Πέμπτη 24 Αυγούστου 2023

ΚΑΠΟΤΕ

To χέρι που έτσι άγνωστους μας έχει εδώ πετάξει
ποια υπηρετούσε δύναμη-σε ποιαν υπάκουε τάξη;
Κι είχε σκοπόν κανένανε ή έτσι τάχα ασκόπως
να ’ναι για μας πικρή γωνιά όρισε κάθε τόπος;

Ξένοι στη γη επάνω αυτήν, ξένοι στο σύμπαν όλο
στης ύπαρξής μας ξένοι εμείς το ψέμα και το
δόλο
ξένοι ως και για το θάνατο που όλο μας πεθαίνει
ξένοι στον ήλιο και στο φως-στην ίδια ουσία μας ξένοι.

Δικοί σε ποιου άρα σύμπαντος το μέτρο και την κλήρα;
Γνώριμοι εμείς σε ποια βουλή; σε ποιαν οικείοι
μοίρα;
Πουλιών ποιανών τάχα φτερά φτερά θα 'ναι δικά
μας;
Ποιου νου αλαφροπέταγμα; Χαρά ποια-ποια χαρά μας;

Αν κάτι υπάρχει πιο βαθύ από του νου τα βύθη-
αν κάτι υπάρχει πιο πικρό απ' του έρημου τα στήθη
στην παντοδυναμία του τάχα θα ευδοκήσει
σε κόσμο κάποιον φιλικόν κάποτε να μας ζήσει;




ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟ ΘΕΙΟ ΓΙΩΡΓΟ

Σήμερα ήμουνα στο σπίτι της Κούτελης. Ψάχνοντας, βρήκα στο συρτάρι του μεταλλικού γραφείου το γράμμα σου. Ημερομηνία 13-10-34.

«Ο Πότης εξακολουθεί να μας είναι έτσι αμελής…»

Αυτό μου έμεινε θείε Γιώργο από το γράμμα σου που ξεχασμένο βρήκα.
Κι απ’ όλα κείνο το γερό και ανθρώπινο και ευγενικό σου «μας»
που όλα και λέει και εξηγεί.

Πέθανες λίγο πριν εγώ να γεννηθώ.
Ήσουνα ποιητής.
Θα μπορούσε να ζούσες ακόμα.
Θάσουνα θείε ογδοντατριάχρονος.

Η οπτασία σου όμως είναι εδώ.
Και όλους μας δένει στην καλύπτρα του κεφαλιού της.
Και ανεμίζουμε καθώς αυτή ανέγνοια προχωρεί.  
Οι αδερφές σου ζουν ακόμα. Η μία
Κουβαλάει τα πάχη και τα παράλυτα πόδια της  πάνω σε αναπηρικό καροτσάκι.
Το εισιτήριό της για κει τόχει.
Μα όλο κάποιος ελεγκτής δεν της το επικυρώνει.

Ο αδερφός σου, ο αμελής ο Πότης, τώρα εκεί, πολύ τακτικός θα είναι.
Αλλιώς δε θάχε τι να κάνει εκεί πέρα.  
Αμελής. Με μια λέξη θείε τον προσδιόρισες.
Αμελής. Αν  και ζωηρός,  
Για τους άλλους αμελής βέβαια.

Μετά έρχονται δίνοντας αγκωνιές το ένα στο άλλο γυρεύοντας ένα χώρο στον αέρα
Τα ανήψια σου.
Ύστερα σπρώχνοντας και κείνα τον αέρα, ανέμελα και περήφανα
Τα εγγόνια σου και τα δισέγγονά σου.
 (Αλήθεια εκεί ο αέρας φτάνει για όλους θείε;)

Κι ανάμεσα σ’ όλους εγώ.
Που τόνομά σου μου δωσαν γιατί γεννήθηκα ευθύς μετά τον θάνατό σου.
Και που κι εγώ είμαι ποιητής όπως εσύ.
Παίζει η κληρονομκότητα πολλά παιχνίδια.
Αχ πόσα θα είχα να κερδίσω αν δεν μας έφευγες νωρίς αγαπημένε θείε!..

Η μητέρα μου θυμόταν απέξω ένα σου ποίημα. Εκείνο για τον βασιλιά.
Με δέος τάκουγα κάθε φορά
Και θαύμαζα το στίχο, το ρυθμό, το μέτρο και τη μουσική του.

Δόξα δεν είχες σαν ποιητής. Δεν πρόλαβες.
Πρόλαβες όμως να μου δώσεις τη σκυτάλη.
Μα εγώ ισχνός-το βλέπεις απ’ αυτό το γράμμα μου.
Εγώ σε ποιόν θα δώσω τη σκυτάλη τάχα;
Έχω κάμποσα ανήψια μας.
Θα δούμε.

Μιλάω σαν εγώ να καθορίζω ποιος θα με κληρονομήσει,
λες και δεν γίνονται όλα ερήμην μας
όπως τα ποιήματα
ερήμην γράφονται των ποιητών.

Τα σπίτια στη Σπάρτη ξέρεις τα πήρε όλα ο Πότης.
Ο πατέρας σου και παππούς μου ήθελε να μείνουνε στο όνομα Φίλιας.
Τέλος ρημάξανε όλα.
Και πρώτα οι Φιλαίοι.
Φιλοδοξίες των ζωντανών.

Α! Μοίρασμα που θα έκανες εσύ…
η  μοίρασμα που θα έκανα εγώ…
Αν είχαμε κάτι.
Ίσως όμως ακριβώς γιατί έτσι θα μοιράζαμε
γι αυτό και τίποτα δε μας εδόθηκε.

Σε φαντάζομαι θείε-εύκολο για μας να φανταζόμαστε-
Πάνω από το φυσερό
στο μαγαζί του παππού μου και πατέρα σου
να ιδρώνεις λιώνοντας κασσίτερο για κόλλημα
σκληρά δουλεύοντας για να βοηιάς τις αδερφές σου.
‘Ετσι έλιωνε και σένα η ζωή στη φλόγα της αρρώστιας σου.
Υπερκόπωση λέγανε τότε οι γιατροί.
Φυματίωση, λέμε σήμερα εμείς οι γιατροί.

Έπρεπε να ζήσουμε θείε.
Και η τύχη η κακή με βοήθησε σ’ αυτό.
Σε μακαρίζω θείε.
Αν ζούσες θα με καταλάβαινες.
Τίποτα από ότι επιθυμεί κανένας δεν απολαβαίνει.
 
Τώρα είμαι στο χωριό από όπου και σου γράφω.
Μονος αν κι έχω τόσους συγγενείς.
Μόνος αν κι έχω γνωστούς τόσους.
Μόνος, με τη γη μας να γυρνάει κιουβαλώντας πάνω της εφτά δισεκατομμύρια ανθρώπους.

Για έναν ποιητή βεβαίως η μοναξιά-τι να στα λέω εσύ τα ξέρεις-
Δεν είναι το θέμα μας.
Είναι που όλα
Ως κι η μοναξιά
Είναι κενά και ψεύτικα.  
Είναι όνειρα μιας φαντασιάς ανύπαρκτης.
Είναι που τώρα που σου γράφω κανένα χέρι κανενός δεν γράφει
Κανένας νους δεν σκέφτεται.
Τίποτα.
Ούτε χαρτί ούτε μολύβι

Τίποτα μπροστά μου δεν υπάρχει, και, θείε, ούτε εγώ δεν είμαι ζωντανός ή πεθαμένος.
Το μόνο που νιώθω να υπάρχει μοναδικό κι αχάλαστο κι ακέριο  
Είναι η ταύτισή μας θείε Γιώργο.
Είναι που είμαστε κι οι δυο νεκροί ή αν προτιμάς-απ΄η σκοπιά σου έτσι αν το θέλεις-
Είναι που είμαστε κι οι δύο ζωντανοί

Κα τώρα να! σου γράφω απ΄το χωριό.

Είναι η φύση τόσο ωραία εδώ.
Μα πρέπει να την ξέρεις.
Ήσουνα στο γάμο του γαμπρού σου και πατέρα μου.
Γάμος όπου του πετέρα μου ο αδερφός,
στο μεθύσι τύφλα,
φώναζε σε κάθε τσούγκρισμα: Και του χρόνου!

Όλα είναι ίδια όπως τότε. Τα βουνά πέρα, οι λόφοι δίπλα μου.
Τα δέντρα μόνο λίγο πιο μεγαλωμένα.
Οι τριανταφυλλιές, το ηλιοβασίλεμα,
τοο μοναχικό δέντρο στην κορφή του απέναντι λόφου (γκορτσά είναι, αν δεν τόξερες).
 
Οι άνθρωποι αλήθεια αλλάξανε.
Γίναν ακόμα πιο ατομιστές.
Και πέρασαν πολλά.

Μα ποιος υπολογίζει τους ανθρώπους;

Και το χωριό δεν είναι εκεί που ήτανε.
Ήρθε καμιά διακοσαριά μέτρα πιο κάτω
Για νάναι οι χωρικοί κοντά στον Κουβελο-στα χωράφια τους.

Παθιάζομαι να σκέφτομαι πως είδες τα ίδια πράγματα
που κι εγώ τώρα βλέπω.
Νομίζω πως γι αυτό και ταγαπώ-που τάδε η ματιά σου.

Αχ και πόσα δεν θα είχαμε να πούμε οι δυο μας θειε μου!
Πόσα που τώρα θάβονται μέσα μου,
τσαλαπατιούνται κι αλληλομισούνται
καθώς πασκίζουνε να βγουν στο φως,
να ζήσουνε κι αυτά.
Μα πώς τόσα που είναι να προλάβουνε όλα να βγούνε;
Και όλη η πάλη και όλη η ταραχή κι οι μάχες τους
με έχουνε ρημάξει.
Χώρια που έχω την αίστηση
πως φταίω εγώ που να τα λευτερώσω δεν επρόλαβα.  
Οι δυο μας όμως,ε; Θαύματα θα εκάναμε,
μαιευτήρας ο καθένας στα παιδιά του αλλουνού.

Είδες πώς χάνομαι μιλώντας σου;

Η μετακόμιση του χωριού λοιπόν,
έγινε επί δικτατορίας
Τι άλλο θα χαμε θα εμείς θα πεις παρά δικτατορία.
 
Ναι, όμως δε θα ξέρεις τα ονόματα των δικτατόρων.
Να τα σπουδαιότερα, εκείνων που κρατήσανε για χρόνια.
Καραμανλής, Παπανδρέπου Γιώργος, Παπαδόπουλος, Παπανδρέου Αντρέας, Σημίτης.

Και το ’40 είχαμε τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Για λίγο και θα τον προλάβαινες.
Άλλη μια πάλη ανάμεσα ληστών ποιος τα περσότερα θ’ αρπάξει.

Σήμερα ήμουνα στο σπίτι. Ψάχνοντας, βρήκα στο συρτάρι του μεταλλικού γραφείου το γράμμα σου. Ημερομηνία 13-10-34.

Κι έτσι όπως είμαι μόνος
Είπα να κάτσω να σου γράψω.






ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ

Είμαι εδώ. Στο χωριό. Περιτριγυρισμένος από λόφους
καλύβια, δέντρα, πουλιά.
Και λόφοι, καλύβια, δέντρα, πουλιά
δεν ξέρω τι είναι.
Τώρα με καταλαβαίνετε όταν σας λέω πως δεν φταίω σε τίποτα;

Οι χωρικοί μου φέρνουν αυγά και χόρτα.
Δεν ξέρω ούτε τι θα πει μου φέρνουν.
Τώρα καταλαβαίνετε ότι είμαι αθώος από όλα;

Σε μένα φέρνουν τα αυγά και τα χόρτα οι χωρικοί.
Κι εγώ τα δέχομαι και τα καταναλώνω.
Και τα δικά μου μάτια βλέπουν τα δέντρα
και τα δικά μου αυτιά ακούνε τα πουλιά.
Αυτό σημαίνει ότι ζω ακόμα.
Καταλαβαίνετε τώρα, καταλαβαίνετε,
γιατί για όλα είμαι υπεύθυνος εγώ;
 










ΟΙ ΜΥΓΕΣ

Νύχτωσε. Πάψαν να πετούν στο δωμάτιό μου οί μύγες'
κρυφτήκανε στα μυστικά μέρη που εκείνες ξέρουν΄
στα μέρη που τις οδηγεί της μοίρας τους ο
δρόμος.

Μα σαν το φως ανάψω, να! OL μύγες ξεγελιούνται
μέρα πως έφτασε θαρρούν και τριγυρίζουν πάλι
στου δωματίου μου το θολό και πνιγηρόν αέρα.

Έτσι κι εμάς μας ξεγελάει κάποιας ελπίδας λάμψη
και βγαίνουμε από τα κρυφά και ήσυχά μας μέρη
και κύκλους κάνουμε πολλούς που άσκοπα μας κουράζουν.

Και η πανάρχαια φωνή που νέοι δεν την ακούμε
τώρα τ' αυτιά μας τα τρυπά καθώς φωνάζει: "αυτό ναι-  
ξεγέλασμα ένα η ζωή καινούργιο κάθε τόσο..."
 



Στο κενό
Αγάπη χίμαιρα που υπάρξεις λοιδορείς
που οι φτωχές προσμένουνε από σένα λυτρωμό-
αγάπη χίμαιρα φριχτή, αλήθεια πώς μπορείς
και τέτοιο ένα φέρσιμο κρατείς σκληρό κι ωμό;

Ζωή που πλέκεις φαντασιές για τους θνητούς
πολλές
γιατί τη μεγαλύτερη, τόσο λαχταριστή,
και ποθητή την έκανες που όλοι τη θέλουν, λες
ότι μαζί της κι η χαρά σ' αυτούς θα χαριστεί;

Και πόνε συ, γιατί φορές γελιέσαι τάχα εμπρός
σε κάτι μέγα, που θαρρείς πως ειν' η αγάπη, ενώ
αυτό ειν' ενός κύματος ο ταπεινός αφρός
που σ’κώνει ένα φάντασμα ως πέφτει στο κενό;



ΑΠΟΛΙΘΏΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΖΩΙΚΟΎ ΑΙΏΝΑ
Μέρος της χίμαιρας της διήγησης της ιστορίας της ζωής ενός πλανήτη, είναι η παρουσίαση αποδεικτικών της αλήθειας του στοιχείων.


Α'
ΑΠΟΛΙΘΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΖΩΙΚΟΥ ΑΙΩΝΑ

1.
Με τέτοια μπόρα, μ' αστραπές και με βροντές
ίσως δε βγαίνεις και λατρεύεις άλλα είδωλα.
Κι ίσως χαθούμε γιατί οι μέρες βροχερές.
Μα πες στη φίλη –δεν σου γράφω γι’ άλλο τίποτα-
που 'χες μαζί σου, πως οι κνήμες της κοντές
και, η καημένη, θα γεννήσει δύσκολα.



2.
Μέρα ηλιόλουστη, μέρα ηλιόχαρη, μέρα ωραία.
Κι είσαι κοντά μου-και είσαι όμορφη-και είσαι
νέα:
εγώ στο είκοσι, μικρό δωμάτιο αλλά με θέα,
κι εσύ μοιράζοντας με τη μαμά σου το δεκαεννέα.




3.
Αυτά τα «ω! μακριά σου οι ώρες δεν περνάνε!»
αυτά τα «ω! δεν ξέρεις πόσο μου 'λειψες!»
αυτοί οι αβροί περίπατοι σε αλέες ανθισμένες, αυτοί οι γονυκλινείς ερωτικοί μονόλογοι,
πώς σβήνουν κι αφανίζονται-πώς λιώνουν
στο πρώτο χτύπημα της φτώχειας στην εξώπορτα…

Αυτά τα «σ' αγαπώ»
αυτές οι ανταλλαγές ανθέων και δώρων
πώς μια αρρώστια τα διαλύει-
πώς μία πτώχευση τα καταλεί...
αυτά τα ψέματα πώς σταματάνε τότε
κι οι άνθρωποι αυτοί
πηγαίνουνε καθένας στη δουλειά του...



4.
Ποιος είναι ο πρώτος; Ποιος μπορεί να πει
ποιος είναι ο πρώτος που έφτιαξε
τα θαυμαστά μεγάλα έργα;..
Ποιος είναι ο πρώτος  που επέταξε;
Που φώτισε με το ήλεκτρο τα πλήθη,
που εζωγράφισε, που έχτισε, που είπε
πρώτος στην ιστορία της γης;

Ω! Αν τιμούμε ήρωες, σοφούς και πρωτοπόρους,
τιμούμε την ατίμητη μικρότητα μας μόνο
και τη ματαιοδοξία μας τιμούμε.
Γιατί κανείς δεν είναι πρώτος-όλα αυτά
έχουνε γίνει κι έχουν ξαναγίνει
σ' άλλους καιρούς,
προτού οι άνθρωποι πλάσουν το χρόνο,
σ' άλλους τόπους, σ' άλλες σφαίρες,
και τούτο εδώ το ποίημα
έχει γραφτεί ποιος ξέρει πόσες πριν φορές
πριν τυπωθεί σε τούτο το χαρτί...



 5.
Στους χρόνους της ειρήνης
οι κρότοι ήταν του κάρου
που έρχονταν πολύχρωμο πάνω στο καλντερίμι
με τραγουδώντας τους αρμούς του.
Στα χρόνια της ειρήνης οι καπνοί
ήταν απ' τις φωτιές του Αη-Γιαννιού
στ' αλώνια.
Στα χρόνια της ειρήνης το αίμα
μας το θυμίζανε οι κόκκινες σημαίες.
Στα χρόνια της ειρήνης
οι πληγές ήταν αγάπης μόνο.
Μα ήταν οι πληγές βαθιές
και τόσο επονούσαν και δαγκώναν
που λέω καλώς τόνε τον πόλεμο
που καιρό για τέτοια δεν αφήνει.


6.
Η καρδιά μου έσκυψε
και σήκωσε το μαντήλι σου.




7.
Ω! Φωτεινή γραμμή που μες στο σκότιο δώμα
το ίχνος σου αφήνεις
σαν μία νότα απ' τη μεγάλη συναυλία
σαν μια πετρούλα απ’ την απέραντη οροσειρά,
σαν ένα φύλλο απ' το ατέλειωτο το δάσος!
Ω! Φωτεινή γραμμή!
Δε θέλω εγώ
δάσος κι οροσειρά και συναυλία
Αρκείς εσύ γραμμούλα φωτεινή
που μες στο σκότιο δώμα μου το ίχνος σου αφήνεις-
αρκείς εσύ γραμμούλα φωτεινή
για να φλογίσεις τη μικρή ζωή μου.


8.
Ύπνε γλυκέ βασιλιά
στα παλάτια σου τ' άφωτα πάρε με πάλι απόψε.
Στα παλάτια σου τα χιλιοφωτισμένα
οδήγησε με πάλι απόψε.
Και φέρε στο θέατρο σου
τα πιο μαγευτικά σου σκηνικά,
τους πιο αστείους κλόουν και θεατρίνους σου
και τ' ομορφότερο κορίτσι του θιάσου.
Η μέρα ήτανε σκληρή. Μόνον εσύ
τη μνήμη της μπορείς να απαλύνεις.






9.
Ο γεωργός στη δεντρόφυτη κοιλάδα
στέκεται και λογαριάζει:
αν τούτη την κοιλάδα είχα σπαρμένη
χίλια κιλά σιτάρι
και κάθε του κιλό μου ‘δινε άλλα χίλια
θ' αγόραζα μ' αυτά τα δυο της χείλια.


10.
Ένα σκότος ο κόσμος
η ζωή ένα μάτι
που γοργά ανοιγοκλείνει
και σφραγίζεται πάλι.




11.
Οι δύσκολοι καιροί δε θα 'ρθουν πάλι
αφού η αγάπη αρκείται στο φιλί
η ευεργεσία στην ευγνωμοσύνη
 κι ο άνθρωπος σ! ένα πιάτο φαγητό-
οι δύσκολοι καιροί δε θα 'ρθουν πάλι.





12.
Μέσα στου εργοστάσιου
τον μέγα βρώμιο χώρο
ένα πουλάκι αδύναμο
μπήκε και τρομαγμένο.

Οι άλλοι εθαρρέψανε
γι αυτούς πως ήταν δώρο.
Μα ήταν για με, Ήταν αυτό
που χρόνια περιμένω.

Το εκυνήγησα και να!
τα χέρια μου το κλειούνε.
Μα όσο κι αν παθιάζεται
η ψυχή, και αν το θέλει,

άτεχνα αυτά κι αμάθητα
ως είναι να κρατούνε,
φεύγει από μέσα τους και πα'
σα γλιστερό ένα χέλι.

Κι ολημερίς εμέτραγα
τ' αμέτρητα πουλάκια
που απ' τη ζωή μου πέρασαν,
τα πόθησε η ψυχή μου,

μα κείνα δε σταθήκανε-
ανοίξαν τα φτεράκια
και πέταξαν και χάθηκαν
για πάντα απ' τη ζωή μου.

Κι ολημερίς εμέτραγα
μες στο πικρό μου δώμα
πόσο πολύ επλήγωσαν
τη ζήση μου τη λίγη

όσοι σταυροί εμπήχτηκαν
μες στο απαλό της χώμα,
σταυροί που ο καθένας τους
πουλάκι που 'χει φύγει.

Ψυχή μου όλο χασίματα
συ έχεις κερδισμένα.
Ότι λαχτάρισες, ποτέ
δεν το 'κανες δικό σου.

Όσα βαθιά τ' αγάπησες
σου έχουν γίνει ξένα
κι ειν' έξω εκείνα που 'θελες
να έκλεινες εντός σου.


13.
Μες στους αγρίους και βαρβάρους όπου ζω,
μες στους κακούς που όλη μέρα τριγυρίζω
βρήκα έναν άνθρωπο σεμνό κι ευγενικό
που είναι τιμή μου και χαρά να τον γνωρίζω.

Όταν ερώτησα ποιο ειν' το μυστικό
κι είχε απ' όλους τους εκείνος ξεχωρίσει
μου 'παν ευθύς, πως, στο κεφάλι του ,μικρόν,
κάποιος τον είχε μ' ένα σίδερο χτυπήσει.

Λοιπόν στην πάντα οι θρησκείες οι χαζές
και της παιδείας τα συστήματα τα φρούδα.
Με μία μέθοδο εφεξής απ' τις πεζές
σπόρο ας σπείρουμε καλού στης γης τη φλούδα.

Καθείς επάνω του ας έχει ένα σφυρί
και μ' ένα αίσθημα αγαλλιάσεως αφάτου
στην κεφαλή με το σφυρί του ας βαρεί
όποιο παιδάκι τρυφερό βλέπει μπροστά του.




14.
Λεν "το γυμνό της το κορμί".
Μα το γυμνό εννοείται όταν λέμε "το κορμί".
Γιατί όταν το κορμί είναι ντυμένο
δεν είναι πια κορμί,
μα κάποιο φόρεμα
άλλοτε άλλου χρώματος, ποιότητος, μεγέθους.
Λοιπόν πως είναι το γυμνό της εννοείται
όταν μιλάμε για κορμί.
Αλλιώς θα έπρεπε να λέγαμε πι χι,
«την είδα επιτέλους χτες,
ήταν δυο εξώνυχα παπούτσια,
δυο κνήμες που υψώνονταν σαν κύκνεια φτερά
και τα λοιπά και τα λοιπά,
ένα φουστάνι άσπρο με κίτρινα κουμπιά,
και πάνω απ' το φουστάνι ένα πρόσωπο
με μάτια σαν...και τα λοιπά,
με χείλη που…και τα λοιπά,
κι ένα καπέλο».
Αυτό θα έπρεπε να ήταν όλο
και ας αφήναμε στην πάντα το κορμί.



15..

Μες στο δωμάτιο ήτανε πλήθη
οι επίδοξοι νυμφίοι.
Εσύ, σκορπώντας χάρη κι ευωδιά,
μπήκες σαν άυλη και κρυστάλλινη-
σαν οπτασία.
Τους προσπέρασες όλους χαμογέλια σκορπώντας
και στο πλάι μου ήρθες κι εστάθης.
Και μου πήρες το χέρι
και το ύψωσες έτσι
σαν ιαχή νικητήρια.

Όλοι βλέπαν.

Και κρυστάλλινη έτσι και άϋλη
κι έτσι σαν οπτασία
αγκαλιά μου σε σήκωσα.
Και το πλήθος εμέριασε να διαβούμε.
Κι έτσι σαν ιαχή νικητήρια
το μυστήριο του έρωτα σ' όλους μπρος φανερώθη.
Μόνο εγώ απορούσα
πώς τρισμέγιστος όντας
στις μικρές σου λεξούλες χωρούσα
που απαλά με εκύκλωναν
που απαλά με αναμέριζαν
που απαλά με δονούσαν.


16.
Στην ίδια θέση πάντα
και το σκοπό τον ίδιο
έπαιζε στο πιάνο κάθε μέρα.

Χρόνια έτσι.
Ώσπου χτες
αντί τα δάχτυλα του να χτυπούν τα πλήκτρα,
τα πλήκτρα είδα κι αρπάζανε τα δάχτυλα του,
πάνω τους τα κολλούσαν,
και μαζί τους
σε κάθε νότα τα τραβούσαν.






17.
Αυτές οι καμπάνες του βραδιού
μες στην ψυχή μου λες χτυπούν.
Αυτές οι γλυκές καμπάνες του βραδιού
στων ήχων τους τα ύψη με καλούνε.
Αυτές οι καμπάνες της γλυκιάς βραδιάς
με λιώνουν, με σκοτώνουνε, με σβηούνε.





18.
Μια μέρα ο άντρας της της είπε:
«Μιαν άλλη αγαπώ-χωρίζουμε!»

Αυτή ήταν η αρχή.
Μετά ήρθαν τα ξεσπάσματα χωρίς αιτία
-κυρίως στην κόρη της ξεσπούσε-,
το συναγέλασμα με άλλες χωρισμένες,
τα κλάματα τα σιγανά,
οι αδάκρυτοι οι πόνοι,
οι ώρες ανίας, πλήξης, μοναξιάς,
οι "θέραπιστς" με χάπια και υποσχέσεις,
οι συμβουλές και οι προτάσεις τέλος
από ευαίσθητους και πρόθυμους κυρίους
(κάποιος ζωγράφος πολύ την ενοχλούσε).
Και κάποια μέρα,
αφήνοντας στην πάντα τη ζωή της
εβρέθηκε γυμνή ανάμεσα σε χρώματα μουντά,
σε πίνακες ανάμεσα ημιτελείς
και σε σπασμένα κάδρα ανάμεσα.
Και τότε πια ησύχασε.
(Η κόρη δέχτηκε αμίλητα κι αυτή την εκδοχή).
Τώρα μπορούσε με ακρίβεια να προβλέψει
ποιο θα 'ταν το επόμενο το βήμα
και το επόμενο… και το επόμενο…

Το δύσκολο ήτανε ώσπου να πάρει την απόφαση.








19.
Οι διαλυμένοι γάμοι προμηθεύουν
ερείσματα σε αγάπες
και τροφή
σε όντα πεινασμένα
που τρέφονται με σάρκες ψοφιμιών.

Η μυρωδιά σαπίλας τα έλκει
μίλια μακριά
και πάνε κι επιπίπτουν με μανία
στο άψυχο το σώμα.

Και είναι άξιο απορίας πώς χορταίνουν
με σάρκες δίχως αίσθηση
μ' αίμα χωρίς ψυχή.

Μα ίσως η απορία περισσεύει.
Τι άλλο απ' αυτούς κανείς να περιμένει.
Ύαινες μονοσήμαντες.
Ερωτιδείς κενοί.







20.
Σκέψεις του Πλίνιου, πριν σηκωθεί απ' το κρεβάτι το πρωί

Λοιπόν ας δούμε πώς έχει το πράγμα.
Είμαι ο Πλίνιος.
Πού βρίσκομαι;
Σ ένα κρεβάτι δανεικό
σ' ένα δωμάτιο μέσα
απ' όπου διώχνομαι στο τέλος του μηνός
γιατί δεν έχω να πληρώσω.

Φίλοι, κανείς.
Άνθρωποι
που θέλουν να με βλάψουν
εννέα-πρόχειρα μετρημένοι.
Αδιάφοροι για μένα; Όλοι οι άλλοι.

Κάτι ευχάριστο με περιμένει σήμερα;
Όχι.
Υπάρχει κάποιος που να μ’ αγαπά;
Κανένας και καμιά (στο διπλανό διαμέρισμα
πάλι τ' αντρόγυνο καυγαδίζει).
Εμπρός λοιπόν!
Ας σηκωθώ.
Μία καινούργια μέρα αρχίζει.






21.
«Ποιος ειν’ αυτός που μ' αντικρίζει
μες απ' αυτόνε τον καθρέφτη;
Ποιος που η θλίψη του ορμίζει
μέσα στη νύχτα που αργοπέφτει;

Ποιος ειν’ αυτός που 'χει τα χέρια
σαν αποφόρια κρεμασμένα
και δυο σβησμένα που είν’ αστέρια
τα μάτια του τα κουρασμένα;

Ποιος ειν' αυτός μ' ένοχο βλέμμα
όπου τολμάει σαν τον κλέφτη
το μέγα του να στήνει ψέμα
σε με αντικρύ-σ' έναν καθρέφτη;»








22.
Απ' αυτό το τραπέζι λείπει η αγάπη.
Απ! αυτή τη ζωή λείπει η χαρά.
Απ' ό,τι κανείς έχει πάντα λείπει κάτι
όπως απ' το βάτραχο λείπουν τα φτερά.






23.
Η ζωή η λίγη ειν' ένας αγώνας
για να βρει καθείς κείνο το κρυφό
που όπως τ’ αβρό έαρ κρύβει ο χειμώνας
έτσι μες στη ζήση μας κρύβεται κι αυτό.

Μα ή το βρει κανείς κείνο το κρυμμένο
που πολύ ζητάει ,είτε δεν το βρει,
ειν' αδιάφορο 'τι γύρωθε ειν' κλεισμένο
όπως μες στη μέλισσα είναι το κεντρί.




24.
Πέφτει η βροχούλα απαλά
πέφτει η βροχούλα σιγανή
και για τα σκότη μας μιλά
και μας μιλάει για τη θανή.

Πέφτει η βροχούλα απαλή
πέφτει η βροχούλα σιγανά,
τη διψασμένη γη φιλεί
κι αυτή ζωή και φως γεννά.

25.
Για αγέρηδες σφοδρούς που πνέουν στις
έρημους,
για ήρεμα μελτέμια,
για σκληρούς βοριάδες κρύους και τσουχτερούς,
για αύρες που η θάλασσα ξερνά,
για λίβες κοφτερούς έχω ακούσει.
Μα εμέ σε τούτονε τον κάμπο,
τον άχρωμο,
ο μόνος που με φυσάει αέρας
είναι ο αέρας που μου στέλνει αυτό το τραίνο
πελώριο και γοργό καθώς περνά.
Εν' αγριόχορτο είμαι
χωρίς αξία καμιά.
Μα ενόμιζα πως όποιος άνεμος
τύχαινε να με δέρνει
δε θα ’ταν άνεμος συμμετρικός
μεταλλικός και ξένος
σαν τεχνητός.
Τώρα ένα χέρι σπλαχνικό ας με ξερριζώσει
αφού ο θάνατος αυτός ο προγραμματισμένος
που τέσσερες φορές τη μέρα μ' επισκέπτεται
αλλιώς δεν πρόκειται να σταματήσει-και το ξέρω.





26.
Θέλω να σβήσω το "εγώ" απ' το λεξιλόγιο μου.
Μα πώς αφού ό,τι βλέπω είναι τα μάτια μου,
αφού ό,τι ακούω είναι οι χτύποι της καρδιάς
πολλαπλασιασμένοι,
αφού ό,τι πιάνουνε τα χέρια μου
είν’ η προέκταση τους
κι ό,τι οσμίζομαι δεν είναι πάρα
το άγουρο το χρώμα των ερώτων μου;
Πώς αφού ό,τι γεύομαι δεν είναι
παρά των γευστικών θηλών μου οι πόθοι και οι σχεδιασμοί,
και ό,τι νιώθω
του εγκεφάλου μου είναι οι επιταγές
και τα κελεύσματα;
Πώς
εγώ
ν' απαλλαγώ απ' τον εαυτό μου;












Κι άλλα ποιήματα του παλαιοζωικού αιώνα



1.

Μια καλοκάμωτη έρχεται τα βράδια στα όνειρα
μου.
Χυμούς γεμάτη μια, μικρή, λαχταριστή μικρούλα.
Σεμνή και χαμηλόβλεπη στριμώχνεται κοντά μου
και στέκει εκεί ολάνθιστη, ευώδης και γλυκούλα.

Κα σ' όλα ένα βάλσαμο σκορπά και μια αθωότη.
Και μπρος μου βλέπω ιδεατά, πυρέσσοντα δυο στήθια
δύο χειλάκια δροσερά στη λάμψη τους την πρώτη
κι ένα κορμί λαγνόπλαστο δώρα γεμάτο πλήθια.

Και βλέπω μες στο βλέμμα της το πάθος να 'χει
απλώσει.
Και βλέπω μες στο βλέμμα της της ηδονής τ' αχνάρι.
Και βλέπω μες στο βλέμμα της τον πόθο για να δώσει.
Και βλέπω μες στο βλέμμα της τον πόθο για να πάρει.
Όλο το είναι της Φωτιά, Λαχτάρισμα και Ζήση.
Όλ’ η ύπαρξη της Πεθυμιά, και Δόσιμο και Μύρο,
Και ώσπου τ' όνειρο άλυπο κι ανάλγητο να
σβήσει
γεμάτος είμαι απ’ αυτό κι εγώ και όλα γύρω.
Κι ας με καλεί με όλα της εκτός απ' τη μιλιά της,
Κι εγώ τη σάρκα ορέγοντας τη ροδαλή ας λιώνω-
κάποιος αναίτιος δισταγμός με κάνει στης
δροσάτης
της μυγδαλίτσας τους γλυκούς καρπούς να μην
απλώνω.
Νομίζω του ονείρου μου ξέρω τη σημασία.
Λόγο δεν έχω άλλονε κανέναν να ρωτήσω.
Αυτή η ανείπωτα γλυκιά, ονειρώδης παρουσία,
ειν' Ζωή που με καλεί πάνω της ν’ ασελγήσω.






2.
Άνθρωποι ρίξτε μια ματιά
τριγύρω σας και δείτε
όσα ο θεός απλόχερα
σας δίνει, και σκεφτείτε.

Λιμοί, σεισμοί, καταστροφές,
πείνα, κατολισθήσεις,
 αρρώστιες, πόνοι αβάσταγοι...
Κι αν κάτι θα ζητήσεις

που δε χωρούσε να σταθεί
 μέσα στο γύρω χώρο
ο θεός μες στην ανθρώπινη
ψυχή το 'δωσε δώρο.

Φόβος και άγχος μας κρατεί
κι απελπισιά μας δέρνει.
Της νύχτας τα φαντάσματα
τρων ό, τι η μέρα φέρνει.

Κακία, ψέμα κι αδικιά,
 βία, συκοφαντία,
μίσος και περιφρόνηση,
απάτη, προδοσία,

και ολ’ αυτά κι άλλα πολλά
η θεϊκή η κρίση
στον λογικό τον άνθρωπο
έχει σοφά χαρίσει.

Έτσι λοιπόν πρέπει και σεις
στους άλλους τους ανθρώπους
με του θεού να φέρεστε
τους ταιριαστούς τους τρόπους.

Δώστε μαχαίρι και φωτιά
σ' όποιον θα δείτε μπρος σας
και μη φροντίζετε άλλονε
παρά τον εαυτό σας.

Πολέμους κάντε φονικούς
 και κάθε εχθρό αφανίστε
κι ύστερα το μαχαίρι σας
στο φίλο σας γυρίστε.

Κλέψτε του αδύνατου το βίος
και πάρτε του απ' το στόμα
ό, τι με δάκρυ έβγαλε
και κόπους απ' το χώμα.

Λεφτά αποκτήσετε πολλά
κι όσα μπορείτε πλούτη
κι ας έχετε για είκοσι
ζωές όπως ετούτη.

Άνθρωποι πράττοντας αυτά
κι η ορμή αν δε σας λείψει
ο θεός που σας τα δίδαξε
γενναία θα σας αμείψει.

Όπως οι λύκοι ορμούν στ’ αρνιά
και σεις γινείτε λύκοι
αν θέτε να 'στε άτρωτοι
από τη Θεία Δίκη.





3.  ΝΟΣΤΑΛΓΊΑ

Τα κρύα μας θυμώνουνε
μας τυραννούν τα χιόνια
οι νύχτες άγριες έρχονται
και λες κρατούν αιώνια.

Γλιστρήματα, σπασίματα
κι αρρώστιες χίλιες δύο
κάθε χειμώνα κάνουνε
το σπίτι φαρμακείο.

Χρήματα για τη θέρμανση
για ρούχα, για ομπρέλες
Α! Το χειμώνα χίλιες δυο
βυζαίνουν μας αβδέλλες.

Και όλοι ενώ πασκίζοντας
λίγο να ζεσταθούμε
το καλοκαίρι το καυτό
με λύσσα νοσταλγούμε,

όταν θα 'ρθει ανάποδον
αρχίζουμε αγώνα:
Αχού! Τι ζέστη φοβερή!
Ζητούμε το χειμώνα…





4.
Αυτό που η αίσθηση μόνο κρατεί
κι αδύνατο είναι τα λόγια να εκφράσουν
αυτό πρέπει ν 'ναι για ένα ποιητή
το ύψος που οι στίχοι του πρέπει να φτάσουν.
Κι ούτε είναι απαραίτητο Θριαμβική
υφή ή ουσία να έχει το ποίημα.
Μα ειν' απαραίτητη η μουσική-
κι αυτό είναι πάντα το δύσκολο βήμα.






5.

The rabble… “Laertes King!...”
Μπορεί ένας δίκαιος βασιλιάς τη ζωή του ν'
αναλώσει
στην ευτυχία των πιστών, ως τους θωρεί, υπηκόων'
μα τέλος,  όπως πάντοτε, τα φίδια θενά νιώσει
να σφίγγουνε το σώμα του, σαν άλλος Λαοκόων.
Ακόμα κι αν στη χώρα του όλοι θα ευτυχούνε
πάντα απ’ αυτόνε το λαό θα βγει ένας εθνεγέρτης
κι οι άδικοι αλαλαγμοί στ' αυτιά του θ’ αντηχούνε:
"Λαέρτης! Λαέρτης βασιλιάς! Για βασιλιάς Λαέρτης!..."







6.
Superviser Isabel

Σε βλέπω αντίκρυ και κινώ ν σ' ανταμώσω
μα ένας τοίχος αόρατος το δρόμο μου μου
φράζει.
Κι είναι ψηλός και δυνατός φτιαγμένος τόσο
που κάθε μου προσπάθεια πάνω του πάντα
σπάζει.
Και πιάνω εδώ πέτρες πολλές-μικρές συνήθειες
και πιάνω άσπρη άσβεστο-αυτές που 'χες
γνωρίσει-
και πιάνω πρόκες παρεκεί-αγωνίες βύθιες
τσιμέντο απροσπέλαστο-κάτι άγνωστα μου μίση.
Κι ένα κομμάτι πιο σκληρό κι από το ατσάλι-
οι προσδοκίες οι τρανές κι οι φαντασίες κι οι
πόθοι-
που όσες φορές κι αν ζήσουμε, πάλι και πάλι
καθείς με τρόπο απόλυτο ιδιαίτερα θα νιώθει.






7.
Άθροισμα σαρκών και οστέων είμαι
δίχως τίποτε πάνω τους να τραβάει το μάτι'
προεξοχές ανώμαλες που απωθούνε
εντυπώματα ανάρμοστα που ασχημαίνουν.

Ξένος προς ότι θυμίζει καλαισθησία
γέννημα και λεία ζοφερής ώρας
μέλη δυσανάλογα προς ό,τι αρέσει,
κορμί δυσανάλογο προς ό,τι ελπίζει.

Κόσμημα τέλειο ενός άλλου κόσμου
φλάμπουρο ανίκητο άλλης ιδέας,
ελπίδες και πάθη όπου δεν πρέπει,
ερείσματα όπου Θέση δεν έχουν.

Μόνη μου ελπίδα εδώ που στέκω,
Ξένες-βάρβαρες λέξεις εγώ ν’ αρθρώσω,
κάτοχος να γίνω της εντόπιας αξίας
και, σαν άλλος εγώ, να σ' αγοράσω.





8.
Χτες τέτοια ώρα ήσουν εδώ.
Τα μάτια σου κοιτάζαν
τα μάτια μου και τα ’καιγαν,
τα λιώναν και τα σφάζαν.

Καταλαβαίνεις βέβαια
πως χτες δεν εγινόταν
να σου μιλήσω. Ασφαλώς
αυτό θα το 'κανα όταν

σ! έβρισκα μόνη, ή  ,το πολύ,
με μια σου φιλενάδα.
Αλλ’ από χτες που έφυγες
πάλι δε σε ξανάδα.

Κι ίσως να μη σε ξαναδώ.
Άλλα μου έλεγε όμως
καθώς τ’ αυτί σου έψαυε
 ο αλάθητός σου ώμος.

Άλλο μου βροντοφώναζαν
καθώς ηχούσαν τέλεια
τη χλαλοή σκεπάζοντας
τα πρόστυχα σου γέλια.    

Άλλα μηνύματα εχτές
μου 'στελνε το κορμί σου
τ' ώριμο αυτό κι αδάγκωτο
μήλο του παραδείσου.

Μ' άλλες μου λέγανε φωνές
τ' αναίσχυντα σου πόδια
πως είναι η στράτα που φρουρούν
ελεύτερη από 'μπόδια.

Κι επιζητούσαν εύσαρκα,
με λιγωμένη αυθάδεια
όσα μες στ! άδεια χέρια μου
φτεροκοπούσαν χάδια.

Κι όλη ακκιζόσουν, σειόσουνα,
τανυόσουνα, ελυγούσες,
λες σ’ αόρατης χαράς
τα δίχτυα σπαρταρούσες.

,.,Σήμερα επερίμενα
να ξαναδώ στη θέση
που τώρα στέκεται κενή
το σώμα που μ' αρέσει.

Μα δεν το βλέπω΄ και βαριά
με κυβερνάει μια ζάλη:
όπως εχτές μου το 'ταζες
κρίμα-δεν ήρθες πάλι.

Δεν ήρθες-λίγο η χαρά
θα λυπηθεί η καμένη'
δεν ήρθες-λίγο η λύπη μου
θα 'ναι πιο λυπημένη.



9.
(The superintendent: each theater excellancy, is built for one play and one play only.)

Κάθε δεντρί για ένα ειν' άνθος.
Κάθε κορμί για μια φωτιά.
Κάθε ψυχή για ένα πάθος.
Για έναν μόνον η πρωτιά.

Για ένα στόλισμα η γιρλάντα
για ένα αγρίμι η μονιά
για έναν Δόγη η Ινφάντα
για ένα λεφτό η νια χρονιά.

Γι ένα σύννεφο το δείλι
για ένα δάκρυο η αυγή
για ένα φίλημα τα χείλη
για ένα αντίο το πρωί.





10.
Όπως με μια μονάχα γέννηση
γεννάει πολύδυμα μια μήτρα,
από μεγάλη λεν μια έκρηξη
δημιουργήθηκε το σύμπαν.

Και με τεράστιες λεν, ταχύτητες,
απομακρύνονται αλλήλων
αστέρες νάνοι, αστέρες γίγαντες
και τα συστήματα των ήλιων.

Και στη ζωή τα ίδια γίνονται.  
Μετά τη γέννα τους, καθένα
τ' αδέρφια όλο απομακρύνονται
ώσπου μια μέρα να 'ναι ξένα.






11.
Του Γουσταύου Φλωμπέρ

Πενήντα δύο σφαίρες δέχτηκε
και δεν τον πλήγωσε καμία.
Μα σ' άλλου είδους φασαρία
ο γερο-αρκούδος τώρα μπλέχτηκε.

Μια μαχαιριά κάτω τον ξάπλωσε.
Κι αν τώρα ξέρω για τις σφαίρες
ειν' επειδή στις δυο του χέρες
πάνω πεθαίνοντας τις άπλωσε..





12.
Δε θα ξανάρθω να σε δω
και ας το θέλω τόσο.
Την τελευταία εικόνα σου
δε θέλω να προδώσω.

θ'ελω ως αυτήνε τη νυχτιά
σ' είδα να σε κρατήσω
όταν στα χρόνια που θα' ρθουν
γυρνά η μνήμη πίσω.

Πάνω στον σκούρο καναπέ.
πίσω μισογερμένη.
Σε κάμψη κνήμες και μηροί.
Γύρω τους κλειδωμένη

η ποθαγκάλη των χεριών.
Να διίστανται λιγάκι
οι θείες κνήμες, κι από κει
σα δροσερό ανθάκι

να ξεπροβάλει θριαμβικό
το τρυφερό σου αιδοίο
σπαργούν, αυθάδες, καφτερό
και σαν βελούδο λείο.

Και με καλούσε ως με καλεί
στη μνήμη μου και τώρα
να τ' αλαφρώσω απ' τα βαριά
και ακριβά του δώρα.

Όχι, δε θα 'ρθω να σε δω
και τ' όνειρο να σβήσει-
Η μνήμη ως 'κείνη τη βραδιά
Σ’  είδα θα σε κρατήσει.






13.
Το σάλι σου
Το σάλι σου είναι ζωντανό
κι ερχότανε κοντά μου.
Κι ας μου ερχόταν ορφανό
ζέσταινε την καρδιά μου.
Κάθε μου 'λεγε νιο μυστικό σου
Μ’ αγαπούσε κι ας ήταν δικό σου.

Μου 'λεγε ποιόνε αγαπάς
πότε είσαι λυπημένη
πού κάθε βράδυ θε να πας
και ποιος σε περιμένει.
Και μαζί του όταν συ είχες φύγει
της μονάξας μας δέρναν τα ρίγη.

Μα τώρα μου 'φυγε κι αυτό
και μόνος μου θα μείνω.
Τώρα-για σένα τι κακό-
δε σ' αγαπά και κείνο.
Και ξεφεύγει απ' τους άσπρους σου ώμους
και μονάχο του παίρνει τους δρόμους.








14.
«Cancers need lot of affection…»

Κι αν δεν την έχουν τι τους μένει;
Και τι θα πρέπει πια να κάνουν;
Αν δεν την έχουν ένα μένει:
(without affection) να πεθάνουν.







15.

Ωραία πουν’ η αγάπη μου γεμάτη καλοκαίρι!
Δεμάτι το κορμάκι της και δρέπανο το χέρι
κι ο λίβας της ανάσας της δε στέλνει κατά μένα
τα ολόχρυσα μαλλάκια της μα στάχυα μεστωμένα.

Τα ποδαράκια της γυμνά σαν κρίνα σε γλαστρούλες.
Τα μπράτσα αξεσκέπαστα να καίνε τις καρδούλες.
Κι ο κόρφος της-α! ο κόρφος της!-δυο φρέσκες θυμωνίτσες
μ' ακόμα εντός τους τις μικρές πρωινές δροσοσταλίτσες.

Το φουστανάκι μια κολλά στο σώμα και με λιώνει
μια πλαταγίζει και πετά, μια πέφτει και διπλώνει-
βρε αγεράκι πονηρό τι πρόφαση ήβρες πάλι
για να χαρείς της θερινής κοπέλας μου τα κάλλη;..

Το κεφαλάκι της γυρνά και στα ουράνια νεύει'
βλέπει τον ήλιο και γελά, τ' αστέρια και χορεύει.
Τη βλέπει ο ήλιος και γελά και πιότερο φλογίζει
βλέπει να νταβραντίζεται κι ο πόθος τον ζαλίζει.

Στων λογισμών μου τα νερά,στου νου μου τα’
ακρογιάλια
στιλβώνει το κορίτσι μου τα κρύφια του τα
οπάλια.
Εκεί βουτάει αποβραδίς και λούζεται το γιόμα
εκεί ομορφαίνει το καυτό και ρόδινό της στόμα.

Ωραία πουν' η αγάπη μου τώρα το καλοκαίρι!
Σαν σε μιαν έρμη εκκλησία το μοναχό αγιοκέρι.
Σαν πεταλούδα, σαν ανθός, σα νύφη στολισμένη.
Ωραία πουν' η αγάπη μου στα θερινά ντυμένη!







16.
Τώρα που μέσα βρίσκομαι στη θέρμη και στην
κάψα
του θέρους, αν μου μίλαγε κανένας για το χιόνι
για νύχτες χειμωνιάτικες, για της βροχής την
κλάψα,
κάποια το νου αρρώστια θα 'λεγα ότι ζώνει.

Θα 'λεγα πως μου μίλαγε για κάποιο παραμύθι
που η αρρωστημένη του έπλασε φαντασία,
ή που νεκρό τ' ανάσυρε απ' των καιρών τα βύθη
ώστε δεν κλείνει μέσα του καμία πια αξία.

Έτσι συμβαίνει και με σε. Προτού να σε γνωρίσω
δε ζούσα. Δεν υπήρξανε για μένα ώρες άλλες.
Ύπαρξη μου ειν' αδύνατο δίχως σου να νοήσω
 κι άλλες από τα δάκρια μου να υποθέσω στάλες.






17.


«O Carsilago de la Vega, ποιητής (1503-1536), παντρεμένος με τη Donna Elena, αλλά πάντοτε ερωτευμένος με την πορτογαλίδα κυρία
επί των τιμών της βασιλίσσης donna Isabel Freire…»
O Carsilago de la Vega
όπου αξίωμα είχε μέγα
είχε για νόμιμη γυναίκα
τη Donna Elena.

Μα ήταν πάντα ερωτευμένος
 με τη ’sabela ο καημένος
που 'λειπε πάντοτε στα ξένα-
τα πικραμένα.

Κύριε Vega τι απαίσια
τι φοβερή υποκρισία-
ποιητής εσύ πώς το μπορούσες
και απιστούσες;

Και πάλι πες μου σε καλό σου
τι σκαρφιζόταν το μυαλό σου
τόσο μακριά που τις κρατούσες
όταν αργούσες;



18.
-Πουλί λαλείς και κελαδείς
για της αγάπης πάθη.
Μα έλα, ξέρεις να μου πεις
τι είναι η αγάπη;

-Ειν' εν' απότομο, βαθύ,
αγύριστο φαράγγι
μέσα όποιος έμπει θα χαθεί-
μαύρο τον τρώει κοράκι.





19.
 Τζούλια

Με ξεβαμμένο μπλε
και τσιγάρο στο στόμα,
γριά
κι αγαπιέσαι ακόμα.


 20.
Χτες το βράδυ ο ύπνος δε μ' έπαιρνε,
στη σκέψη μου είχες χωθεί
Ο πόνος κοντά του με γύρευε
ολόκληρος του είχα δοθεί.

Επάνω σερνόμουν στο στρώμα μου
σαν κάποιος που κρίμα βαρύ
παιδεύει. Και ήταν το στρώμα μου
βαριά φυλακή τρομερή.

Και είναι αλήθεια-αμάρτησα.
Στο δείλι εχτές το μελί
τις πίκρες σου όλες τις άρτυσα
και δε σου επήρα φιλί.






21.
Συ τρύπησες το χέρι σου στ' αγκάθια
το χέρι μου επόνεσε ευθύς.
Παθαίνω του κορμιού σου όλα τα πάθια
όπου είσαι κι όπου ήθελε βρεθείς.

Αλλ' αν είναι δικοί μου οι πόνοι σου όλοι
δεν είναι του κορμιού σου οι χαρές'
θολώνεις της χαράς το περιβόλι
τις πίκρες σου μου δίνεις καθαρές.

Σε άλλονε χαρίζεις το φιλί σου
σε άλλον τις γλυκές σου τις ματιές
για κείνον οι χαρές του παραδείσου
της κόλασης για μένα οι φωτιές.









Β'
Απολιθώματα του καινοζωικού αιώνα


1. Τα κρυφά

Δε θα φύγω τη μοίρα των κοινών των ανθρώπων
κι η κατάληξη θα !ναι της αθλίας ζωής μου
και θα είναι η ύστατη ζωοδότρα ελπίς μου
να ταφώ σ' αναπαύσεως χλοερό ένα τόπον.

Των μικρών των ανθρώπων δε θα φύγω τη μοίρα
ξεχασμένος απ’ όλους μες στο τέρμα του βίου
σ’ ενός βρώμιου θα στέκω και στενού καφενείου
κάποια θέση ενώ θα 'ναι όλες άδειες τριγύρω.

Των άσημων ανθρώπων θ' ακλουθήσω τα ίχνη
το μικρό μου το βήμα δίχως αύριο θα σέρνω
κάθε μέρα το σώμα πιο πολύ θα το γέρνω
ως να γίνει ένας δείχτης προς το χώμα να δείχνει.

Των μυριάδων χιλιάδων κι εγώ θα 'χω την τύχη
σαν κι εγώ να ’χω ζήσει μια χαμένη ζωή
και θ’ αφήσω σαν όλους τη στερνή μου πνοή
με τον ίδιο εκείνων μετρημένο τον πήχυ.

Απ' τα δίχτυα του ολέθρου ίσως μόνο με σώσουν
κάποιοι ανώριμοι, στείροι και παρείσακτοι στίχοι
που θα χτίσουνε γύρω μου κάτι απόρθητα τείχη
τα κρυφά νοήματα τους αφού πριν φανερώσουν.




2.
Ανίατη
Οι ωκεανοί δεν έχουνε νερό μα αίμα
και τα φαράγγια βαθιές είναι πληγές
στης γης το σώμα΄
σπυριά κακόφορμα τα όρη και οι λόφοι.

Μια στρογγυλή αρρώστια όλη η γη μας
που απέλπιδα γυρνάει μες στα χάη
μάταια ζητώντας γιατρειά
γι ανίατη μι' αρρώστια.
Εμείς μικρόβια πάνω της
με Τ’ άλλα ζώα-τ' αδέρφια μας μικρόβια-
εμείς μικρόβια πάνω της
το αίτιο του κακού.

Μαζί της ταξιδεύοντας το μόνο βέβαιο είναι
πως η γιατρειά θα έρθει όταν
χαθούμε και οι δυο μαζί-
και μείς και κείνη.



3.
Το τρίτο
Με εκπομπές πνευματικού περιεχομένου
το τρίτο πρόγραμμα μας προσκαλεί
ν' ανοίξουμε του ραδιοφώνου του καημένου
το προδομένο απ' την τι-βι κουμπί,

και να γευτούμε κάτι πιο ωραίο
που την ψυχή θα τέρπει αληθινά.
Αλλά και το προσκάλεσμα το νέο
τίποτα το καλό δεν προμηνά.

Πάλι ο εργάτης καιρό δε θα 'χει
πάλι ο υπάλληλος θα βαριεστά
κι ο γεωργός πάλι θα ψάχει
να δει ο σπόρος του αν βαστά.

Και οι γυναίκες οι καημενοΰλες
μια με την άλληνε θα συζητούν
ή, κουρασμένες νοικοκυρούλες,
θα ψευτοπλέκουν και θα κεντούν.

Έτσι το τρίτο θα παραμένει
σαν απροσπέλαστη βουνοκορφή
που θα 'χει μέσα της βαθιά θαμμένη
χρυσή μια φλέβα, όμως κρυφή.



4.
Ελλάδα
«Ελλάδα σαν τον ήλιο σου ήλιος αλλού δε λάμπει…»
Σε περασμένους χρόνους, σε καιρούς αλλοτινούς,
σε μι άλλη γη,
ίσως υπήρχε μία χώρα που την έλεγαν Ελλάδα.
Μα πόσο μακριά από δω; Ποιος ξέρει...
Και πόσο πέρα από το τώρα...
Και επαράδωσε σε μας ο μύθος
αυτή την αίσθηση πατρίδας
φανταστική κι απόκοσμη,
άοσμη και φευγάτη.
Ίσως.
Σα μύθο τη δεχόμαστε και μεις
που δεν πιστεύουμε τους μύθους.





σα μύθο τη δεχόμαστε και μεις
που δεν πτοούμαστε από μύθους,
Σε περασμένα χρόνια
σε καιρούς αλλοτινούς
λέγεται ότι ζούσαν άνθρωποι εκεί,
που ήσαν φίλοι μας, γνωστοί μας,
που ήσαν συγγενείς μας.
Άνθρωποι που μας είχαν αγαπήσει.
Και λέγεται ότι ακόμα υπάρχουνε και ότι
μας αγαπάνε και μας σκέφτονται ακόμα.
Μα ξέρουμε ότι αυτά είναι παραμύθια.
Πως τέτοια χώρα δεν υπάρχει
πως είναι μόνο ένα όνειρο.
Ένα κενό στη φαντασία που πληρώνεται
αυτόματα
με υπολείμματα συμπαντικών αντίποδων.
Κι οι άνθρωποι του είναι κούφια πλάσματα,
εικόνες απρόσωπες,
πλάσματα ανύπαρκτα, υποθετικά,
καθένας τους μια ατέλεια και μιαν έλλειψη.
Εμείς τουλάχιστον
δεν ξέρουμε καμιά Ελλάδα
και βέβαια ποτέ δεν ήμασταν εκεί
ούτε και φύγαμε απ! αυτήν
για να 'ρθουμε εδώ. Εμείς
εδώ πάντοτε ζούσαμε
και ζούμε.






5.
Στον εαυτό μου
Θεέ γιατί να μη με κάνεις ψεύτη
στις πράξεις, στις ιδέες, στη θεωρία
ανήλεα η φωνή μου η στεντορεία
σ' ανθρώπους και σε πράγματα να πέφτει…
Γιατί σ' απύθμενα να πέφτω βάθη
κάθε φορά το στόμα που θ' ανοίξω
ζητώντας την αλήθεια να μη θίξω
ούτε με αθέλητα του λογού λάθη;

Γιατί τις πράξεις μου να θέλω δίκιο
και δράση αψεγάδιαστη να διέπει
γιατί το νου μου εμένα να μην τέρπει
λόγος κακός κι ύφος ανοίκειο;

Κι αφού των άλλων κουβαλώ τις τύψεις
αμνός εγώ εν μέσω των λεόντων
κι αφού με στέρησες άλλων προσόντων
και δεν εδέησες να μου χαρίσεις    

χαρίσματα αδίστακτου ατόμου,
τουλάχιστο ας γίνονταν να μπορούσα
το ψέμα το γλυκό να ιστορούσα
όχι σε άλλους μα στον εαυτό μου.




6.
Της εκκινήσεως
Κι άλλη μια στάσις.
Πόσο τάχα θα κρατήσει;
Πόσο θα τριγυρίζω άσκοπα κι επώδυνα
ανάμεσα σ! ενός σταθμού
που δεν είναι ο προορισμός μου
τους θορυβώδεις μικροπωλητές;

Ως πότε μ' άγνωστους ανθρώπους
άγνωστες κουβέντες θ* ανταλλάσσω;

Πότε ο σταθμάρχης μου
θα πει απ' το μεγάφωνο πως φεύγουμε;
Πότε το τράνταγμα θα νιώσω
της εκκινήσεως;







7.
Στο κενό
Αγάπη χίμαιρα που υπάρξεις λοιδορείς
που οι φτωχές προσμένουνε από σένα λυτρωμό-
αγάπη χίμαιρα φριχτή, αλήθεια πώς μπορείς
και τέτοιο ένα φέρσιμο κρατείς σκληρό κι ωμό;

Ζωή που πλέκεις φαντασιές για τους θνητούς
πολλές
γιατί τη μεγαλύτερη, τόσο λαχταριστή,
και ποθητή την έκανες που όλοι τη θέλουν, λες
ότι μαζί της κι η χαρά σ' αυτούς θα χαριστεί;

Και πόνε συ, γιατί φορές γελιέσαι τάχα εμπρός
σε κάτι μέγα, που θαρρείς πως ειν' η αγάπη, ενώ
αυτό ειν' ενός κύματος ο ταπεινός αφρός
που σ’κώνει ένα φάντασμα ως πέφτει στο κενό;



8.
Ανέτοιμους
Ανέτοιμους μας βρήκε ο χειμώνας
με δίχως ξύλα για τη ζεστασιά.
Η νύχτα να μετράει για αιώνας
με μόνη μας παρέα τη μοναξιά.

Έρμους των γερατειών μας ήβρε η δίνη
χωρίς το ψέμα ενός παραμυθιού.
Μονή μας προσδοκία η γαλήνη
ύπνου ενός αιώνιου και βαθιού.





 9.

Νύχτα α'
Ηχεί σιγά ηχεί απαλά ηχεί απελπισμένα
μέσα στης νύχτας τη σιγή του θανάτου το βήμα
που νικητήρια περπατεί κι έρχεται κατά μένα
καθώς γαλήνιας θάλασσας ξεψυχισμένο κύμα.

Έρχεται και μυρίζει με-και με καλοξετάζει
να δει αν κιόλας πέθανα ή ανασαίνω ακόμα.
Τέλος από την τσέπη του το καθρεφτάκι βγάζει,
και με κινήσεις ήρεμες μου το κολλάει στο στόμα.

Κι αμέσως πάλι το τραβά και μια ματιά του ρίχνει.
Κι ως βλέπει της ανάσας μου πάνω του τη θαμπάδα
που στις στρατιές των ζωντανών ότι μετρώ του δείχνει
τραβάει το άπονο σπαθί με την ψυχρή γυαλάδα,

και μες στον κρύο κι έρμο μου με σαβουρντάει τον τάφο.
Και πεθαμένος από κει το ποίημα τούτο γράφω.






10.
Νύχτα β΄


Από τις άκρες των βλεφάρων κρατημένη
Ανακλάται σε κάτοπτρα ματιών που
Γι αυτά αθέατη είναι, γιατί στην ψυχή τους
Έχει αυτή, από άρνηση γενεών σβηστεί.

Σκύλου αλύχτισμα που αρχή δεν έχει.
Πράγματα του δωματίου μεταποιημένα
Στα πρώτα τους πρόσωπα: δέντρο,
Φλέβα της γης, όνειρο.

Μια θάλασσα μαύρου, που δεν ξέρει
Τι, με τον εαυτό της παίζοντας,
Από τα τριχωτά σκέλη της, γελώντας,
Δώρο στον εαυτό της να κομίσει.

Νύχτα-που μ’ ένα νεύμα, χαριστικό
Του πεθαμένου κεφαλιού της, επιτρέπει
Σε ήλιους, κάποιες από τις ερήμους της
Ετοιμοθάνατοι, σερνάμενοι να διασχίζουν.







ΣΚΥΦΤΌΣ ΩΣ ΠΕΡΠΑΤΕΊ

Σκυφτός ως περπατεί
καμιά φορά
τα μάτια του σηκώνει και κοιτάζει τους ανθρώπους.

Δεν παραιτήθηκε ακόμα.



     XΕΙΜΏΝΑΣ

Μας ήρθε χειμώνας
φαί κατά μόνας
νυχτιές επιμήκεις
το φως χασοδίκης
γυμνά τα κλαδιά
σφιγμένη η καρδιά
το κρύο αφέντης
κανένας λεβέντης
ρυάκια στο χώμα
σταλίτσα το γιόμα
στο τζάκι φωτιά
τα ζα στη φωλιά.
Μας ήρθε χειμώνας.









ΣΤΟ ΧΩΡΙO

Να το κερί. Το βλέπω καθώς λιώνει
φωτίζοντας αχνά την κάμαρά μου.
Κάποιο αόρατο για τη ματιά μου
το κόβει αργά και σταθερά πριόνι.

Και όλο λιγοστεύοντας δω χάμου,
χαρτιά μου δείχνει, ξύλα, ένα κασόνι...
να! τώρα του θερμού του γάμου
η σμίξη με τη φλόγα τελειώνει.

Δυο λαμπυρίσματα προτού να σβήσει
και τέλος. Σαν μια σκότους δίνη
στο δωμάτιό μου ένας καπνός θα πλέει
ενώ από μένα μοναχά θα μείνει
μιαν απουσία, πως πέθανα να λέει
χωρίς να έχω τίποτα φωτίσει.












ΤΟ ΣΠΊΤΙ ΠΟΥ ΑΓΆΠΗΣΑ

Το σπίτι που αγάπησα
 κι έχει χτιστεί για μένα-
το σπίτι που αγάπησα
το πήραν χέρια ξένα.

Και χρήματα το γέμισαν
και κρύα χρυσά το ντύσαν
και χρήματα  το γέμισαν
και κάθε ωραίο τού σβήσαν.

Και κείνο κλαίει και πονεί
και άχαρο όλο μένει-
και κείνο κλαίει και πονεί
και η ψυχή του βγαίνει.

Το σπίτι που μ’ αγάπησε
θλιμμένο με ζητάει
το σπίτι που μ’ αγάπησε
στον τάφο μ’ ακλουθάει.












ΤΑ ΚΟΡΊΤΣΙΑ ΣΤΑ ΔΙΌΔΙΑ

Ένα Χαμόγελο στα Διόδια
και της Χαράς ανοιούν τα ρόδια
τ’ Αηδόνι πάλι τραγουδάει
πάλι η Ζωή χαμογελάει.

Και η Ευχούλα«καλό Δρόμο»
απ’ την Ψυχή διώχνει τον Τρόμο
και το Αμάξι λες μεθάει,
και δεν κυλάει στη Γη-πετάει.

Κι αχ! ένα βλέμμα όλο γλύκα
το «εν Τούτω» μας θα είναι «νίκα»
σ’ όποια κι αν μάχη οδηγάει
ο Δρόμος που άφευγα μας πάει.