ΑΤΕΛΕΙΩΤΟ
Ενοίκους φριχτούς το σπίτι μου έχει
κι η στέγη του αίματα τρέχει
και όταν οι νύχτες τα όνειρα φέρνουν
μαζί τους με φέρνουν-μαζί τους με παίρνουν.
Φαντάσματα χθόνια και σκότιες υπάρξεις
δολόπλοκες κάνουν τα βράδια συνάξεις
μ’ αγγίζουν, με πιάνουν, με ζώνουν, με πνίγουν
και μόνο στης μέρας τα φώτα θα φύγουν.
Στα χέρια τους εύθραυστο άθυρμα μοιάζω
μα πια όπως πριν δεν τρομάζω-
συνήθεια μου έγινε πλέον ο τρόμος
που λες πως για μένα είναι νόμος.
Σ’ ανήλιαγα βάθη τυφλά τ’ ακλουθάω
βασίλεια του ζόφου, του τρόμου στοιχειά
……………………………………………………….