Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2024

               ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΡΙΕΣ
               ΤΟΥ ΘΕΟΚΡΙΤΟΥ
    (ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΜΕΤΆΦΡΑΣΉ)

Δάφνες και φίλτρα Θεστυλί, πού είναι; Φέρε μου τα.
Πάρε το πρόβιο το μαλλί το ραφιναρισμένο
Και το ποτήρι σκέπασε για να τον μαγιοδέσω
Αυτόν που εγώ τον αγαπώ κι εκείνος με παιδεύει.
Που ο άθλιος τώρα δώδεκα είναι χαμένος μέρες
Κι αν ζω ή αν επέθανα δε ρώτησε να μάθει.
Την πόρτα ο αχάριστος δε χτύπησε-και βέβαια
Αλλού τον αλαφρόμυαλο τον έχουνε τραβήξει
Η Αφροδίτη κι ο Έρωτας. Αύριο στην παλαίστρα
Του Τιμαγέτου να τον δω θα πάω, να τον ψάλλω
Για όσα μούκανε. Αλλά, τώρα θα τόνε δέσω
Με τούτα δω τ' αρώματα. Φώτα καλά Σελήνη
Γιατί θα πω ένα σιγανό τραγούδι και σε σένα
Και στην Εκάβη που στης γης τα μαύρα βάθη μένει
και που την τρέμουν τα σκυλιά όταν από τα μέρη
Των πεθαμένων έρχεται περνώντας μαύρο αίμα.
Εκάβη, χαίρε τρομερή! Και ώσπου να τελειώσω
Στα μάγια μου βοήθα με και κάνε από τα μάγια
Της Περιμήδης της ξανθής, της Κίρκης και της Μήδειας
Να μη γινούν χειρότερα παρά με κείνων ίδια.

Στο σπίτι μου τον άντρα αυτόν Ίυγγα φέρε μου τον.

Πρώτα τ' αλεύρι στη φωτιά να πέσει πρέπει. Έλα,
πασπάλιζε το Θεστυλί… Άθλια-πού τρέχει ο νους σου;
Άραγε με τη λύπη μου μη χαίρεσαι βρωμιάρα;
Σκόρπα το και "τα κόκαλα" να λες "σκορπώ του Δέλφι"

Στο σπίτι μου τον άντρα! αυτόν Ίυγγα φέρε μου τον.

Ο Δέλφις μ' έκαψε κι εγώ δάφνη στον Δέλφι καίω.
Κι όπως φουντώνει ξαφνικά αυτή τριζοβολώντας
Και καίγεται αναλάμποντας και στάχτη δεν αφήνει
Και το κορμί του να χαθεί εκείνου μες στη φλόγα.

Στο σπίτι μου τον άντρα αυτόν Ίυγγα φέρε μου τον.

Κι ως με βοηθό μου τη Θεά του' το κερί εγώ λιώνω,
Έτσι να λιώσει από έρωτα τώρα ο Μύνδιος Δέλφις.  
Κι ως η Αφροδίτη τον χαλκό αυτόν γυρίζει δίσκο
Έτσι κι αυτός στην πόρτα μου απόξω να γυρνάει.

Στο σπίτι μου τον άντρα αυτόν Ίυγγα φέρε μου τον.

Τώρα θα κάψω Άρτεμη τα πίτουρα σε σένα
Που και τα σίδερα μπορείς του Αδη να κουνήσεις
Και ό,τι άλλο, όσο κι αν αυτό είναι στεριωμένο.
Για μας στην πόλη Θεστυλί ουρλιάζουνε οι σκύλοι.
Θα ’ναι η θεά στα τρίστρατα. Χτύπα το δίσκο… Βιάσου!..  

Στο σπίτι μου τον άντρα αυτόν Ίυγγα φέρε μου τον.

Να! Ησυχάζει η θάλασσα, 'συχάζουν κι οι ανέμοι.
Μονάχα ο μες στα στήθια μου πόνος δεν ησυχάζει
παρά για κείνον καίγομαι ολόκληρη-για κείνον
που αντίς νάμαι γυναίκα του μ' έχει ξεπαρθενέψει
και πομπεμένη μ' άφησε τη δυστυχή εμένα.

Στο σπίτι μου τον άντρα αυτόν Ίυγγα φέρε μου τον.

Φορές τρεις στάζω Δέσποινα και τρεις φορές φωνάζω:
"Είτε γυναίκα δίπλα του κοιμάται είτε άντρας
Τόσο απ' αυτόν να ξεχαστεί όσο ο Θησέας στη Δία
Λεν την ομορφοπλέξουδη πως ξέχασε Αριάδνη."

Στο σπίτι μου τον άντρα αυτόν Ιυγγα φέρε μου τον.  

 Υπάρχει αλογοβότανο ένα στην Αρκαδία
Που αν φαγωθεί από γρήγορες φοράδες ή πουλάρια,
παίρνουνε, όλα, τα βουνά. Έτσι να δω τον Δέλφι
Παρόμοια να πετάγεται απ' τη λαμπρή παλαίστρα
Και σαν τρελός μέσα σ' αυτό να μούρχεται το σπίτι.

Στο σπίτι μου τον άντρα αυτόν Ίυγγα φέρε μου τον.

Αυτή την άκρη που απ' του Δέλφι έπεσε τη χλαίνη,
Ξεφτώντας την  στην άγρια φωτιά τη ρίχνω τώρα.
Αλίμονο! Γιατί Έρωτα σαν τη λιμνίσια βδέλλα
Έχεις κολλήσει πάνω μου και πίνεις μου το αίμα;

Στο σπίτι μου τον άντρα αυτόν Ίυγγα φέρε μου τον.

Ένα πιοτό της συφοράς αύριο θα σου φέρω
Μια σαύρα κοπανίζοντας. Τώρα ετούτα πάρε
Συ Θεστυλί, τα βότανα, και πήγαινε με τρόπο
Κι άλειφε το κατώφλι του όσο ειν' ακόμα νύχτα
Και φτύνοντας "τα κόκκαλα" να λες, "του Δέλφι αλείφω".

Στο σπίτι μου τον άντρα αυτόν Ιυγγα φέρε μου τον.

Τώρα που μόνη έμεινα πούθε να πρωταρχίσω
Να κλαίω την αγάπη μου; Πώς το κακό που μ' ήβρε
Τούτο να πω; Η Αναξώ, του Εύβουλου η κόρη
κανιστροφόρα έφτασε στης Αρτεμης το δάσος.
Πίσω και πλάι της πολλά πηγαίνανε θηρία
Κι ανάμεσα τους μάλιστα ήταν μια λιονταρίνα.

Πες από πούθε ο ερωτάς μούρθε κυρα Σελήνη.

Και τότε μια θρακιώτισσα, τροφός του Θεοχαρίδα,
Γειτόνισσα μου-δε ζει πια- μ' εθερμοπαρακάλει
Μαζί να δούμε την πομπή. Κι η δύστυχη επήγα
Τον βυσσινί ωραίο μου φορώντας τον χιτώνα
Και τυλιγμένη στο μακρύ παλτό της Κλεαρίστας.

Πες από πούθε ο έρωτας μούρθε κυρα-Σελήνη.

Στου δρόμου μας θα ήμουνα τη μέση όταν είδα
Εκεί, κοντά στου Λύκωνα, τον Δέλφι να βαδίζει
Μαζί με τον Ευδάμιππο. Απ' της γαζίας τ' άνθη
Είχανε γένια πιο ξανθά και λάμπαν τους τα στήθια
πιότερο κι από σένανε, Σελήνη , έτσι όπως είχαν
Μόλις αφήσει τους καλούς αγώνες της παλαίστρας.

Πες από πούθε ο έρωτας μούρθε κυρα-Σελήνη.

Τον είδα και τρελάθηκα. Κι αμέσως η καρδιά μου
Της δόλιας, επληγώθηκε. Χάθηκε η ομορφιά μου
Και δε σκεφτόμουν πια πομπή. Πώς βρέθηκα στο σπίτι
 Ούτε που το κατάλαβα. Και μ' έπιασε μια θέρμη
Που ήρθε και με ρήμαξε. Κι έπεσα στο κρεβάτι
Και δέκα μέρες έμεινα εκεί και δέκα νύχτες.  

Πες από πούθε ο έρωτας μούρθε κυρα-Σελήνη.

Εκιτρινοφυλλιάστηκα και πέσαν τα μαλλιά μου.
Ήμουν πετσί και κόκαλο. Και τι δεν είχα κάνει…
Και ποια γριά δε ρώτησα που ξέρει να ξορκίζει…
Τίποτα: δε μ' αλάφραινε. Μόνο περνούσε ο χρόνος.

Πες από πούθε ο έρωτας μούρθε κυρα-Σελήνη.

Ώσπου τη δούλα φώναξα και της τα είπα όλα.
"Βρες μου" της λέω "βρε Θεστυλί κάποια γιατρειά σε τούτη
Την τρομερή αρρώστια μου. Μ' έχει σκλαβώσει ο Μύνδιος.
Στου Τιμαγήτου πήγαινε και φύλα την παλαίστρα-
Του αρέσει εκεί να κάθεται, κι έτσι συχνοπηγαίνει".

Πες από πούθε ο έρωτας μούρθε κυρα-Σελήνη.

"Κι όταν τον δεις μονάχον του, τότε με τρόπο γνεψ' του
Και πες του ότι τον ζητά η Σιμαίθα-κι εδώ φέρτον".
Όταν της τόπα πήγε αυτή και το λαμπρόν το Δέλφι
Τον έφερε στο σπίτι μου. Κι ως ένιωσα πως ήρθε,
Κι ακόμη πριν το πόδι του την πόρτα να περάσει…

Πες από πούθε ο έρωτας μούρθε κυρα-Σελήνη.

...Από το χιόνι έγινα πιο κρύα κι ο ιδρώτας
Μούσταζε από το μέτωπο σαν νοτινή δροσούλα.
Και η μιλιά μου κόπηκε και δεν μπορούσα ούτε
Φωνή να βγάλω όπως αυτή που βγάζουν τα μωράκια,
Σα μες στον ύπνο τους καλούν την π' αγαπούν μητέρα.
Και νέκρωσα σαν νάμουνα κερένια μία κούκλα.

Πες από πούθε ο έρωτας μούρθε κυρα-Σελήνη.

Κι όταν με είδε ο άπονος, χαμήλωσε τα μάτια
Κι έκατσε στο κρεβάτι μου κι αυτά τα λόγια μούπε:
"Σιμαίθα αλήθεια. Όπως εγώ τον όμορφο Φιλίνο
Στο τρέξιμο ξεπέρασα τις άλλες, και συ εμένα
Το ίδιονε ξεπέρασες καλώντας με κοντά σου…"

Πες από πούθε ο έρωτας μούρθε κυρα-Σελήνη.

"...Γιατί θαρχόμουνα εγώ. Στ' ορκίζομαι-θαρχόμουν
Μα το γλυκόν τον Ερωτα, στο σπίτι σου απόψε,
Κι ας είχες αγαπητικόν άλλονε. Και θα είχα
Τα μήλα μες στον κόρφο μου του Διόνυσου κρυμμένα
Και στο κεφάλι μου στεφάνι θάχα απ’ το κλωνάρι
Το ιερό του Ηρακλή, κομμένο από λεύκα
Και στολισμένο ολόγυρα με κόκκινες κορδέλες".

Πες από πούθε ο έρωτας μούρθε κυρα-Σελήνη.

Κι αν με δεχόσουνα καλά όπως με 'δέχτης τώρα
(Όλοι το λένε όμορφος και λυγερός πως είμαι
Στα παλληκάρια ανάμεσα), θα ησύχαζα, έστω ακόμα
Και αν μονάχα το όμορφο το στόμα σου φιλούσα.
Αν όμως συ θα μ’ έδιωχνες και μου ’κλεινες την πόρτα
Τότε τσεκούρια και δαυλοί θα μ’ έφερναν σε σένα. "

Πες από πούθε ο έρωτας μούρθε κυρα-Σελήνη.

"Και πρώτα-πρώτα χάρη εγώ στην Κύπριδα χρωστάω
Κι ύστερ' από την Κύπριδα σε σένανε καλή μου
Που μ’  έβγαλες απ’ τη φωτιά μισοκαμμένον έτσι
Καλώντας με στο σπίτι σου. Πολλές φορές ο Έρως
Είναι φωτιά πιο δυνατή και απ' αυτήν ακόμα
Του Αιπαραίου του Ήφαιστου-και πιο πολύ φλογίζει."

Πες από πούθε ο έρωτας μούρθε κυρα-Σελήνη.

"Και την παρθένα σαν τρελή την κάνει από το σπίτι
Να φεύγει, και τη νιόπαντρη  να παρατάει το στρώμα
που απ' το κορμί του άντρα της ζεστό είναι ακόμα".
Έτσι μου είπε αυτός. Κι εγώ, τον πήρα από το χέρι
Κι έπεσα, η ευκολόπιστη ,μαζί του στο κρεβάτι.
Και γρήγορα τα σώματα τα δυο αγκαλιάστηκαν
Και μια απαλή τα τύλιξε ζέστα. Τα πρόσωπα μας
Απ' όσο ήτανε πιο πριν, πιο τώρα είχαν ανάψει
Και οι γλυκείς ν’ ακούγονται οι ψίθυροι αρχίσαν.
Και για να μην πολυλογώ Σελήνη αγαπημένη
Καήκαμε κι οι δύο μας στον πόθο τον μεγάλο.
Κι ίσα με χτες δεν είχε αυτός παράπονο από μένα
Ούτε κι εγώ είχα απ' αυτόν. Μα σήμερα, στο σπίτι,
Ήρθε της αυλητρίδας μου η μάννα, της Μελίστας
-Που έχει και τη Μελιξώ- την ώρα που κινώντας
Από τη θάλασσα, ψηλά, στον ουρανό ανεβαίνουν,
Τ' άλογα, τη ροδοθρεφτη φέρνοντας την αυγούλα,
Και μέσα σ' άλλα μούπε πως ο Δέλφις ξελογιάστη
Και πως δεν είναι σίγουρη-με άντρα ή γυναίκα,
Μα ξέρει πως πολλές φορές γέμιζε το ποτήρι
Κι έπινε στης αγάπης του τ' όνομα, κρασί σκέτο.
Και ότι τέλος έφυγε λέγοντας πως θα πάει
Στην πόρτα της αγάπης του στεφάνι να κρεμάσει.
Αυτά μου τα ’πε η ίδια αυτή, και πρέπει να ’ναι αλήθεια.
Γιατί και τρεις και τέσσερες φορές άλλοτε ερχόταν
Κι ακούμπαγε πολλές φορές το δωρικό σταμνί του
Στο σπίτι μου. Και τώρα τί; Δώδεκα μέρες πάνε
Που δεν τον είδα. Σίγουρα κάποια καινούργια γλύκα
Θα έχει βρει γι αυτό και με μ' έχει αποξεχάσει.
Μα τώρα θα τον δέσουνε τα μάγια. Κι αν και πάλι
Θα με πικράνει έτσι δα, ε, τότε, μα τις Μοίρες,
Του Άδη την εξώπορτα θα πάει να χτυπήσει-
Τέτοια μες στο σακούλι μου-το λέω-φαρμάκια κρύβω
που ένας ξένος Δέσποινα μου τάμαθε, Ασσύριος.
Οδήγα τ’ άτια σου εσύ χαρούμενη, κυρά μου
Απάνω απ’ τον Ωκεανό και όπως μέχρι τώρα
Την πίκρα εγώ τη βάσταγα, πάλι θα τη βαστάξω.
Χαίρε Σελήνη λαμπερή, και τ’ άλλα σεις αστέρια.
Χαίρετε σύντροφε ήσυχοι του άρματος της Νύχτας.»