ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΛΙΩΤΗΣ
(αδερφός του Νίκου Σολιώτη που έριξε την πρώτη σφαίρα του εικοσιένα. Κοιτάζοντας με γυμνό μάτι τον ήλιο, έχασε την όρασή του.)
-Τ' είναι που ζήταγες Γιωργή
Τον ήλιο σαν εθώρεις;
-Όλη τη μέρα μας θωρεί
Με το λαμπρό του μάτι
Και μπρος του σκύφτουμεν εμείς
Το βλέμμα το δικό μας.
Μα ένας Σολιώτης δεν μπορεί
Να προσκυνάει κανέναν
Όσο μεγάλος ειν’ αυτός
Κι όσο ψηλά κι αν στέκει.
-Οποιος τον ήλιο Γιώργη δει
Μέρα δεν ξαναβλέπει.
-Το ’ξερα. Ώρα όμως πολλή
Μ’ ορθό μου το κεφάλι
Τον είδα. Κι έγινα έτσι δα
Εγώ τρανότερός του.
-Και πώς θα ζεις έτσι χωρίς
Το γλυκοφώς να βλέπεις;
-Άκου αδέρφι τι θα πω.
Όταν τον ηλιο είδα
Γύρω μου εχύθη σκοτεινιά.
Εχάθηκε το φως μου.
Και όταν είχαν βυθιστεί
Όλα στη μαύρη νύχτα
Να ξεπροβάλει αρχινά
Από τα μάκρη πέρα
Εν' άλλο φως πιο φωτεινό
Και πιό γλυκό απ’ του ήλιου.
Και φιλικά και χαρωπά
Γοργότρεξε κοντά μου
Κι όπως το άνθος η δροσιά
Ετύλιξέ με όλον.
Κι ήταν σα να ’λειπε η ψυχή
Και τώρα ήρθε στο σώμα,
Κι από νεκρό που ήταν αυτό
Τώρα ζωή γεμάτο.
Κι αυτός ο ήλιος ο λαμπρός
Εθρόνιασεν εντός μου
Σα να περίμενε αυτή
Την πράξη μου για να ’ρθει.
Κι ειν' άσωστο το φως αυτό
Και νύχτα δεν γνωρίζει.
-Λένε πως η αρρώστια αυτή
θανατερό έχει τέλος.
-Όποιος γνωρίσει τέτοιο φως
θάνατο δεν φοβάται.
Κι εγώ το γνώρισα αδερφέ
Και θάνατο δεν έχω.
-Κι αφού δεν είναι ηλιοφώς
Πώς λεν το νιό το φως σου;
- Αδέρφι μου Ελευτεριά -
Ελευτεριά το λένε.