Πέμπτη 10 Αυγούστου 2023

ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑΚΙΑ ΜΕΓΑΛΩΝ ΑΓΓΛΟΣΑΞΟΝΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ
(ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ)



LTTLE THINGS
(by Julia Abigail Fletcher Carney)
ΜΙΚΡΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ

Μικρές νερού σταγόνες
φτιάχνουν τον ωκεανό.
Άμμου μικρά σβολάκια
τη γη όπου πατώ.

Oι τοσοδούλες οι στιγμές
μικρές και ταπεινές-
φτιάχνουν την αιωνιότητα-
τους άσωστους αιώνες.

Τα μικρουλάκια ψέματα
που λέμε κάθε μέρα
σιγά σιγά παν την ψυχή
στης αμαρτίας τη σφαίρα.

Έτσι τα λόγια αγάπης μας
κι οι τρόποι όλο ευγένεια
μικρά κι αυτά, μα φτιάχνουνε
μια γη παραδεισένια.














A GUINEA PIG
~Anonymous (circa 1775)
ΈΝΑ ΙΝΔΙΚΟ ΧΟΙΡΙΔΙΟ

Μικρό ένα ήταν χοιρίδιο-ινδικό, όχι το άλλο
που όντας μικρό δεν ήτανε μεγάλο.
Που πάνω στα τέσσερα πόδια του εστεκόταν
και να τρώει ποτέ δεν βαριόταν.  

Ταξιδιώτης τόσο πολύ ήταν βέρος
Που δε στεκόταν ποτέ στο ίδιο μέρος
Και όταν έτρεχε-σας λέω εν τιμή
την ίδια δε στεκότανε στιγμή.

Συχνά ετσίριζε και τότε, ασφαλώς
Και με όρκο σας λέω, δεν ήταν σιωπηλός.
Και, δίχως η γάτα να του το πει βεβαίως
Ήξερε: άλλο ποντίκι κι άλλο αρουραίος.

Μια μέρα, μόνο του, το λέω υπευθύνως,
Έτσι του ήρθε και πέθανε τελείως.
Κι ως μου ’παν άνθρωποι με γνώση στο κεφάλι
Δεν εξανάζησε ποτέ από τότε πάλι.














ΑΠΟ ΠΟΥ ΗΡΘΕΣ ΑΓΑΠΗΤΟ ΜΟΥ ΜΩΡΟ;
(George MacDonald)

-Από πού έρχεσαι γλυκό μωρό;
-Από παντού ήρθα εδώ.

-Τα μάτια σου πού βρήκες τα γαλάζια;
-Απ’  τ’ ουρανού τ’ ατέλειωτα τ’ ατλάζια.

-Και το λαμπύρισμά τους το ζεστό;
-Των αστεριών τη λάμψη πήρε αυτό.

-Πού βρήκες το μικρό σου αυτό το δάκρυ;
-Σε κάποια εδώ με καρτερούσε άκρη.

-Το μέτωπό σου τι το κάνει έτσι απαλό;
-Ένα χεράκι το εχάιδεψε καλό.

-Το μάγουλό σου πώς και μοιάζει με ζεστό
λευκό τριαντάφυλλο λαχταριστό;
-Καθώς ερχόμουν μου έδειξε ένα χέρι
κάτι κανένας σας που εδώ δεν ξέρει.

-Το ευτυχισμένο σου αυτό γελάκι
το τριγωνικό;
-Τρεις άγγελοι μου έδωσαν φιλάκι
όλοι μαζί γλυκό.

-Και πού το αυτί καλό μου, το κοχύλι;
-Άκουσα τι του Θεού μου ’παν τα χείλη.

-Τα που αγκαλιάζουν πού εβρήκες χέρια;
-Η αγάπη κάνει το ίδιο και στ’ αστέρια.

-Τα ολάπαλα μικρό μου για να έρθεις ποδαράκια;
-Μου εφυτρώσανε καθώς φτεράκια σ’ αγγελάκια.

-Και όλα αυτά πώς έτσι ήρθαν σε σένα;
-Έτσι ο Θεός εσκέφτηκε για μένα.

-Αλλά γιατί να ’ρθεις σε μας μωρό μου αγαπητό;
-Ο Θεός εσκέφτηκε για σας, γι αυτό ειμ’ εδώ.








ΠΕΡΝΑ ΜΕ ΑΠΕΝΑΝΤΙ
ΒΑΡΚΑΡΗ
(by CHRISTINA ROSSETTI)  

«Πέρνα με απέναντι βαρκάρη
σε παρακαλώ.»
«Ένα ευρώ αν θα μου δώσεις
τότε σε περνώ.»

«Έχω ένα ευρώ στην τσέπη
και παιδάκι είμαι καλό.
Πέρνα με καλέ βαρκάρη
σε παρακαλώ.»

«Πέρνα μέσα κοριτσάκι
ή καλό είσαι ή κακό.
Το ευρώ σου αφού μου δώσεις
τότε σε περνώ.»






SICK
(by Shel Silverstein)
ΕΙΜΑΙ ΑΡΡΩΣΤΗ

Δεν μπορώ να πάω σήμερα σχολείο.
Είμαι άρρωστη και κάνει πολύ κρύο.
Τα γυαλιά μου βρήκα σήμερα να σπάσω
και μου φαίνεται όπου να ’ναι πως θα σκάσω.
Στο παπούτσι μου η γάτα είχε χωθεί
και φαντάζεστε τι θ’ άφησε εκεί…
Μία σκλήθρα στον αντίχειρα έχω βγάλει
και τ’ αυτιά μου μουδιασμένα είναι πάλι.
Όλη νύχτα το κεφάλι μου πονούσε
σαν κανένας με σφυρί να το χτυπούσε.
Τώρα ακόμα σαν ν’ ακούω κάθε σφυριά.
Κι ο ποπός μου είναι γεμάτος με σπυριά.
Η κοιλιά μου είναι σκασίματα γεμάτη
κι έχει κάτι στο δεξί μου μπει το μάτι.
Μια μεγάλη έπαθα κράμπα του ποδιού μου,
και το ηχείο με τρελαίνει του αδερφού μου.
Κι αν θα πεις για τη μεσούλα μου-η καημένη
λες την έχουν σε γουδί κοπανισμένη.
Των μαλλιών μου οι τρίχες πέφτουν κι εγώ σκάω.
Σε λιγάκι μία μία θα τις μετράω.
Κι όλα μου τα ρούχα είναι σφιχτά.
Το κεφάλι μου πονάει τόσο φριχτά
που νομίζω πως σε λίγο θα πεθάνω.
Αχ! Γιατί σε μένα όλα πέσαν πάνω;
…Τι μου είπες;.. πες το πάλι… τι;.. επειδή…
σήμερα είναι τι;.. Σαββάτο;.. δηλαδή…
…μα…να! Θαύμα! Παν οι πόνοι και τα ρίγη…
Γεια σε όλους! Πάω έξω για παιχνίδι!





MORNING PRAYER
(by Ogden Nash)
ΠΡΩΙΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Μια μέρα νέα ξημέρωσε.
Γλυκά κοιμήθηκα κι ωραία περπατώ.
Θεούλη, σου υποσχέθηκα
εχτές το βράδυ λίγο πριν να κοιμηθώ,

ποτέ να μη θυμώσω και ποτέ
να μη με άλλο πάλι τσακωθώ αγόρι.
Τους τέτοιους όρκους να κρατάς
δε θέλει, όταν κοιμάσαι, διόλου ζόρι.

Μα σήμερα θεούλη μου,
τους όρκους μου αυτούς θα προσπαθήσω-
γιατί πολύ σε αγαπώ-
και όσο είμαι ξύπνιος να κρατήσω.
                 








ΣΟΒΑΡΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
(STEVENSON)

Όταν θα μεγαλώσω και άντρας πια  θα γίνω
και δυνατός θα είμαι και διαταγές θα δίνω
θα πω σ όλα τ’ αγόρια-και στα κορίτσια ίδια-
να μη με τα δικά μου παίξουν ξανά παιχνίδια.



FRIENDS
(by Abbie Farwell)
ΦΙΛΟΙ

Στο δάσος σαν ξαπλώνεις απαλά
Τα πράσινα ψηλά βλέπεις κλαδιά
και σου γελάει γλυκά ο ουρανός
επάνω σου όπως σκύβει χαρωπός.

Των φύλλων την δαντέλλα την πυκνή
ο ήλιος  διαπερνάει τη γιορτινή
κι ένα φιλί σου δίνει τρυφερό
καθώς φιλεί μητέρα το μωρό.

Και το αγεράκι πάνω απ’ το γρασίδι
δροσιά γεμάτο πλέκει ένα κεντίδι
κι αν και τα μάτια δεν το αντικρίζουν
μα νιώθεις τα φτερά του που σε αγγίζουν.

Φίλους πολλούς που έχει ένα παιδί!
Κι όλους ας μην μπορεί να τους ιδεί.
Γι αυτό κανένα φόβο ας μην έχει
όπου και να σταθεί, όπου κι αν τρέχει.














DIRTY FACE
(by Abbie Farwell)
ΤΟ ΒΡΩΜΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ

- Το λερωμένο αυτό πού βρήκες προσωπάκι
αγαπημένο μου γλυκό εσύ παιδάκι;
-Το βρήκα μες στη λάσπη όταν βουτούσα
καθώς απ’ τα κουμπιά δυο προσπαθούσα
της μπλούζας του Αντωνάκη για να κόψω
για ένα του δάγκωμα να τον πληρώσω.
Το βρήκα όταν τις ρίζες εμασούσα
από τριανταφυλλιές που πελεκούσα
και όταν έψαχνα για σαλιγκάρια
στου αντικρινού του κήπου  τα χορτάρια.
Με κάρβουνα όταν έπαιζα το βρήκα
σε καρβουναποθήκη όταν μπήκα,
και σε τσιμέντο φρέσκο με τη μύτη
σκαλίζοντας σα να ’μουνα σπουργίτι.
Το βρήκα δίνοντας μιαν αγκαλιά
στο πιο βρωμιάρικο από δυο σκυλιά.
Το βρήκα τρώγοντας μούρα δροσάτα
που τα ’κοβα απευθείας από τα βάτα.
Από μαλώματα τ’ ακόκτησα άγρια
κι από κυλίσματα και από δάκρια.
Και βρίσκοντας σ’ αυτά τέτοια χαρά
που χρόνια εσέ η ψυχή σου λαχταρά.











THE MOUNTAIN AND THE SQUIRREL
(by Ralph Waldo Emerson)
Ο ΚΑΣΤΟΡΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΒΟΥΝΟ

Το βουνό κι ο σκίουρος
είχαν τσακωθεί
και τον σκίουρο «μικρό»
το βουνό είχε πει.

Κι είπε ο σκίουρος στο βουνό
«είσαι- ναι, πολύ μεγάλο
δεν υπάρχει  αμφιβολία
μα θα πρέπει δίχως άλλο

κάθε πράγμα που υπάρχει
να το βάζουμε μαζί
για  να φτιάξουμε τον κόσμο
και να έχουμε τη γη.

Και ντροπή λέω δεν είναι
σαν εμένα να ζει κάποιος.
Αν δεν είμαι εγώ μεγάλος
μα ούτε συ είσαι μικρός

κι ούτε σαν εμένα σβέλτος.
Δεν αρνούμαι ότι έχεις
σκίουρους πάνω σου πολλούς
αλλά  σαν αυτούς δεν τρέχεις.

Καθείς με το ταλέντο του.
Όλα σοφά κι ωραία.
Κι αν δεν μπορώ καθώς εσύ
δέντρων πολλών παρέα

ολημερίς να κουβαλώ-
της πλάτης μου στολίδι-,
να σπάσεις ούτε συ μπορείς
ένα  μικρό καρύδι.



THE BABY DANCE
(by Ann Taylor)
Ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΜΩΡΟΥ  

Χόρευε μωρό μου-χόρευε μωρό.
Η μαμά σου-μη σε νοιάζει-είναι εδώ.
Φώναζε και κάνε συ ναζάκια
Χόρευε μωρό μου-ωπαλάκια!

Πήδα από το πάτωμα
μέχρι το ταβάνι
δε θα πέσεις η μαμά
ειν’ εδώ-σε πιάνει.

Χόρευε μικρό μωρό μου
κι η μαμά σού τραγουδά
ωπαλάκια ωπαλάκια
ωπαλάκια οπαλά.



















THE CANARY
(by Εlizabeth TURNER)
ΤΟ ΚΑΝΑΡΙΝΙ


Η Μαίρη είχε ένα καναρινάκι
με φτεράκια κίτρινα και λαμπερά
και λεπτούλι κάθε ποδαράκι.
Ήταν ένα καναρίνι μια χαρά.

Με χαρούμενες νότες τραγουδούσε
που έκαναν τη Μαίρη ευτυχισμένη.
Το κλουβάκι του όταν κρεμούσε
να τ’ ακούει καθόνταν μαγεμένη.

Ψίχουλα και νόστιμα σποράκια
κάθε μέρα τάιζε το πουλάκι.
Το κλουβί με φρέσκα χορταράκια
στόλιζε και το ’κανε παλάτι.

Αυτό λοιπόν μικρέ μου φίλε μάθε
και πια  κανόνας της ζωής σου ας γίνει:
μ’ ευγένεια και χαμόγελα πλήρωνε κάθε
φίλο που αγάπη αληθινή σου δίνει.













A WORM IN MY POCKET
(by Jodee Samano)
ΕΝΑ ΣΚΟΥΛΗΚΙ ΣΤΗΝ ΤΣΕΠΗ ΜΟΥ

Γυρίζοντας απ’ το σχολειό μια βροχερή ημέρα
ένα σκουλήκι είχα δει που έμοιαζε να κρυώνει.

Ήταν μεγάλο. Το ’πιασα με το γυμνό μου χέρι,
το σήκωσα και θαύμαζα πόσο μεγάλο ήταν.

Και είχε τόση ομορφιά, τόση μεγαλοπρέπεια,
που το ’βαλα στην τσέπη μου για να το πάω στο σπίτι.

Σα δείξω στη μητέρα μου αυτό το εύρημά μου
ελπίζω πως θα μου ειπεί: «μπορείς να το κρατήσεις.»

Όταν της το ’δειξα έπλενε τα πιάτα στην κουζίνα.
Ετσίριξε: «Αδύνατον. Ασ’ το στο χώμα πάλι.»

Τότε πολύ εθύμωσα. Αυτή όλο «όχι» λέει.
Τώρα δε μένει πια παρά να φύγω από το σπίτι.

Εγώ και το σκουλήκι μου φτιάξαμε δύο σάντουιτς
την πόρτα ανοίξαμε κι ευθύς βρεθήκαμε στο δρόμο.

Στο πάρκο οι δυο μας πήγαμε, κάτσαμε σ’ ένα πάγκο
μα όταν απ’ την τσέπη μου το ’βγαλα, εβρωμούσε.

Έμοιαζε σαν παράλυτο. Μόλις κουνιόταν λίγο.
«Θεέ», είπα, «η ιδέα μου, φαίνεται κάπου μπάζει».

Στο βρώμιο χώμα το ’βαλα και τ’ άφησα να πάει.
Δεν είναι οι τσέπες το σωστό για τα σκουλήκια μέρος.




PUPPY AND I
(by A. A. Milne)
ΤΟ ΣΛΥΛΑΚΙ ΚΙ ΕΓΩ

Έναν άντρα συνάντησα
καθώς περπατούσα
κι έτσι του μίλησα
του άντρα εγώ:
«Πού πας άντρα;» ρώτησα
(ρώτησα τον άντρα καθώς περνούσε).
«Στο χωριό για ψωμί.
Πάμε μαζί;» «όχι όχι»

Ένα άλογο συνάντησα
καθώς περπατούσα
κι έτσι του μίλησα
του άλογου εγώ:
«Πού πας άλογο;» ρώτησα
(ρώτησα το άλογο καθώς περνούσε).
«Στο χωριό για χορτάρι.
Πάμε μαζί;» «όχι όχι»

Συνάντησα μια γυναίκα
καθώς περπατούσα
κι έτσι της μίλησα
της γυναίκας εγώ:
«Πού πας γυναίκα;» ρώτησα
(ρώτησα τη γυναίκα καθώς περνούσε).
«Στο χωριό για λάδι.
Πάμε μαζί;» «όχι όχι»

Συνάντησα κάποια κουνέλια
καθώς περπατούσα
κι έτσι μίλησα
στα κουνέλια εγώ:
«Πού πάτε με την άσπρη σας γούνα;» ρώτησα
(ρώτησα τα κουνέλια καθώς περνούσαν).
«Στο χωριό για κριθάρι.
Πάμε μαζί;» «όχι όχι»

Συνάντησα ένα σκυλάκι
καθώς περπατούσα
κι έτσι μίλησα
στο σκυλάκι εγώ:
«Πού πας αυτή την όμορφη μέρα;»
(ρώτησα το σκυλάκι καθώς περνούσε).
«Στο λόφο για παιχνίδι»
«Έρχομαι μαζί σου σκυλάκι» είπα εγώ.


























DRAGON IN MY BED
(pοet unknown)
ΕΝΑΣ ΔΡΑΚΟΣ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΜΟΥ

Ήμουνα κουρασμένος και πήγα στο κρεβάτι.
Μα στρίγκλισα απ’ το φόβο μου γιατ’ είδα κάτι
να βρίσκεται απ’ τα σκεπάσματα από κάτω-
ένα κιτρινοκόκκινο πλάσμα, που διπλωμένο
σαν μπάλα ήταν. Με κοιτά και μου είπε ορεξάτο
πως Φριξ το λέγαν -όνομα όχι συνηθισμένο.
Και πιο καλά προσπάθησε μετά να βολευτεί.
Του είπα πως το κρεβάτι μου ήταν αυτό εδώ
και δεν μπορούσε άλλος κανείς εκεί να κοιμηθεί.
Εκείνο με αγνόησε και μ’ επιδεικτικό
ένα  ύφος, άρχισε μια δυο να τραγουδάει.
Μα ό,τι έλεγε, καλά δεν το ’λεγε καθόλου
και του είπα πως καλλίτερα βρώμη κανείς να φάει
παρά ν’ ακούει ένα ως αυτό τραγούδι του διαβόλου.
Μα όταν το τραγούδημά του αρχίνησε να μοιάζει
με τεντζερέδων χτύπημα που αυτιά γερά τα σπάζει,
άρπαξα κι έβαλα τις ωτασπίδες μου,
σε τέτοιο θόρυβο μόνες ελπίδες μου.
Κατσούφιασε και μου έκανε: «μην είσαι αγενής.»
Ίδια κατσούφης πια κι εγώ του λέω: «τώρα θα δεις».
Τον άρπαξα από την ουρά ενώ αυτός ωρυόταν
τον βρόντηξα με δύναμη στο πάτωμα, οπόταν
αυτός σηκώνεται, ορμάει στην πόρτα την κλειστή
και μέσα σ’ ένα σύννεφο είχε εξαφανιστεί.
Και σα γιορτή επειδή απ’ αυτά είχα γλιτώσει όλα
επήγα ως το ψυγείο μας κι ήπια μια κόκα κόλα.







THE FISHERMAN
(by Abbie Farwell)
Ο ΨΑΡΑΣ

Πρωί σηκώνεται ο ψαράς,
μ’ αναβροχιά ή αγιάζι  
κι απ’ το βυθό της θάλασσας
το φαί της μέρας βγάζει.

Ζει ο μισός στη θάλασσα
κι ο άλλος έξω-εδώ.
Δεν είναι ψάρι, αλλά δες…
ούτε όπως συ κι εγώ!

Έχει ματιά παράξενη
που αλλόκοτα θωρεί
σα να ’χει πράγματα πολλά
και φοβερά ιδεί-

ματιά σαν θάλασσα θολή:
μπλε ούτε, ούτε γκρι.
Και ιστορίες (αληθινές;
Ψεύτικες;) ιστορεί.

Ξέρει για θάλασσα πολλά!
Γι αέρα και ουρανό!
Μ’ αν τον ρωτήσεις για ξηρά
βλέμμα έχει αδειανό!









DO NOT STAND BY MY GRAVE AND WEEP
(Mary Elizabeth Frye)
ΜΗΝ ΚΑΘΕΣΑΙ ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΜΟΥ ΚΑΙ ΚΛΑΙΣ  

Μην κάθεσαι στον τάφο μου και κλαις.
Δεν είμαι κοιμισμένη εκεί κι ας λες.
Είμαι άνεμοι χιλιάδες που φυσούν.
Είμαι οι χιονονιφάδες που πετούν.
Ο ήλιος είμαι πάνω από τα στάχια.
Είμαι νερό στα βρόχινα τ’ αυλάκια.
Είμαι η σιωπή του ωραίου πρωινού.
Είμαι άρωμα στα βούρλα του βουνού.
Είμαι το πέταγμα σε γύρους των πουλιών
κι είμαι το φως το ευγενικό των αστεριών.
Μην κάθεσαι στον τάφο μου και κλαις.
Δεν είμαι εκεί. Δεν πέθανα κι ας λες.





















ΤΟΥΑΛΕΤΑ ΣΚΥΛΩΝ

Στην πόλη σήμερα μια βόλτα έκανα
την ώρα μου ζητώντας να περάσω.
Πολλούς ανθρώπους είδα
που καθώς περπατούσαν
σ’ ένα σωρό πάνω πατούσαν
από ακαθαρσίες σκύλου.
Η σκέψη μου αμέσως γύρισε
στο τι να γίνει θα μπορούσε
ώστε οι δρόμοι μας να μη βρωμίζουν
από των σκύλων τα κακά.
Ίσως υπέροχο αλήθεια κάτι ν’ ανακάλυπτα,
πιο υπέροχο από σκούπα με φαράσι. Όπως
πήλινη μία τουαλέτα για σκύλους
σε κάθε δρόμου τη γωνιά βαλμένη
για την ανάγκη των τετράποδών μας φίλων.
Η εντυπωσιακή εφεύρεση αυτή
διάσημο θα με κάνει
και κάθε μήνα τ’ όνομά μου
στις συγκεντρώσεις θ’ αναφέρεται του Δήμου.
Κι ένα μεγάλο πάρτι
με χορούς στους δρόμους θα στηθεί
που τα παπούτσια μας πάλι ποτέ
από σκυλίσια κόπρανα δε θα ’ναι λερωμένα.












MY  NAME IS PEARL
(by Becky Robbins)
Τ’ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΕΡΛ

Λέει στο σκίουρο το κουνέλι:
Είσαι αγόρι ή κορίτσι;
Είπε ο σκίουρος: κορίτσι.
Κι είναι τ’ όνομά μου Περλ.
Λέει η Περλ στο κουνελάκι:
τ’ όνομά σου εσέ ποιο είναι;
Είμαι ένα κορίτσι επίσης
κι έχω ίδιο τ’ όνομα.
Θες να γίνουμε και φίλοι;
Βέβαια θέλω. Μου αρέσει
φίλοι να ’μαστε τα δυο.
Όνομα έχουμε ίδιο  
πράγμα αστείο λιγουλάκι
Όνομα έχουμε ίδιο
και δεν είμαι κουνελάκι.
Τ’ όνομά μας είναι Περλ
κι είμαστε κι οι δυο κορίτσια.
Απ’ τις δυο όμως εμάς
μία είναι σκιουρίτσα.














SNOW DAY
(by Sam D.)
ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΜΕ ΧΙΟΝΙ

Το χιόνι πέφτει στο χώμα
και φτιάχνει μεγάλους σωρούς.
Σχολεία κλειστά. Των παιδιών
παιχνίδι γεμάτος ο νους.

Χιονόμπαλες πάει ο αέρας
κανείς δε θυμάται σχολειά
σ’ αυτή του χιονιού την ημέρα
διασκέδαση μόνο ζητά.

Οι χιονάνθρωποι ειν’ μεγάλοι.
Τα καπέλα τους ψηλά.
Και για να τους αγκαλιάσουν
τρία χρειάζονται παιδιά.

Και πολύ όπως κρύο κάνει
τα καλούν μέσα οι μεγάλοι
για ζεστή μια σοκολάτα
πριν να φύγουνε πάλι.

Κι όταν τα παιδιά την πιούνε
έξω παν και, ή κυνηγιούνται
ή, αν έτσι τους αρέσει
στο απαλό χιόνι κυλιούνται.

Φτιάχνουν άγγελους με χιόνι
κι αν ο σκύλος τους χαλάσει
τότε ο γλύπτης θυμωμένος
κυνηγάει να τόνε πιάσει.



Μα μετά από τους αγγέλους
μια τσουλήθρα θα σκαρώσουν
Κατεβαίνοντας το λόφο
Μέχρι ως μέσα να παγώσουν.

Αλλά πια  κι η μέρα φεύγει
Και ο ήλιος πέφτει πια
Και τραβούνε τα παιδάκια
Στου σπιτιού τη ζεστασιά.