ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗ
Άναψε ένα κερί. Καθόλου
στα λόγια του Έρωτα δεν πίστεψε,
ότι δεν έπρεπε να τον ιδεί
γιατί αλλιώς θα χάνονταν εκείνος.
Κι αυτή, στη φλόγα ενός κεριού τον είδε.
Δεν ήταν τέρας όπως εφοβόνταν-ένας νέος,
Ένας όμορφος σαν ήλιος νέος ήταν..
Όμως ετρέμισε από φόβον η καρδιά της
γι αυτή της την παρακοή
και σε μια κίνησιν φυγής της
κεριού καυτή σταγόνα τον εξύπνησε.
Την είδε να τον βλέπει.
Κι ήρεμα, σοβαρός: «Φεύγω», της είπε,
«με απιστία ο Έρωτας δεν ζει».
Και πήγε.
Κι αυτή τους κάμπους και τα όρη επήρε
και άπελπα έκτοτε κι ανεύρετα τόνε ζητά.