Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΒΑΒΕΛ
Αδυναμία δεν νιώθαν.
Μια πλήξη μόνο φορές φορές,
αγέρωχοι για ό,τι εκάναν.
To μυαλό τους καθόλου στροφές δεν είχε.
Όλα ίσια,
σαν τη γραμμή που έφτιαχνε στον ουρανό ανεβαίνοντας
ο Πύργος.
Κι αγαπημένοι αναμεταξύ τους.
Με κοινά τα όριά τους όλα-χωρίς προκατάληψη.
Ώσπου μια μέρα κάτι εφύσησε γύρω τους.
Μικρό, σιγανό κι απότομο
σαν τίναγμα φιδιού προτού, πικρά, δαγκώσει.
Τους άγγιξε παντού.
To νιώσαν μ' όλες τις αισθήσεις τους.
To αυτί ετρόμαξε στον ξένον ήχο.
To μάτι έκλεισε για μια σπγμή
σα μιαν αυλαία θεάτρου που είχε ανοίξει
και δε φανέρωσε θεατές,
ή καθώς φέρετρο για να μη δείξει κάτι αποτρόπαιο
κλείνει.
Ριγήσαν τα κορμιά. Και μες στο στόμα
παράξενα συσπάστηκεν η γλώσσα.
Όταν
αφού τους διαπέρασε,
η πνοή εχάθη,
συνήλθαν ξένοι,
άγνωστοι,
εχθροί αναμεταξύ τους.
Με λέξεις ανυπότακτες.
Η ύπαρξή τους όλη ακατανόητη.
Και πλάϊ εκεί
ο μισοτελειωμένος Πύργος
αδημονία γεμάτος.
Και σκορπίστηκαν σ' όλη τη γη.