ΜΝΗΜΕΣ ΦΩΤΙΑΣ
Η Ελλάδα καίγεται, ο Καναδάς καίγεται, το Μαϊάμι καίγεται, η Ιταλία και η Ισπανία καίγονται…
Ήταν λοιπόν το χίλια εννιακόσα ενενήντα τόσο, στο Λος Άντζελες.
Καλοκαίρι. Φωτιές σ’ όλη την Καλιφόρνια. Τηλεοράσεις και ραδιόφωνα έδιναν συμβουλές για προσοχή των πολιτών σχετικά.
Ένα μεσημέρι, μετά τη δουλειά, πήρα δυο πατατοκεφτέδες και ένα μήλο και πήγα στο γειτονικό δασάκι όπου υπήρχαν δημόσιες μπάρμπεκιου, να ψήσω και να φάω τις πατατοκεφτέδες και το μήλο μου στην εξοχή.
Πήγα με το αυτοκίνητό μου, το άφησα πιο κει και βρήκα μια από τις δημόσιες ψηστιέρες που υπάρχουν σε κάθε προσιτό δασάκι. Η ψηστιέρα έκαιγε ακόμα με λίγα μισοσβησμένα κάρβουνα που είχαν απομείνει.
Πιο κει ήταν δύο μεγάλα παιδιά-εικοσάρηδες περίπου, που έπαιζαν με ένα ηλεκτρονικά οδηγούμενο αυτοκινητάκι.
Μάζεψα δυο τρία ξυλαράκια και τα έριξα στα κάρβουνα, βάζοντας στη σκάρα και τις πατατοκεφτέδες μου.
Ούτε στις πυρκαγιές πήγε το μυαλό μου, ούτε στην υπόδειξη να μην ανάβουμε φωτιές στα δάση την περίοδο εκείνη. Αυτό ίσως επειδή η δική μου «φωτιά» ήταν απολύτως ελεγχόμενη από μένα. Και μάλιστα, για καλό και για κακό, αφού οι κεφτέδες μου ψήθηκαν, έριξα και λίγο νερό που είχα μαζί μου πάνω στις που είχαν απομείνει ζεστές στάχτες.
Έτσι, στην αρχή παραξενεύτηκα όταν, αφού είχα αποφάει τις πατατοκεφτέδες και καθάριζα με ένα μαχαίρι το μήλο μου, είδα ένα αστυνομικό αυτοκίνητο να σταματάει λίγα μέτρα μακριά μου και από μέσα του να βγαίνουν δύο αστυνομικοί.
Με πλησιάζουν ο ένας πίσω από τον άλλο, ενώ κι εγώ πήγαινα προς αυτούς με το μαχαίρι στο χέρι.
Σταμάτησαν λίγα μέτρα μακριά μου. Στάθηκα κι εγώ.
«Πλησιάζετε παρακαλώ;» μου λέει ο πρώτος.
Άρχισα να περπατώ προς αυτούς.
«Παρακαλώ αφήνετε κάτω το μαχαίρι;»
‘Ηξερα και είχα διαπιστώσει και από άλλη φορά που είχα κουβέντα μαζί τους, την ευγένεια των αμερικανών αστυνομικών. Εντούτοις και αυτή τη φορά την θαύμασα.
Άφησα κάτω στο χώμα το μαχαίρι και προχώρησα προς αυτούς.
«Εσείς ανάψατε τη φωτιά;» με ρωτάει ο πρώτος.
«Όχι», του λέω, «ήταν αναμμένη όταν ήρθα».
«Είδατε κανέναν όσο ήσασταν εδώ;»
Του είπα για τους δύο νεαρούς.
«Παρακαλώ μου δίνετε τα χαρτιά σας;»
Του έδωσα την άδεια οδήγησής μου που στην Αμερική είναι η ταυτότητα.
Αφού με ρώτησαν πώς με λένε, που εργάζομαι, γιατί βρέθηκα εκεί, «Περιμένετε εδώ», μου είπαν, και πήγαν προς το αυτοκίνητό τους.
Προφανώς αφού είδαν ότι ήμουν «καθαρός», βγήκαν και μου έδωσαν την ταυτότητά μου λέγοντάς μου: «Ξέρετε βέβαια ότι απαγορεύεται να ανάβετε φωτιά τον καιρό αυτό στα άλση».
Τους διαβεβαίωσα πως ναι.
Και έφυγαν.
Φαίνεται ότι τους οδήγησε ως εκεί ο καπνός που έβγαινε από τη φωτιά όταν πρωτοάναβε, κάτι που θα το είδαν βέβαια από τα ελικόπτερα που τριγύριζαν γι αυτόν το σκοπό τις ημέρες εκείνες.
Σκέφτηκα τι θα γινόταν αν έρχονταν λίγο νωρίτερα, όταν οι πατατοκεφτέδες μου ψήνονταν…
Σκέφτηκα τι θα γινόταν αν με έβρισκαν με τις πατατοκεφτέδες μου ζεστές ακόμα και μισοφαγωμένες.
Σκέφτηκα τις ειδήσεις στις εφημερίδες τότε της επομένης: «Αλλοδαπός ανάβει φωτιά στο (τάδε) άλσος».
Σκέφτηκα τι θα γινόταν αν οι αστυνομικοί ή δεν πίστευαν ότι δεν άναψα εγώ τη φωτιά, ή αν τους αρκούσε ότι υπήρχε φωτιά κοντά μου και με συνελάμβαναν χωρίς ερωτήσεις…
Σκέφτηκα δικαστήρια, φυλακές, απελάσεις…
Όμως όχι. Οι αμερικανοί δεν έχουν ανάγκη να συλλαμβάνουν για να συλλάβουν. Οι νόμοι τους τούς επιτρέπουν την ελαστικότητα όταν οι σαφείς ενδείξεις είναι υπέρ του «υπόπτου», με αντιστάθμισμα όμως την ανελέητη (και δικαιολογημένη) χρησιμοποίηση του πέλεκυ του νόμου σε έναν πραγματικό παραβάτη του.