής
χρειάζεται ’δώ πέρα
που να κρατεί στο χέρι του
μεγάλη μια μαχαίρα.
Να πελεκάει ζερβόδεξα
το θεϊκό του χέρι
κι όλα του κόσμου τ’ άσχημα
να κόψει σάπια μέρη.
Και γύρω γύρω κόβοντας
την πλάση του, ν’ αφήσει
μονάχα τον πυρήνα της
κι αυτός να ξανανθίσει.
Και τέτοια να ’ναι η ευλογιά
που στ’ άνθισμα θα δώσει
που ένα κλαδί μόνο να βγει
κι άλλο να μη φυτρώσει.
Του Πόθου να ’ναι το κλαδί
τα φύλλα της Αγάπης
κι ηδονικούς γλυκούς καρπούς
να χαίρετ’ ο διαβάτης.
Και όλα να ’ναι ηδονικά
κι Έρωτας όλα να ’ναι
καθώς οι κύκλοι της ζωής
αέναα θα κυλάνε.
Ένας θεός που σ’ όλα του
να μοιάζει του Θανάτου-
ένας θεός μακελλευτής
χρειάζεται ’δώ κάτου.
ΤΟ ΑΛΟΓΟ
Κυρα-Γιαννού
κυρα-Γιαννού
ποιανού είναι τ’ άλογο
ποιανού;
Κυρα-Γιαννού
κυρα-Γιαννού
ποιανού είναι τ’ άλογο
δεν έχεις νου;
ΜΕΙΝΕ
Της γης το κουφάρι πατώ
και μέσα του χώνω
σαν ξίφος το πόδι μου
σημαία ξεδιπλώνω
στητός χαιρετώ
καλό ξεπροβόδι μου.
Καλό μου ξημέρωμα
στο βράδυ του δρόμου
που πάω μοναχός
λευκό έχω φτέρωμα
κι αστέρια οδηγό μου
για να ’βγω στο φως.
Και μεσοστρατίς
(ποια χείλια την είπανε)
στριγγιά ακούω: "Μείνε!
Γυρεύεις να βρεις
το φως που δεν ήτανε-
το φως που δεν είναι."
ΤΟ ΜΑΡΑΖΙ
Καράβι μαύρο αρμένιζε
με μαύρα τα πανιά του.
Μαύρα φορούν οι ναύτες του
κι ειν’ η καρδιά τους μαύρη.
Την κόρη πα’ να θάψουνε
του έρμου καπετάνιου
που πέθανε απ’ τον έρωτα
κι απ’ το πικρό μαράζι.
Μαζί τους την επαίρνανε
την πήγαιναν μαζί τους
μαζί τη σεργιανίζανε
σ’ Ανατολή και Δύση.
Και σ’ ενα απ’ τα ταξίδια τους
κει κάτου στη Βομβάη
ένα ωραίο παιδόπουλο
την κόρη ξεπλανεύει.
Για μια βραδιά τη γνώρισε
για μια βραδιά τη ’χάρη
και το πρωί σηκώνεται
και κάνει για να φύγει.
"Πού πας παλληκαράκι μου
και πού μ’ αφήνεις μόνη;
Με μάγεψες-με πλάνεψες
και τώρα πας και φεύγεις;"
"Άλλο καράβι έρχεται
απόψε στο λιμάνι
και μέσα έχει όμορφες
ωσάν τον ήλιο κόρες."
"Ήλιος αυτές-φεγγάρι εγώ
βροχή κι εγώ δροσούλα
κι άμα με κάνεις ταίρι σου
καράβι θα σου δώσω."
"Εγώ γαμπρός δε γίνομαι
σε γάμο δε στεριώνω
κι έχει καράβια ο κύρης μου
σαράντα μετρημένα."
Βαρκούλα παίρνει ολόχρυση
παίρνει κουπιά ασημένια
στη θάλασσα ξανοίγεται
και πέφτει στα νερά της.
ΝΑ ΦΑΝΤΑΣΘΩ
Με έντασιν πολλήν
κάποτε προσεπάθουν
τη μοναξιάν να φαντασθώ
και να την τραγουδήσω-
τι ποιητής θα ήμουν αν δεν έγραφα
και κάτι περί μοναξιάς…
Τώρα
στη μοναξιάν τελείως βουτηγμένος
δεν την τραγουδώ.
Αυτή για μένα τώρα ωραία γράφει
αυτή ωραία με τραγουδά
και με χορεύει.
Κι ούτε κοπιάζει να με φαντασθεί.
Εντάσεις και προσπάθειαι δεν της χρειάζονται-
καταδικόν της μ’ έχει.
ΤΟ ΛΕΙΟ
Κάθε Σαββάτο το πρωί μες στο λεωφορείο
σπερνά και γριές μαυρόντυτες βλέπει παντού η ματιά
και λυπημένοι ψίθυροι μου σκίζουνε τ’ αυτιά
καθώς σιγά πηγαίνουμε προς το νεκροταφείο.
Όταν κατέβουμε, οι γριές, που τρέμουν μες στο κρύο
μπροστά στους τάφους στέκονται και με βαριά καρδιά
(ενώ τον ήλιο σύννεφα σκεπάζουν μολυβιά)
προσεκτικά ευπρεπίζουνε το μάρμαρο το λείο.
Ύστερα τ’ άνθη τα παλιά με τα καινούργια αλλάζουν
και με λογάκια τρυφερά στη λύπη βουτηγμένα
σαν οι νεκροί να ζούσανε μαζί τους κουβεντιάζουν.
Κι εκείνοι, αργά τα κρύα τους που δάκρυ στάζουν κι αίμα
στον όρθρο μισανοίγοντας μάτια τα σαπισμένα
μ’ ένα πικρό τις άχρωμες γριές κοιτάζουν βλέμμα.
ΜΠΟΡΕΙ
Μπορεί να ’ρθουν καθώς κοιμάμαι
ονειρικοί εφιάλτες με άμφια τρόμου
ντυμένοι, κι έτσι ανίδεος όπως θα ’μαι
πεσμένος πάνω στο ανάκλιντρό μου,
να με τρομάξουν-να ξεφωνίσω
φωνές της φρίκης -και να ξυπνήσω.
Πάλι μπορεί ανθρώπινοι ήχοι
αρπαχτικά τριγύρω να στείλουν όρνια
να με τρυπήσει το κρύο τους το νύχι
να με σκεπάσουν βροχές και χιόνια
και να τρομάξω-να ξεφωνίσω
φωνές της φρίκης -και να ξυπνήσω.
Φέρτε θεοί τον ύπνο εκείνο
που τελειωμό δεν έχει-όπου λειμώνες
φρικώδεις δεν υπάρχουν και να μείνω
κάνετ’ εκεί στων αιώνων τους αιώνες-
να μην τρομάξω και ξεφωνίσω
φωνές της φρίκης-να μην ξυπνήσω.
Ο ΧΡΟΝΟΣ
Ο χρόνος σιωπηλός μέσα μας ρέει
σαν πνεύμα διαπερνώντας μας καλό
σβήνοντας τα παλιά βαριά μας χρέη
μ’ ένα του φύσημα σαν χάδι απαλό.
Εμείς παιζογελούμε σαν παιδάκια
και για τα μέλλοντα φροντίζουμε πολύ.
Σε σκοτεινά πλανιόμαστε σοκάκια
και παραδέρνουμε γυρεύοντας φιλί.
Κι ο χρόνος σιωπηλός μέσα μας ρέει
σαν πνεύμα διαπερνώντας μας καλό
σβήνοντας τα παλιά βαριά μας χρέη
μ’ ένα του φύσημα σαν χάδι απαλό.
ΤΑ ΦΙΝΑ
Πάνω στο ξύλινο τραπέζι
μία παρέα χαρτοπαίζει.
Μικρά πολύχρωμα πουλάκια
τ’ αθώα της τράπουλας χαρτάκια.
Παίζουν οι παίχτες ζαλισμένοι
κι ούτε στο νου τους που πηγαίνει
πως τα χαρτιά παίζουν και κείνα
τα παιχνιδάκια τους τα φίνα.
Με χέρια τρέμοντα οι καημένοι
παίρνουν το επόμενο χαρτί
την ντάμα ψάχουν αλλ’ αυτή
πισω απ’ το δύο είναι κρυμμένη.
ΠΛΑΝΗ
Πολλές φορές γυρίζοντας απ’ τον περίπατό μου
κι ο νους ενώ σ’ απόκρυφους έρωτες μ’ οδηγάει
κι απ’ αγκαλιά σε αγκαλιά και σε φιλί με πάει
μία μικρούλα συναντώ εις τα μισά του δρόμου.
Μ’ αντιπερνά νωχελικά με λικνιστό ένα βήμα
και μου λιγώνει την καρδιά καθώς γεμάτη νάζι
τα μάτια μισοκλείνοντας στα μάτια με κοιτάζει
και κάποιας σπάνιας ευωδιάς μου στέλνει ένα κύμα.
Από τον πόθο φλέγεται όπως εγώ κι εκείνη
(μιλά το πράγμα μόνο του) να πάρει τα φιλιά μου
στην, ως την πλάθει, τρυφερή να γείρει αγκαλιά μου
και κει κλεισμένη ερωτικά για πάντοτε να μείνει.
Αυτό μαντεύοντας κι εγώ, έχω καιρόν αρχίσει
τα πονηρά μισόλογα, τις μικροϋποκλίσεις
τις σιγοκαλησπέρες μου, αλλ’ οι ανταποκρίσεις
από την άλλη τη μεριά σαν να ’χουνε αργήσει.
Σε κάποιον φίλο τα ’λεγα χτες στο λεωφορείο
και -σύμπτωση- την ήξερε "αυτή την κακομοίρα":
γέροι και άρρωστοι γονείς, δύο παιδιά και χήρα
και για να ζήσει εργάζεται σ’ ένα βυρσοδεψείο.
Τα μάτια τα μισόκλεινε λοιπόν γιατί νυστάζει.
Νωχελικά δε βάδιζε, μα βαριοκουρασμένα.
Κι η μυρωδιά που εξωτική μου φαίνονταν εμένα
από κανένα θα ’ναι υγρό στα δέρματα που βάζει.
ΟΙ ΑΝΘΟΠΩΛΕΣ
Οι ανθοπώλες της οδού βασίλισσας Σοφίας
δεν είναι παρ’ αναίσχυντοι κι απαίσιοι μαστροποί
λουλούδια κόβουν και μετά μετά πολλής μανίας
τα διατιμούν και τα πουλούν χωρίς καμιά ντροπή.
Βάζουνε στα λουλούδια μας ταμπέλες και τιμές
και διαλαλούν τις χάρες τους σαν να ’τανε γυναίκες
από εκείνες τις φτηνές γυναίκες τις κοινές
που όλοι τις λεν Βερόνικες και Ρούλες και Αλέκες.
Φριχτή μια φτιάχνοντας σειρά που μοιάζει νεκρική
στις πόρτες στέκουν των φτηνών μικρών τους ισογείων
και θησαυρούς σωριάζουνε με μιαν ευγενική
μάσκα άτεχνα σκεπάζοντας πρόσωπα ηλιθίων.
Κι όπως οι κράχτες στα φτηνά λιγόφωτα μπουρδέλα
με πονηρά καλέσματα μολύνουν τη σιωπή
και στους φτωχούς περαστικούς σαν διψασμένη βδέλλα
κολλάν οι λουλουδάτοι μας απαίσιοι μαστροποί.
ΔΙΑΦΥΓΗ
Μ’ ευθύνη και με φόβο φορτωμένοι
μες στης ζωής βαδίζουμε το δρόμο.
Τετράγωνο-κοφτό το μαύρο γένι
και η ψυχή μας γεμάτη τρόμο.
Η γη στο γύρισμά της μας ζαλίζει.
Ωχροί πολύ ξερνάμε κάθε τόσο
κι ύστερα πιάνουμε το μετερίζι
και κάνουμε και πάλι τον καμπόσο.
Για όλα έχουμε τρόπο. Και μονάχα
για τη φρικτή όταν ακούμε ώρα
πως δεν προσέχουμε κάνουμε τάχα
ή γράφουμε ποιήματα-όπως τώρα.
ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Αγάπη, μυστηριώδικο πουλί
ενός χαμένου ή άβρετου παράδεισου-
Αγάπη τα παιδιά σου ο πόνος κι η χαρά
πώς παίζουνε μαζί μου κάθε μέρα…
Ας ήτανε Αγάπη να μπορώ
τις χάρες σου να γεύομαι μονάχα
οι πόνοι σου αβάσταχτοι μου μοιάζουν
και με λιώνουνε κάθε φορά.
Κυρά-Θεά-Βασίλισσα-Μοίρα Καλή
τις πιο γλυκές στιγμές σου όταν μου δίνεις
και τότε ακόμα-δεν μπορώ αλλιώς-
θεριό σε λέμε Αγάπη και Φωτιά.
ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ
Παιδικά ωραία χρόνια!
Τι αξέχαστες χαρές!
Τι αγνοί αλήθεια πόθοι!
Τι ελπίδες καθαρές!
Τι τρελά που μας μεθούσε
κάθε ρόδου ευωδιά
και πώς χτύπαγε να σπάσει
στη χαρά της η καρδιά!
Μα περάσανε τα χρόνια.
Παν οι όμορφοι καιροί.
Εβρωμίσαν οι ελπίδες
κι ειν’ οι πόθοι νοσηροί.
Όσα ρόδα κι αν μυρίσω
τώρα πια δεν ωφελεί
της τρελής εκείνης μέθης
δεν θα νιώσω το φιλί.
Κι απ’ τα χρόνια που ’χουν φύγει
και ποτέ δε θα ’ρθουν πια
έχει μόνη απομείνει
μία θύμηση γλυκιά.
Μία θύμηση πλεγμένη
με χιλιάδες μυστικά-
χρόνια όμορφα, ωραία,
χρόνια πλάνα, παιδικά…
ΤΟ ΦΥΤΟ
Ένα μικρούτσικο φυτό
κορόϊδευε τη γλάστρα
που το ’θρεφε. Της έλεγε
πως τάχα θα μπορούσε
δίχως εκείνη, τη μικρή,
μεγάλο αυτό, να ζήσει.
Η γλάστρα δεν εθύμωνε.
Κυρία μυαλωμένη
χαμογελούσε μοναχά
και του ’λεγε θλιμμένη:
"κουτό φυτό, αν σπάσω εγώ
κι εσύ θα ξεψυχήσεις".
Μα το φυτό δεν πίστευε
τις τέτιες εξηγήσεις.
Κι έτσι περνούσεν ο καιρός
ως που ’ρθε κάποια μέρα
κι έσπασε η γλάστρα η μικρή.
Το χώμα της εχύθη
και το μοκρούτσικο φυτό
επρόλαβε μονάχα
να θυμηθεί πριν μαραθεί
τη γλάστρα να του λέει:
"κουτό φυτό, αν σπάσω εγώ
κι εσύ θα ξεψυχήσεις".
Κι αλήθεια τούτη τη φορά
δεν είχε αντιρρήσεις.
ΜΕΛΙ
Περνάν οι τουρκογύφτισσες να παν στο πανηγύρι.
Οι φούστες ανεμίζουνε. Οι μπούστοι αφροφουσκώνουν.
Ανάλαφρο περπάτημα τα ποδαράκια απλώνουν
και μια δροσιά ξεχύνεται στο καυτερό λιοπύρι.
Περνάν οι τουρκογύφτισσες κι όπου το μάτι γείρει
βλέπει χεράκια μελαψά σαν πλόκαμοι ν’ απλώνουν
και κόρφους ασημόχρυσους που πόθους ξεσηκώνουν-
πόθους που μοιάζανε νεκροί και που φαντάζαν στείροι.
Πετράδια ψεύτικα τ’ αυτιά και το λαιμό στολίζουν
κι έρωτες στα μαλλάκια τους τα μαύρα παιχνιδίζουν
κι όταν το λάστιχο κορμί ξεδιάντροπα λυγάνε
μοιάζουν θεές της ηδονής και της χαράς αγγέλοι
που αν τα δροσάτα χείλια τους δαγκώσεις στάζουν μέλι
και ζαχαρένιες σαϊτιές τα μάτια τους πετάνε.
ΝΑ ’ΜΟΥΝΑ
Θα ’θελα ένας να ’μουνα απ’ αυτούς τους μικρεμπόρους
που στις γιορτές πηγαίνουνε-που παν στα πανηγύρια
και τις σκηνές τους στήνουνε στους ακαλύπτους χώρους.
Που έξη στο δεκάρικο πουλάνε τα ποτήρια
που λουλουδιών παράξενων πουλάνε κάτι σπόρους
και μύρια όσα κρύβουνε τα ράφια τους μυστήρια.
Που λαμπερές κι αστράφτουσες λάμπες ασετυλίνης
κάνουν να φέγγουν πιο πολύ τα χαρωπά τους μάτια.
Που τ’ αη-Γιανιού και τ’ αη-Λια και της αγια-Ειρήνης
την τιποτένια διαλαλούν φτηνή τους την πραμάτεια
ενώ με χέρια τα φτερά μιας τέτοιας πλάνας δίνης
στη μνήμη όλων χτίζουνε μαγευτικά παλάτια.
Και θα ’θελα σα λείψουνε και οι στερνοί διαβάτες
και μετρηθεί και η στερνή δραχμούλα στο κανάτι
δίπλα εκεί, πίσω απ’ τις δυο τις κρεμαστές φλοκάτες
με τη βοηθό μου τη μικρή και μαυροτσινοράτη-
που τόσους μαγνητίσανε τα μάτια της πελάτες-
γλυκό να στήσουμε χορό απάνου στο κρεβάτι.
ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΘΩΟΤΗΤΑ ΤΗΣ
Εβαδίζαμεν σιωπηλοί.
Ξάφνω ήρχισε να ομιλεί.
Ηρέμως εις την αρχήν
θερμώς κατόπιν.
Προς το τέλος
είχεν ερεθισθεί τόσον ώστε εκραύγαζε και εχειρονόμει
διστάζουσα πολλάκις
τας καταλλήλους λέξεις αναζητούσα.
Τέλος εκόπασε-σχεδόν και ο δρόμος μας είχε τελειώσει.
Πολύ πειστικά είχεν ομιλήσει
και δίχως άλλο θα με είχε πείσει
δια την αθωότητά της
αν
εις τα μάτια όταν την είδα
δεν διέκρινα μίαν μικράν σκιάν
συμπεπυκνωμένην
και πολλαπλώς πιεσμένην υπό το βάρος
τόσων επιχειρημάτων.
ΧΙΛΙΟΚΟΥΡΣΕΥΤΑ
Α! Ζωή ξεγελάστρα!
Πώς τους νιους ξεγελάς μη σ’ αφήσουν
αν κακιά και σκληρή σε νομίσουν!
Ουρανούς τάζεις κι άστρα
και ιδέες τους δίνεις
για να βρουν κάποιο λόγο να ζήσουν
το σκοτάδι σου φως να γεμίσουν
μαύρη νύχτα μη μείνεις.
Α! Ζωή ξεγελάστρα!
Ειν’ αργά όταν πια εννοήσουν
κι όλοι μοιάζουν τα μάτια πριν κλείσουν
χιλιοκούρσευτα κάστρα.
ΤΙ ΜΑΣ ΛΕΣ
Κι αν περνώντας απ’ το πλάϊ
καλημέρα δε μας λες
τι μας λες
τι μας λες
κι αν ξεχνάς κάτι κουβέντες
που ελέγαμε τρελές
τι μας λες
τι μας λες
κι αν εσύ γελάς σαν κλαίω
κι αν γελάω εγώ σαν κλαις
τι μας λες
τι μας λες
αν εσύ με διώχνεις μία
με γυρεύουνε πολλές
τι μας λες
τι μας λες.
ΨΥΧΡΗ
Του χρόνου σκέφτομαι
τέτοιον καιρό πού θα ’μαι...
σε ποιας μικρής την αγκαλιά
θα κοιμάμαι...
Θα είναι όμορφη; θα ’ναι θερμή;
Κοκέτα; και θα ξέρει
το άρωμα να βάζει που της πάει;
Μεγάλα λόγια όμως δε λέω.
Προβλέψεις δε θα κάνω πια.
Ό, τι μου τύχει.
Γιατί τα ίδια έλεγα και πέρσι
κι ενώ εδιάλεγα ένα χρόνο
μου έτυχε για φέτος η Μαρία:
κι άσχημη και στον έρωτα ψυχρή.
Ό, τι μου τύχει.
Η ΒΑΛΑΝΙΔΙΑ
Στην αυλή του φτωχικού μας
όπου παίζαμε παιδιά
έχει μόνη απομείνει
μια γριά βαλανιδιά.
Και θυμάται λυπημένη
τη ζωή της την παλιά
στη δροσιά της τα παιδάκια
στα κλωνιά της τα πουλιά.
Στις ζημιές μας καταφύγιο
του σπιτιού μας φυλαχτό
και τα φύλαγε και κείνη
όταν παίζαμε κρυφτό.
Χτες επήγα και την είδα.
Όταν μ’ είδε τι χαρά!
Και πώς γέμισαν με δάκρυα
τα κλωνιά της τα ξερά!
Κι όταν κίνησα να φύγω
με θλιμμένη την καρδιά
κι ως για τελευταία τώρα
την εκοίταξα φορά
είδα πάνω της ν’ ανθίζει
ένα πράσινο κλαδί:
είχε γίνει πάλι νέα
κι εγώ ήμουνα παιδί.
ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ
Τα κίτρινα τα πρόσωπα αυτού του κάδρου
όπου φιλούν τα πόδια του Ισαύρου
λες κι έχουν μέσα τους κάποιαν αρρώστια-
χτικιό σαν να τους τρώει τα εντόσθια.
Η επιφάνεια του τζαμιού η λεία
η σιγανή που πάνω του σπάζει ομιλία
τα πρόσωπά τους καθρεφτίζει τα ωραία
καθώς οι δυο κοιτάζουνε παρέα.
Ολύμπια ηρεμία στο Μουσείο.
Στου φύλακα το μέτωπο το θείο
μονάχα μία μύγα περπατάει
τριγύρω όταν βαριέται να πετάει.
ΜΌΝΑ
Στις τρεις Αυγούστου πέθανες Άγγελε Τερζάκη.
Στις τρεις Αυγούστου έσβησε το μεγάλο τζάκι
που γύρω του μας μάζευε τις νύχτες του χειμώνα
σαν τα παιδιά που, αδύναμα, φοβούνται να ’ναι μόνα.
Μες στο βιβλίο των Καιρών καινούργια μια σελίδα
θ’ ανοίξει. Και ολόλαμπρη επάνω της μι’ αχτίδα-
της μούσας σου συντρόφισσα κι αδέρφι του Πηγάσου-
στοχαστική διαβαίνοντας θα γράψει τ’ όνομά σου.
ΠΕΡΙΠΟΥ ΣΤΙΣ ΕΞΗ
Περίφροντις ασθμαίνεις αμυνομένη.
Ανάκλασις κατόπτρων ερυθρών αι ζέουσαι εναντιώσεις σου.
Κάθε πρωί η ημέρα σε ένα εμβρόντητο πανέρι σε αποθέτει
και σε περιφέρει ανέκφραστον και ηδείαν.
Θάμβος και ίλιγγος σε διαπερνούν δι ολίγον
όταν με τα γυμνά ξίφη μας διασταυρούσαι.
Τα όρη ανατείνονται τανύοντα τα υπόγεια πόδια των
και σε φιλούν διερχομένην. Εσύ τότε γελάς.
Αναλλοίωτη και τερπνή υπάρχεις.
Τα άνθη του φωτός ακαταπαύστως δακρύοντα σε ραίνουν
εξ ου η δρόσος της φωνής σου
εξ ου τα μικρά ρυάκια ελέους
που από τ’ ακροδάχτυλα των κάτω άκρων σου αναβλύζοντα
ξεδιψούν την απελπισία μας.
Ανάρμοστη κίνησις δεν υπάρχει στο πλησίασμά σου.
Αρμονικά όλα τα ιστία σου δένουν.
Η θάλασσα τη γαλήνη σου εκφράζει κοπάζουσα.
Δεν είσαι μόνο μία σχεδία στο πέλαγος, μα και το στήριγμά της.
Όταν στην απρόσμενη κάθοδο των πάμφωτων άστρων
τα ουράνια πλατύνονται ανοιγόμενα,
το άνοιγμα των χεριών σου μιμούνται όταν
το μέγεθος του αλιεύματός σου ελαστική περιγράφεις
(πάραυτα τα αλιεύματα μεγεθύνονται
υπερβάλλοντα την κατάδειξιν).
Και αυτό το γνωρίζεις
όμως προσποιείσαι εσωστρεφή απορίαν.
Η συντροφιά διαλύεται περίπου στις έξη.
Στις εφτά όλοι σχεδόν έχουν κοιμηθεί.
Ιδίως όσοι αύριο έχουν δουλειά.
Αγρυπνώσα τους παραστέκεις.
ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΞΕΝΟ
ή
Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ
ΞΕΝΗΤΕΜΕΝΟΥ
Το σπίτι παγωμένο…
το δώμα αδειανό…
Δέτε… δεν είμαι ξένο…
δεν είμαι μακρινό…
Κι αν έπρεπε να φύγω
σε τόπου αλλουνού
τα νύχια, έστω για λίγο,
εσάς είχα στο νου.
Εσάς είχα στη σκέψη
στο χτύπο της καρδιάς
’σάς στου φιλιού τη γέψη
στο ξένο φως εσάς.
Για σάς για να μιλούνε
τα χείλη είν’ ζωντανά
για σας θα ορκιστούνε
ποτέ-ποτέ ξανά.
Εσάς υμνολογούσε
το αίμα της καρδιάς
όταν βαρύ κυλούσε
σ’ αυλάκι ξενιτιάς.
Κι αν είχα αφήσει αχνάρια
βαθιά σε κάθε οδό
ήτανε τα σημάδια
για να ’ρθω πάλι εδώ.
Εσάς είχα συντρόφους
στην ξένη πικρογή
εσάς στους έρμους τόπους
παρηγοριάς πηγή.
Γι αυτό σας λέω-μη θέτε
να βρέξει ο ουρανός
αίμα οργισμένο-δέτε:
μπροστά σας στέκω αγνός.
Μη σπίτι παγωμένο…
μη δώμα αδειανό
στέκεις-δεν είμαι ξένο…
δεν είμαι μακρινό…
ΜΑΖΙ ΤΟΥΣ
Μαζί με το σώμα
ο θάνατος παρασύρει
όλες τις λέξεις τις επιούσιες και επικλινείς
και όλες τις λέξεις
τις μη επιούσιες και μη επικλινείς.
Ύστερα, ούτε ο αέρας
που πριν αυτές γέμιζαν δεν μένει
ούτε η ηχηρή προφορά
ούτε η αίσθηση του νοήματός τους.
Μαζί τους παίρνουν όλες τις πηγές τους
και βυθίζονται
αφήνοντας λευκή την επιφάνεια
για καινούργιες ψευδαισθήσεις.
ΣΑΣ ΞΕΡΩ
Για σάς ξέρω πριν έρθετε
γι αυτό και σας καλωσορίζω πριν σας δω.
Ξέρω για σάς πριν τα καλέσματα μου στείλουν
οι ανάπηροι αντάρτες
πριν των νεκρών συντρόφων ο χαμός
ηχήσει άπνους
πάνω απ’ τη στάχτη των ιδανικών μας.
Για σας που πολεμήσατε
τον ίδιο εχθρό πριν από μένα
ξέρω πολλά.
Ήμουν το βάρος στο σφυρί
κι η κόψη στο δρεπάνι.
ΖΕΝΤΑ
Τραμπ! Τραμπ! Τραμπ!
Τραμπ! Τραμπ! Τραμπ!
Το τύμπανο ηχεί μες στη νύχτα.
Τραμπ! Τραμπ! Τραμπ!
Το τύμπανο ηχεί μες στη ζούγκλα.
Τραμπ! Τραμπ! Τραμπ!
Το τύμπανο ηχεί λυπημένα.
Τραμπ! Τραμπ! Τραμπ!
Η Ζέντα ξεψύχησε τ’ απόβραδο.
Τραμπ! Τραμπ! τραμπ!
Η Ζέντα ξεψύχησε με ρόδα στα χείλη.
Τραμπ! Τραμπ! Τραμπ!
Η Ζέντα ξεψύχησε καλώντας εσένα.
Τραμπ! Τραμπ! Τραμπ!
Τραμπ! Τραμπ! Τραμπ!
ΤΑ ΔΡΥΙΝΑ
Απίθωσαν τον δρύινο κάδο
πάνω στο παλιό δρύινο βαρέλι
το γλυκό κρασί γεμάτο
και κοιμήθηκαν.
Το πρωί
στο μέρος όπου ήταν αφημένα
είχε φυτρώσει μια μικρή
περήφανη και πεταχτούλα-
μια μικρή βαλανιδιά γαλανομάτα.
ΟΙ ΣΟΒΑΡΟΙ
Τα βλοσυρά τα πρόσωπα, τα συνοφρυωμένα
μη σας γελάνε φίλοι μου-δεν είναι αληθινά.
Τα βλοσυρά τα πρόσωπα-ρωτήσετε εμένα
γιρλάντες κρύβουν μέσα τους απ’ άνθη εαρινά.
Κατ’ απ’ την άγρια όψη τους χίλια τρελά παιχνίδια
ριζώνουνε αφύτρωτα κι ανάνθιστα σπαργούν.
Μύρια κρυφά αφανέρωτα στριμώχνονται στολίδια
που αζήτητα κι αχάριστα σκουριάζουνε και σπουν.
Μες στ’ αυστηρά κι αγέλαστα, σφιχτοκλεισμένα χείλη,
αειπάρθενες ατρύγητες μαραίνονται ηδονές
κι ας μην ακούτε σεις ποτέ απ’ αυτά καλοί μου φίλοι
τις που πλαντάαζουν μέσα τους χαρούμενες φωνές.
Κι όσα δεν τρέχουν δάκρυα από τα σκληρά τα μάτια
στις μυστικές του έρωτα κυλούνε τις βραγιές
και της αγάπης τα στενά νοτίζουν μονοπάτια
που σκοτεινά φαντάσματα γεμίζουν τις βραδιές.
Τα χρόνια φεύγουν άφωτα κι οι άφωτοι κερδίζουν
τον τίτλο που ανείπωτα μισούνε: "σοβαροί".
Μα την ψυχή ματώνουνε και την καρδιά ξεσχίζουν
όλα εκείνα που αυτοί δεν έχουνε χαρεί.
ΕΝ’ ΑΨΥΧΟ ΚΟΥΦΑΡΙ
-Ποιος εισ’ εσύ που’ ρθες εδώ
στο σπίτι μου απόξω
και περκαλείς γονατιστός
την πόρτα να σ’ ανοίξω;
-Είμαι αυτός που ως τα χτες
αγάπη σου ζητούσα
κι εσύ δεν καταδέχοσουν
ούτε να με κοιτάξεις.
-Εσύ ’χες μάτια σκοτεινά
πώς λάμπουν έτσι τώρα;
εσύ ’χες άσχημη θωριά
και τώρα είσαι ωραίος.
Πρώτα τα χείλια σου ήτανε
στεγνά και μαραμένα
κι ως χτες που σ’ ήξερα ήσουνα
γέρος κοκκινοτρίχης.
-Χτες βράδυ στην απόκρυφη
την αγορά επήγα
και την ψυχή μου έδωσα
για ομορφιά και νιάτα.
Τρεις μέρες θα ’μαι όμορφος
τρεις μέρες θα ’μαι νέος
τρεις μέρες-και την τέταρτη
άσχημος πάλι-γέρος.
-Βάγια Βαγιώ Βαγιούλα μου
κλείσε τα παραθύρια
την πόρτα διπλασφάλισε
κι άμα ρωτούν για μένα
να λες πως είμαι άρρωστη
με πυρετό μεγάλο
κι ότι τρεις μέρες μοναχή
πρέπει να μείνω τάχα.
Τρεις μέρες-και την τέταρτη
έλα να με βοηθήσεις
να διώξουμ’ ένα γέρικο
εν’ άψυχο κουφάρι.
ΑΝΥΠΟΠΤΗ
Το απόγευμα πέφτει κάπως βαρύ στους λεπτούς ώμους σου
και το σχήμα τους παίρνει.
Οι κλείδες δύο σκιερές αιχμές της επερχομένης εσπέρας
(οι αστυνόμοι περιπολούν άτεγκτοι και αδηφάγοι εδώ).
Γιορτινά σε κρατώ από το σφύζον χέρι σου.
Η βασιλική φλέβα σου
πορφύραν αιδούς περιβαλλομένη
πάλλει φαιδρά στο αδρό κράτημά μου.
Ενύπνια τρόμου εποφθαλμιούν τους κοιμωμένους.
Διάσπαρτοι ευτυχείς βόμβοι μελισσών
γεμίζουν τη θλίψη της ώρας με αδιάπτωτο παράπονο.
Το μονοπάτι με τις πέτρες, τις επιγραφές, τις πεταλούδες
και με τα πουλιά κατιόντα πάνω στα στίλβοντα βατόμουρα
δικαιώνει την ύπαρξή μας
και επιτείνει την απόφαση βαδίσματος.
Σαν τόξο πάνω μου γέρνεις.
Βέλη ευφρόσυνα εκτοξεύεις κάθε τόσο
που τις αυστηρές μορφές απαλύνουν.
Σε κάθε λουλούδι που βλέπεις πηγαίνεις και έρχεσαι.
Γερτός σε δέχεται και σε προπέμπω.
Οι ασθενείς άνεμοι του μετεωρολογικού δελτίου
δεν θα ταράξουν το κάλλος του απογεύματος
που με σένα απούσα μέσα του περιδιαβαίνω.
"ΣΩΠΑ"
Τη νύχτα προς τις δυόμισι με τρεις
σαν μεθυσμένος μ’ αϋπνία μπεκρής
στον ουρανό κοιτάζω κι αντικρίζω
το φεγγαράκι το αργυρό και γκρίζο.
Μόνο καθώς εμένα περπατεί
στον ουρανό τον έρμο και πλατύ
χλωμό σαν άρρωστο ένα παιδάκι
και με πικρό-αγέλαστο χειλάκι.
Και λέω: "τι να κάναμε κι οι δυο
και μια ζωή περνάμε ρημαδιό…"
και λέω: "ποιος τους δρόμους μας χαράζει
και οδοιπόρους μέσα τους μας βάζει…"
Και λέω: "όποιος κι αν είναι, όσο ζει
χαρούμενη μια μέρα να μη δει-
του πόνου η φωτιά να τονε καίει
και όλο να θρηνεί, κι όλο να κλαίει..."
Και πριν ο λόγος μου κιωθεί ο φριχτός
"Σώπα! " μου λέει του φεγγαριού το φως,
"έτσι που εκεί θερμά παρακαλιέσαι
τον εαυτό σου αδέρφι καταριέσαι".
Η ΝΥΧΤΑ
Και τώρα που ’ρχεται η νύχτα τι θα γίνω
αφού κανείς ποτέ δε μ’ έχει αγαπήσει;..
και τώρα που ’ρχεται η νύχτα τι θα γίνω
έτσι πνιγμένος στις κατάρες και στα μίση;..
Και τώρα που ’ρχεται η νύχτα τι θα γίνω
που δεν απόχτησα ποτέ μου ένα φίλο;..
και τώρα που ’ρχεται η νύχτα τι θα γίνω
έτσι σαν έρμο μες στη θύελλα ένα φύλλο;..
Και τώρα που ’ρχεται η νύχτα τι θα γίνω
που ουτ’ ένα θάμα μες στη ζήση μου δεν είδα;..
και τώρα που ’ρχεται η νύχτα τι θα γίνω
που ’χω ασυλλόγιστα σκοτώσει καθε ελπίδα;..
Και τώρα που ’ρχεται η νύχτα τι θα γίνω
που θα ειμ’ εν’ άθυρμα στα νύχια της αστείο…
και τώρα που ’ρχεται η νύχτα τι θα γίνω
που θα με λιώσει μες στο χέρι της το κρύο…
ΤΑ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑ
Πάντοτε αναρωτιόμουνα γιατί τα κυπαρίσσια
τα ορθά και τα περήφανα και τα στητά και τα ίσια-
γιατί κοντά να στέκουνε-δίπλα στους πεθαμένους
συνέχεια ψιθυρίζοντας μονόλογους θλιμμένους.
Κι απόκριση δεν έβρισκα ίσα μ’ αυτό το δείλι
που μαγεμένος κοίταζα του θείου βραδιού τη σμίλη
του ήλιου χρυσοπόρφυρη μια δύση να χαλκεύει
το δρόμο ετοιμάζοντας στης νύχτας τα ερέβη.
Κι ως οι ακτίνες βιάζονταν να λάμψουν πριν τη δύση
κι η γη τα μάτια έκλεινε απ’ το φωτομεθύσι
τις βελουδένιες έβλεπα κυπαρισσοκορφάδες
φωτιά να παίρνουν και να καιν σαν φλόγες σε λαμπάδες.
Και τότε μόνον ένιωσα γιατί στους τάφους πλάι
μία σειρά κυπαρισσιών σαν τον φρουρό φυλάει:
ίσως οι άλλοι τους νεκρούς να τους ξεχνούν, μα η φύση
χωρίς κεράκια δεν μπορεί τα τέκνα της ν’ αφήσει.
ΘΑ ΤΗ ΜΑΘΕΙ
Σαν άνθος το πρωί πρωτανοιγμένο
θωρεί το κοριτσάκι σαστισμένο-
μυστήριο ειν’ ο κόσμος, και μαζί του
κι η ύπαρξη μυστήριο η δική του.
Με μάτι γερακιού και λύκου στόμα
οι γύρω θεωρούν τ’ άγουρο σώμα
και μ’ αθωότητας θωριά οπλίζουν
τη δράκινη μορφή που μονο ορίζουν.
...Με άγνοια φορτωμένη και με ήθος
η ρόδινη μορφή μέσα στο πλήθος
δεν ξέρει τι να κάνει τόσο κάλλος
και, βέβαια, θα τη μάθει κάποιος άλλος.
ΑΔΕΙΑ
Όπως διψώντας έρωτα τα νιόγεννα μωράκια
τα ροδαλά χεράκια τους τείνουν λαχταρισμένα
έτσι και τα κλαδάκια τους έχουνε απλωμένα
σε αγκαλιά ορθάνοιχτη τα τρυφερά δεντράκια.
Μα τίποτε-μα τίποτε δεν πιάνουν. Τον αέρα
σπαθίζουνε τα φύλλα τους-ακούσιοι δον Κιχώτες
ή που όλη νύχτα μάχονται απέλπιδα στρατιώτες
και μάθουν για την ήττα τους μόνο σαν φέξει η μέρα.
Μα τίποτε-μα τίποτε. Ολάδεια πάντα μένουν
τα φουντωτά κλαδάκια τους κι η πράσινη αγκαλιά τους.
Ό, τι τριγύρω τους θωρούν νομίζοντας δικά τους
τα προσπερνούν και τρέχοντας σ’ άλλη αγκαλιά πηγαίνουν.
Τίποτε. Και διαβαίνουνε-και φεύγουνε τα χρόνια.
Και όσο μεγαλώνουνε οι τρυφεροί τους κλώνοι,
αντί να σβει κι η πεθυμιά μαζί τους μεγαλώνει.
και φεύγουνε... και φεύγουνε... και φεύγουνε τα χρόνια.
Και φεύγουνε... και φεύγουνε... και πίσω τους ρημάδια
ζωούλες που ανάρχιστα τελειώνουνε αφήνουν.
Κι αφήνουν δέντρα γέρικα που τα κλαδιά τους τείνουν
άχρωμα, άψυχα, ξερά, και άδεια... άδεια... άδεια...
Ο ΑΝΤΡΑΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΖΕΙ
Ο άντρας πρέπει να ζει-πάει να πει
πρέπει να ’χει μια γυναίκα.
Ο άντρας πρέπει να προσεύχεται-πάει να πει
πρέπει
μια φορά την ημέρα
να οσφραίνεται γυναικείο άρωμα.
Ο άντρας πρέπει να υποψιάζεται την Πρώτη Αιτία-
πάει να πει πρέπει ν’ ακούει
μια γυναικεία φωνή να του λέει:
"πού πας;"
ή, ας πούμε: "άργησες απόψε".
Ο άντρας πρέπει από καιρό σε καιρό
να νιώθει πως υπάρχει-πάει να πει
να βλέπει κρεμασμένα γυναικεία ρούχα
στην κρεμάστρα του χολ.
Ο άντρας πρέπει κάθε τόσο
να ψηλαφάει ένα κορμί
αλλιώτικο από το δικό του
αλλιώς και τι να το ’κανε το χέρι.
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑ
Θερμόμετρα- κουβέρτες-σκωραμίδες
θλιμμένα απογεύματα-ανία
φαϊ με ζυγισμένες τις μερίδες
αέρας πνιγηρός-νοσοκομεία...
Νυχτιές μοναχικές-ξενυχτισμένες
χλωμούλες αδελφές-μονοτονία
φιλίες αλλοπρόσαλλες σαν ξένες
ενέσεις-σεταβλόν-νοσοκομεία...
ΜΑΥΡΟ-ΑΣΠΡΟ
Οι μαύροι ωκεανοί δεν με φοβίζουν.
Πιοτό φαρμακερό αλλά τους πίνω.
Μα η άσπρη όταν έρχεται σταγόνα
το φως της το πολύ πώς ν’ απαλύνω;
Άχου-τη λύπη την κρατώ
μες στο φαρδύ μου ράσο
μα τη χαρά μου-τη χαρά!
με ποιον να τη μοιράσω;
ΟΥΤΕ ΔΩΡΟ
Τόσο ανάξιος έμπορος ήμουν εγώ λοιπόν
που δεν επάτησε ποτέ κανείς στο μαγαζί μου
και το μεγάλο απόθεμα των τόσων υλικών
ακόμα ακέριο κι άθικτο μένει στην κατοχή μου.
Τόσο αδέξια ήτανε η δική μου τακτική
και τόσο διέφερε πολύ από αυτήν των άλλων
που όλοι προτιμούσανε και πήγαιναν εκεί
και αδιστάκτως μάλιστα και αυθορμήτως μάλλον.
Τόσο δεν ήθελε λοιπόν κοντά κανείς να ’ρθει
στο χώρο που είχα όλη μου απλώσει την πραμάτεια
κι όταν την άπλωσα ήμουνα σαν λούλουδο που ανθεί
και τώρα βάζο αλάβαστρο που κείτεται κομμάτια.
Και τώρα που αποφάσισα να δώσω δωρεάν
τα πλούτη που αδιάθετα μου πιάνουνε το χώρο
στο κάλεσμά μου οι άνθρωποι φεύγουνε ως εάν
από εμέ δεν θέλουνε να πάρουν ούτε δώρο.
ΓΙΑ ΟΣΑ ΕΘΑΨΑ
Στοχαστικοί κι ασπαίροντες
όταν κοντά στο τζάκι
οι άλλοι θα στέκουν γέροντες
κι απ’ το πηχτό φαρμάκι
τις τελευταίες θα πίνουνε
και πιο πικρές γουλιές του,
ενώ απαλά θα κλείνουνε
ενός βίου καταμέστου
από χαράς πλανέματα
την κουρασμένη αυλαία,
τα γηραλέα τους βλέμματα
έστω και νυσταλέα
πάω θα ξεκουράζονται
σε κάτι μαραμένα
λουλούδια, ή θ’ αναπαύονται
πάνω σ’ αγαπημένα
κιτρινισμένα γράμματα
που γράφτηκαν πριν χρόνια-
στα χρόνια που τα θάματα
μοιάζαν πως θαν’ αιώνια.
Ενώ λοιπόν θα νήχονται
οι άλλοι μες στις μνήμες
πλάι σ’ εμέ θα βρίσκονται
μονάχα κάτι ρίμες
να λεν για όσα έθαψα
στα μαύρα τους κατώγια
γράμματα που δεν έγραψα
και που δεν είπα λόγια.
ΠΑΙΔΟΥΛΑ
Τριγυριστή τριγυριστή παιδούλα
τη φούστα σου μάσε γιατί
καθώς σε θωρεί νοστιμούλα
αγόρι μεστό την πατεί
κι αν τρέξεις η φούστα θα πέσει
και τότε-πω πω τι ντροπή!-
γυμνούλια ’πο κατω απ’ τη μέση
κοιλίτσες, μπουτάκια, ποποί...
Τριγυριστή τριγυριστή παιδούλα
την άγουρη τότε αρετή
που φέγγει αχνά σαν αυγούλα
με τι θα την κρύψεις-με τι;..
ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ
Δεν είναι για να δρέψω δάφνης φύλλα
που ατέλειωτα μαυρίζω άσπρα φύλλα.
Για να ’χω λίγο φως μέσα στον Άδη
τρυπίτσες μόνο ανοίγω στο σκοτάδι.
Αν λίγο με την ποίηση ασχολούμαι
δεν είναι ποιητή για να με πούνε.
Μ’ αυτά τα ποιηματάκια όπου γράφω
αλλάζω μόνο θέση μες στον τάφο.
ΝΑ ΠΙΩ
Ολάνθιστος ήμουν και μ’ έχεις ξεράνει.
Μου έχεις χτυπήματα δώσει σωρό
που αν ήθελ’ αρχίσει εδώ να ιστορώ
μεγάλου βιβλίου ο χώρος δε φτάνει.
Μετά τάχα πού από δω θα με στείλεις;
Θα πάω όπου να ’ναι-θα κάνω ό, τι πεις
τα σύνορα εγώ θα διαβώ της Ντροπής
το ρόπτρο θα κρούσω της Άθλιας Πύλης.
Αλλά δε θ’ ακούσεις ποτέ παρακάλιο
να βγάλω απ’ τα χείλια ή λόγον πικρό.
Φαρμάκι ή μεγάλο να πιω ή μικρό
μου δώσεις, θα τό ’πιω με ύφος νηφάλιο.
Και όταν στο τέλος θα βγω νικητής
σε όσα μου έχεις γραφτό να τραβήξω
λιθάρι αναθέματος ζωή θα σου ρίξω
κι εγώ θα ’μαι τότε δικός σου κριτής.
ΔΕΝ ΕΠΡΕΠΕ
Δεν έπρεπε την "ΠΡΕΒΕΖΑ" να γράψεις Καρυωτάκη.
Λαγοκοιμόνταν μέσα μας οι σαρκοβόροι δράκοι
η Απελπισιά, το Αδειανό, κι ο Φόβος ο Μεγάλος
νανούρισμα λες ήτανε ο εντός μας μέγας σάλος
Και ησυχάζανε-κι εμείς ξεκλέβαμε τα χρόνια.
Οι κάργιες όμως ήρθανε στων δέντρων μας τα κλώνια
κι ο σοβαρός ο δάσκαλος με την εφημερίδα
σκότωσε την που πρόβαλε απ’ τα βιβλία ελπίδα.
Της Ανοχής και της Μικρής Ανάγκης το κουβάρι
αργά εξετυλίγονταν πριν ο άνεμος το πάρει
της "ΠΡΕΒΕΖΑΣ"" και άκλωνο στην άκρη το πετάξει-
στη θεωρία περιττό κι ανώφελο στην πράξη.
Μα τίποτα δεν έμεινε μέσα μας να ’ναι φίλιο
όταν στη δεύτερη στροφή θανάτωσες τον ήλιο.
Ξυπνήσαν τότε τα θεριά, ορθώσαν το κεφάλι
και τη νικήτρα ενάντια μας ορέχτηκαν την πάλη.
Κι όταν του όπλου σου η κραυγή μάτωσε τον αέρα
επήγε και το πρόσχημα το τελευταίο πέρα-
οι δράκοι μας εσπάραξαν κι αφήσαν μόνο ράκη.
Δεν έπρεπε την "ΠΡΕΒΕΖΑ" να γράψεις Καρυωτάκη…
ΘΑ ΚΑΤΑΛΥΣΕΙ
Αφήστε με τον κόσμο μου να πλάσω.
Σε λίγο φεύγω. Να ’χω μία σκέπη
εκεί που άϋλος κι αγνός θα φτάσω
και μια γωνιά να με προσμένει πρέπει.
Αφήστε με. Στον κόσμο κατοικείτε
τούτον εσείς και όλα σας τα μίση
και κάθε ομορφάδα που μπορείτε
σ’ αυτόνε μέσα έχετε σκορπίσει.
Αφήστε με. Η ζήση μου είναι τούτη
πρώτη και μοναχή για μένα ύλη
της άλλης για να πλάσω τ’ άγια πλούτη
που είν’ η αγαπημένη μου και φίλη.
Αφήστε με. Όχι μόνο η φαντασία
μα κι η καρδιά και η ψυχή και το αίμα
σφάγια να γίνουν έχουν στη θυσία
το που της γης θα καταλύσει ψέμα.
Η ΑΘΛΙΑ
Πληγές στο πρησμένο της σώμα
που σύρμα το δένει γερό.
Ριγμένη στο άνυδρο χώμα
με δίχως τροφή και νερό.
Θ’ αντέξει περίπου τρεις μέρες
περνάω απ’ αυτό το στρατί
περνάω από τούτες τις ξέρες
και μου ’τυχε κι άλλες να δω.
Να! Τώρα κι αυτή ξεψυχώντας
με βλέφαρα μισοκλειστά
θα δει να φτύνεω περνώντας
απ’ τ’ άθλιο κορμί της μπροστά.
ΑΡΧΑΙΟΠΤΕΡΥΞ
Η Πλάση φωτίστηκε όταν άφησες το χώμα
και ξεδίπλωσες τα πρώτα φτερά στον αμόλυντον αέρα.
Η Πλάση φωτίστηκε
όταν άφησες το χώμα και ανυψώθηκες-
γιατί το φως δεν ήταν η απουσία του σκότους
επειδή εσένα, ούτε ένας τυφλός δε θα μπορουσε πια
να σε αγγίξει.
Μέσα απ’ όλα τα πεσμένα ωρθώθηκες
τραβώντας με τις άκρες των φτερών και σπάζοντας
την άρνησή τους
που όταν έφτασε η κρίσιμη ώρα έλιωσε
σαν πάγος μες σε λάβα-
που όταν έφτασε η ώρα εσκόρπισε
σαν χνούδι σε αέρα δυνατό.
Και υψώθηκες. Και πήγες
να σελαγίσεις τη μοίρα του κόσμου
πάνω απ’ τον κόσμο και απ’ ό, τι
ως τότε υψώνονταν με άλλων χέρια.
Στάθηκες λίγο να ισιώσεις το γερτό σώμα
με μάτια εμέτρησες μήκος και ύψος
με νου καθόρισες την πορεία
τον άνεμο υπολόγισες,
και με φωνή βραχνή ακόμα είπες: "τώρα! ".
Και ώρθωσες
τον ήλιο μες στο φως του ήλιου. Και πέταξες
όχι έτσι σαν έρωτας
που οριζόντια διαπλέει επίπεδα, όχι έτσι
σαν ρόδο που υψώνεται στον κλάδο δεμένο, όχι έτσι
σαν άθυρμα στον πόθο του απείρου-
αλλά σαν πεποίθηση και σάρκινη ελπίδα.
Με μίσος σε βλέπαν
οι σκότιες οι ρίζες της πρώτης εκτίναξης
που στ’ άφωτα μάκρη τους μέσα
σχεδιάζαν το σώμα της ύστερα εξέλιξης-
κορμό, κλάδους, φύλλα,
δεμένο στα μάγια που εκείνες ορίσανε
χωρίς να προβλέπουν καμία εκτίναξη, καμιά νέα γέννα.
Μα συ
με σπόρους του Πριν και του Σκότους
το Φως και το Ύστερα εγέννησες.
Και πήρες τη θάλασσα
και πήρες την τρέμουσα πίστη, και πήρες
το θάρρος της πρώτης ζωής, και πήρες
την τραγικότητα των αμφιβίων, και πήρες
των κωνοφόρων το πρώιμο θρόισμα, και πήρες
τ’ αχνά παιχνιδίσματα της χλόης στο ημίφως
και σ’ άφταστα εσύ τα λειτούργησες ύψη.
Και κει όλα τούτα κρατώντας σαν φύλαγμα ατίμητο
με μία φωνή που εξάφνισε τ’ άστρα
εσάλπισες κι είπες; "ιδού!
ξεπλένω τ’ όνειδος του Κάτω! "
Και προς το μέρος σου όλα τότε γύρισαν
και βλέπαν να πετάν κι αυτά μαζί σου
ψηλά ’π’ το χώμα-ψηλά!
Και βλέπαν τα γερά και σίγουρα φτερά σου
ψηλά ’π’ το χώμα-ψηλά!
Κι οι στεναγμοί κι οι βόγγοι τους
βγαίνανε τώρα απ’ το λαρύγγι σου
μετουσιωμένοι σε κελάδημα γλυκό κι αχτιδοβόλο
που σίγουρο απλωνότανε παντού
σπρωγμένο από τα νικηφόρα σου φτερά.
ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ ΚΑΙ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ
-Τζι τζι τζι και τζι τζι τζι
πεταλούδα πλουμιστή
έλα δίπλα μου και στάσου-
σε ποθώ-σε θέλω-βιάσου.
-Φρου φρου φρου και φρου φρου φρου
τζίτζικα βρωμιάρη-φτου-
πώς μπορεί μια πεταλούδα
να φιλεί σου τη μουσούδα;
-Και τι έχω το στραβό
όπου τόσο σ’ απωθώ;
-Είσαι γκρίζος εγώ λάμπω
και στολίδι είμαι στον κάμπο.
-Κι εγώ πάντα τραγουδώ
το βιολί μου έχω εδώ
και τον κόσμο ξετρελαίνω
στα μεράκια όταν μπαίνω.
-Όλο τρέχω και πετώ
και δε στέκω ούτε λεφτό
συ συνέχεια τεμπελιάζεις-
δε σου μοιάζω-δε μου μοιάζεις.
-Είμ’ εγώ τραγουδιστής
είσ’ εσύ ο χορευτής-
απ’ των δυο μας την παρέα
τι θα ταίριαζε πιο ωραία;
-Ω! Αταίριαστοι πολύ
’μεις οι δυο-εγώ έχω βγει
από άσπρο ένα κουκούλι
συ θα το ’χεις για κιβούρι.
-Όμοια ειν’ τα δυο αυτά
η ζωή όταν τελευτά
ή δεν έχει ακόμ’ αρχίσει
πράγμα ίδιο για τη φύση.
-Μία φλόγα εγώ ζητώ
για να πέσω να καώ-
τζιτζικάκι μου καημένο
μόνο αυτό σε κάνει ξένο.
-Μια φορά εσύ αν καείς
η φωτιά μου συνεχής-
αχ! με καίει κάθε ματιά σου
πιο πολύ από τη φωτιά σου.
Τζι τζι τζι και τζι τζι τζι
πεταλούδα μου ακριβή
έλα σβήσε το καμίνι
που από σε μονάχα σβήνει.
-Φρου φρου φρου και φρου φρου φρου
τζίτζικά μου έρχομ’ εφτού-
αχ! με σένα είμαι ίδια
σα μου βγάλεις τα στολίδια
ΓΥΜΝΟΣ
Ωραία λοιπόν...
κάτι καινούργιο έρχεται.
Καλώς να ’ρθεί
(έξω βρέχει).
Και τι μπορεί να ’ναι καινούργιο
για όποιον έχει δει λουλούδια μαραμένα…
για όποιον έχει δει το στόμα ενός μικρού παιδιού
γεμάτο αρρώστια έτσι που η γλώσσα του
να μη χωρά στο στόμα του και να προβάλει-
και τον πατέρα να ’ναι όλος ένα βλέμμα πετρωμένο
στον ίλιγγο της απορίας και του χάους...
Και τι μπορεί να ’ναι καινούργιο
για όποιον βρέθηκε γυμνός κι ανίσχυρος-
ίδιος εν’ άδειο ηχείο-
ανάμεσα σε αέρηδες που ερίζουνε ποιος θα τον πρωταρπάξει...
για όποιον είδε κοριτσόπουλα να προκαλούν
χαϊδεύοντας τη φούστα τους για λίγο ανεπαίσθητα...
γι αυτόν που ξέρει πως οι συνδυασμοί των λέξεων έχουν υπάρξει όλοι...
Και τι μπορεί να ’ναι καινούργιο
για όποιον έχει δει τον ήλιο να ζυγιάζεται
στου τόξου τη χορδή προτού
στοχεύοντας το κέντρο κάθε ακτίνας του εκτοξευτεί...
γι αυτόν που ο βαρύτερος χειμώνας ειν’ της Άνοιξης...
γι αυτόνε που ο θάνατος έχει ερθεί πολλές φορές και δεν τον βρήκε...
Και τι μπορεί να ’ναι καινούργιο για όποιον ξέρει
πως είμαστε όντα ψεύτικα
είδωλα σκοτεινά μελλόντων όντων
που κάποτε ύστερα θα ζήσουν και που κάποιο
αντίστροφο προβολικό μηχάνημα τ’ αντιγράφει
και τα προβάλλει και τα εντυπώνει
στο φως που εβαρέθηκε να ταξιδεύει…
Ωραία λοιπόν…
κάτι καινούργιο έρχεται.
Καλώς να ’ρθεί
(έξω βρέχει).
ΕΜΠΡΟΣ ΠΑΙΔΙΑ ΓΕΝΝΑΙΑ ΜΟΥ
Θα υφώσω τη σημαία μου!
Εμπρός παιδιά γενναία μου
νευρά και αρτηρίες μου
και μυ’ς μου και μυαλά μου
δωστε ένα χέρι βοηθερό
να σ’κώσω από χάμου
το λάβαρό μου-έφτασε
κι ας άργησε η σειρά μου.
Σ’ αυτόν τον τόπο πό’ γειρα
ποτάμια αίμα ολόγυρα
σαπίζουν άλλα πτώματα
κι άλλα ζεστά είν’ ακόμα.
Το πρωινό έτσι άρχισε
κι έτσι τραβάει το γιόμα.
Σφαίρες, βροντές, καπνοί παντού-
πήρε φωτιά το χώμα.
Μα πάνω από τα πτώματα
που σμίγουν με τα χώματα
σημαίες ανεμίζουνε
και πλέουν στον αέρα.
Τα χρώματά τους τα λαμπρά
στο μαύρο είναι φοβέρα
ανθός το καταχείμωνο
δροσό νερό στην ξέρα.
Ως τώρα εφοβόμουνα
και χάμου εσερνόμουνα
κι ωχρό ένα παλιοκούφαρο
σε λίγο θε να γίνω.
Μα τη σημαία μου στη γη
πεσμένη δεν αφήνω
βοηθάτε με παιδάκια μου
γιατί όπου να ’ναι σβήνω.
Βοηθάτε με γενναία μου-
θα υψώσω τη σημαία μου.
Τον τόσο χρόνο που ’χασα
βοηθάτε να κερδίσω.
Πριν στου πολέμου τη βοή-
στη μάχη πριν να σβήσω
ένα πανί τουλάχιστο
καθώς κι οι άλλοι ας στήσω.
ΕΝΩΠΙΟΝ
Ο γάμος μας έγινε ενώπιον
ζωυφίων και χλόης
(νυφικό τ’ άσπρο σου δέρμα)
Μυρμηγκάκια και λαμπρίτσες
περπατούσαν στο κορμί σου
ένας σκύλος εκουνούσε
την ουρά πασιχαρής
και μια σαύρα λαθροβιώσα
μας εκοίταζε αδρανής.
Χλόη πάνω στ’ άσπρο δέρμα-
άσπρο δέρμα πα’ στη χλόη
(νυφικό τ’ άσπρο σου δέρμα)
ο γάμος μας έγινε ενώπιον
ζωυφίων και χλόης.
ΚΑΛΛΙΤΕΡΗ
Σα σβήσει ο λύχνος τότε τον θυμούνται
αυτοί που τώρα είναι στο σκοτάδι.
Με νόστο τη ζωή τη συλλογούνται
αγύριστα όσοι βρίσκονται στον Άδη.
Το δέντρο σαν κοπεί κι ο ίσκιος πάψει
του ήλιου να μετριάζει το λιοπύρι
τότε κι η νοσταλγία θε’ ν’ ανάψει
για τ’ άμοιρο το δέντρο που έχει γείρει.
Και λέω κι εγώ αφού όταν πεθάνουν
τα βρίσκει όλα ο έπαινος κι ο αίνος
οι στίχοι μου εντύπωση θα κάνουν
καλλίτερη σα θα ’μαι πεθαμένος.
ΞΕΡΑΙΝΟΥΝ
Kαράβι περίμενε, μη φεύγεις ακόμα
μη σ’κώνεις τη γέφυρα που πιάνει στο χώμα
για ξένα λιμάνια πανιά μην ανοίγεις
καράβι μου στάσου-ακόμα μη φύγεις.
Μαζί σου ένας μάγος που όλα μαγεύει
μαζί σου ένας μάγος κακός ταξιδεύει
μακριά για να πάει-μακριά για να φύγει
πανιά μέσα στ’ άσπρα πανιά σου ανοίγει.
Μαγεύει ανθρώπους και κείνοι αρρωσταίνουν
μαγεύει τα δέντρα και κείνα ξεραίνουν
μαγεύει κορίτσια και κείνα πλαντάζουν
μαγεύει καράβια και κείνα βουλιάζουν.
Tο μάγο που μέσα μου φλόγες ανάβει
μαζί σου μην παίρνεις καλό μου καράβι.
Kοντά μου άφησέ τον και όρκο σου δένω
σαν θα ’ρθεις να έβρεις αυτόν μαγεμένο.
ΣKΟTΩΜΕΝΗ
Φαίνεται πρέπει να διαβαίνουν
λυπητερά έτσι τα χρόνια
οι μέρες πρέπει να μας ραίνουν
θλίψη ντροπή και καταφρόνια.
Πρέπει να σβήνουν οι ελπίδες
προτού οι ανθοί τους να μεστώσουν
πρέπει του μίσους οι λεπίδες
χίλιες φορές να μας σκοτώσουν.
Α! κι η αγάπη φορτωμένη
μαύρα φτερά που δεν πετάνε-
α! κι η αγάπη σκοτωμένη-
φαίνεται πρέπει έτσι να ’ναι.
ΜΕ ΣΚΟΤΑΔΙ
Η ζωή μκυλά με σκοτάδι
και μ’ αρχέγονα ζώα παρέα.
αδιατάραχτη, δίχως ψεγάδι
η ζωή μου περνάει ωραια.
Κατοικώ σ’ ένα έρημο σπίτι
πριν από άμετρα χρόνια χτισμένο
κατοικώ σ’ ενα απέραντο σπίτι
μες σε βάλτων νερά ριζωμένο.
Υγρασία τους τοίχους του σκέπει
και λειχήνες τη σκέπη του ντύνουν
παραθύρια και πόρτες δεν έχει
λίγο αέρα και φως να του δίνουν.
Ερπετών στρατιές το γεμίζουν
πάτωμα, έπιπλα, τοίχους σκεπάζουν
ανενόχλητα εκεί τριγυρίζουν
και συνέχεια βοούν και κοάζουν.
Α! Τα ωραία τυφλά ερπετά μου!
Τόσο είναι μαζί μου δεμένα
που αν βρεθούν μια στιγμή μακριά μου
με μανία με ζητούν τα καημένα.
Και τι εύρωστα όλα τους που ’ναι!
δυνατά πώς φυσούν περπατώντας!
σαν θυμώνουν το κτίσμα πώς σειούνε
τις ουρές τους σιγά μόνο σειώντας!
Α! Ωραία που κυλά η ζωή μου
στου μεγάλου σπιτιού μου το χώρο!
Σε μια γη που θα ήταν δική μου
τον μικρό της ας φύτευα σπόρο!
…Μακριά κάπου ακούγονται θρήνοι
κάτι που είναι για με τέλεια ξένο.
Θα θρηνούν οπωσδήποτε ’κείνοι
που ’χουν σπίτι στα φώτα λουσμένο.
Α! ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΕΣ!..
Οι χωροφύλακες πυροβόλησαν τη ζωή μου
και πληγωμένη μέσα στον κόσμο σέρνετ’ εκείνη.
Όψιμο βέλος στη σάρκα χώθηκε καρπού πρωίμου
και το αδούλωτο πνεύμα αιμάσσει κι η σάρκα φθίνει.
Α! Χωροφύλακες! Για μένα είσαστε τρόμος μονάχα
κι όχι όπως γι άλλους η περιφρούρηση κι η προστασία.
Α! Χωροφύλακες! Τούτο του άξιζε να πάθω τάχα
γιατί ζητούσα ειρήνη δίκαιο κι ελευθερία;
Α! Χωροφύλακες! Με ηθέλατε σκλαβωμένο
στην κάννη του όπλου σας-στα σιρίτια σας-στα δεσμά σας
κάλλιο το είχατε να με βλέπατε να πεθαίνω
παρά που ήμουνα εν’ αγκάθι στο σύστημά σας.
Α! Χωροφύλακες! Α! Τα όπλα σας δε σκοτώνουν.
Α! Χωροφύλακες! Γεια σας! τα όπλα σας δε φτουράνε.
Α! Χωροφύλακες! Φίδια τα όπλα σας και σας ζώνουν.
Α! Χωροφύλακες! Τα ίδια τα όπλα σας σάς πολεμάνε.
CAFE TERRACE AT NIGHT
(Van Gogh)
Φωτοπερίχυτη γωνιά με δάπεδο ερυθρό
δίπλα του σούρουπου η ζωή-της νύχτας η πειθώ
δυο κόσμοι-ο ένας ζωντανός, λουσμένος μες στο φως
κι ο άλλος πλάι του σταχτίς, αφώτιστος, κρυφός.
Ένα "καφέ" παρισινό. Μικρά και στρογγυλά
τα τραπεζάκια στέκονται κομψούλια και ψηλά
με τις καρέκλες δίπλα τους κυρίες ελκυστικές
χίλιες μικρές απόκρυφες να υπόσχονται χαρές.
Νύχτα! Παρίσι! Άνοιξη! Ζολά! Μπωντλαίρ! Ουγκώ!
Ω! αηδονάκι του φωτός στον κόσμο τον βουβό!
Α! και ζωγράφε που πολύ ό,τι ήθελα να δω
αφού εγώ δεν πήγα εκεί μου το ’φερες εδώ.
PINK PEACH TREES
(Van Gogh)
Α! Ροζ μικρές ροδακινιές! Η Άνοιξη κυλάει
μες στων κλαδιών σας τους χυμούς, χορεύει και πηδάει
και αγκαλιάζει ερωτικά το τρυφερό κορμί σας
και παίζει και ακκίζεται και χαίρεται μαζί σας.
Κοντά σας να ’μαστε και μεις. Με χέρια, μάτια, στόμα,
μ’ αυτιά, με μύτη, με κορμί, και με τη γλώσσα ακόμα
πασκίζουμε να νιώσουμε λίγη απ’ την Άνοιξή σας
από το γλυκοκάρωμα και την απόλαψή σας.
Κοιτάμε, αφουγκραζόμαστε, μυρίζουμε, δαγκάμε
μα τη γλυκιά τη μέθη σας εμείς δεν τη μεθάμε.
Ζηλότυπα την Άνοιξη εντός σας την κρατείτε
και "όχι" μας φωνάζετε, "όχι-ποτέ όσο ζείτε".
ΟΥΤΕ ΣΤΟΧΟΣ
Στης δυστυχίας τον πλανήτη
μου ’γραφε η μοίρα να κατοικήσω.
Δυστυχισμένων βλέπω πλήθη
το βλέμμα όπου κι αν γυρίσω.
Την ευτυχία όλοι γυρεύουν
μέσα στο χρήμα και στη δόξα.
Όμως ανώφελα σκοπεύουν
έστω χρυσά κι αν έχουν τόξα.
Μον’ όταν πια σωθούν τα βέλη
κι ενώ τους σφίγγει ο κρύος βρόχος
βλέπουν αλάθητα εν τέλει
πως δεν υπήρχε ούτε στόχος.
ΣΙΩΠΗΛΑ
Τα ποιήματά μου μοιάζουνε με τις γυναίκες κείνες
που γνώρισα κι αγάπησα και χάρηκα μ’ αυτές.
Όπως εκείνων τα φιλιά και οι δικές τους ρίμες
αμέτρητες μου δίνουνε-απόκρυφες χαρές.
Όμως μια θέση ξέχωρη κρατούν μες στην ψυχή μου
γυναίκες που δεν ταίριασαν οι δρόμοι μας ποτέ
που μες στου πλήθους χάθηκαν τα έλη του ανωνύμου
που η ζωή δε θέλησε να γίνουμε εραστές.
Που δίπλα μου επέρασαν στο δρόμο με βιασύνη
ή φευγαλέα αντίκρισα στις σκάλες του μετρό
γυναίκες που ειν’ αδύνατο να τις χωρέσει η μνήμη
τόσο πολλές που νόημα δεν έχει να μετρώ.
Ντυμένες ωραιότητα, σεμνότη, ευαισθησία,
κι ένα μυστήριο που άθελα κάθε άγνωστο κρατεί
της νοσταλγίας μου χάρισαν τη θεία πεμπτουσία
κι αβρούς ανθούς στης φαντασιάς τον κάμπο τον πλατύ.
Μ’ αυτές λοιπόν τις όμορφες γυναίκες παρομοιάζω
τα όσα μου ποιήματα δεν έχουνε γραφτεί
κι όπως για κείνες και γι αυτά σιωπηλά σπαράζω
(κι ας ειν’ η παρομοίωση συνηθισμένη αυτή).
ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ
"Θα βλέπω την τι-βι πίνοντας μπύρες.
Το σκύλο θα κρατάω αγκαλιά
και θα τον ξύνω που τον τρων οι ψείρες.
Εσύ να μη βιαστείς και ας αργήσεις.
Ξέρω πως παίρνει ώρα αυτή η δουλειά.
Μόνο τις μπύρες έξω να μου αφήσεις.
Και κοίτα, όταν περνάς απ’ τις φιλύρες
πρόσεξε μην τρομάξεις τα πουλιά.
Το σκύλο εγώ κρατώντας αγκαλιά
θα βλέπω την τι βι πίνοντας μπύρες".
ΣΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ
Κάπως έτσι θα ’χει γίνει
κι ήρθα στη ζωή-
στης ερήμου το καμίνι
όπως παει η βροχή.
Έτσι εκείνη άσκοπα όπως
πίνεται απ’ τη γη
κι ο δικός μου τέτοια ο κόπος
έχει ανταμοιβή.
Κι όπως ’κείνη δεν ποτίζει
δέντρο ή ανθό
και για με η μοίρα ορίζει
έτσι να χαθώ.
Και θλιμμένη λογαριάζω
και χλωμή "γιατί-
α! γιατί μ’ αυτόν να μοιάζω"
θα ρωτάει κι αυτή.
ΟΙ ΣΟΛΙΣΤ
Εκείνες οι σολίστ- ή όπως τις λένε...
πώς κάνουνε τα μάτια μας και κλαίνε...
Μικρόσωμες, ευκίνητες, μυώδεις
αλλά παρ’ όλα ταύτα ονειρώδεις...
Ένα βιολί κρατούν ή παίζουν πιάνο
και παίζοντας γλυκά, μας παίρνουν πάνω
στης μουσικής τον κόσμο τον ωραίο
τον πάντα μαγικό και πάντα νέο.
Του έρωτα η φλόγα δεν τις καίει
αλλά τις στεφανώνουν άλλα κλέη
στην όψη τους θαμπώνει κάτι θείο-
περίεργο, που δεν είναι γυναικείο.
Και μεις με τους σπανίους αμεθύστους
μεθούμε της ωραίας μουσικής τους
και κάνουνε τα μάτια μας και κλαίνε
εκείνες οι σολίστ-ή όπως τις λένε..
ΣΤΗ ΜΠΛΟΥΖΑ
Το καλοκαίρι που έφυγε ήταν πολύ ζεστό
και κάθε μέρα ήταν για μας μια νέα ευκαιρία
να μαζευτούμε στην "ΠΗΓΗ"( δρόσιζε εκεί γι αυτό)
εγώ, ο Γιάννης, ο Φωκάς, ο Πέτρος κι η Μαρία.
Και μια θυμάμαι ξαφνική που έπεσε βροχή
καθώς τα ούζα πίναμε αμέριμνοι ένα βράδυ
κι όπως ακάλυπτοι ήμασταν στην αίθριαν εξοχή
το ’βλογημένο το νερό μας έβρεξεν ομάδι.
Απ’ τη θεσπέσια του υγρού χώματος ευωδιά
γλυκομεθύσαμε όλοι μας το βράδυ αυτό τ’ ωραίο
και σαν μικρά να ήμασταν κι ανέμελα παιδιά
το κάθε τι μας φαίνονταν παλιό σαν να ’ταν νέο.
Κι ενώ η Μαρία ύστερα απ’ την μπόρα της στιγμής
απ’ την αρχή μας πρόσφερε τα νερωμένα ούζα,
αθώους τάχα γράφοντας κύκλους τριγύρω εμείς
τα στήθη της κοιτάζαμε που κόλλαγαν στην μπλούζα.
ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗ
Ελάτε να τηρήσωμε ενός λεπτού σιγή
για τις γλυκές τις λέξεις που δε λέχτηκαν
για τις ματιές που δε φλογίσαν άλλα μάτια.
Ελάτε να τηρήσουμε ενός λεπτού σιγή
στη μνήμη των φιλιών που δεν εδόθηκαν-
στη μνήμη των χαδιών που ασυντέλεστα-
που ερυθρά σχεδιάσματα πυρακτωμένα
φλογίζουν κι ανταριάζουνε το αίμα.
Ελάτε να τηρήσωμε ενός λεπτού σιγή
για όσους αναστεναγμούς κρατούσαν
του Πόνου αντί του Πόθου το μαχαίρι
και δάκρυα να χύσωμε καυτά
για τα κορμιά που δόθηκαν στο θάνατο
αντί μες στην αγάπη να χαθούνε.
ΜΑΣ ΕΙΠΕ
Μας είπε πως η κόρη της σκοτώθηκε
σε αυτοκινητικό δυστύχημα.
Η φωνή της χωρίς πνοή και χρώμα ηχούσε
σαν κάτω από τη γη να ’ρχόνταν. Και σαν
τα εικοσιτρία χρόνια της σκοτωμένης κόρης της
να προστεθήκαν στα δικά της,
έτσι τα πόδια έσερνε ως περπατούσε
λες ξάφνου έγινε πολύ γριά.
Και καφέ μας έφτιαξε με άλλα χέρια.
Μ’ ας πάει να λέει και να κάνει.
Την κόρη αυτήνε δεν την είχαμε ποτέ μας δει
άραγε κόρη δεν υπήρξε.
Ας πάει να λέει και να κάνει.
ΕΝA ΑΓΓΙΓΜΑ
Πώς έτσι εφτάσαμε λοιπόν σε τέτοια ευαισθησία
που ακραία ένα ερέθισμα μικρό να μας δονεί
και να μας ρίχνει σ’ άμετρα βαθιάν απελπισία
μια εικόνα-κάποιο άγγιγμα-μια σκέψη-μια φωνή...
Εσμίλεψε το πνεύμα μας όχι του μίσους σμίλη
αλλά της αναντίρρητης κι απλής αποδοχής
όσων κι αν έρχονταν δεινών κι ευφρόσυνα τα χείλη
δε μισανοίξανε παρά για λόγια προσευχής.
Το δρόμο της εβάδισε η ζωή όχι πατώντας
πάνω στ’ ολόπαχο χαλί της σκέψης της φτηνής
μα σε βουνών τις μυτερές τις πέτρες σκαρφαλώντας
κατ’ από δηώσεις, απειλές, και διώξεις απηνείς.
Εξασκηθήκαμε στα πιο εξαίσια μέρη του όλου
κάθε ημέρα φτάνοντας ψηλότερες κορφές
η ορμή μας το προπέτασμα του επουράνιου θόλου
διέσχισε, πίσω αφήνοντας πρωτόγονες μορφές.
Απ’ του νερού κι απ’ της φωτιάς τα χέρια ξεκινώντας
μες στο νερό βρεθήκαμε πάλι και στη φωτιά
όχι στεκάμενοι, αλλά, το μέγα κύκλο κλειώντας
που άγνωστα του βρίσκονται και τέρμα και πρωτιά.
Σε κάθε που φαινότανε να φτάνει καταιγίδα
κι ενώ τη μάχη ετοίμαζε ο μαύρος ουρανός
του έαρος μεις εφέραμε στους ώμους τη χλαμύδα-
κι από ελπίδες ξαστεριάς ο σάκος μας κενός.
Ο πόνος για το πάτημα της χλόης και το κλάμα
για του χιονιού το λιώσιμο στην ήσυχη βροχή
αντί ν’ ανοίγουν τον κρουνό στερεύανε το νάμα
του λυτρωμού απ’ την άδικη κι αναίτιαν ενοχή.
Άραγε πώς εφτάσαμε σε τέτοια ευαισθησία
που ακραία ένα ερέθισμα μικρό να μας δονεί
και να μας ρίχνει σ’ άμετρα βαθιάν απελπισία
μια εικόνα-κάποιο άγγιγμα-μια σκέψη-μια
φωνή…
ΔΕΕΤΑΙ
Νύχτα. Στο σκοτάδι της χαμένος
μες στου αλσυλλίου τις σκιές
που μαγίστρες μοιάζουνε γρηές
κάποιος πικροκλαίει στη γη πεσμένος.
Κάποιος κλαίει πάνω στο χορτάρι.
Σφίγγουνε τα χέρια του τη γη.
Κάτι να της δώσει προσπαθεί;
κάτι από κείνηνε να πάρει;
Σχίζουν οι λυγμοί του το σκοτάδι.
Στ’ άπονα τα χώματα χτυπούν.
Οι ψυχές ξυπνάνε και ακούν
μες από τον άπελπο τον Άδη.
Τάχα στο αλσύλλιο ποιος να κλαίει
ποιος στην ησυχία τη βραδινή-
ποιος μες στη νυχτιά τη σκοτεινή
δέεται στον Πλάστη-και τι λέει;
ΖΩΓΡΑΦΙΣΕ ΜΕ
Ζωγράφισέ με μ’ ένα στέμμα
στην κορυφή του κεφαλιού.
Ζωγράφισέ με μ’ ένα βλέμμα
υπερηφάνου αγριμιού.
Και στου χεριού κρύψε την όψη
μια νευρικότητα όταν γράφει
κανείς αμέσως να μη νιώθει-
ξέρετε δα σεις οι ζωγράφοι...
Τ’ άλλα ως συνήθως να τα φκιάσεις
ούτε πολύ κοινά ούτε σπάνια.
Μόνο αυτά να μην ξεχάσεις:
δύναμη, πείσμα, περηφάνια.
ΕΙΜΑΣΤΕ…
Είμαστε ποταμάκια
χωρίς νερό.
Είμαστε σαν πουλάκια
χωρίς φτερό.
Κακόβουλο κοράκι-
τάχα γιατί;-
φτεράκια και νεράκι
μας τα κρατεί.
Βουνάκια δασωμένα
δε μας θωρούν...
ζωάκια διψασμένα
δεν ξεδιψούν...
ΟΙ ΓΙΟΙ ΚΙ ΟΙ ΚΟΡΕΣ
Οι γιοι κι οι κόρες τούς γονείς
τούς αγαπούν όσο κανείς
μέσα στα μάτια τους κοιτάνε
τους κανακεύουν, τους φιλάνε.
Κι όσο το χρήμα πιο πολύ
τόσο συχνό και το φιλί
κι όσο μεγάλη η περιουσία
τόσο η περποίηση εξαισία.
Οι γέροι πλήρως εννοούν
αυτό που δείχνουν ν’ αγνοούν-
πως στο παχύ τους πορτοφόλι
των γιων η έγνοια βρίσκετ’ όλη.
Μα δεν τους μένει άλλο πια
παρά τα ψεύτικα φιλιά
όσο πολύ κι αν τους πληγώνουν
όσο βαριά κι αν τα πληρώνουν.
Α! κάνε θε μου να μπορούν
με τα φιλάκια να χαρούν
που αληθινά θα δώσει ο γιος τους
στο χρυσοφόρο λείψανό τους.
Η ΣΙΩΠΗ
Καθώς από τους σπόρους τους γεμάτα είναι τα ρόδια
όμοια υπάρχει μια σιωπή Λίλιαν γεμάτη λέξεις
όμοια υπάρχει μια σιωπή Λίλιαν γεμάτη λόγια
σιωπή που συ δε δύνασαι Λίλιαν να την αντέξεις.
Υπάρχει Λίλιαν μια σιωπή που εντός της ειπωμένα
στέκουνε όλα όσα μπορεί στόμα να πει ανθρώπου
μία σιωπή ακριβόθωρη-μια Πόνου κι Ήλιου γέννα
μία σιωπή ανάρχιστη και ατελείωτη όπου
τα δυο της όλασπρα φτερά σαν χρυσαφένια λάμπουν
και ό, τι σκέπουν το κρατούν απείραχτο απ’ το Χρόνο.
Που στα ιερά τεμένη της μπορούνε μόνο να ’μπουν
όσοι τον άνανθο κρατούν της πεθυμιάς τον κλώνο.
Υπάρχει Λίλιαν μια σιωπή φτιαγμένη απ’ τις λεπίδες
των μαχαιριών που ολημερίς λιανίζουνε τη σκέψη.
Υπάρχει Λίλιαν μια σιωπή φτιαγμένη απ’ τις ελπίδες
που απέλπιδα κι αγύριστα έχουν καιρό μισέψει.
Καθώς από τους σπόρους τους γεμάτα είναι τα ρόδια
όμοια υπάρχει μια σιωπή Λίλιαν γεμάτη λέξεις
όμοια υπάρχει μια σιωπή Λίλιαν γεμάτη λόγια
σιωπή που συ δε δύνασαι Λίλιαν να την αντέξεις.
ΔΟΞΑΖΩ
Οικτίρω αυτούς που σκύβουνε μ’ ευλάβεια πάνω σ’ ένα
σταυρό ξυλένιο που κρατά πάνω του καρφωμένα
τ’ άσαρκα πόδια του Χριστού και τα ισχνά του χέρια.
Οικτίρω όσους ορκίζονται στα ερωτικά τους ταίρια.
Οικτίρω όσους αγγίζοντας στο χώμα τη μουσούδα
μετάνοιες κάνουν στον Αλλάχ ή στο γιγάντιο Βούδα.
Οικτίρω όσους τ’ απάνθρωπο το χρήμα προσκυνάνε
κι όσους της δόξας τις κορφές να φτάσουνε ζητάνε.
Οικτίρω αυτούς που προσκυνούν, λατρεύουνε και υμνούνε
κάτι ανθρώπινο. Ή αυτούς που τη ζωή περνούνε
προσφέροντας αρώματα ή λίβανον ή κνίσσαν
σε είδωλα που άνομων θνητών τα χέρια στήσαν.
Και τον υγιό της μάνας γης της άδολης δοξάζω
και τους θεούς όλους μεμιάς θυσία εμπρός του σφάζω…
και τον υγιό της μάνας γης τιμώ εγώ εκείνον
που αίνους στέλνει εκστατικούς στη μυρωδιά του σκίνου
που προσκυνάει ένα μικρό του δρόμου πετραδάκι
κι ευλαβικά προσεύχεται στου κάμπου το ρυάκι.
ΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ
Εστόλισε το χωλ
στ’ ανθοδοχείο έβαλε άνθη ευαισθησίας
εγέμισε το σκρίνιο εγκαρτέρηση
με άνοιξης χρώμα έβαψε τους τοίχους.
Έβαλε κάτω απ’ το χαλί
κάτι σκουπίδια αδιαφορίας που ξεφύγανε
από το πρωινό το σκούπισμα
και βάλθηκε να περιμένει ακίνητη
κοιτάζοντας το δρόμο.
Μια δυο φορές της φάνηκε πως έμοιαζε.
Μα ήτανε της φαντασίας.
Αργά το βράδυ τ’ άσκοπα
εμάζεψε στολίδια και αμίλητη
το φως έσβησε
ξάπλωσε στο κρεβάτι και κενό
το βλέμμα της εκάρφωσε στη νύχτα.
ΩΔΗ ΣΤΟ ΜΟΥΣΜΟΥΛΟ
Σύκα στο περιβόλι και δαμάσκηνα
ρόδια και δίφορα λεμόνια
σταφύλια... αχλάδια ζουμερά...
φράουλες...
Μόνο τα ευαίσθητα
χνουδάτα
κλαδωτά
εύθραυστα μούσμουλα
λείπουν.
Πρώτα μας ήρθαν.
Κροτάλισαν ευγενικά πάνω στο δέντρο τους
εψάλαν τις γλυκές τους μελωδίες
κουβάλησαν
στο φως και στη διαφάνεια τους το καλοκαίρι,
φραγμό στην ίδια την επιβουλή τους
εβάλανε διαφράγματα ωχρά
τοποθετώντας τα με τακτ
τριγύρω στον καρπό
κι αφού μας επλημμύρισαν ανταύγειες
και μνήμες οσμηρές
κι επαναλήψεις
και συνέχειες
επαραχώρησαν τη θέση τους
σε όλα τ’ άλλα.
Ω! Μούσμουλο συμπυκνωμενο
και ανέκφραστα θολό!
Ω! Μούσμουλο
αβρό και στοργικό!
Ω! Πρωτοβρόχι στης ζωής την ξέρα!
Ω! Υπομονή στην άκρη της βροχής!
Ω! Αδιάσπαστε, πικρέ
κολλώδη ήλιε της πρώτης καλημέρας!
Ω! Στο περιβόλι σύκα... φράουλες...
μα με το μύρο σου ολα ανθούν
και με τη θύμησή σου όλα
δένουν και καρπίζουν.
Η ΕΥΤΥΧΙΑ
Η ευτυχία είναι άπιαστο πουλί
πεζό
τρικάταρτο δε.
Ίχνη απροσδιόριστα αφήνει όπου αδιάβατα διαβαίνει.
Περιπολεί σε όρη αστείρευτα
σε θαλασσινά άνθη ανθεί
σε κόκκινες κορδέλες μαλλιών ατροφικών δένει
πρόσωπα παιδικά αγκαλιάζει
με χέρια ολάσπρα και αξεδιάλυτα.
Ιππεύει καλοκαιρινές φεγγαραχτίδες
και πόρπες χρυσών λυμένων ζωνών.
Διαστέλλει φανταστικές ονειροπολήσεις
και κόρες γαλανών ματιών ιριδίζουσες.
Προκαλούσα, συμπτύσσει και εκπτύσσει
σκέλη άτριχα.
Καμιά φορά πετιέται με το κομμένο νύχι.
Η ευτυχία είναι μία σαρκαστική αντιλόπη
ασπαίρουσα κάτω από το ανοιχτό
πλησιάζον στόμα πεινώντος λέοντος.
Η ευτυχία είναι κώδων ηχών κάτω από
εκατόν πενηντατρία βαμβακερά
στιλπνά στρώματα.
Στο πάτωμα έρπει
ανεβαίνει στα μισάνοιχτα συρτάρια
και χώνεται μέσα στα κρύα εσώρουχα.
Φεύγει λίγο πριν αυτά φορεθούν.
Σε αδιάφθορα πελάγη
αδιάφθορη και κενή ταξιδεύει
ανάμεσίς αφρού και πρώτου κύματος.
Στου ευκαλύπτου τη ρίζα γαντζώνεται
και προχωρεί μαζί της
μέχρι το υπόγειο νάμα.
Στι χι της χαράς σταυρώνεται
εξιλαστήριο θύμα απρόθυμο.
Τις ανταύγειες των πρωτομαγιάτικων ρόδων
έλκουσα
πλαταίνει τα όρια του ιλαρού σύμπαντος
και μέσα του ανέμελα τριγυρνά.
Η ευτυχία
ερημική εκκλησιά που αιωρείται
πάνω από βωμούς αταίριαστους
και ασύδοτα ιερά.
Η ευτυχία
ατέρμων κοχλίας παραπλανητικός.
ΣΕ ΤΑΦΟΠΕΤΡΕΣ
Σε ταφόπετρες να γράφουν τ’ όνομά τους τους είδα.
Έξω από την πόρτα του χελιδονιού
τα φτερουγίσματα πάνε χαμένα.
Στην καρδιά το αίμα περισσεύει
και στην αγάπη το μίσος δε φελά.
Ο πιο ελαφρύς των θανάτων στο ήπιο χαμομήλι ταιριάζει.
Στη ροδιά ο θάνατος ο αντίστροφος
και στον απήγανο ο θάνατος ο τελευταίος.
Με σταγόνες ανεπαίσθητου ροζ
τα ονόματά τους να γράφουν σε ταφόπετρες είδα.
Αδιάκοπα μέσα και πάνω τους σωρευόταν ο χρόνος
σε επάλληλα στρώματα
ώσπου κάτω του χάθηκαν.
Γη αταίριαστη με τη γη
αέρας αταίριαστος μα τον αέρα,
νερό αταίριαστο με το νερό
το κορμί τους έγινε.
Κι εγώ ατάραχους τους έβλεπα τ’ όνομά τους
σε ταφόπετρες βαριές αλαφρά να γράφουν.
ΜΑΣΣΑ
Η Μάσσα κείται στο ψυχρό χώμα.
Το άνθος κόπηκε
η πηγή στέρεψε
το πουλί δίπλωσε τα φτερά
το τραγούδι σταμάτησε.
Η Μάσσα κείται στο ψυχρό χώμα.
Το μαχαίρι άστραψε στον αέρα
το μαχαίρι χτύπησε στην καρδιά
το μαχαίρι δίπλα της πεσμένο.
Η Μάσσα κείται στο ψυχρό χώμα.
Η Μάσσα επρόδωσε
η Μάσσα επλήρωσε.
Η Μάσσα κείται δίκαια στο ψυχρό χώμα.
Ο ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗΣ
Χοπ! Χοπ! Χοπ!
Πηδήξτε και σεις τρεις φορές:
ανάταση πρόταση έκταση κάτω
επάνω και κάτω, δεξά αριστερά.
Χοπ! Χοπ! Χοπ!
Ας τρέξωμε όλοι και ας γυμναστούμε
να φτιάξωμε σώμα ωραίο κι ευθύ
να φτιάξωμε σώμα γερό
ας τρέξωμε όλοι
ας φτιάξωμε όλοι ένα σώμα γερό.
Χοπ! Χοπ! Χοπ!
Ας τρέξωμε όλοι και ας γυμναστούμε
να φτιάξωμε ακμαίο ένα σώμα
να φτιάξωμε σώμα ευθύ
να φαν τα σκουλήκια ένα σώμα ωραίο
να φαν τα σκουλήκια ένα σώμα ευθύ
ας τρέξωμε όλοι
ανάταση πρόταση έκταση κάτω και κάτω και κάτω
ας δώσωμε όλοι
να φαν τα σκουλήκια ένα σώμα ευθύ
Χοπ!..Χοπ!..Χοπ!..
ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ
Δεν τηνε ξέρουν τα θεριά-δεν τηνε ξέρουν τ’ άγρια.
Το έμπα της μι’ απόκρυφη κι απάρθενη σχισμάδα
κι ανόθευτα όλα μέσα της κι όμορφα και καθάρια.
Μία κρυψώνα έχω βρει στου δάσους την απλάδα.
Είναι φτιαγμένη από μικρά σφιχτόπλεχτα κλαδάκια
που στους χειμώνες θάλπουνε-στους καύσωνες δροσίζουν
και τη γεμίζουν λούλουδα και χαρωπά πουλάκια
που με τραγούδια κι ευωδιές κάθε γωνιά γεμίζουν.
Όταν του δάσους τα θεριά με παίρνουν στο κυνήγι
μες στης φωλιάς μου την κρυφήν ασφάλεια φωλιάζω.
Εκεί η που τρέμει μου ψυχή με τ’ άνθια γλυκοσμίγει
κι εγώ όλα τότε τα στοιχιά και τα θεριά
τρομάζω.
Και όταν έρχονται βροχές που φέρνουνε πλημμύρες
αντίς εγώ να πνίγομαι μες στα θολά νερά τους
στους κρυσταλλένιους κολυμπώ του άντρου μου λουτήρες
και στα νερά τους πνίγω ευθύς πλημμύρες και θανάτους.
Και όταν θα ’χει των λαθών τελειώσει πια η σωρεία
κι ο Χρόνος μέραν άλληνε δε θα ’χει να μετρήσει-
και όταν τη μεγάλη τους χάνοντας ευκαιρία
πλημμύρες κι άγρια και θεριά και τρόμοι θα ’χουν σβήσει
τότε θα μπω μες στ’ άντρο μου, την είσοδο θα φράξω
και σκέποντας μ’ ακοίμητη φροντίδα τον καθένα
αχάλαστους κι αλώβητους κι αγνούς θα διαφυλάξω
τους σπόρους τους αλάθητους για την καινούργια γέννα.
ΞΕΧΕΙΛΟ
Η Ρόδος είναι όμορφο νησί. Εκεί η Ελένη
από την Πολυξώ κρεμάστηκε.
Το κεφάλι της γερμένο σε ντροπή ερωτογεννήτρα.
Ο αέρας να της σηκώνει το φουστάνι
δείχνοντας για τελευταία φορά
ξέχειλο το δοχείο της ηδονής.
Τα χείλια της, και κλειστά "έλα" να λένε.
Τα στήθη της κήποι απριλιάτικοι
με μέσα τους κορίτσια την ώρα του πρώτου
ερωτικού τους ρίγους.
Ο θάνατος
πριν την ειδή της άμορφη κάνει
χαίρεται μαζί της
ότι ζωντανοί μόνο μέχρι τώρα μπορούσαν.
Και το δέντρο που κρεμασμένη την κρατεί
από αθώρητες πληγές χυμούς ξεχύνει γαλακτώδεις.
Και νεκρή
όμορφη ήταν το παλιοθήλυκο.
ΤΟ ΑΕΡΟΠΛΑΝΟ
Το ψηλό το παραθύρι
η καλή μου το ’χει γείρει.
Δεν ανοίγει να τη δω
και σα ρόδο αργομαδώ.
Όλη νύχτα θα κρατήσει
το μαρτύριο που ’χει αρχίσει
σαν εικόνα μαγική
να ’ν’ αυτή κρυμμένη εκεί.
Να ’χα ένα αεροπλάνο
για ν’ ανέβω εκεί πάνω
και να κάνω γης μαδιάμ
το κονάκι της μαντάμ.
Παραθύρι να μη μείνει
και να μην μπορεί πια εκείνη
απ’ τα τζάμια τα θολά
μετ’ εμένα να γελά.
ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΗ ΣΟΥ
Χρόνια στην πλάτη σου με κουβαλάς
και, γη μου, αγόγγυστα με σεργιανίζεις.
για με θερμίδες εσύ χαλάς
και τ’ οξυγόνο σου χαλαλίζεις.
Μα η ώρα έφτασε τώρα κι εγώ
αυτά που μου ’δωσες να στα ξοφλήσω
κι άκοπα όσα τώρα τρυγώ
η ώρα ήρθε να πάρεις πίσω.
Όπου και να ’ναι απαρατώ
και σεργιανίσματα και οξυγόνο
κι εγώ στην πλάτη θα σε κρατώ
και ανταλλάγματα δε θ’ αξιώνω.
ΝΥΧΙ ΔΡΑΚΟΥ
"Νύχι δράκου-πόδι χήνας και κροκόδειλου χολή
λιόντα χαίτη-νυχτερίδας μαυροφτέρι και καρδιά
και καρποί από κυπαρίσσια και απήγανου κλαδιά
ολ’ αυτά μαζί βρασμένα νύχτα μαύρη και θολή
κι έλα-έλα πεθαμένε τ’ ειν’ ο θάνατος να πεις.
Μας λιανίζει η απορία και μας λιώνει η πεθυμιά
να γνωρίζουν δεν μπορούνε τα φθαρτά μας τα κορμιά.
Έλα πνέμα-έλα πνέμα τ’ είν’ ο θάνατος να πεις".
"Μη την πλήρη μου ηρεμία με τα μάγια σου χαλάς
όση γνώρα κι όση γνώση της ζωής έχετ’ εσείς
και του θάνατου ίδια γνώση κι ίδια γνώρα έχουμ’ εμείς:
η ζωή για σας σκοτάδι-νύχτα ο θάνατος για μας".
Η ΓΡΑΦΗ
Θα γράψω απόψε μια γραφή
μαύρη στο μαύρο μέσα
απ’ την καρδιά μου ν’ αρχινά
να μπαίνει στη δική σου.
Να γράφει του έρωτα γραφτά
και της αγάπης λόγια.
Γραφτά και λόγια να χτυπούν
θανατερά φτεράκια.
Να θανατώνουν τις καρδιές
όπου ήθελ’ ακουμπήσουν
και τη δική της την καρδιά
να διπλοθανατώσουν.
Κι απέ ταφόπετρα βαριά
επάνω της θα βάλω
μη σηκωθεί κι όπως πριχού
με κοροϊδεύει μάτα.
ΕΝΑ ΚΡΥΦΟ
Οι φλέβες στα πόδια του ξαδέρφου μου του φεγγαριού
το κόκκινο γαρύφαλλο στο πέτο του
η επιείκεια στη ματιά του-
όλα γνώριμα.
Ο έρωτας της πέτρας και του ρυακιού
το διαρκές αγκάλιασμά τους
η αιώνια, ακατάλυτη ψυχή του ήλιου μες στο έλατο-
όλα οικεία.
Όμως
ας είμαι μια υγρή παραφυάδα της νύχτας μόνο. Ας είμαι
ο ήχος του ραβδιού που μες στα χέρια μου κρατώ ανεβαίνοντας
καθώς αυτό χτυπάει σε κάθε βήμα μου στις πέτρες. Ας είμαι
το στραφτάλισμα των φύλλων μες στα δέντρα,
καθώς οδεύω πρέπει
να σταθώ στη βρύση
να γευτώ λίγο νερό
να δώσω μια με το ραβδί μου σε κείνο τ’ αγριόχορτο
κι αφού απ’ του πεύκου τον κορμό κόψω παχιά μια φλούδα
κι ενώ θα τη σκαλίζω
πρέπει
να πω μέσα στ’ αυτί της ερημιάς τα λόγια που οφείλω-
τα λόγια που θα έλεγα αν είχα
ένα κρυφό... ένα όμορφο...
κάτι για να μ’ ακούσει.
ΦΤΗΝΕΣ
Ο δρόμος μου ’στελνε πρωινές φωνές.
Η πάχνη εθάμπωνε τα τζάμια.
Κάτω στο πάτωμα
κείτονταν άτονα
τα εσώρουχά της. Με πλοκάμια
κολλώδη μ’ έσφιγγαν
μνήμες φτηνές.
ΣΤΕΝΟΤΗΣ
Στενότης χώρου και χρημάτων
αμείλικτα τον περιζώνει.
Η θέα ανάρμοστων πραγμάτων
την περηφάνια του πληγώνει.
Δεν έχει χώρο για το μπάνιο…
κι έχει σκουριάσει το κρεβάτι…
...θα πάρει ένα δάνειο!
μ’ αυτό θα κάνει κάτι.
Των φαγωμένων του ενδυμάτων
δύσκολα πια μετριούνται οι χρόνοι.
Η ζήση του εκατό θανάτων
την ευτυχία λες ξεπληρώνει.
Όμως με ύφος αρειμάνιο
βλέπει τριγύρω του το μάτι-
θα πάρει ένα δάνειο!
μ’ αυτό θα κάνει κάτι.
ΠΑΝΤΑ
Πάντα έρχεται ο θάνατος
κι αφού κανείς αθάνατος
όλοι την πίκρα πίνουν.
Γυρνά του Χρόνου ο τροχός
κι ή πλούσιος είναι ή φτωχός
όλοι μια μέρα αφήνουν
την τελευταία τους πνοή.
Μια δροσερή αναπνοή
σκορπούσαν κι ένα μύρο.
Τώρα κλειστά τα στόματα
και τυμπανιαία πτώματα
βρωμιές σκορπούνε γύρω.
Η ΠΑΧΥΣΑΡΚΟΣ
Όπως ταξιδεύει ο ίσκιος των πραγμάτων
και όπως αλλάζουν χέρια τα τραπουλόχαρτα
έτσι κι αυτή κυκλικά
από την ευαισθησία της φεύγει.
Αιδώ και ταπεινοφροσύνη αποχωρίζεται
την προσποίηση απωθεί
και σαν από ευρύχωρον ηθμό περνούν έξω της
όλες οι δυνατότητες των λεπτών διακρίσεων.
Η αντίστασή της στην κατάκρισι μεγαλώνει
και μικραίνει στην πρόκληση των εδεσμάτων.
Έτσι η παχύσαρκος
η γεμάτη στα μάτια όλων
άδεια τω όντι μένει από κάθε τι
εκτός από τη σιγουριά
(που κάτω από τα ρούχα της ασφυκτιά
μονήρης και συρρικνωμένη και παρηγορήτρα)
πως όλα τα διωγμένα θα την πλημμυρίσουν πάλι
όταν κάποτε…
στο μέλλον…
όποτε θελήσει!
αδυνατίσει.
ΠΟΣΟ…
Σε ζοφερή μέσα μια ζήση
όλοι μου φύγαν οι καιροί.
Πόσο, ζωή, δε σ’ έχω ζήσει
πόσο, χαρά, δε σ’ έχω δει…
Σα στην ομπρέλα όπως κυλάει
και πάει πέρα η βροχή
έτσι από με πέρναγε πλάϊ
και κάθε μου έφευγε εποχή.
Κι η λιολουσμένη γι άλλους νιότη
κι η αντρότη, κι η μεσοκοπιά
πικρό για μένα καταπότι-
και τώρα και τα γερατειά.
Χαμένα όλα. Και χαμένος
μέσα σ’ αυτά πρώτος εγώ
σαν ένας πάντα πεθαμένος
ή σαν αγέννητος να ζω.
Χωρίς ν’ ανάψει έχει σβήσει
της ύπαρξής μου το κερί.
Πόσο, ζωή, δε σ’ έχω ζήσει
πόσο, χαρά δε σ’ έχω βρει…
(κι ούτε τη χάρη λες για να ’χω
πως είναι όλα μου νεκρά
σαν από μια πηγή σε βράχο
τρέχουν τα δάκρια μου πικρά).
ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ
Ήταν ένα βαθύ χωματένιο πηγάδι
με τα χείλη σκληρά, ξεραμένα.
Σαν την πύλη μου έμοιαζε του Άδη
και θανάτου ιδέες και σκέψεις μου εγέννα.
Μας ελέγαν πως όποιον εκεί μέσα κοιτούσε
θε’ να έβγαινε μέγα ένα χέρι
που εντός του σφιχτά θα τον κλειούσε
και σε κάποια φριχτά θα τον πήγαινε μέρη.
Την ημέρα δειλά το πλησίαζα λίγο
μα το βράδυ κοντά του αν βρισκόμουν
εβιαζόμουν μακριά του να φύγω
κι από φόβο κοντά στους μεγάλους κρυβόμουν.
Ένα κρύο πρωί με μανία που φυσούσε
την "τρελή" βρήκαν μέσα πνιγμένη-
από μπρος δε θα ξαναπερνούσε
απ’ το σπίτι μας πάλι στα μαύρα ντυμένη.
Το πηγάδι αυτό κάθε πρωί που ξυπνάω
αντικρίζω να χάσκει εμπρός μου.
Και χιλιάδες τα χέρια του κόσμου
κι ως για με, τώρα πια για μεγάλος μετράω.
ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΠΟΥ ’ΧΩ
Τα όνειρα που ’χω στη ζωή καμωμένα
περίλυπα στέκουνε γύρω από μένα
και κλαιν τα ματάκια τους-και θλίβει η μορφή τους
και πέφτουν ρικνοί-μαραμένοι οι ανθοί τους.
"Γιατί", με ρωτάνε, "γιατί να μας πλάσεις;
Τα ράκη εμείς κι οι ζητιάνοι της πλάσης.
Αστέγαστα, ατέλεστα, κούφια γυρνάμε
κι η νύχτα μας έφτασε και πια πού θα πάμε;"
Κι εγώ πονεμένα κι έτσι έρμα ως τα βλέπω
με όση μ’ απόμεινε θέρμη τα σκέπω
και δίχως μιλιά... τι να πω... τι να πούμε...
μαζί περπατάμε... μαζί προχωρούμε...
ΧΑΜΕΝΟ
Ήρθε τα μεσάνυχτα καθαρά και χωρίς αμφισβήτηση
βγαίνοντας μέσα από κάτι γράμματα και μαγνητοταινίες.
Μιλάω για την αίσθηση πως είσαι μόνος-
καλλίτερα πως πάντα μόνος ήσουν και δεν το ’ξερες.
Και πίσω από την αίσθηση αυτήν ακολουθούσε
η οριστική γνώση της πληρότητας
και της ανυπαρξίας.
Κατάλαβα πια πως ό, τι είχα μαζέψει ως τότε
ήταν απόλυτα δικό μου
κι ό,τι είχα χάσει
οριστικά χαμένο ήταν.
ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΤΑ ΖΗΤΑ
Κάτω απ’ τον πάγκο ο μαραγκός τον βρώμιο και λερό
σκεπάζοντάς τα και με μια βαριά καφέ κουρτίνα
κρύβει απ’ τα μάτια του κοινού τα πράγματα εκείνα
που είν’ εκεί από πολύν, αμέτρητον καιρό.
Κάτι εργαλεία παλαιά, φθαρμένα απ’ τη δουλειά
πλάνες, τροχούς, παλιόξυλα, πασέτα χαλασμένα,
δουλειές που δεν παράδωσε, ρούχα δουλειάς σκισμένα
και ένα πάντοτε σχεδόν κλουβί για τα πουλιά.
Κι αν κάποια μέρα του ’λεγαν πως φτάνει χαλασμός
και ότι πράγματα πολλά δεν γίνεται να σώσει
πλέον ή βέβαιο είναι πως θα ’θελε να γλιτώσει
εκείνων των παράξενων πραγμάτων ο εσμός.
\Ίσως γιατί έχει δεθεί η ζήση του μ’ αυτά.
Ίσως γιατί μπορεί μ’ αυτά να κρύβει κάποια γύμνια.
Ίσως γιατί ξέρει καλά πως σαν αυτά συντρίμμια
δικά του θα ’ναι πάντοτε-κανείς δεν τα ζητά.
O ΠΥΡΓΟΣ
.
Δεν ξέρω ποιο πλοίο εδώ μ’ έχει αφήσει
μα ξέρω καλά θα ’ρθει πάι μια μέρα
και κάποιος τον πύργο να δει θα ζητήσει
που θα ’πρεπε να ’χτιζα σε τούτη την ξέρα.
Γι αυτό μόλις πάτησα το πόδι μου απάνω
σε τούτο το ανάχωμα, με πάθος και ζήλο
τον πύργο μου άρχισα αμέσως να χτίζω
στιβάζοντας σίδερο και πέτρα και ξύλο.
Μα κάθε που είχα σχεδόν τελειώσει
ενός μανιασμένου αέρα το πείσμα
φυσώντας με πάθος και δύναμη τόση
εγκρέμιζε πάντα τ’ ωραίο το κτίσμα.
Το ύψος θα είναι μικρό της ποινής μου;
Μεγάλο; Το χρέος μου θα εξοφλήσει;
Θα ειν’ αδυσώπητος κριτής ο κριτής μου;
Μετρούν τα συντρίμμια στην όποια του κρίση;
Μα ενώ ζοφερές κάνω τέτοιες προβλέψεις
για του δικαστή μου το αλύπητο μέτρο
φορές συλλογιέμαι-παιχνίδια της σκέψης...-
μη χτίστηκε ο πύργος μου κι εγώ δεν τον βλέπω;
Ο ΓΑΜΟΣ
Παντρεύεται ο λόφος
και παίρνει την κυρα-Άνοιξη.
Οι μυγδαλιές κοιτάζουν
το θέαμα με κατάνυξη.
Μαργαριτούλες πλέκουν
στεφάνι νυφικό
των μερμυγκιών με χάρη
καλπάζει το ιππικό.
Κρατούν οι πεταλούδες
την άκρη του φορέματος
πλαντούν οι παπαρούνες
στο χρώμα του αίματος.
Κι ως φεύγει ο κυρ-Χειμώνας
γυρνά την κεφαλή
και στέλνει στο ζευγάρι
χαρούμενο φιλί.
Η ΣΟΔΕΙΑ
"Τριάντα χρόνια με ιδρώ
και μ’ αίμα την ποτίζω
τριάντα χρόνια με τ’ αδρό
χέρι μου την ορίζω.
Για να την πάρεις θα διαβείς
απ’ το νεκρό κορμί μου.`
όλοι το ξέρουν:ειν’ η γης
αυτή μόνο δική μου."
"Έχω ατράνταχτα χαρτιά
που όσα λες τα ρίχνουν
και που ετούτη την οχτιά
δική μου αποδείχνουν.
Από γενιά σ’ άλλη γενιά
ήρθε στην κατοχή μου.
Το λέει ο νόμος καθαρά-
ετούτη η γη ειν’ δική μου".
"Παράλογα μαλώνετε
κι ανέλογα μιλάτε `
ανάποδα σελλώνετε
κι ενάντια καβαλάτε.
Ω! Σεις αράθυμα παιδιά!
Ω! Άγουροι καρποί μου!
Ω! Ξεχασιάρηδες! Σοδειά
κι οι δυο είστε δικοί μου".
ΟΙ ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ
Μάθαμε πια να βλέπουμε
τα πλοία να σηκώνουν
τα δειλινά τις άγκυρες
και τα πανιά ν’ απλώνουν
σ’ άλλες στεριές για να βρεθούν
σ’ άλλα να πάνε μέρη,
που ταξιδεύουμε νοερά
χειμώνα καλοκαίρι
μαζί τους. Κι όταν κάποτε
ακούμε στις ειδήσεις
πως κάποιο πλοίο χάθηκε
παύουν οι συζητήσεις
σαν κάποιοι να μας έκοψαν
ξάφνου μια αγαπημένη
γέφυρα που μας ένωνε
μ’ όλη την οικουμένη.
ΣΑΝ ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΑ
"Σαν τα λούλουδα του κάμπου-
δες με", μου ’λεγες, " δε μοιάζω;
Ποθητή ωσάν και κείνα
και δροσάτη δεν φαντάζω;
Δεν θυμίζουν τα δικά μου
τα γλυκά τα χρώματά τους
και τη μέθη δε σου φέρνω
που σου δίνει τ’ άρωμά τους;
Μη στη χάρη με περνούνε;
Μη σε άλλους δε σε φέρνει
σαν κι αυτά η θωριά μου τόπους;
Το μυαλό δε σου το παίρνει
του προσώπου μου η χάρη;
Η ψυχή σου, πες, δε χαίρει
αν κρατάς ίδια εν’ άνθος
ή εμένα από το χέρι; "
Και ν’ ακούσεις εποθούσες
τρελοκόριτσο γλυκό
με τα λούλουδα του κάμπου
ότι μοιάζεις να σου πω.
Κι ας θαρρούσα ότι ήσουν
όχι αυτό μα κάτι άλλο
κι απ’ τα λούλουδα μ’ ακόμα
κι απ’ τον κάμπο πιο μεγάλο
όταν ναι σου απαντούσα
ξέχναγες τη συφορά
που θα ’ρχόταν να μας κλέψει
κάποια μέρα τη χαρά.
Γιατί έτσι κάποια μέρα
αγαπούλα μου χρυσή
σαν τα λούλουδα του κάμπου
εμαράθηκες κι εσύ.
ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ
Μιαν άγνωστη περίμενα
και μ’ έπνιξε η χαρά μου
όταν την είδα να ’ρχεται
να στέκεται κοντά μου.
Μου μίλησε της μίλησα `
της πρότεινα να μείνει.
Δέχτηκε κι έτσι γνώρισα
την άγνωστη εκείνη.
Αλλά το βράδυ-συφορά-
την έδιωξα. Και φεύγει.
Δεν ήθελα την άγνωστη.
Το Άγνωστο με θέλγει.
ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ
Ένας αλήτης πέθανε.
Στην ύστερή του ώρα
κανείς δεν παραστάθηκε
κι ακόμα μέχρι τώρα
δε βρέθηκε ένας χριστιανός
να κλάψει το χαμό του
να τονε θάψει ευλαβικά
να κάνει το σταυρό του.
Γι αυτό μετά την προσευχή
που κάνω κάθε βράδυ
εκεί, στου δρόμου τη γωνιά
μες στο πηχτό σκοτάδι
Γι αυτούς που δεν τους έκλαψε
κανείς, εγώ θα κλαίω
και κάθε βράδυ και γι αυτούς
μια προσευχή θα λέω.
Μόνο που σκέπτομαι κανείς
αν θα βρεθεί να θάψει
όταν και μένανε θα βρουν
πεσμένον-ποιος θα κλάψει
το ξυλιασμένο μου κορμί-
δε σκέφτομαι κανέναν
γι αυτό μαζί με τους νεκρούς
θα κλαίω και για μένα.
ΘΕΡΙΕΥΟΥΝ
Κάτι παλιές αγάπες του θυμάται .
Μικρές αγάπες τότε κι έπαιζε μαζί τους.
Σε κάτι νόστιμες μικρές θυμάται
λόγια ερωτικά ψιθύριζε, κι εκείνες
εκστατικές ακούγαν κι άφωνες μέναν
ανάμεσα σε δυο φιλιά.
Φαίνεται πως θα τα ’λεγε καλά
φαίνεται πως θα ήταν πειστικός.
Τώρα εκείνες οι μικρές του περιπέτειες
εκείνες οι μικρές αγάπες του
πώς με τα χρόνια-αντίς να ξεχαστούν
θεριεύουν
και πώς γυρεύουν
στης μοναξιάς τις ώρες να γυρνούνε
κι εκδίκηση να παίρνουνε
να τον τυραννούνε.
ΟΙ ΠΟΡΤΕΣ
Γεράσαμε
σαν σιδερένιες πόρτες που σκουριάσανε.
Κι ούτε προσέξαμε
πότε άρχισε το χρώμα να μας ντύνει το κεραμιδί
κι ούτε θυμόμαστε
πότε ακούσαμε το πρώτο τρίξιμο
ή την ημέρα που οι αρμοί μας
στη συνηθισμένη ώθηση δυστρόπησαν.
Όλα ήσυχα και σαν διακριτικά εγίναν.
Σκουριάσαμε.
Και το κλειδί κάθε πρωί
με πιότερη όλο δυσκολία μας ανοίγει.
Ο ΜΟΝΟΣ
Όχι που πίστευε ότι το σύμπαν ήταν ακατοίκητο-
δεν είχε τέτοια ιδέα.
Όχι ότι δεν έβλεπε μεγάλους και παιδιά να χορεύουνε
με τις χρωματιστές τις φορεσιές και τα στολίδια τους
αρμονικά πιασμένοι χέρι χέρι.
Όμως ήξερε
πως όλοι εκείνοι με τα πόδια του χορεύουν.
Και όχι ότι δεν άκουγε τη μουσική ή τον ήχο
που τα ποτήρια εκάνανε τσουγκρίζοντας
μα όλα γίνονταν πολύ μακριά του και ο ήχος τους
ήταν μια ανάγκη για την ακοή
όπως για το μυαλό του η σκέψη.
Αυτόν
μια θάλασσα τον πήγαινε μες στα νερά της.
Και κείνο το ακρωτήρι πέρα εκεί
το τόσο μακρινό σαν φαντασία
έτσι που κύρτωνε
με του αγκώνα του το δρέπανο έμοιαζε
που μες στη σάρκινη φωτιά του έκλεινε
χορό και χορευτές
ήλιους και σύμπαντα
και που ήταν πάντα έτοιμο
με μια του κίνηση κυκλωτική
να τα θερίσει όλα.
ΤΟΥΣ ΘΟΡΥΒΩΔΕΙΣ
Κι άλλη μια στάσις.
Πόσο τάχα θα κρατήσει;
Πόσο θα τριγυρίζει άσκοπα κι επώδυνα
σ’ ενός ανάμεσα σταθμού
που δεν είναι ο προορισμός του
τους θορυβώδεις μικροπωλητές;
Ως πότε μ’ άγνωστους ανθρώπους
άγνωστες κουβέντες θ’ ανταλλάσσει;
Πότε ο σταθμάρχης
θα πει απ’ το μεγάφωνο πως φεύγουνε;
Πότε το τράνταγμα θα νιώσει
της εκκινήσεως;
ΝΑ ΔΙΝΕΙ
Ξέρει οπωσδήποτε πως τον γελάνε.
Ότι χολή αντίς νερό
θα του προσφέρουν κι όξος
και θα πεθάνει αδόξως
δεμένος πάνω στο σταυρό
που πυρωμένοι κεραυνοί χτυπάνε.
Ξέρει οπωσδήποτε. Αλλά για κείνον
αυτή ’ναι η μόνη εκλογή
όξος-χολή να δίνει
δεν ξέρει. Να τα πίνει
μόνο μπορεί σ’ αυτή τη γη
που όλα της του είναι μακρινά και ξένα.
ΜΥΣΤΙΚΟΙ
Γράμματα να γράφουμε είμαστε πλασμένοι
που όμως δε θα στείλουμε ποτέ.
Στίχους πολλούς να πλέκουμε η μοίρα μας γραμμένη
χωρίς ποτέ να γίνουμε ποιητές.
Άπρεπη μια κι αδίκιωτη δειλία μας κατέχει
και σταματάει το χέρι μας την ύστατη στιγμή-
μεταβολή εξαφνικά κάνει και πίσω τρέχει
η μέχρι τότε προς τα μπρος που μας ωθούσε ορμή.
Έτσι ενώ βουνό ψηλό επιστολές γραμμένες
θα μένουν κιτρινίζοντας σ’ ένα παλιό κουτί
καμία δε θα διαβαστεί απ’ τις αγαπημένες
γυναίκες μας που όλες τους γι αυτές έχουν γραφτεί.
Ούτε από κάποιο υπόγειο φτηνό τυπογραφείο
κάποια δική μας συλλογή θα βγει ποιητική-
θα μένουν μες στο μαύρο μας οι στίχοι μας γραφείο
για πάντοτε αδιάβαστοι κι απ’ όλους μυστικοί.
ΣΩΠΑΙΝΕΙ
Όταν ο θάνατος χτυπά την πόρτα του σπιτιού μας
και μας στερεί από πρόσωπο σ’ όλους αγαπητό
σαν ένα σύννεφο βαρύ να σκέπασε το νου μας
βγαλμένο από ’να χάλκινο τεράστιο θυμιατό.
Σαν τα κορμιά μας τα ορθά πεσμένα τώρα να ’ναι
σαν η καυτή ανάσα μας να βγαίνει παγερή
τύμπανα σαν απόκοσμα τ’ αυτιά μας να τρυπάνε
κι αλλόκοτοι λες ξαφνικά πως έφτασαν καιροί.
Όταν ο θάνατος χτυπά το κάθε τι σωπαίνει
και μεις στην τέλεια σιωπή απρόοπτα μικροί
μένουμε ακίνητοι, βουβοί, σαν να ’μαστε χαμένοι
λες πως εμείς κειτόμαστε στο φέρετρο νεκροί.
ΤΟ ΩΛΕΚΡΑΝΟ
Τα νεύρα και οι αρτηρίες μου
υπέρτατη γίνανε καλωσύνη
που βγαίνει στον κόσμο
όπως ο ήχος από βιολί παλιό.
Οι μύες που χρόνια τώρα κουβαλώ
τη δύναμή τους παραχωρούν
στους αδύναμους του κόσμου.
Ο δελτοειδής μου απεργάζεται
εκτός από του ώμου
και της γης την στρογγυλότητα.
Ποιήματα τα κόκαλά μου υψώνονται.
Και το ωλέκρανο
ποίημα ποιημάτων.
ΟΙ ΚΡΙΤΕΣ
Ανίδεοι κριτές μας κρίνουνε και μας μετράνε.
Τη σφαίρα ρίχνουμε κι αυτοί κοιτάνε
με απορία τον παλμό μας και τη ρίψη
φροντίζοντας καθείς τους να καλύψει
την άγνοιά του με κινήσεις κωμικές
και με ενέργειες σπασμωδικές.
Κι όλο πηγαίνει πέρα δώθε με σπουδή
πως τάχα πρέπει όλα να τα δει
κι όλα προσεχτικά να τα μετρήσει
πριν για την τύχη μας αποφασίσει.
Μετά, το ίδιο βαρύς και σοβαρός ακόμα
τη σημαιούλα του καρφώνει μες στο χώμα.
Πώς εβρεθήκανε σ’ αυτά τα μέρη;
Και ποιος τους διόρισε; Κανείς δεν ξέρει. `
Ούτε κι οι ίδιοι πλέον το θυμούνται
τις ώρες που, σπανίως, δεν κοιμούνται.
Μόνο περήφανοι στα στάδια τριγυρίζουν
και μήκη κι ύψη με μανία καθορίζουν.
Ανίδεοι κριτές μας κρίνουνε και μας μετράνε
κι ή μας εγκρίνουνε και μένουμε, ή μας πετάνε.
ΜΙΑ ΤΥΧΗ ΦΘΟΝΕΡΗ
Μια τύχη φθονερή με κυνηγά
και τις χαρές που ’ναι για μένα αυτή τρυγά.
Με το μαγικό το ραβδί της
την όμορφη μέρα μου αγγίζει
κι εκείνη πηγαίνει μαζί της
και πια η νυχτιά με ορίζει.
Στεφάνι με ρόδα πλεγμένο
εκείνη αγκαθένιο το κάνει
κι ενώ τη χαρά περιμένω
με πόνους αυτή θα με ράνει.
Και ό,τι να σπείρω
καλό και φυτρώσει
την ώρα του θέρου
το χέρι θ’ απλώσει
και κείνη θα δρέψει
καρπούς που δικά μου
ποτάμια ποτίζανε
δάκρυα καυτά.
Μια τύχη φθονερή με κυνηγά
και τις χαρές που ‘ναι για μένα αυτή τρυγά.
ΤΗΝ ΑΓΧΟΝΗ
Τα ζώα εκκρίνουν θανατικό.
Τα δέντρα διαπνέουν υδροκυάνιο.
Το χώμα είναι σκόνη φαρμακερή
κι ό ήλιος με τις ακτίνες του μας σκοτώνει.
Εμείς με ύφος γιορταστικό
τον κόσμο μας υμνούμε το σπάνιο
τη γη ευγνωμονούμε την καρπερή
και του φωτός λατρεύουμε την αγχόνη.
ΑΥΤΑΝΔΡΟ
Ό, τι χτίζει
κάποιος
βιαστικός πίσω του έρχεται και το γκρεμίζει.
Ίσως να είναι ο χρόνος
ίσως τα χέρια τ’ άλλα του
ή κι ίσως η φουσκονεριά από το μεγάλο πλοίο
που αύτανδρο βυθίζεται κάθε πρωί.
ΟΙ ΚΛΩΣΤΕΣ
Μ’ ένα ρυθμό αργό αργό και ρυθμικό συνάμα
οι πλεκτικές οι μηχανές κινούν τις κεφαλές τους
ενώ εγώ υπηρετώ τροχαίους κι αναπαίστους
μια το μολύβι αδράχνοντας, μια πιάνοντας τη λάμα.
Σε δύο μέτρα απόσταση μ’ ακρίβεια μετρημένη
οι κεφαλές των μηχανών πηγαίνουν και γυρίζουν
κι απ’ την ευθεία άλλη γραμμή σάμπως να μη γνωρίζουν
η ρότα τους ακλόνητα ευθεία πάντα μένει.
Κι αν δεν εκόβονταν ποτέ οι τρεχαλητές κλωστίτσες
κι αν δεν εσπάζανε ποτέ οι γυαλιστερές βελόνες
τότε οι καλές μας μηχανές θα πλέκαν για αιώνες
γιακάδες και πουκάμισα, πουλόβερ και φουστίτσες.
Έτσι κι εμείς δεν παύουμε να τρέχουμε ολημέρα
κάθε ημέρα κάνοντας τα πράγματα τα ίδια.
Για παρεκκλίσεις χαρωπές και για τρελά παιχνίδια
καιρός δε μένει κι οι χαρές οι ωραίες πάνε πέρα.
Κι αιώνια θα κινούσαμε κι εμείς τις κεφαλές μας
κι άχθος αρούρης θα ’μασταν στ’ άλλο της πάνω βάρος
αν κάθε τόσο ο τρομερός κι αλύπητος κουρσάρος
δεν έκοβε τις, άλλωστε, λεπτότατες κλωστές μας.
ΚΑΠΩΣ ΑΛΛΙΩΣ
Για κάποιαν άλλην απ’ αυτήν που τώρα έχει
ήταν προορισμένος.
Γι αυτό μαζί σαν είναι οι δυο τους νιώθουν άβολα.
Με περιττές μπερδεύονται χειρονομίες
αταίριαστοι βόγγοι τους ξεφεύγουν
οι λέξεις δεν τους υπακούν και όλα
κάπως αλλιώς τα πράγματα που έκαναν
θα έπρεπε αλήθεια να ’χουν γίνει.
ΓΙΑ ΔΥΟ ΛΕΠΤΑ
Να συναντιέσαι με κάποιον
χρόνια πολλά ύστερ’ από τότε
που τον αποχαιρέτησες
χωρίς ελπίδα να τον ξαναδείς.
Και να βλέπεις στο πρόσωπό του την ευτυχία
που νιώθει ξαναβλέποντάς σε.
Ω! τότε αιστάνεσαι αληθινά και συ ευτυχισμένος.
Για δυο λεπτά-
ώσπου το ξάφνιασμα περάσει και η μηχανή
αρχίσει πάλι να μετράει τα συν, τα πλην,
τα υπέρ και τα κατά
και η φωνή να γίνεται διστακτική
και να λιποτακτεί το βλέμμα
κι η ακοή να γίνεται αργή
όσο χρειάζεται
για μιαν ερώτηση
να μην απαντηθεί.
ΔΙΑΤΑΖΟΥΝ
Ποιοι είναι αυτοί οι καλοντυμένοι κύριοι
που κυκλοφορούν ανάμεσά μας;
Που άνετα κάθονται στο πίσω
κάθισμα του αυτοκινήτου και
"Ritz Hotel! " διατάζουν;
Ποιοι είναι αυτοί οι καλοντυμένοι κύριοι
που κυκλοφορούν ανάμεσά μας
και μας φθείρουν
και μας διαφθείρουν;
Ποιοι είναι αυτοί οι πάντοτε χαρούμενοι
γελαστοί κύριοι
που πάντοτε έχουν δίπλα τους
κομψές κυρίες και δεσποινίδες;
Ποιοι είναι αυτοί οι κύριοι
που ζουν με τη ζωή μας;
ΣΤΗΝ ΠΙΚΡΗ
Μέσα στην ησυχία
θόρυβοι κάτι ελαφροί έρχονται απ’ τον καφέ του.
Μπορεί να πει πως κάποιος δαίμονας εμπήκε στο φλιτζάνι του
και κει τα μάγια του δουλεύει.
Και λέγοντας αυτό θα ξέφευγε από το απίστευτο να πει
ότι ακούει τα βιαστικά κι ανάλαφρα-
τα μυστικά πατήματα της ζάχαρης
καθώς μες στον καφέ του τον πικρό αυτή διαλύεται.
Απίστευτο γι αυτόνε όχι-γιατί αυτός
ολημερίς μες στη σιωπή
της μοναξιάς τους ήχους τους λεπτούς ακούει
καθώς αυτή μες στην πικρή
γλυκαίνοντάς τηνε διαχύνεται ζωή του.
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ
Επιτέλους ένα ποίημα από τα τόσα που ’χω γράψει
άστεγο να τριγυρίζει δω και κει τώρα θα πάψει
και τη θέση του εβρήκε και το χώρο που του πρέπει-
ένα χώρο που κανένας ζωντανός δε θα το βλέπει.
Σε νεκροταφείου μέσα τα στενά νωπά δρομάκια
όπου μόνο οι πεθαμένοι σεργιανάνε τα βραδάκια
μέσα κει, σε μία πλάκα ενός τάφου μαρμαρίνη
γράφτηκε το ποίημά μου και για πάντα εκεί θα μείνει.
Κι οι νεκροί καθώς διαβαίνουν θα το βλέπουν με συμπόνια
και τους στίχους του απέξω θα τους μάθουν με τα χρόνια
και μοτίβο τους θα γίνει και τραγούδι αγαπημένο
όπως κάθε σαν και κείνο θλιβερό και πονεμένο.
ΝΑ ΖΗΣΕΙ
Ας ειν’ καλά-οι φίλοι όλοι τον προδώσανε.
Και οι γυναίκες-
χώμα να πιάνουνε και μάλαμα να γίνεται-
τον βλέπανε και φεύγαν.
Ο κόσμος ένα αξήγητο μυστήριο
βασανιστικό.
Οι εποχές-καλή τους στράτα-
επέρναγαν η μια μετά την άλλη
χαρές ανέγγιχτες.
Το φως ένας απόλυτος καθρέφτης και τα πράγματα-
τα πράγματα!
χαρτιά μιας τράπουλας σημαδεμένης.
Την ευλογία του ας έχουν όλα. Εγνώρισε μαζί τους
τον κόσμο τον Αταίριαστο-
τον κόσμο της Οδύνης.
Μα τώρα
ήρθε ο καιρός να φύγει από δω κι αυτός-
ήρθε η ώρα και γι αυτόν να ζήσει.
ΟΙ ΜΑΥΡΟΦΟΡΕΣ
Οι μαυροφόρες οι κοντές
οι λίγο γιοματούλες
όσο βαρύ το πένθος τους
τόσο θερμή ’καρδιά τους
τόσο βαθύ το φίλημα
τόσο γλυκό το χάδι.
Και τόσο-όταν γδύνoνται
να πέσουν στο κρεβάτι-
τόσο αιστάνονται αλαφρές
που βγάλαν τόσο βάρος
που όλο ναζάκια κάνουνε
κι ανάλαφρα παιχνίδια.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙ ΜΙΧΑΗΛ
"Θέλω Βασίλειον παρακοιμώμενον"
είπε ο Μιχαήλ
"ως πιστόν όντα...
υπό πάντων ευφημείσθαι ως βασιλέα".
"Βασιλεύς δε",λέει το Χρονικό
"επληρούτο δακρύων..."
"Και των σκήπτρων πεσόντων ως έθος"
τον έστεψε συμβασιλέα.
Λίγο αργότερα ο Βασίλειος
εδολοφόνησε τον Μιχαήλ.
Κι αφού πια ήταν μόνος βασιλιάς
το ελαφρυντικό βρέθηκε αμέσως:
μεγάλο κάθαρμα ο Μιχαήλ...
Μα κι ο Βασίλειος δεν εστάθηκε σ’ αυτό.
Έχτισε μοναστήρια κι εκκλησίες τόσες
που φτάναν γι άλλα δέκα εγκλήματα-
"Εξιλασκόμενος τω Θεώ"
λέει ο Ζωναράς.
ΝΤΕΛΑΚΡΟΥΑ:ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ
ΜΕΤΑΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ
ΜΠΟΤΣΑΡΗ
Δεν είν’ αυτή μετάληψη. Αυτή ’ναι ίδια η μάχη.
Μια τέτοια κίνηση…ο πίνακας
σύγκορμος τραντάζεται.
Το λάβαρο λες ματωμένο κιόλας.
Πρόσωπα, βλέμματα
αεικίνητα,αδημονούντα…
Αριστερά του Μπότσαρη η Ελλάδα.
Το πρόσωπό της μόνο φαίνεται
γεμάτο αγωνία κι αίσθηση και ταραχή
λες ότι γνοιάζεται κι αυτή το τι θα κάνει ο Μάρκος
(για την οικονομία του πίνακα μονάχα
γιατί την ώρα εκείνη
ο Μάρκος ήταν η Ελλάδα).
Η ΣΚΑΛΑ
Ακουμπισμένη σ’ ενός τοίχου
ή σε μιας υπολήψεως την επιφάνεια
γερτή, φέγγουσα και διάτρητος
στην ίδια πάντοτε θέση
αναμένει και υπομένει.
Αειθαλής και φυλλοβόλος
το άνω και το κάτω συνδέουσα
την πτώσιν και την άνοδον γεφυρούσα
σοφή και επαίουσα
εκεί πάντοτε στέκει.
'Οταν δεν εργάζεται
τα χέρια της
με επιδεξιότητα ξεχωρίζουν
ισοπαχείς δέσμες ξανθών τριχών
και με χρυσές καρφίτσες τις στερεώνουν
στου μεταλλικού κρανίου της την επιφάνεια.
Και όταν ένα μικρό παιδί πάει ν’ ανέβει
σκύβει, το πιάνει από το χέρι και αυτή
τα βήματά του τρυφερά οδηγεί
Η ΜΑΓΙΟΠΟΥΛΑ
Με μάγια τήνε γέννησε μάγισσα μάννα
μια μαγεμένη νύχτα΄ τη ματιά της
λάμψιν εχάρισε φως μαγικό
και μάγια φτιάχνουν τη γλυκιά θωριά της.
Γι αυτό τη μαγιοπούλα όποιος γνωρίσει
μάγια τον δένουνε βαριά και λησμονά
όποια ζωή κι αν είχε πρώτα ζήσει
κι άλλης γυναίκας χάδια δεν ζητά.
ΡΟΔΟ
Του θανάτου τη χλωμάδα
και τον τρόμο είχα σπείρει
σ’ ένα ρόδο που ως εμάδα
κι εμαράθη κι έχει γείρει
τα ωχρά του φύλλα εγίναν
τετραδίου άσπρα φύλλα
που αχόρταγα επίναν
το φαρμάκι που ’ξεχείλα
από της ζήσης μου τα βάθη.
Και ρουφήξαν τα φαρμάκια
και τους πόνους και τα πάθη
τα ποθάνοιχτα χειλάκια
και ποιήματα τα φτιάξαν-
τι άλλο θα ’φτιαχναν τα ρόδα.
Κι έτσι όλα ως τα ταιριάσαν
τα καθένα τους ευώδα.
Κι η λεπτή αυτή ευωδία
μες στο κάθε τους θα μείνει
ποίημα, σαν μια αιωνία
και πιστή αγαπημένη.
Και αυτό θα ευωδάει
και θα είναι τ’ άρωμά του
όχι λούλουδου του Μάη
μα του ρόδου του θανάτου.
Σε ποιημάτων ένα τόμο
τη ζωή μου έχω απλώσει
κι απ’ τη φρίκη και τον τρόμο
σαν ο χάρος με λυτρώσει
μες στον τόμο αυτόν θα κείμαι
ολοζώντανα κλεισμένος
κι ας θαρρούν όλοι πως είμαι
μες στη γη κι εγώ θαμμένος.
ΤΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ
Όταν τις πρώτες της δειλές
ανακαλύψεις κάνει
καθώς τις νύχτες τις θολές
σε θάλασσες απατηλές
η φαντασία λάμνει
καθόλου δεν την παραιτώ
και δίχως ν’ αποσταίνω
τα χαλινάρια παραιτώ
κι όπου πετά κι εγώ πετώ
κι όπου με πάει πηγαίνω.
Δεν με ωθεί η αναμονή
το τέλος της ποιο θα ’ναι-
πάντοτε βγάζει μια φωνή
σαν το θηρίο που πονεί
κι όλα τελειώνουν-πάνε-
μα με κρατάει η θαυμαστή
ρώμη που πρέπει να ’χει
που την βοηθάει να μην πιαστεί
αιχμάλωτη, ή να κουραστεί
μες στη μεγάλη μάχη
που δίνει μέσα στις φρικτές
αβύσσους των αβύσσων
με αντιπάλους τις ειρκτές
που αποστερούν τους ποιητές
ωραίων παραδείσων.
ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ
Ζηλεύω αυτούς που όταν χτυπήσει το τηλέφωνο
είτε στην τσέπη το έχουν ή στο σπίτι
με μία κίνηση αμέριμνη το σ’ κώνουνε
κι "εμπρός" ακόμα και γελώντας λένε.
Άραγε δεν φοβούνται πως η μοίρα τους
μπορεί κι από μακριά να τους χτυπήσει;
Άραγε υπάρχουν κάποιοι που προσμένουνε
κάτι καλό από άλλονε ν’ ακούσουν;
Υπάρχουνε γι αυτούς ώρες ευφρόσυνες
όπως ξωθιές υπάρχουν μες στα παραμύθια;
Ο τρόμος με το χτύπο του τηλέφωνου
δεν έχουνε γι αυτούς ακόμα σμίξει;
Μία φορά ας γινότανε να σήκωνα
έτσι κι εγώ το τραγικό τηλέφωνό μου
να ’χω να λέω πως έχω μες στη ζήση μου
για μια μόνο στιγμή τον τρόμο διώξει…
ΕΣΤΩ
Το όραμα του Παρελθόντος
ας έλθει
αφού τόσον το επιθυμεί.
Και ας φέρει μαζί του τας Ελπίδας όλας
και τας Ηδονάς.
Εις τίποτε δεν θα με βλάψει.
Εμένα μου αρκεί
να σφογγισθεί καλώς προτού εισέλθει
διότι το Παρόν το διατηρώ-
έστω με μεγάλους κόπους
καθαρόν.
ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ
Στη χώρα των λουλουδιών
μια μέρα καλεσμένος βρέθηκα των κρίνων.
Πολλά λουλούδια έβλεπα
να περπατούν στους δρόμους
βιολέτες αγκαλιά με γιασεμιά
γλαδιόλες να κρατούν κυκλάμινα απ’ το χέρι
ορτανσίες, υάκινθους…
Το φόβο μου έδιωχνε η προστασία των κρίνων.
Αλλιώς αμέσως θα είχα φύγει.
Γιατί παράξενα πολύ εφέρονταν
τ’ αγαπημένα μας λουλούδια:
ανθρώπους κόβαν
τους εμύριζαν
και μ’ ένα μορφασμό αηδίας τους πετούσαν.
Μερικά ακόμα τους πατούσαν.
ΑΤΕΛΕΣΤΕΣ
Μες στις βαθιές της μνήμης μου εικόνες
μαύρα κενά υπάρχουν αφημένα.
Μέσα τους ζουν παντέρημες και μόνες-
πλάσματα που είν’ απ’ όλους ξεχασμένα-
κάτι μορφές απέραντα θλιμμένες
με χώμα σκεπασμένες και με σκόνη-
βουβές μορφές σε μένα αγαπημένες
(κάποιο κοινό σημάδι μας ενώνει).
Είναι αυτοί που έφεγγε βαθειά τους
η φλόγα ενός δυσεύρετου ταλάντου
που τη μεγάλη εφώτιζε καρδιά τους
το φως ενός ηλίου αμαράντου.
Που ενώ να δώσουν είχαν κάτι νέο
μες στα παλιά εφθείραν τη ζωή τους
κι αναλωθήκαν μέσα στο χυδαίο
ενώ τ’ Ωραίο πλαντούσε στην ψυχή τους.
Ειν’ οι σκιες αυτών που ενώ πλασμένοι
για έργα ήταν τέχνης φτερωμένα
μες στην αφάνεια εζήσανε χαμένοι
σαν άστρα από τα σύννεφα κρυμμένα.
Είν’ οι Μπετόβεν που δεν έχουν μουσουργήσει
γιατί δεν έλαμπε ακόμα η μουσική
είν’ οι Ντα Βίντσι που δεν έχουν ζωγραφίσει
γιατί στη λίθινη εζήσαν εποχή.
Είναι οι Όμηροι κι οι Σαίκσπηρ κι οι Ικτίνοι
που ζούσαν πα’ στα δέντρα ή σε σπηλιές
οι Καρυωτάκηδες, οι Πόε, οι Λαμαρτίνοι
στου Ανθρώπου που έζησαν το λυκαυγές.
Μες στις βαθιές της μνήμης μου εικόνες
κάποιες μορφές παράξενα σαλεύουν
κι από τις μουχλιασμένες τους κρυψώνες
έξω-στο φως-τώρα να βγουν γυρεύουν.
Πόσο πικρές αλήθεια πρέπει να ’ναι-
πόσο θα νιώθουν δύστυχες και μόνες
κάτι μορφές που ατέλεστες γυρνάνε
μες στις βαθιές της μνήμης μου εικόνες…
Γιαυτό θεέ σε ικετεύω όχι να δώσεις
στις σκιές αυτές της δόξας τη χαρά
όμως τελείως μη τις αγνοήσείς-
από δαφνόφυλλα φτιάξε ξερά
ένα στεφάνι κι έτσι ως είσαι αγαθός
δώσε τους λίγη απ’ την ουράνια ευτυχία-
όχι τιμές μεγάλες-να! καθώς
στους λήγοντες κερδίζουν τα λαχεία.
Ο ΧΩΡΙΣΜΟΣ
Χωρίσαμε αθόρυβα
χωρίς σκηνές και κλάματα
χτες που επέρασ’ η νυχτιά
και ήρθαν τα χαράματα.
Λυπήθηκες-λυπήθηκα
μ’ αρέσει να το λέω
πως είμαι άνθρωπος κι εγώ
κι ότι μπορώ να κλαίω.
Εδώσαμε τα χέρια μας
σαν να ’μαστε δυο φίλοι
που σ’ άλλο μέρος η ζωή
βουλήθηκε να στείλει.
Εσκύψαμε στη μοίρα μας
κι οι δύο το κεφάλι.
Ποιος θα μπορούσε άραγε
στο νου του να το βάλει
όποιος μας έβλεπε πιο πριν
να! χτες το βράδυ ακόμα
θα προτιμούσε να κλειστεί
για πάντα του το στόμα
παρά να έλεγε για μας
ότι μας λείπει κάτι-
τα ’χαμε όλα: τη χαρά
να λάμπει μες στο μάτι.
Γιατί χωρίσαμε λοιπόν;
ποια ήταν η αιτία;
Ίσως να ήτανε πολλές
μα ίσως και καμία.
Μα κι αν πονέσαμε πολύ
ή μόνο αν δακρύσαμε,
αν μας αφήκεν η χαρά
κι αν τέλος εχωρίσαμε
να ’σαι γι αυτό περήφανη
ωραία μου κυρία-
αν κι άνθρωποι εγράψαμε
μια ανθρώπινη ιστορία.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Οι ιδέες που μπορούν να γίνουν ποιήματα
σαν ψάρια πηγαινόρχωνται στη θάλασσα
του νου του ποιητή. Και κείνος
ένα καλάμι όλο κι όλο έχοντας
στη θάλασσα το ρίχνει,
και πιάνει που και που κανένα ψάρι-πάει να πει
ποίημα κάνει μιαν από τις τόσες του ιδέες.
ΓΚΡΙΖΟ
Στου παλιού σταθμού την άκρη περιμένοντας το τρένο
δύο άθλιους κοιτάζω νυσταγμένους επιβάτες
στις βρεγμένες τις καρέκλες να κουρνιάζουνε σα γάτες
και τις ράγες να κοιτάνε μ' ένα ύφος λυπημένο.
Έχουν ρούχα λερωμένα με βρωμιές κάθε λογής
και τ' αδύνατά τους πόδια στο μπετόν γυμνά πατάνε-
εν' αγίνωτο καρπούζι τώρα βγάζουνε να φάνε
(δυνατά για να τ' ανοίξουν το χτυπάνε καταγής).
Σαν τελειώσουν το φαί τους, με ζουμιά περιχυμένες
μόνο φλούδες μένουν χάμου μέχρι έξω φαγωμένες
ενώ γρήγορα στον ύπνο χορτασμένοι αυτοί το ρίχνουν.
Κι έτσι ως βαριά κοιμούνται οι δεξές γροθιές τους δείχνουν
του ενός προς άδικο έναν ουρανό με χρώμα γκρίζο
και του άλλου προς εμένα πούρο Αβάνας που καπνίζω.
ΔΕΥΤΕΡΑ
Κάθε Δευτέρα στη δουλειά πηγαίνοντας φοβάμαι
για το ρεπό της Κυριακής πως πρέπει να πληρώσω-
πως λόγο σ' έναν άτεγκτο κριτή πρέπει να δώσω
για δύο ώρες πιο πολύ που, Κυριακή, κοιμάμαι.
Αφήνοντας απείραχτα τα δυο βρασμένα αυγά μου
νωρίτερ' από άλλοτε εις τη δουλειά πηγαίνω
και τη φωνή του διευθυντή ν' ακούσω περιμένω
ενώ σωροί από χαρτιά στοιβάζονται μπροστά μου.
Μα ως πάντοτε και σήμερα τίποτα δε συμβαίνει
η μέρα όσο προχωρεί σαν πάντοτε βαραίνει
σαν πάντοτε λαλίστατο έρχεται το γκαρσόν
κι απ' το γραφείο το διπλανό θ' ακούσω όπου και να 'ναι
τον ήχο που στο πάτωμα κάνει το τιρμπουσόν
όταν, αφού ανοίγουνε τις σόδες, το πετάνε.
ΚΟΜΟΤΗΝΗ
Όταν του στείρου πέλαγου των πόθων η πλημμύρα
μα τα μικρά της κι ύπουλα με ζώνει κυματάκια
μονάχος βγαίνω στα στενά κι ανήλιαγα δρομάκια
της πόλης όπου άγνωστον με πέταξεν η μοίρα.
Καθώς τα μάτια δω και κει μηχανικά γυρίζω
κάτι μορφές βλέπω θολές στα τζάμια να κολλάνε
και μ' ένα βλέμμα ανέκφραστο τους δρόμους να κοιτάνε
λες και μαγνήτης τις τραβά το χρώμα τους το γκρίζο,
Σαν ζωγραφιές νοσταλγικές μοιάζουν και λυπημένες
που ο χρόνος τους επέρασε κι είναι μισοσβησμένες.
Και τόσο είναι θλιβερές που λες πως όταν βρέχει
δεν είν' οι στάλες της βροχής στα τζάμια που κυλάνε
αλλά το δάκρυ απ' τα σβηστά τα μάτια τους που τρέχει
καθώς αυτές ανέκφραστες τους δρόμους τους κοιτάνε.
ΕΑΣΟΝ
«Έαρ: άνοιξις.
Έασον: προστακτική του ρήματος εάω-εώ.
Τηλικούτος…»
έκλεισε το βιβλίον.
Αυτό το «έασον»
πολύ του ήρεσεν.
Αληθώς
ήτο ό, τι επί τόσον χρόνον ανεζήτει.
«Αφήνω» δεν του ήτο αρεστόν`
μα «έασον» θαυμασίως ήρμοζεν εις πάντα.
Κατά πρώτον έασε τον θεόν
(τούτο αρκούντως τον εδυσχέρανε).
Τα υπόλοιπα ήσαν εύκολα:
έασεν τα μαθήματά του (πολύ τον εβασάνιζαν)
έασεν τον θάνατον,
τας συνηθισμένας ηδονάς,
την συνείδησίν του.
Τίποτε πλέον δύσκολον δεν ήτο
με την θαυματουργόν αυτήν λέξιν ως όπλον
διότι την ησθάνετο ιδικήν του
και ως εκ τούτου την εχειρίζετο
όσον ουδείς θα ηδύνατο
αποτελεσματικώς.
ΣΤΟΝ ΙΔΙΟ ΠΑΡΟΝΟΜΑΣΤΗ
"Στον ίδιο παρονομαστή".
Ποτέ δεν είχε νοιώσει τι εσήμαινε
η έκφραση αυτή. Σήμερα μόνο
και μόλις σήμερα ένιωσε τον πόνο
που στη φωνή εξεχώριζεν εκείνων
όταν τη φράσιν εξεστόμιζαν αυτήν.
«στον ίδιο παρονομαστή!»
κατάλαβε τουλάχιστον
μια φράση παραπάνω τι σημαίνει.
Είναι και τούτο κάτι
για όσους βρίσκονται ανελέητα
στον ίδιο πάντα παρονομαστή.
ΕΙΣ ΝΕΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ
"ΕΙΣ ΝΕΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ"
ήτο η αφιέρωσις.
Και πάντοτε δι εμέ αναπάντητον το ερώτημα θα παραμένει :
το "ΝΕΟΝ" ή το "ΓΕΡΟΝΤΑ"
είναι το ουσιαστικόν;
Τινές υποστηρίζουν ότι ανάξιον λόγου το θέμα είναι.
Θαυμάζω την αξιολύπητον πεποίθησίν των
(τουλάχιστον δεν αγωνιούν).
Όμως εγώ να διερωτώμαι δεν θα παύσω
διότι όσον και να ειπείς
και αι δύο εκδοχαί είναι πιθαναί:
και νεαρούς, την ψυχήν γέροντας,
ευρίσκεις,
και νεαρούς την ψυχήν, γέροντας,
ομοίως.
Η ΧΛΟΗ
Η χλόη είναι πράσινη.
Τη μύρισα όταν ξάπλωσα επάνω της:
μια πράσινη λαμπρή οσμή
αναμφισβήτητη.
Η χλόη είναι πράσινη.
Την άκουσα να ψιθυρίζει μες στ' αυτί μου μικρά
πράσινα ευτυχισμένα μυστικά.
Έτσι καθώς στο χώμα είχα σκύψει
έκοψα με τα δόντια μου και μάσησα
και γεύτηκα το άγιο χρώμα της.
Τα χέρια μου έτριψα επάνω της
τούφες έκοψα
και σαν μικρό ένα θησαυρό κρατώντας τες
το πράσινό της βάραινε στο χέρι
σαν κούπα με πολύχρονο κρασί.
Η χλόη είναι πράσινη.
Ένα πράσινο σκοτεινό, βαρύ, βαθύ σαν μαύρο
σαν κήπος, Άνοιξη, χωρίς ανθούς ακόμα.
Και τώρα που ένιωσα ότι η χλόη είναι πράσινη
κι ότι το πράσινό της
δεν είναι χρώμα αλλά το γέρας της ζωής
δεν είναι χρώμα αλλά ποτάμι υπομονής
δεν είναι χρώμα παρά χάλκινο προανάκρουσμα χρυσού παιάνα…
τώρα που εκατάλαβα ότι το πράσινο
δεν είναι χρώμα μα πηγή αείρροη
και νύχι σουβλερό δράκινης θλίψης
δεν είναι χρώμα αλλά ευθύβολο όπλο πυροβόλο…
τώρα που εκατάλαβα ότι το πράσινο της χλόης
είναι κλειδί στο δώμα το κλειστό
αντίδοτο στην άδικην επίκριση
και πλήκτρο άσπρο στης χαράς το κλειδοκύμβαλο
το πάντοτε ασυντόνιστο
πως είναι γλάρος σε νεκρή ακρογιαλιά
και μ' όλον τούτο ήσυχη ανάμνηση νερού
πως είναι πέτρα αστραφτερή την ώρα που αυτή πέφτει
μες σε βαθύ κενό πηγάδι
πως είναι προϋπάρχουσα μήτρα ερώτων
και φως που κυβερνά τον ήλιο…
τώρα που εκατάλαβα ότι το πράσινο της χλόης
είναι ανθών ανίερων παθών
κάκτος αποθηκεύων διάχυση και ικεσία
σπέρμα ξερό πάνω σε γυναικείο εσώρουχο φρεσκοπλυμένο
οχτάγωνο παχύπλευρο με κάθε του πλευρά να καθρεφτίζει
τη χλόη των αντιπόδων
ανυπέρβλητα μεθυστικό άρωμα και άκουσμα
και άγγιγμα και γέψη
βιβλίο φλογερό με κέρινες λεξούλες
αναντίρρητο βέλος καρφωμένο στο κέντρο της ακοής μας
η δυνατότητα των πλανητών να γράφουν κύκλους στο στερέωμα
και βλέμμα λάγνας τίγρεος ανήμερης…
τώρα που εκατάλαβα ότι το πράσινο της χλόης
δεν είναι παρ' ανοιγοκλείσιμο τυφλών ματιών
παράθυρο στον τοίχο του συμπαγούς σκότους
γέφυρα απ' το "ναι" ως τ' "όχι" του χαμαιλέοντος
στεναγμός υπόκωφος ανακουφίζων
φαύλος εκπρόσωπος ανίκανου αστερία
διάτρητος πίθος και απύθμενο λαγήνι…
τώρα που εκατάλαβα ότι η χλόη είναι πράσινη
δε θα ’χα αντίρρηση να ζήσω λίγο ακόμα.
ΣΤΗΣ ΛΗΘΗΣ
Οι εύφορες ώρες στης λήθης πετούν τα φτερά
και μέσα τους όλα γαλήνη και φως και χαρά.
Μαζί τους πετά η ψυχή στα ουράνια
και λουζετ' ο νους σ' υψηλών ηδονών συντριβάνια.
Στις εύφορες ώρες πώς όλα ωραία και καλά!
Πώς ήρεμα έτσι ο πλάνος ο χρόνος κυλά!
Πώς έτσι μας δένει γλυκά η αυταπάτη
που λες "γιατί ψάχνω να βρω ευτυχία αφού να τη!"
Πώς θάρρος οπλίζονται οι σκέψεις οι πρώτα δειλές!
Πώς όλες ακέρια ξοφλούνται οι παλιές οφειλές!
Πώς κάθε μας πρόβλημα βρίσκει μια λύση
χωρίς περιττές διαφωνίες κι ανώφελα μίση!
Και μέσα σε τέτιοας μιας μέθης το λάγνο φιλί
κανείς δεν προσέχει-και βέβαια τι ωφελεί-
το μαύρο κοράκι του μαύρου θανάτου
που ωραία φωλιάζει στης Λήθης το λαμδα αποκάτου.
ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ
Στο θέατρο πηγαίνουμε να βρούμε
τον κόσμο που θα έπρεπε να ζούμε-
τον κόσμο το σωστό, δίχως ψέματα,
γυμνόν και βουτηγμένον στα αίματα.
Η εικόνα η ζωντανή μας συναρπάζει
κι εντός μας λεωφόρους νέες χαράζει-
για μια ζωή με δίχως προσχήματα
το θέατρο μας δίνει μαθήματα.
Μα τίποτα με τούτο δεν αλλάζει.
Ανέκκλητα η μοίρα μας αρπάζει
τα όποια του θεάτρου ωφελήματα
καθώς ναυαγισμένους τα κύματα.
Και πριν από την αίθουσα να βγούμε
το όποιο μάθημά μας ξεχνούμε-
στα ένοχά μας λάμπουν τα βλέμματα
τα ίδια θλιβερά προμαντέματα.
Η ΧΑΡΑ
-Πώς θα πάμε στης χαράς
το λιμάνι γέρο;
-Μια ζωή το ψάχνω, αλλά,
φίλοι μου δεν ξέρω.
-Πώς θα πάμε στης χαράς
το λιμάνι νιε μου;
-Τι τή θέτε; Να η χαρά!
Γύρω-μέσαθέ μου!
ΕΚΕΙΝΗ
Στον κρύο βοριά που παγώνει τα χνώτα
το τραίνο ακώ που αργά πλησιάζει.
θεριό αγριεμένο στη νύχτα φαντάζει
-αστράφτοντα μάτια τα δυο του τα φώτα.
Σταμάτησε. Πάνω του μία κοκότα
με μάτια μεγάλα σκληρά με κοιτάζει
με κάποιαν που γνώρισα κάποτε μοιάζει
που πήρε από μένα τα χάδια τα πρώτα.
Το τραίνο ξεκίνησε. Μα ξύπνια μ' αφήνει
μια μνήμη που έμοιαζε για πάντα νεκρή.
Και νιώθω στο στόμα μια γεύση πικρή
καθώς σαν σε όνειρο βλέπω εκείνη
μ' αδιάντροπο ύφος να μου μιλά
το μάτι να κλείνει-να μου γελά.
ΩΡΕΣ ΘΑΝΑΤΟΥ
Σαν ένα σύννεφο που μόνιμα θα μείνει
σα δέντρο που απ' τη ρίζα έχει κοπεί-
έτσι μας πλησιάζ' η ώρα εκείνη
και μας τυλίγει η κρύα της σιωπή.
Σαν ορφανή να 'χει απομείνει η Πλάση
κι ο ήλιος δίχως λάμψη και φωτιά
και μαραζώνεται κι έχει δειλιάσει
κι η πιο άβουλή μας αποκοτιά.
Και να την! Φτάν' η ώρα: όπου να 'ναι
θα σωριαστεί το δέντρο΄ κι ο ουρανός
απ' όσα τώρα μας χαρίζει δώρα
θα μείνει ανεπίστροφα κενός.
ΠΕΡΙΤΤΕΣ ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΕΙΣ
Την οργή θα μοιράσω σ' αδιάβατα μέρη
κανείς που δεν ξέρει
και σκότος θα βάλω στο φως του ηλίου
μηνός Ιουλίου.
Ακτίνα μιλίου
θα ναρκοθετήσω εδάφους φιλίου.
Σ' αθώου το χέρι
ματωμένο θα βάλω από φόνο μαχαίρι.
Με μύρα της λύπης χαρές θα μυρώσω
και δόξα θα δώσω
σ’υπάρξεις μωράς, ταπεινάς κι αδεξίας-
σ' υπάρξεις γελοίας.
Σ' αδόλου φιλίας
το φάσμα θα πέμψω υστεροβουλίας
και θα καμαρώσω
κόσμο ένα που μοιάζει του κόσμου μας τόσο.
Ο ΚΡΙΤΗΣ
Κριτή εσύ που κρίνεις τα γραφτά μου
να ξέρεις ότι δε θα σκοτιστώ
αν άξιο συ μου κρίνεις το μιστό
ή με μανία τα πατήσεις χάμου.
Δε γράφτηκαν για σένα όλα τούτα.
Ανάγκη είχε για δόσιμο η ψυχή
και τα 'δωσε ως πιστός την προσευχή
κι όπως το δέντρο ξεχειλίζει φρούτα.
Γι αυτό κριτή σου λέω πως δεν αξίζει
με τέτοιες ιστορίες ν' ασχοληθείς`
και κάνε όπως κάνει ο καθείς
που βλέπει, προσπερνά και δεν αγγίζει.
Προσπέρνα. Μα σκοπό τέτοιο αν δεν έχεις
πρόσεξε-στ' άγγιγμά τους θα καείς
(κι αν όχι τότε είσαι αδαής
και πάλι πρέπει απ' αυτά ν' απέχεις).
ΥΠΑΡΧΟΥΝΕ
Υπάρχουνε πανέμορφοι κάτι ανθολειμώνες
που ριζωμένοι σε ψηλά κι απέραντα οροπέδια
ανθούνε ασταμάτητα κι άνοιξες και χειμώνες
χωρίς, καθώς στα θέατρα να 'χουνε ιντερμέδια.
Σε τέτοον ένα θα 'θελα λειμώνα εγώ να ζήσω
τόσο όσο κάνει μια πνοή αγέρα να φυσήσει
και τις χαρές του θα 'θελα για τόσο να τρυγήσω
όσο ένα γέρικο κορμί κάνει να ξεψυχήσει.
ΤΗ ΜΑΤΩΝΟΥΝ
Μια γυναίκα μεθυσμένη
πα' στο δρόμο ξαπλωμένη΄
ξερατά στο φόρεμά της
άνω κάτω τα μαλλιά της.
Α! Στη σκέψη μου δε θέλω
την εικόνα της να φέρνω΄
τέτοιες μνήμες με πληγώνουν-
με δονούν, μ' αναστατώνουν.
Απ' το χέρι το δεξί της
την τραβούσε το παιδί της
που, πνιγμένο μες στο κλάμα
εβογγούσε: σήκω μάνα!"
Τέτοιες μνήμες-α-δε θέλω
στο μυαλό μου να τις φέρνω
είμαι γέρος-με πληγώνουν
την καρδιά μου τη ματώνουν.
ΤΙΤΛΟΙ ΚΑΙ ΣΕΛΙΔΕΣ
(Οι αριθμοί των σελίδων δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα)
1 ΟΛΟΛΥΖΕΙΝ
2 ΤΑ ΧΑΡΤΑΚΙΑ
3 ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ
4 ΤΟ ΑΤΥΧΟ
5 ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ
6 ΟΙ ΦΙΛΟΙ
7 ΒΥΖΑΝΤΙΟ 1439
8 ΞΑΝΑ
9 ΤΟ ΚΕΡΙ
10 ΕΓΝΩΡΙΣΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΘΑΝΑΤΟ
12 ΝΑ ΤΑ ΦΥΛΑΤΕ
13 ΤΟ ΣΥΝΝΕΦΑΚΙ
13 ΞΕΡΡΙΩΜΕΝΟΙ
14 ΕΝΟΣ ΓΥΜΝΟΥ
14 ΤΑ ΓΚΡΕΜΙΣΜΕΝΑ
16 Η ΜΟΥΣΙΚΟΥΛΑ
17 ΣΤΟ ΧΩΜΑ
18 ΝΑ ΧΩΡΙΖΟΥΝ
19 ΟΤΑΝ
20 ΟΙ ΑΣΧΗΜΕΣ
22 ΝΑ ΦΟΒΗΘΟΥΝ
22 Η ΔΡΟΣΙΑ
23 ΣΤΑΡΙ ΣΤΟ ΣΑΚΚΙ
23 ΜΙΚΡΟ ΠΟΙΗΜΑ
24 Η ΠΡΩΤΗ
24 ΜΟΛΥΒΊ
25 ΠΑΡΑΞΕΝΟ
26 ΘΥΜΑΤΑΙ
27 ΤΟ ΤΩΡΑ
28 ΘΑ ΚΟΠΕΙ
28 ΦΟΡΩΝΤΑΣ
29 ΚΟΙΜΟΥΝΤΑΙ
30 Η ΚΥΟΦΟΡΟΣ
31 ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΜΑΣ
32 ΣΠΙΘΑ
33 Ο ΠΕΡΙΠΤΕΡΑΣ
34 ΞΗΜΕΡΩΜΑ
35 Ν' ΑΓΚΑΛΙΑΖΑΝ
36 ΛΙΛΙΑΝ
36 Ο ΜΟΝΑΧΟΣ
37 ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ
38 ΠΡΑΒΙ
38 ΜΟΝΑΧΟΙ ΤΟΥΣ (Κομοτηνή, '74, ομιλία Τρυπάνη με θέμα: Παλαμάς)
40 ΤΟ ΡΟΔΟ
42 ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ
43 ΣΑΝ ΨΙΘΥΡΟΣ
44 ΟΙ ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ
45 ΘΑ ΜΑΣ ΠΑΙΔΕΥΕ
46 ΣΙΣΥΦΩΝ
47 ΜΑΡΙΑ
48 ΓΟΥΡΟΥΝΙΣΙΑ
49 ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
50 ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ
51 ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΙ
51 ΜΟΝΗ ΤΗΣ
52 ΧΩΡΙΣ ΣΚΟΠΟ
53 Ο ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ
54 ΘΕΟΣ ΜΑΚΕΛΛΕΥΤΗΣ
56 ΤΟ ΑΛΟΓΟ
56 ΜΕΙΝΕ
57 ΤΟ ΜΑΡΑΖΙ
59 ΝΑ ΦΑΝΤΑΣΘΩ
60 ΤΟ ΛΕΙΟ
61 ΜΠΟΡΕΙ
62 Ο ΧΡΟΝΟΣ
62 ΤΑ ΦΙΝΑ
63 ΠΛΑΝΗ
64 ΟΙ ΑΝΘΟΠΩΛΕΣ
65 ΔΙΑΦΥΓΗ
66 ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
67 ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ
68 ΤΟ ΦΥΤΟ
69 ΜΕΛΙ
70 ΝΑ 'ΜΟΥΝΑ
71 ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΘΩΌΤΗΤΆ ΤΗΣ
72 ΧΙΛΙΟΚΟΥΡΣΕΥΤΑ
73 ΤΙ ΜΑΣ ΛΕΣ
74 ΨΥΧΡΗ
74 Η ΒΑΛΑΝΙΔΙΑ
76 ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ
76 ΜΟΝΑ
77 ΠΕΡΙΠΟΥ ΣΤΙΣ ΕΞΗ
79 ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΞΕΝΟ
ή
Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΞΕΝΗΤΕΜΕΝΟΥ
80 ΜΑΖΙ ΤΟΥΣ
81 ΣΑΣ ΞΕΡΩ
82 ΖΕΝΤΑ
83 ΤΑ ΔΡΥΙΝΑ
83 ΟΙ ΣΟΒΑΡΟΙ
84 ΕΝ' ΑΨΥΧΟ ΚΟΥΦΑΡΙ
86 ΑΝΥΠΟΠΤΗ
87 "ΣΩΠΑ"
88 Η ΝΥΧΤΑ
89 ΤΑ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑ
90 ΘΑ ΤΗ ΜΑΘΕΙ
91 ΑΔΕΙΑ
92 Ο ΑΝΤΡΑΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΖΕΙ
93 ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑ
94 ΜΑΥΡΟ-ΑΣΠΡΟ
94 ΟΥΤΕ ΔΩΡΟ
95 ΓΙΑ ΟΣΑ ΕΘΑΨΑ
96 ΠΑΙΔΟΥΛΑ
97 ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ
98 ΝΑ ΠΙΩ
99 ΔΕΝ ΕΠΡΕΠΕ
100 ΘΑ ΚΑΤΑΛΥΣΕΙ
101 Η ΑΘΛΙΑ
101 ΑΡΧΑΙΟΠΤΕΡΥΞ
104 ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ ΚΑΙ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ
106 ΓΥΜΝΟΣ
108 ΕΜΠΡΟΣ ΠΑΙΔΙΑ ΓΕΝΝΑΙΑ ΜΟΥ
110 ΕΝΩΠΙΟΝ
111 ΚΑΛΛΙΤΕΡΗ
111 ΞΕΡΑΙΝΟΥΝ
112 ΣKΟTΩΜΕΝΗ
113 ΜΕ ΣΚΟΤΑΔΙ
115 Α! ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΕΣ!..
116 CAFE TERRACE AT NIGHT
(Van Gogh)
116 PINK REACH TREES
(Van Gogh)
117 ΟΥΤΕ ΣΤΟΧΟΣ
118 ΣΙΩΠΗΛΑ
119 ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ
120 ΣΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ
121 ΟΙ ΣΟΛΙΣΤ
122 ΣΤΗ ΜΠΛΟΥΖΑ
123 ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗ
123 ΜΑΣ ΕΙΠΕ
124 ΕΝ' ΑΓΓΙΓΜΑ
126 ΔΕΕΤΑΙ
127 ΖΩΓΡΑΦΙΣΕ ΜΕ
127 ΕΙΜΑΣΤΕ…
128 ΟΙ ΓΙΟΙ ΚΙ ΟΙ ΚΟΡΕΣ
129 Η ΣΙΩΠΗ
130 ΔΟΞΑΖΩ
131 ΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ
132 ΩΔΗ ΣΤΟ ΜΟΥΣΜΟΥΛΟ
134 Η ΕΥΤΥΧΙΑ
136 ΣΕ ΤΑΦΟΠΕΤΡΕΣ
137 ΜΑΣΣΑ
138 Ο ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗΣ
139 ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ
141 ΞΕΧΕΙΛΟ
142 ΤΟ ΑΕΡΟΠΛΑΝΟ
143 ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΗ ΣΟΥ
143 ΝΥΧΙ ΔΡΑΚΟΥ
144 Η ΓΡΑΦΗ
145 ΕΝΑ ΚΡΥΦΟ
147 ΦΤΗΝΕΣ
147 ΣΤΕΝΟΤΗΣ
148 ΠΑΝΤΑ
149 Η ΠΑΧΥΣΑΡΚΟΣ
150 ΠΟΣΟ
151 ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ
152 ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΠΟΥ ’ΧΩ
152 ΧΑΜΕΝΟ
153 ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΤΑ
ΖΗΤΑ
154 Ο ΠΥΡΓΟΣ
155 Ο ΓΑΜΟΣ
156 Η ΣΟΔΕΙΑ
157 ΟΙ ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ
158 ΣΑΝ ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΑ
160 ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ
160 ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ
162 ΘΕΡΙΕΥΟΥΝ
162 ΟΙ ΠΟΡΤΕΣ
163 Ο ΜΟΝΟΣ
164 ΤΟΥΣ ΘΟΡΥΒΩΔΕΙΣ
165 ΝΑ ΔΙΝΕΙ
166 ΜΥΣΤΙΚΟΙ
167 ΣΩΠΑΙΝΕΙ
167 ΤΟ ΩΛΕΚΡΑΝΟ
168 ΟΙ ΚΡΙΤΕΣ
169 ΜΙΑ ΤΥΧΗ ΦΘΟΝΕΡΗ
170 ΤΗΝ ΑΓΧΟΝΗ
171 ΑΥΤΑΝΔΡΟ
171 ΟΙ ΚΛΩΣΤΕΣ
173 ΚΑΠΩΣ ΑΛΛΙΩΣ
174 ΓΙΑ ΔΥΟ ΛΕΠΤΑ
174 ΔΙΑΤΑΖΟΥΝ
175 ΣΤΗΝ ΠΙΚΡΗ
175 ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ
176 ΝΑ ΖΗΣΕΙ
177 ΟΙ ΜΑΥΡΟΦΟΡΕΣ
178 ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙ ΜΙΧΑΗΛ
179 ΝΤΕΛΑΚΡΟΥΑ: ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ ΜΕΤΑΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ
179 Η ΣΚΑΛΑ
180 Η ΜΑΓΙΟΠΟΥΛΑ
181 ΡΟΔΟ
182 ΤΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ
183 ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ
183 ΕΣΤΩ
185 ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ
185 ΑΤΕΛΕΣΤΕΣ
187 Ο ΧΩΡΙΣΜΟΣ
189 ΠΟΙΗΜΑΤΑ
189 ΓΚΡΙΖΟ
190 ΔΕΥΤΕΡΑ
191 ΚΟΜΟΤΗΝΗ
191 ΕΑΣΟΝ
2192 ΣΤΟΝ ΙΔΙΟ ΠΑΡΟΝΟΜΑΣΤΗ
193 ΕΙΣ ΝΕΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ
194 Η ΧΛΟΗ
196 ΣΤΗΣ ΛΗΘΗΣ
197 ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ
197 Η ΧΑΡΑ
198 ΕΚΕΙΝΗ
198 ΩΡΕΣ ΘΑΝΑΤΟΥ
199 ΠΕΡΙΤΤΕΣ ΔΟΕΥΘΕΤΗΣΕΙΣ
200 Ο ΚΡΙΤΗΣ
201 ΥΠΑΡΧΟΥΝΕ
201 ΤΗ ΜΑΤΩΝΟΥΝ