Πέμπτη 24 Αυγούστου 2023

ΤΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ Β΄

ΨΙΘΥΡΙΖΟΝΤΑΣ

Επειδή η Αμερική είναι βάρβαρη χώρα
γι αυτό κάθε πρωί παίρνω βαθιά μιαν εισπνοή
από λέξεις σαν αυτές:
Δυσραγής, έμμαλος, επικράζω'
επανθέω, αεροκόρακες, ευθάλαττος'
άπληκτος, υπέρλεπτος, αριζήλως'
αυτολυρίζω.

Επειδή η ζωή εδώ είναι μαύρο αγριοπούλι
την ημερεύω κάθε μέρα
με λέξεις οπως:
Ύποινος, ανθοκρατέω, αθηνιώ'
αυτόκλαδος, βιωφελής, ερώτιον'
κισσηρεφής, περιλάμπω, πυριάλωτον'
νεαροηχής.

Και μετά από κάθε τους επίθεση
ιαίνω τις πληγές μου
ψιθυρίζοντας:
Καταβόησις΄ ηχή'
κλεψίχωλος' τετιγγώδης' δρύπτω'
αύχημα' άτυμβος' βραχυβλαβής'
συνοχμάζω.





ΝΕΚΡΟΚΕΡΙΝΗ

Σ' αυτό τον τάφο που άνοιξαν
οι κάτοικοι οι πρώτοι
μες στα υγρά του σκότη
τι να 'κρυψαν-τι να 'ριξαν;..

Ποτέ μου δεν εζήτησα
να γίνω τυμβωρύχος
μ' αφού το θέλει ο στίχος
τον τάφο τον εσύλησα.

Μέσα η Αγάπη κλείνονταν'
με βιάση πεταμένο-
με σύρματα δεμένο
τ' αβρό κορμάκι εκείτονταν'

κι αντίς γι Αγάπη αέρινη
που ήξερα εκεί πέρα
βρήκα σ' αυτή την ξέρα
μια Αγάπη νεκροκέρινη.

Στ' άσαρκο πλάϊ λείψανο
το σώμα μου ξαπλώνω'
μα πάλι μένει μόνο
και πάλι αξεδίψαγο...








Ο ΣΚΥΛΟΣ
Μένει εδώ κοντά τελευταία ένας σκύλος
που 'χει την ουρά διπλωμένη στα σκέλια.
Στ' άλλα τα σκυλιά δε μετράει για φίλος
κι είναι η γειτονιά της ζωής του η εμβέλεια.

Άτολμα κοιτά' σιωπά' δε δαγκώνει'
σα σκυλί κι αυτό δε λερώνει τους στύλους'
τρώει μοναχά -σ' άλλου βιος δεν απλώνει-
ό,τι αφεθεί απ' τους άλλους τους σκύλους.

Τάχα μοναχός έχει εκείνος διαλέξει
τούτη τη ζωή που με θάνατο μοιάζει;
Τάχα μοναχός έχει εκείνος διαλέξει
τούτη τη ζωή που τον τρόμο τρομάζει;

Ή να είναι αυτή μια ζωή υποταγμένη-
μια βαθιά πληγή που ματώνει τα στήθια-
ή να είναι αυτη μια ζωή υποταγμένη-
μιαν ανημποριά που 'χει γίνει συνήθεια;

A! To μυστικό θα το πάρει μαζί του
ο που την ουρά διπλωμένη έχει σκύλος'
ένα μυστικό που για τη φύλαξή του
μέγας ιερός αναλώθηκε ζήλος.




ΙΛΑΝΙ

Στην Ιλανί, την εβραιοπούλα βοηθό
του οδοντογιατρού μου

Ιλανί! Ιλανί! Τι ωραία
το Ισραήλ κι η Ελλάδα παρέα!
Η Ελλάδα στην πολυθρόνα
του Ισραήλ να τη λιώνει το γόνα!...

Πρώτα 'σεις. 'μεις μετά. Και η ώρα
της θρησκείας του Χριστού ήρθε τώρα.
Μα κι αν έχει περάσει η σειρά μας
την αξία δε χάνει ο αδάμας:

Των Καιρών Λαμπροφόρων Μελλόντων
η αυγή, έργο θα 'ναι των όντων
που υψώσανε Παρθενώνες-
που οι Ψαλμοί τους ηχούν στους αιώνες.

Μα για τώρα ας υπηρετούμε
τους ανθρώπους του τόπου όπου ζούμε.
Συ με νιάτα, πλούτο και κάλλος
κι εγώ άσχημος, πένης, μεγάλος.

Ιλανί, τακτ διαθέτεις κι ευγένεια
και σωστή για τον άρρωστο ενoια-
τυχεροί όσοι εδώ σα θα 'ρθούνε
από σένανε θα βοηθηθούνε.

Τυχεροί γιατί όπου αγγίσει
τη γιατρειά παρευθύς θα χαρίσει
το χεράκι σου και κανένα
γιατρικό δε χρειάζεται ουτ' ένα.

Με κουβέντες σοφές και με λόγια
που 'ναι βάλσαμο, μάννα κι ευλόγια
ώρες δύσκολες γεφυρώνεις'
κι όταν πρέπει τα λόγια διπλώνεις.

Μες στο γράμμα του Πόνου κρυμμένα
μυστικά δεν υπάρχουν για σένα'
με ταχύτητα τα διαβάζεις
και σε φως κι απονία τ' αλλάζεις.

Και δεν είναι καθόλου ένα ψέμα
το ενδιαφέρον που έχεις στο βλέμμα-
όπως βρίσκεσαι κι όπως κινείσαι
και καλή έτσι αυθόρμητα είσαι.

Τα παιδιά σου, τ' αγγόνια σου τάχα
θα 'χουν λίγη απ' αυτήνε μονάχα
την ευγένεια που σε διακρίνει;
Ή της μέλλει να σβύσει κι εκεινη

Ιλανί, στον καιρό μας ετούτο
της ψυχής που όλον παίρνει τον πλούτο
και τον ρίχνει μες στη χοάνη
κι απολαύσεις και χρήμα τον κάνει;




THORNBIRD

Σαν το πουλί που το μικρό
το σώμα του καρφώνει
σε κάποιου κάκτου το ξερό
αγκάθι, που πληγώνει

το τρυφερό του το κορμί
κι εκείνο κελαϊδάει
με τέτια χάρη γιορτινή
που η Φύση σταματάει

όποιο της μούρμουρο γλυκό
σαν να 'χει ξάφνω σκόλη,
και το τραγούδι το απαλό
γλυκαφουγκράζεται όλη,

κι όσο το αγκάθι πιο βαθιά
μέσα στο σώμα μπαίνει
τόσο η φωνίτσα η γλυκειά
και πιο πολύ γλυκαίνει

ώσπου το αγκάθι να χωθεί
μες στη μικρή καρδιά του
και η ζωή του να κοπεί
και η γλυκιά λαλιά του...

έτσι η ψυχή μου είναι κι εμέ
σαν ένα αγκαθοπούλι
που δε διαλέγει-αχ! καϋμέ!-
τη βιόλα ή το γιούλι

παρά στου Πόνου τα σπαθιά
τ' ακονισμένα ορμάει'
κι ως μπαίνουν κείνα πιο βαθιά
τόσο αυτή πονάει,

ώσπου του Πόνου το σπαθί
άπαφτα προχωρώντας
μες στην καρδούλα της να μπει
και τότε τραγουδώντας

τον mo όμορφό της το σκοπό,
τα μάτια της να κλείσει
σαν αγριολούλουδο μικρό
που έχει πια μαδήσει.





I received a letter
Δεν ξέρω ποιος μου το 'στειλε-δε γράφει.
Μα είναι οπωσδήποτε για μένα.
Ζωγραφισμένοι πάνω του δυο τάφοι
κι άταφα δυο κορμιά τυμπανισμένα.

Λιβάνι αντίς αρώματα μυρίζει
και το 'φερε ψηλός μαντατοφόρος.
To νου μου απορία δε βασανίζει-
δεν είμαι με το γράμμα ετούτο ξένος.

Χαμένην είχα ζήση και χαρά μου
και σήμερα νεκρές μου τις γυρίσαν'
αργήσανε να φτάσουνε κοντά μου
και βέβαια τα κορμιά τους εσαπίσαν.





ΣΑ ΣΚΥΛΙΑ
Αφότου έφυγα πριν χρόνια απ' την πατρίδα
κι όσο περνάει ο καιρός, καταλαβαίνω
πως κάθε μέρα πιο πολύ σβήνει η ελπίδα
και κάθε μέρα περισσότερο πεθαίνω.

Άδης η χώρα τούτη εδώ' γύρω σκοτάδι'
Τυφλών σκιές όταν βαδίζω διασταυρώνω
που κάποιος λες ψυχοπομπός τις πάει ομάδι
πέρα απ' το διάστημα και πέρα από το Χρόνο.

Η γειτονιά μου ένα μικρό νεκροταφείο
με τους γειτόνους μου βρυκόλακες αϋλους
που σαν σκυλιά είτε με ζέστη είτε με κρύο
πρωί και βράδυ κατουρούν δέντρα και στύλους.

Αντίς για φώτα βράδυ φέγγουνε κεράκια
και τις προθήκες δείχνουνε των εστιατορίων
σπερνά γεμάτες' και ορμάν μαύρα κοράκια
και τρων τις σάρκες τις ωμές πτωμάτων μακαβρίων.

Και οι γνωστοί μού στέλνουν γράμματα, καρτούλες,
σαν όπως στέλνουν προσφορές στην εκκλησία
και πάνω ζωγραφίζουνε μικρές καρδούλες
που θάβονται οι χτύποι τους στην τόσην ερημία.

Κι όλο περσότερο βαθιά βυθίζω
στο σκότος το αμετρο της χώρας όπου ξένος,
μόνος, ανέραοτος, απέλπιδος σαπίζω
και πιο πολύ είμαι κάθε μέρα πεθαμένος.





ΚΑΛΙΦΟΡΝΙΑ-ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Όπως αυτούς που έκαναν εγκλήματα πολλά
ρίχνοντας μες στα μάτια τους φώτα τους ανακρίνουν
κι ο ιδρώτας από πάνω τους ατέλειωτα κυλά
και μέρα νύχτα νηστικους κι άϋπνους τους αφήνουν,

έτσι κι εμέ που αμάρτησα μες στη ζωή πολύ
μέρα και νύχτα ξάγρυπνο η δουλειά μου με αφήνει
κάποιος με τρόπο βάρβαρο συνέχεια μου μιλεί
κι ο ήλιος ανελέητα ο καυτός με ανακρίνει.




Σ' ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΘΕ’

Σ' ευχαριστούμε Θε' που πήγες κι έδεσες
στο άρμα του Φαέθοντα τη σφαίρα του Ηλίου'
σ' ευχαριστούμε Θε' μου που μας έδωσες
τη ζέστα την ανήλεη-τη φλόγα του Ιουλίου.

Σ' ευχαριστούμε Θε' μου που δε γίνεται
κλεισμένοι μες στα σπίτια μας ολόημερα να ζούμε-
που πρέπει μες στην άσφαλτο που ψήνεται
τη μέρα οπωσδήποτε μια δυο φορές να βγούμε.

Κι απέ Θεέ την Πρόνοια Σου δοξάζουμε
και μύρια ευχαριστήρια Σου ψάλλουμε Κοντάκια
που όταν μέσα μπούμε ξεδιψάζουμε
μ' ένα ποτήρι κρύο νερό που ξεχειλάει παγάκια.







ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Όταν λοιπόν θα πάω στην Αθήνα
και θα 'μαι εκεί κοντά τους ένα μήνα
τ' αδέρφια εμείς να πούμε κάτι πρέπει
το φως αμίλητα να μη μας βλέπει.

Λοιπόν ας πούμε όσα στριμωγμένα
μέσα μας βρίσκονται καιρό θαμμένα-
καθείς αυτό στον άλλο το χρωστά
έτσι που ζούμε χρόνια χωριστά.

Απ' όσα κλει' η καρδιά και η ψυχή μας
κι η δίψα όσα ποθεί η αδερφική μας
ας δώσουμε όσα πρέπει να δοθούν.
...Μα όχι,αυτά δεν πρέπει να ειπωθούν…

Του νου ας πούμε τότε τα παιχνίδια'
της φαντασίας τ' άσωστα παιχνίδια'
τα όνειρα που πλαντούνε στη σιωπή.
...Μα ποιος ακούει τέτια αν ο άλλος πει…

Να λέγαμε για πάθη και για μίση;
Καθείς τον άλλο θα παρεξηγήσει.
Ισορροπία έτσι μια λεπτή
σε τέτοια δεν αντέχει κριτική...

Για ποίηση-που να 'ναι ξορκισμένη;
Όλων τα λέκτρα η σεπτή δε χλιαίνει.
Για το ηλιοφώς τη φύση που μισεί;
Λόγο ποιος θα 'στεργε τέτοιον θρασύ;

Μα να! Ας πούμε για Φιλοσοφία!
Για Τέχνες! Για των άστρων την πορεία!
Τα τέτοια μάλλον λέγονται ευχερώς.
...Όμως κανείς μ' αυτά είναι ανιαρός...

Λοιπόν στην πάντα τα απαγορευμένα.
Ας πούμε κάτι απ' τα συνηθισμένα-
για χόμπυ, για συνήθειες, για δουλειές,
για γνωριμίες νέες και παλιές...

Ναι! Αυτά θα λέγαμε ανυπερθέτως
αν αιστανόμασταν κάπως ανέτως.
Μα κάτι άλλο και την ώρα αυτή
να γίνει από κάποιον θα βρεθεί….

Καλά. Κάτι θα βρούμε. Υπάρχουν τόσα.
Δεμένη δε θα μένει έτσι η γλώσσα.
Δε θ' απομείνουμε βουβοί εντελώς.
...Ορίστε! Ο καιρός είναι καλός!
Ακόμα η γλώσσα κι άλλο θες να τρέξει;
Αμέσως: αύριο μάλλον θα βρέξει!...






ΕΛΛΗΝΙΣΜΌΣ ΚΑΙ ΈΛΛΗΝΑΣ
-Δεντρί με κούρβουλο κάθε κλωνί σου,
Γλυκέ, Μαυρόντυτε, Πικρέ Πατέρα
ακόμα ποιο ακριβό θρηνείς παιδί σου;
-Τη Σμύρνη-την τρανή μου θυγατέρα!

-Φτάνει Πατέρα. Σκούπισε το δάκρυ.
Θεός τα παίρνει όλα και τα δίνει.
Κι αν ίσως έχασες της γης μιαν άκρη
μα της ζωής δε στέρεψε η κρήνη.

-Δεν ήταν γης μα ολάργυρο φεγγάρι.
Χρυσάμαξα που αγγέλοι τηνε σύραν.
Κι ήταν διαμάντι και μαργαριτάρι.
Και δεν την πηρ' ο Θεός-Τουρκοί την πήραν!



Η ΙΤΑΛΙΔΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΙΣ

Μια ιταλίδα μετανάστις είμαι στην Καλιφόρνια.
Δουλεύω στο "Τσιτσόρνια", πιτσάδικο απ’ τα καλά.
Μια τραγουδώ σοπράνο μια παίζω πιάνο
τι να κάνω...

Δεν είχα προκοπή στην Ιταλία
κι ήρθα ’δω.
Με πήρε κάποιος πατριώτης
σ' αυτό το μαγαζί-
για μια άρια
πέντε δολλάρια.

Στο κέντρο στέκομαι του μαγαζιού
και τραγουδώ με πόνο και με πάθος.

Μονάχα οι γκαρσόνες μ' ενοχλούν
που με τα πιάτα τους περνούνε από μπροστά μου.
Και θα με ρίχναν αν εγώ
δεν εσυντόνιζα τις απαιτούμενες από την άρια
κινήσεις των χεριών μου έτσι
που να ταιριάζουνε με την προφύλαξή μου από δαύτες.

Μερικών τραβώ την προσοχή
και με χειροκροτούν τρελά.
Δεν ξέρω αν το χειροκρότημα είναι για το τραγούδι
ή για την ομορφιά μου
(κρατιέμαι ακόμα),
μα όπως να 'ναι
τον κόπο αξίζει-
η δουλειά μου αυτή με ταϊζει.







ΟΙΚΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ ΑΝΩΘΕΝ
RESTAURANT "EARLY WORLD"
DOWNTOWN L.A.

Με βία ανασαίνουν
με βία περπατούν
στο RESTAURANT μπαίνουν
μαγκούρα κρατούν.

Μιλούν σαν να ψέλνουν-
τα μάτια ογρά-
αργά παραγγέλνουν
και τρώνε αργά.

Με τακτ κι αξιοπρέπεια
τους γύρω κoiτούν
σωστά, με συνέπεια
τα ρέστα μετρούν.

Κατόπι τη θύρα
διαβαίνουν δειλά
(τα μάτια τα στείρα
να βλέπουν ψηλά)

και παν και πεθαίνουν
με βήμα αργό
στο δώμα που μένουν
το πάντοτε υγρό.








ΟΙ ΜΑΣΚΕΣ
Μετά την αγάπη
πρέπει να διαφυλάξουμε τις μάσκες
για την επόμενη φορά.






ΣΑΝ ΑΨΥΧΟ

Στο πάρκο της Lanarc το σιωπηλό
με άδεια την ψυχή και το μυαλό
σαν άψυχο ρομπότ περιπολω
και σένανε Scheraκi αναπολώ.

Μες στ' άτια μου το άτι σου γυρεύω,
το ντύνω, το στολίζω, το θωπεύω,
και πάνω του ωραία αφού ανέβω
στου πάρκου την ερμιά 'σένα γυρεύω.

Αργόσυρτο το βήμα μου κυλώ
και μόνος μου ως σιγά παραμιλώ
φυσάει το αγεράκι το απαλό
τον άσκοπα ορθωμένο μου φαλλό.






ΘΟΡΥΒΟΙ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ (8741 OWENSMOUTH , CANOGA PARK)
Τις ώρες τις μικρές:
η πόρτα που ανοιγοκλεί γι αυτούς που αργά γυρίζουν.
Η βορινή μου διπλανή που μαγειρεύει, πλένει,
και κάνει όλες τις δουλειές νύχτα παρά ημέρα.
Οι μεξικάνοι που μιλούν δυο-δυο, τρεις τρεις αντάμα
θυμίζοντάς μου τις παλιές βεγγέρες στην πατρίδα.
Οι κλαγγές από τα ξίφη
τ' ασημένια της σελήνης
που χτυπάνε στ' ατσαλένια
των λαμπτήρων της αυλής μου
σ' εν' αγώνα για τη νύχτα και για την ψυχή του ανθρώπου.

To ψυγείο μου που βρυχιέται σα λιοντάρι κουρασμένο.
To ρολόϊ μου που μέσα στης νυχτιάς την ησυχία
μοιάζει σαν βαριά καμπάνα σε μεγάλη εκκλησία.
Η νοτινή μου διπλανή που ηδονικά βογγάει
κατω από έναν εραστή καινούργιον κάθε τόσο.
Η βουή του σύμπαντος καθώς απλώνεται ολοένα.
Κλάμα μωρού από κάτω μου-νομίζω από το πέντε.

Τις ώρες τις μεγάλες:
Ο εφημεριδομοιραστής που τρέχοντας πετάει
εφημερίδες δω και κει κανείς που δε διαβάζει,
κι οι πονεμένες, απαλές, φωνούλες των γραμμάτων
όταν χτυπάει το χαρτί επάνω στο τσιμέντο.
Η βουή του σύμπαντος καθώς απλώνεται ολοένα.
Του Πόνου το φτερούγισμα μες στο κλουβί της πλάσης.
Κάποιος που τρεις φταρνίζεται φορές λίγο πριν φέξει.
Η νοτινή μου διπλανή που αφού βροντά την πόρτα
με βήματα τρανταχτερά διασχίζει την αυλή μας
πηγαίνοντας για τη δουλειά.
Κουδούνισμα τηλέφωνου κάπου από μακριά-
κουδούνισμα επίμονο και συνεχές για ώρα
(χρόνια εννιά κάθε αυγή
για ποιόνε να σημαίνει..
και από ποιόνε και γιατί..)
Της νύχτας η περήφανη αναφορά στη μέρα.
Υπόκωφο κι απόκοσμο κι ανήλεο και στριγγό
του ήλιου το σκαρφάλωμα ως τη ράχη του βουνού
και από κει ψηλότερα ώσπου παντού να λάμψει
τη στοργική σκοτώνοντας και πάλι άγια νύχτα.
To ψυγείο.
To ρολόϊ.





TO ΠΑΝΗΓΥΡΙ Τ' ΑΗ ΝΙΚΟΛΑ-1996

Ο χώρος ανοιχτός.
Κόσμος πολύς.
Τραγούδια οτη διαπασών.
Βουή χαρούμενη του κόσμου.
Πανηγυριώτικα παιχνίδια.

Ας κάτσω εδώ βλέποντας προς την πίστα.
Μια νεαρή ντυμένη κόκκινα έχει χώσει το κεφάλι της
ανάμεσα στα σκέλια του συντρόφου της
μα-αλλίμονο-ξερνάει.
Ένας αρμένης ξελαρυγγίζεται: Λίζαααα..Λίζαααα...
Μια φιλιππίνα φοράει το παπουτσάκι του παιδιού της'
εκείνο κλαίει.
Πώς σειέται κεινη η μαυρομμάτα...

Μπύρες, σουβλάκια, σόδες, κοτόπουλα..
Καλά πήγε η μέρα.
Ουρές στα ταμεία.
Ο παπάς θα πάρει καινούργιο αυτοκίνητο.
Να και ο χορός που οι γυναίκες αυνανίζονται όρθιες και
ντυμένες.
Ακόμα η κόκκινη ξερνάει ένα καφφέ υγρό.
Ανάμεσα σε δύο εκτοξεύσεις της ψελλίζει: It's from the ouzzzo...
Δυο παιδάκια χαμένα μέσα στο μαλλί της γρηάς.
Μια ποθογεννημένη με σταμπαρισμένον στο μπλουζάκι
της έναν αρχαίο ναό.
Η δεξιά η ρόγα της διαρκώς γκρεμίζει ένα του κιονόκρανο.
...Μα κουφή είναι αυτή η Λίζα; Κλείνω τ' αυτιά μου.
Ο θόρυβος γίνεται ονείρου.
(Πώς με μια κίνησή μου αλλάζουν όλα!..)
Ξάφνω απ' το μεγάφωνο: "Hercules to the office please.."
…έχει γούστο..
αλλά όχι-ένα γεροντάκι σηκώνεται
και με δυσκολία τρεκλίζει προς το γραφείο.
Η Λίζα τέλος άκουσε και γύρισε.
Ο πατέρας της την ενημερώνει: "εδώ είμαστε!"

Ανοίγω τ' αυτιά μου. Κι εγώ εδώ είμαι πάλι.
"Πρόσεχε το ζουμί!" φωνάζει μια κυρά στον άντρα της που προπορεύεται
κρατώντας ένα πιάτο λουκουμάδες.
Δίπλα μου περνάει η ξανθούλα που κάποιος θα μπορούσε να ερωτεύεται τις κνήμες της αιωνίως και αυτοτελώς.
Η κόκκινη συσπάται χωρίς να βγάζει τίποτα πια.
Τριάντα χρόνια ύστερα θα λέει σε κάποιονε: "θυμάμαι
στο ελληνικό πανηγύρι το εννενήνταέξη
ξέρναγα συνέχεια".
Κι όταν το λέει αυτό
η μαυρομάτα μπορεί να ’ναι και γιαγιά.
To κάρο του παπά θα είναι παλιοσίδερα
κι ο ίδιος ο παπάς μια χούφτα βρώμιο χώμα.
Η Λίζα θα φωνάζει η ίδια τώρα στο παιδί της
σε κάποιο πανηγύρι ελληνικό γ
ια να του πει:"εδώ είμαστε!".
"εδώ"..
"είμαστε"..
Ψεύτικες λέξεις ψεύτικων ανθρώπων-
η μόνη αλήθεια τους..






Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΠΑ

Αυτό το δανεικό μικρό βιβλίο-
αυτή η ποιητική ανθολογία –
ετούτο το ζεστό το πανδοχείο
στη νύχτα την αφώτιστη και κρύα-

ετούτο το βιβλίο που επήρα
εχτές στη Δημοσία βιβλιοθήκη-
ετούτη η φωτερή ανθοπλημμύρα-
τα ονειρικά χερσαία αυτά τα φύκη-

ετούτο το μικρό βιβλιαράκι,
τι ήχοι μες στα φύλλα του που ηχούνε!
τι ανήκουστα θεριά! τι θείοι δράκοι!
τι τέρατα τυφλά το κατοικούνε!

Τι χρώματα εξαίσια-τι τοπία-
τι κάστρα που υψώνονται εντός του!
πώς σάρκινη προβάλλει η ουτοπία-
χορτάτες πώς οι ύαινες του Νόστου!

Και πώς μες στις σελίδες του μια θέση
κρατεί και μια γωνιά για τον καθένα
και πόσο συμπονούν όποιον πονέσει
τα τόσα μυστικά που 'χει κρυμμένα...

Καθώς με κρύα χέρια ξεφυλλίζω
τα φύλλα τ’ απαλά σαν περιστέρια
εντός του άλλα πρόσωπα αντικρίζω
και βλέπω να σαλεύουν άλλα χέρια.

Και τρέμοντας τα χέρια μ' αγκαλιάζουν
κι ολόχαρα ματάκια με θωρούνε
και άϋλα κορμάκια πλησιάζουν
το φίλο τον καινούργιο για να δούνε.

Και μέσα τους αφήνομαι και σ' άλλην
ζωή και κοινωνία φτερακίζω
και κει αναστηλώνομαι και πάλι
και πάλι προσπαθώ...και πάλι ελπίζω...





MIA ΓΡΙΠΠΗ

Βαριά μια γρίπη κόλλησα κι έγραψα στην Ελλάδα
για τους μεγάλους πόνους μου, τη θέρμη, τη ζαλάδα
για όλα όσα ο άνθρωπος θέλει μια παρηγόρια
σε κάθε δύσκολη στιγμή, σε κάθε ανημπόρια.

Σε πέντε μέρες ήμουνα καλά' το γράμμα όμως
ακόμα δε θα έφτασε' είναι μακρύς ο δρόμος'
κι η απάντησή τους κάποτε σε μένα όταν φτάσει
της γρίπης τα συμπτώματα θα έχουνε περάσει.

Μα ο θεός βοήθησε κι αυτούς αλλά και μένα.
Τα λόγια της συμπόνιας τους δεν πήγανε χαμένα-
τόσο το γράμμα που κι αυτοί γράψανε είχε αργήσει
που όταν έφτασε, ευτυχώς, είχα ξαναρρωστήσει.




Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ

Τ' άλλα σου όλα είναι καλά γλυκιά μου ρουμανίδα
μα άλληνε ψεύτρα σαν και σε τ’ ορκίζομαι-δεν είδα.
Πως είναι μία Κόλαση μας λες η Ρουμανία
και δείχνεις για τον Πρόεδρο Τσαουσέσκου μια μανία.

Μα κι ό,τι άλλο να μου πεις τη γνώμη δεν αλλάζω:
Παράδεισος η χώρα σου είναι και το φωνάζω-
και πώς αλλιώς θα ονόμαζα τον τόπο που εγέννα
αβρούς κι ανθοποθόπλαστους αγγέλους σαν εσένα...




ΠΕΘΥΜΗΣΑ..

Μυστήρια που 'ναι η ψυχή του ανθρώπου...
πεθύμησα τα πράγματα του γενεθλίου μου τόπου!
πεθύμησα όταν οδηγώ να χάσκουνε δεξά μου
χαράδρες επικίνδυνες και βράχια αριστερά μου.
Πεθύμησα ατιμώρητη παράβαση τροχαία
κάτω απ' του πόλισμαν την περικεφαλαία.
Να μου σερβίρουνε ξύγκικες πεθύμησα μερίδες
και να διαβάζω ψέματα στις εφημερίδες.
Πεθύμησα γυναίκα όταν πειράζω
να ξέρει βρε αδερφέ πως την πειράζω...
Της γυναίκας πεθύμησα το νάζι
κάθε τρεις το γκόβερνο ν' αλλάζει
και ντομάτες με δίχως ορμόνες
και βαρείς, χιονισμένους χειμώνες.

Πεθύμησα να φάω γλυκό περγαμόντο-
πεθύμησα Ελλάδα ρε γαμότο!

Να οδηγώ πεθύμησα σε δρόμους που 'χουν λάκκους'
πεθύμησα αργοκίνητους χωροφυλάκους'
πεταμένα πεθύμησα στους δρόμους σκουπίδια
και στις στέγες αντί πισσόχαρτα κεραμίδια.
Πεθύμησα να πάω βόλτα με τα ποδάρια
και με μαγαζάτορες να κάνω παζάρια.
Να με χτυπήσουνε πεθύμησα μυρωμένοι αγέρηδες
και στις πλατείες να δω χασομέρηδες.
Πεθύμησα πωλητές να μ' αγριοκυττάνε
και ανθρώπους ένας τον άλλονε να βαράνε.
Να βρεθώ πεθύμησα πάλι
στου χαρούμενου τρύγου τη ζάλη'
με σταφύλια γλυκά να μεθάω
και χορεύοντας να τα πατάω.

Πεθύμησα σκορδίλα να μυρίσω σ' ένα χνώτο-
πεθύμησα Ελλάδα ρε γαμότο!

Τη βρώμα ενοστάλγησα στους δημοσίους χώρους.
Πεθύμησα τα μάλλινα να τρώγονται απ' τους σκόρους.
Του τζίτζικα πεθύμησα τραγούδι στις ελιές
παιχνίδια των παιδιών στις γειτονιές.
Κουτσομπολιό πεθύμησα-κουβέντες-φλυαρία.
Ραχάτι επεθύμησα στα καφφενεία.
Των οδηγών πεθύμησα τη μούντζα
κι αγουροξύπνητες φάτσες με ρούντζα.
Μπουρνέλια ελαχτάρισα! Τζάνερα! Μούρα!
Και φασαρία-σαματά-σάλο-φωνές-βαβούρα.
Πεθύμησα οι άνθρωποι απ' ό.τι πούνε
το αντίθετο ακριβώς να εννοούνε.
Επεθύμησα όταν βολτάρω
κάθε λίγο γνωστό να τρακάρω.
Επεθύμησα φίλους και κέρνα
και πιοτό και μεζέ σε ταβέρνα.
Πεθύμησα σαϊνια που μπαίνουν με το πρώτο
ΠΕΘΥΜΗΣΑ ΕΛΛΑΔΑ ΡΕ ΓΑΜΟΤΟ!






Η ΚΟΥΚΛΑ
Τα μάτια μου δυο πέτρες
άχυρα τα μαλλιά
ξύλα τα πόδια μου
το σώμα μου πανί με πριονίδι γεμισμένο.
Μια κούκλα ευτελής
σχεδόν ανυπόστατη
είμαι.

Κι όμως προβάλλω αξιώσεις
για προσοχή και αφοσίωση.
Καταλαμβάνω χώρο έτσι που κανείς
την ίδια ώρα δεν μπορεί
να είναι εκεί που είμαι.
Μιλώ και εκβιάζουνε τα λόγια μου αποφάσεις.
Με άλλες κούκλες
κοινωνικές συνάπτω σχέσεις.
Εργάζομαι
κοιμάμαι
περπατώ.
Λίγο ακόμα και θα έλεγα: "υπάρχω".


ΑΧΟΥ!..

Αχ! που θαρρέψατε πως εμεγάλωσα
και πως σοβάρεψα και πως εμυάλωσα...
Αχ! που μετρήσατε με μπόϊ το ψήλωμα
και μου στερήσατε χάδι και φίλεμα-

και με φορτώσατε αντίς για παίξιμο
ευθύνης βάδισμα-φροντίδας τρέξιμο...
Άχου! καλοί εσείς που μ' αποκόψατε
από τ' αγκάλιασμα-που μ' αποδιώξατε

απ' της αγκάλης σας το φίλο ζέσταμα
κι αποξεράθηκα κι είμαι για πέταμα...
Άχου! καλοί εσείς που από τις έγνοιες σας
έξω με βγάλατε τις ασημένιες σας...
Κι α! ζωής κακότροπο αγέρι σκότεινο
που σβεις κάθε όμορφο κεράκι κόκκινο...




TO ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ

Αχ! Πόσο το ’θελα αυτό το ωραίο δαχτυλίδι!
Ένα κενό τα μέσα μου που γέμιζε γεμίζει
και όπως στον παράμεσο τυλίγεται σαν φίδι
η σιγουριά που μου γεννά το νου μου τον ζαλίζει.

Έχω κι εγώ επάνω μου ένα πράγμα που να λάμπει
κάτι που δίχως να 'ξερα το είχα ανάγκη τόσο.
Κάτι που μες στη ζήση μου αδιάσπαστα θε να 'μπει-
κάτι που άφοβα μπορώ δικό μου να το νιώσω.

Τώρα μετά από  από τη δουλειά στο σπίτι μου τραβώντας
 από μακριά σα με θωρούν οι νέοι οι ταλαντούχοι
θα λεν απ’ τη μαστούρα τους απότομα ξυπνώντας «μάγκες, ο τύπος έρχεται το δαχτυλίδι που ’χει»’

Κάτι ζεστό το χέρι. μου αγγίζει επιτέλους.
Κάτι κοντά μου είναι πολύ-με συντροφεύει κάτι
και μοιάζει αυτή μου η αίσθηση να ’ναι η αρχή του τέλους
των συφορών που ολοζωής μου σκότιζαν το μάτι.

Με το λευκό του δέρματος ταιριάζει ανυπερθέτως
και με το σχήμα του χεριού αδιασπάστως δένει.
Ω! Φίλοι! Μες στη ζήση μου κάτι θ' αλλάξει εφέτος-
κάτι θαρθεί αγαπητό-χαρά με περιμένει...

Τώρα η γυμνότης των χεριών δεν ενοχλει-ωρισμένως
κάτι έπρεπε οπωσδήποτε σ' αυτή τη θέση να 'ναι-
πάντα μού ήταν άφιλα κι εγώ τους ήμουν ξένος'
τώρα η φιλιά κι η γνωριμιά τους δύο μάς μεθάνε.

Ω! Τα χρυσά-τα μαγικά-τα λάγνα δαχτυλίδια
πώς τη χαρά την άπιαστη χειροπιαστή μας δίνουν...
Ω! τα χρυσά-τ'αστραφτερά-τα λαμπερά στολίδια
ως και τα ράκη της ψυχής μπορούνε να ομορφήνουν.





ΜΕΞΙΚΑΝΙΚΑ...

Σε μεξικάνικη μια συντροφιά
δίπλα σαν κάτσεις κάποια μέρα
κάθε σου φεύγει ακεφιά-
κέφι πλανιέται στον αέρα.

Και "κε πασό" και "νάδα μας"
και "μούτσο γκράσιας" και "αμίγκο"
σα μεξικάνος θα μιλάς
θες και δε θες κι εσύ σε λίγκο'

Κι από αντίδραση ευθύς
στη γλωσσική τη μοναξιά σου
ίσως ξανά να θυμηθείς
τα ξεχασμένα ελληνικά σου.



HENCOCK PARK LIBRARY

Πέντε παρά δέκα απόγεμα. Publick library of Hencock park.
Κτίριο απρόσμενα άσπρο.
Νεοκλασσικό ελληνικό-σχεδόν ιπτάμενο.
Μιαν έκπληξη.
Σφυρίζοντας κατεβαίνουν δυο έφηβοι.
Μες στ' όνειρο τα μάτια τους δοσμένα.
Ιδεατοί.

Μπαίνω.
Ί would like..."
Χαμόγελο.
"Tio come please...this gentleman wants... Tio will show you... Thank you..." "Thank you..."

O ήλιος ενώ θα 'πρεπε να 'χει κρυφτεί
φωτίζει χαρούμενα τις στιγμές
μπαίνοντας από τ' ανοιχτά μεγάλα παράθυρα.

Μία απόκοσμη, αγγελική φωνή:
"Tio.the door please... thank you...thank you..."

Χρυσόδετα βιβλία στα ράφια.
Χώρος άνετος.

"Excuse me, l would like a book about parakeets..."
"This way please... thank you...thank you..."

Στην έξοδο.
"These books please..."
"Sure...thank you..."
χαμόγελο.
Γλυκιά ματιά αναίτια παρατεταμένη.
"Have a good night..Thank you... thank you..."
"Thank you...thank you..."
Γιατί ετούτο το δεκάλεπτο ντύθηκε άφθαρτα ρούχα;
Γιατί τα χέρια της αρπάχτηκαν απ' τα δικά μου καθώς υπόγραφα;
Ισως γιατί η Scherry
την ώρα εκείνην ακριβώς
συνουσιαζόνταν'
κι η μέρα τέτιαν ώρα ονειροντύνεται.
"Thank you...thank you...thank you..."
"Thank you...thank you...thank you...thank you..."




ΛΙΒΑΝΙ ΚΑΙ ΚΡΑΣΙ

Μια φορά το δίμηνο περίπου
οι ξερριζωμένοι συναθροίζονται.
Με τα καλά τους ντύνονται σεντόνια
γεμίζουνε τις τσέπες τους σπερνά λιβάνι και κρασί
και πάνε..

Τα κόκκαλά τους τρίζουνε στις χειραψίες.
Διοτακτικά κι αμήχανα τρώνε
σαν κάτι αταίριαστο να κάνουν.

To κρύο της βραδιάς μπαίνει στο δωμάτιο
σα να 'τανε το σπίτι ανοιχτό.

Ανάμεσα σε δυο άδειες καρέκλες η συνεχώς ομιλούσα κυρία'
ανάμεσα σε δυο χιονισμένα βουνά σιωπής
μια χαράδρα στεγνού λόγου.

Και η Τζούλια με τη μετάφρασή της.

Μια κυρία
κρατώντας ένα ποτήρι ψεύτικο κρασί
λέει δυνατά:
"ήμουν προϊσταμένη του κυρίου Κελέκη!"
Και οι λέξεις της πέφτουνε αμέσως κάτω
κούφια-άδεια λόγια'
γιατί η προϊσταμένη είναι κενή και γκρεμισμένη
και γιατί ποτέ δεν υπήρξε κύριος Κελέκης.

Λέξεις κενές
νομίζεις ότι τις φαντάστηκες.
Όμως όχι.
0 οικοδεσπότης -τρία δολλάρια το κεφάλι-
νιώθει την παρουσία τους
κι ανοίγει διάπλατα την πόρτα.
Οι λέξεις,
που δεν έχουν τι να κάνουν
ορμούν έξω.

Ομιλεί ο κύριος πρόεδρος:
"έχουμε την ευτυχή συγκυρία.." (πού την έχουν άραγε;)
"..τον κύριο Κωνσταντόπουλο
τέως δημοσιογράφο της ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗΣ.."
Ο κύριος Κωνσταντόπουλος από συνήθεια μόνο
διορθώνει: "της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ!"
και ξανακοιμάται.
Κάποιος γιατρός φωνάζει: "στην Αμερική
πρέπει ν' αγωνιστείς για να περάσεις στην αντίθετη όχθη'
μα όταν βρεθείς εκεί, αυτό ειν' όλο-σώθηκες!".
Τι να σημαίνει τάχα "σώζομαι" 'δώ πέρα;


ΚΑΠΟΙΑ
Κάποια τραγουδάει το τραγούδι μου.

Κάποια
με τα δικά μου χέρια χαϊδεύει τα τριαντάφυλλα.

Κάποια
μόνη στο πλήθος μέσα με γυρεύει.

Κάποια αποπέμπει τις ελπίδες
και μες σ' ακίνητα νερά σιωπηλή λάμνει.

Κάποια ορθή κι αμέτοχη στέκει
προσμένοντάς με για να τηνε ζήσω.

Κάποια
το βράδυ κάθεται στο τζάκι της μπροστά
και με τα χέρια της στις φλόγες γυρισμένα
βλέπει εντός τους τη μορφή μου
ακλόνητη κι ασίγαστη κι αδημονούσα.

Κάποια
με τα νύχια της υπομονής
ξεσκίζει κάθε μέρα την καρδιά της
μην ξεχαστεί και δεν πονεί-
μη και χαρεί μια μέρα.

Κάποια
περνά παραμερίζοντας τα σμήνη των μικρών ερώτων'

κάποια τις κρήνες αγνοεί και αξεδίψαστη
την ίδια την πηγή γυρεύει'

κάποια μιλεί στους γύρω με το στόμα
φυλάγοντας τις άλλες της φωνές'

κάποια
όταν πληγώνομαι πονεί'

κάποια
ένα ποίημα γράφει τώρα σαν αυτό
και στέκει απροσπέλαστη κι αγνή
προσμένοντάς με για να τηνε ζήσω.






Ο ΒΡΟΝΤΟΣΑΥΡΟΣ
Στις αφύσικες καμπυλότητες του κεφαλαίου μι
είναι χτισμένο το κέντρο.
Μέσα του τα ατσάλινα ρομπότ παίρνουν τον καφφέ τους.
Μπαίνω και περιμένω να περάσεις όπως κάθε μέρα.

Στους τοίχους περπατούν χορεύοντας πολλοί μικροί ROAD RUNNERS.
Απρόσεκτοι πέφτουν μέσα στα ποτήρια.
Οι ατσάλινοι τους καταπίνουν.

Ακόμα το χτες από ώδεν έχει φύγει.
Υγρό ιξώδες, όλα περιβάλλει.
Οι ατσάλινοι αυτό έχουν στο μέρος της κεφαλής.

Ένα χέρι ανοίγει το ραδιόφωνο.
Ακούγεται η φωνή του αρχηγού: "WE INSIST.."
Ζητωκραυγές. To ραδιόφωνο κλείνει.
Την ίδια στιγμή μπαίνεις νωχελής και εύχαρις.
Με κόβεις σε εκατό κομμάτια και με διαμοιράζεις.
Απορώ: "γιατί SHERRY;"
Απορείς με τη σειρά σου: "αλλιώς θα φάνε εμένα!" Σε κατανοώ.
Άλλο ένα πρωί πέρασε.



ΣΑΝΤΡΑ Η ΓΛΥΚΙΑ WAITRESS

Είσαι Αμερικανίδα
με άγνοια Ελληνικών
κι εν οίδα: ότι ουκ οίδα
λέξη εγώ Αγγλικών.

Αγκάθι της ερήμου
για γλώσσα έχεις εσύ
και είναι η δική μου
μια όαση χρυσή.

Χόρτα σου παραγγέλνω
μου φέρνεις κρεατικό.
Πίσω στα ξαναστέλνω
με τρόπο μιμικό.

Όταν σε δω μεθάω
χωρίς σταλιά πιοτί.
Σου λέω σ' αγαπάω
μου λες ποιος ξέρει τι…

Επίμονα κοπιάζεις
να κάνεις νοητό
το που απ' το στόμα βγάζεις
μυστήριο βουητό.

Μα τίποτα. Δεν πιάνω
λέξη απ' όσα λες
προσπάθειες κι ας κάνω
καθώς και συ πολλές.

Αλλά μωρό μου ξέρω
στις γλώσσες μας τις δυο
πώς ταίριασμα να φέρω
με τρόπο οριστικό:

θα συνεννοηθούνε
και μάλιστα πολύ
σ' ένα γλυκό α' δοθούνε
οι δύο τους φιλί.



ΝΑ ΣΩΠΑΙΝΕΙ

Μια κούκλα από τις όμορφες τις πλαστικές εκείνες
που τις βιτρίνες των λαμπρών εμπορικών στολίζουν
απέραντα, ασυγκράτητα κι ασίγαστα αγαπώ.
Της το 'πα' δε με κράτησε ο φόβος μην ντραπώ
κι ούτε έκρυβα τα μάτια μου που αγάπη καθρεφτίζουν
ούτε προτού να της το πω σκεφτόμουνα για μήνες.

Και κείνη δεν εμόρφασε μ' αηδΐα ή με "λύπη"
και ούτε με παράξενο με κύτταξε ένα βλέμμα
σα να μου λέει: "μπορείς και συ γι αγάπη να μιλάς;
μπορείς και συ αληθινά τάχατες να φιλάς;
μπορεί κι εσέ πιο κόκκινο να γίνει σου το αίμα
και της καρδιάς σου πιο γοργοί να γίνουνε οι χτύποι;"

για ν' απαντήσει μέσα της αμέσως: «βέβαια κι όχι»
και να με διώξει σίγουρη ότι δεν κάνει λάθος.
Μονάχα στέκονταν ορθή ακούοντας σιωπηλά
ενώ άφηνα του λόγου μου το ρυάκι να κυλά
και να της λέει για το άσβεστο που μ' άναψε το πάθος
στου κόσμου αυτού την άξενη που βρέθηκα την κώχη.

Μια μέρα που τα ψώνια μου θα έχω τελειώσει
απ' το λαμπρό κατάστημα εκείνο θα περάσω,
θα βρω τον ιδιοκτήτη του και κει ορθά κοφτά
δίνοντας ακατέβατα όσα μου πει λεφτά
το φως που τη βιτρίνα του στολίζει θ' αγοράσω
(σα δει το χρήμα πως κρατώ αμέσως θα τη δώσει).

Κι έτσι για πάντα δίπλα μου θα 'χω μια αγαπημένη
που "όχι" σ' ό,τι της ζητώ ποτέ της δε θα λέει'
τις νύχτες σro κρεββάτι μας θα πέφτουμε αγκαλιά,
όλα όσα μέσα μου κρατώ θα παίρνει τα φιλιά,
δε θα γελάει ψεύτικα ούτε ψεύτικα θα κλαίει,
και στις στιγμές τις μυστικές θα ξέρει να σωπαίνει.

Τα βράδια θα γυρίζουμε στις σκοτεινές παρόδους
(τη μέρα αν τηνε βλέπανε μπορεί να μου την κλέψουν)
λίγο για ν' αναπνεύσουμε αέρα καθαρό-
κι ύστερα αμέσως έρωτα που τόσο λαχταρώ'
και ολ' αυτά όσοι κουτοί αρνούνται να πιστέψουν
της τεχνικής στη σκέψη τους ας φέρουν τις προόδους.



Η ΘΑΛΑΣΣΑ

Όταν τελείωσε ο μακρύς αιμάτινος ο δρόμος
λύθηκε ο όρκος ο βαρύς κι αμέσως δρόμο πήρα
και βρέθηκα στης θάλασσας το κρύο και την αρμύρα.'
Όλα ήταν ίδια σαν και πριν μον' έλειπε ο τρόμος.

Γλάρος κανείς δε φαίνονταν, ουτε άστρο ούτε καράβι'
μόνος εγώ κι η θάλασσα και τ' αφρισμένο κύμα'
μόνος εγώ κι η θάλασσα και το κομμένο νήμα'
κι η γλώσσα μου της θάλασσας έτσι τα βύθη σκάβει:

"Κάλλιο να θανατώνονταν στους κόλπους τους υγρούς σου
η πρωταρχή κάθε ζωής, όταν στα μαύρα βύθη
των άφωτων σου ωκεανών ν' ανθίσει εβουλήθη.
Τότε κι εσύ δε θα 'κουγες κατάρες απ' τους γιους σου,

μέσα σου αφού αγέννητοι θα κείτονταν αιώνια,
ούτε και θα κατάκαιγαν τη σκέψη τους εκείνοι
στων ιδεών το φλογερό κι ανάλγητο καμίνι
μόρια αφού θα 'μεναν νερού μες στα υγρά σου αλώνια.

Γύρισα! Με ξαπόστειλες οτ' άγρια της γης τα πλάτη…
μου 'δωσες πόνο αντίς τροφή κι αντίς για πιόμα δάκρυ.
Και μ' έδιωξες. Εμέτρησα τη λύπη απ' άκρη σ' άκρη
πνοή χαράς γυρεύοντας που πάντα ήταν φευγάτη.

To Ναι και τ' Όχι μεσα μου ολοζωής με καίγαν'
σαν τα θεριά παλεύανε, δεν κέρδιζε κανένα
μόνο μου ανταριάζανε το νου μου και τα φρένα.
To αίμα τους επότιζε το Φόβο μου τον Μέγα

και κείνος εμεγάλωνε ώσπου με σκέπασε όλον.
Νύχτες επέρασα άγρυπνος ψάχνοντας στο σκοτάδι
για του ηλιού τη φωταυγή κι όλο έφτανα στον Άδη
να με κεντούν οι μαχαιριές βασανιστών διαβόλων.

Και κάθε μέρα σ' έπινα και σ' έμπαζα εντός μου
λες για ν' αντέξω κι όλο αυτό το χάος να γνωρίσω.
Μα να 'μαι τώρα! Έκανα ο,τ' είπες κι ήρθα πίσω!
Και τώρα απάντηση σ' αυτό που σε ρωτάω δος μου.

Πες μου η Πρώτη εσύ Αρχή-η Αιτία εσύ η Πρώτη
πες μου εσύ κάθε ζωής πάνω στη γη γεννήτρα
ποιος έσπειρε το σπόρο του στη σκοτεινή σου μήτρα
κι έπλασ' εμάς τους άχαρους η άχαρή σου νιότη;

Ποιος τάχα σε ξελόγιασε κι έχει η ζωή αρχίσει;
Και ποιος γυμνούς μας πέταξε στο κρύο και στο xιόνι
να μας θερίζει η Πεθυμιά κι ο Πόθος να μας λιώνει-
ποιος μας εμίσησε προτού ακόμα μας γεννήσει;

Ή είσαι εσύ του Σύμπαντος μια πόρνη σιχαμένη
και αγνοείς τα τέκνα σου ποιον έχουνε πατέρα-
πες μου λοιπόν ποιος όρισε να βλέπουνε τη μέρα
τα όντα και οι άνθρωποι που 'ναι από σε πλασμένοι;"

Και μία ήσυχη φωνή στο βόγγο μου απαντάει:
'Έλα και κύττα στων θολών νερών μου τον καθρέφτη'
θα δεις τη σκιά σου πάνω του μ' ορμή και βια να πέφτει
και το είδωλό μου τ' άψυχο με λύσσα να φιλάει.

Εσύ ο αίτιος-εσύ- της μακρινής πορείας.
Εσύ Σποριάς, εσύ Γαμπρός, εσύ και Σπόρος Γέννας.
Εσύ και από σένανε άλλος ποτέ κανένας
στα βάθη της ανθρώπινης αέναης Ουτοπίας".




ΜΕΡΙΚΗ ΟΝΕΙΡΙΚΗ ΧΕΙΜΑΡΡΙΚΗ ΧΙΜΑΙΡΙΚΗ ΙΜΕΡΙΚΗ ΕΠΙΚΑΙΡΙΚΗ (EN AMEPIKH) ΑΡΡΗΤΟΛΕΠΤΟΠΝΕΥΣΤΙΑ
Ή TO APMENAKI

Μικρό μικρό μικρό μικρό
κι όλο δοσμένο στο χορό
στου αη-Νικόλα το τρελλό
το χοροπανηγύρι'
για σε βαράνε τα βιολιά-
για σε οι χορογύροι.

Μαύρο μετάξι το μαλλ'ι
σταράτο δερματάκι
χείλια φτιαγμένα για φιλί
και για δαγκωματάκι.

Και πουπουλάκι ένα κορμί-
αερα, συννεφάκι-
πότε απαλά πότε γερά
σπρώχνει το ποδαράκι.

Κι όταν λυγώντας χάνεσαι
μες στου χορού τη χάβρα
σε φανερώνουν φωτεινά
τα μάτια σου τα λάβρα.

Γλυκούλι αρμενάκι μου
ποιου ηδονικού Καυκάσου
λαγκάδια πήγες κι έβρηκες
καιτα 'κανες δικά σου;

Κορμάκι μου γλυκόχυτο
μέσα σου ποια Ευτέρπη
αιθέρια και συθέμελα
κινώντας σε μας τέρπει;

Τρεμουλοτρανταχτάκι μου
χαροπονομοιράστρα
η λάβα είσαι μες στη γη
στον ουρανό είσαι τ' άστρα.

Αιθερονεραϊδόσπαρτη
και φιδομαγνητούσα
περβολομοσκομύριστη
και λαγονοφτερούσα'

λαχταροποθανάθρεφτη
σαγηνευτροχαδοϋσα
λαμπροφωτοπερίχυτη
και θανατοφιλούσα'

σκοταδομεταξόμαλλη
λαιμαστραποσκορπούσα
δερματοποθοστάλαγη
λαγονοκυματούσα'

γλυκοδιχαλοχώριστη
ρογοψηλοθωρούσα
μαρμαρογαλατόστηθη
καντιοχαμογελούσα'

αδειοκυπελλοσπάρταρη
γεματοποθοζώστρα
δροσερολαγκαδόφλογη
αντροποθοπυρώστρα'

πελματοχωματόφρυγη
κορφοτριανταφυλλένια
μεσοδαχτυλιδόζωστη
μαγουλομηλανθένια'

ψευτοχαμηλοκύτταγη
παντοκρυφοθωρούσα
σπουργιτοτρεμουλόστηθη
συντροφοτρυφερούσα'

διαμαντακριβοστόλιστη
συννεφοβελουδένια
φωνορυακομούρμουρη
δαχτυλοκρινανθένια'

αρεταγγελοκάμωτη
δαιμονοβασανούσα
φρεσκοκερασομύριστη
χαδερωτοζητούσα΄

γοφοσειστομαστόρισσα
γλυκοτρανταχτοστήθω
καμπυλοκνημοταίριαστη
μελοζαχαροβύθω'

ολογυροπεθύμητη
γονατοφιλντισένια
γυμνολοφοσμιγούσα μου
μικρούλα μου μελένια'

ψυχούλα του πανηγυριού
και της γιορτής γιορτούλα
ματάκια τω' ματιώνε μου
γλυκειά μου αρμενοπούλα

ας σ' έφερνε στο πλάϊ μου
το φτερωτό σου βήμα
να σου ψιθύριζα στ’ αυτί
το έρμο ετούτο ποίημα...






ΕΜΦΑΝΗΣ Ή Η WAITRESS

Ήταν ψηλή με πρόσωπο ωραίο'
λίγο αδύνατη αλλά με συμμετρία'
το σώμα έμοιαζε πιο νέο
για τη μεγάλη της την ηλικία.

Μια εμφανής σεμνότης την κρατούσε.
Συχνά γελούσε μα αρκετά συγκρατημένα.
Για φαγητό όταν ρωτούσε
τα μάτια είχε κατεβασμένα.

Για ένα μεσόκοπο σαν εμένα
σωστό μου έμοιαζε να την παντρευόμουν
έτσι όπως μ' είχανε ξεχασμένα
όσοι ασίγαστα εγώ σκεφτόμουν.

Σ’ ένα παιδί που ήξερα δυο χρόνια
καθώς ετρώγαμε μίλησα με ζέση
(είχανε φύγει τα γκαρσόνια):
εκείνη η γυναίκα μου αρέσει.."

Σα να μιλούσε στον εαυτό του
"μ' ένα κατόφραγκο" μου λέει, "ξαπλώνει υπτίως".
Και γύρισε στο φαγητό του-
δολλάρια εννοούσε ο αχρείος.




ΣΥΧΩΡΕΣΤΕ ME

Αν κάποια μνήμη πέρα από το σκότος και το φως μ' εξουσιάζει΄

αν κάποια ρίζα ακλόνητη είναι
που μ' έχει μεγαλώσει φύλλο ολότρεμο του κάθε αγέρα'

αν κάτι ανυπόκριτο με ξαναχτίζει μακριά του'

αν κάτι πέρα απ' το Εκεί κι από το Τότε θάλλει κάπου
ανύποπτον ορίζοντάς με΄

αν κάτι που μου ανήκει, οριστικά κλείνει τον κύκλο του'

αν κάτι σίγουρα μου 'χει δοθεί αθάνατο,
μοναδικό,
αγνό,

αν κάτι ασύλληπτο από την ανθρώπινη ουσία με δονεί'

αν κάτι βρίσκεται αληθινό
που δικό μου να 'ναι και δικό μου μόνο,

απ' αυτό
απ' αυτό,
απ' αυτό ζητώ
να μου δώσει τη δύναμη
να μιλήσω και να πω-"συχωρέστε με-
συχωρέστε με όντα αυτού του κόσμου
γιατί υπήρξα κι εγώ ανάμεσά σας".

Κι απ' αυτό
απ' αυτό
απ' αυτό-
το πιο βαθύ από το κορμί μου'
το πιο κρυφό από την ψυχή μου'
το πιο μεγάλο μου από το νου'
απ' αυτό ζητώ, όντα αυτού του κόσμου,
να σας δώσει τη δύναμη να με νιώστε όταν λέω:
"συχωρέστε με-συχωρέστε με όντα αυτού του κόσμου
γιατί υπήρξα κι εγώ ανάμεσά σας".




ΕΚΕΙ

Η ανεψιά μου πήρε προχτές απ' την Αθήνα
και μου 'πε πως μακριά μου ειν' άοσμα τα κρίνα
και ότι δε μεθάνε το ούζο κι η ρακή.
Πόσο με θέλουν όλοι όταν δεν είμαι εκεί!

Και μου 'γραψ' ο ανηψιός μου πως έχει αδυνατίσει
και δεν μπορεί σε ύπνο το μάτι του να κλείσει
και να ντυθεί και πάλι θα πάει στο χακί.
Ω! Πώς με θέλουν όλοι όταν δεν ειμ' εκεί!

Στους φίλους μου απ' όλους περσότερο όμως λείπω
γιατί καθώς εμένα δε βρίσκουν άλλον τύπο'
οι άλλοι τους-λεν-οι φίλοι τούς είναι φορτικοί.
Πόσο με θέλουν όλοι όταν δεν ειμ' εκεί!

Και να με λησμονήσει μια φίλη μην μπορώντας
κι άλλονε σαν εμένα να βρει αδυνατώντας
έβαλε πλώρη να 'ρθει για την Αμερική.
Με θέλουν πράγματι όλοι όταν δεν είμαι εκεί.

Ως κι οι συνάδελφοί μου αφήσαν τη δουλειά τους
γιατί σε μένα είχαν μονάχα τα μυαλά τους
κι άνεργοι τριγυρίζουν τώρα και νηστικοί
και μαύρη ζουν μια ζήση που εγώ δεν ειμ' εκεί.

Κι εγώ, επειδή όλοι να με ζητούνε θέλω
τα χαιρετίσματά μου από μακριά τους στέλλω
αλλά δε θα γυρίσω στη χώρα μου, γιατί
κανείς δε θα με θέλει όταν θα ειμαι εκεί.