ΓΕΝΕΣΕΙΣ
Η Δείλια των Συμπάντων
και ο Ανεύθυνος των Ουρανών
βρεθήκανε πάνω στη γης μια μέρα.
Εκείνη τρέμοντας σε κάθε αγεροφύσημα
κι Εκείνος έχοντας ξεχάσει και γιατί ήρθε.
“Έτσι ως τρέμουνε μ’ αρέσουνε τα στήθια σου” της είπε.
«Φοβάμαι», είπε αυτή,
“ως και τις μύγες που πετάνε.
Πάρε με στην αγκάλη σου και ’σύχασέ με”
“Έτσι όπως σ’ έχω εδώ κλεισμένη
κι έτσι που τίποτα να κάνουμε δεν έχουμε άλλο
τι θα ’λεγες ν’ αφήσουμε παιδί ένα ’δώ;”
“Αν έτσι θέλεις ναι. Μα φύλαγέ με
από τις σκιές κι από της χλόης το πράσινο”
Και τηνε σφιχταγκάλιασε αυτός
πόθο γεμάτος, τέτοιον,
που οι φοβισμένες μόνο οι γυναίκες
στον άντρα τον εγωιστή γεννούν.
Και μήνες ύστερα εννιά
γεννήθηκε το έθνος των ελλήνων.