ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ
Ο Αγησίλαος κοίταξε το ρολόι.
Δώδεκα παρά είκοσι.
Περιμένοντας, καθιστός στην καρέκλα, αναθυμόταν.
Είχε έρθει με το γιο του στην Αμερική πριν από δώδεκα χρόνια. Βλέποντας ότι μένοντας στην Ελλάδα ο γιος του θα πήγαινε χαμένος, τον έφερε στην Αμερική. Ο γιος του ήταν καλός στα μαθηματικά και θα μπορούσε να έχει μια καλή πρόοδο. Μα ο χαρακτήρας του, συνδυαζόμενος με την πρόοδο στην Ελλάδα μόνον εκείνων που έχουν γνωριμίες, με την παντελή εκ φύσεως αδυναμία του να διεκδικήσει κάτι, αλλά και με τον αμίλητο χαρακτήρα του, με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγούσαν στον καταποντισμό κάθε δυνατότητα και επιθυμία του για πρόοδο.
Αν ο Αγησίλαος θα ήθελε να περιγράψει το γιο του με μια λέξη, αυτή θα ήταν «αδιάφορος».
Αδιάφορος για όλα.
Ήταν αμίλητος, ήταν περιορισμένης ικανότητας ως προς ελιγμούς, ακόμα και νόμιμους και επιτρεπτούς και ακόμα επιβαλλόμενους από τις περιστάσεις, ήταν κρυψίνους, ήταν με ένα λόγο αυτό που έλεγε ο πατέρας του Αγησίλαου χαρακτηρίζοντας τους τέτοιους ανθρώπους, ένας «μοσκιός».
Μοσκιός στην οικογένεια του Αγησίλαου ήταν ο αδελφός του Αγησίλαου Γιάννης, και ακόμα ένας αδελφός του πατέρα του, ο Παναγιώτης.
Ο Γιάννης ήταν γιατρός και ο Παναγιώτης μπακάλης. Και οι δυο τους μαζί, δεν θα είχαν πει ποτέ μέσα σε μια μέρα τόσες λέξεις που να σχημάτιζαν, αν τις ένωνες, δύο μέτριας έκτασης προτάσεις. Τόσο λιγόλογοι και σκουντούφληδες ήταν. Και κάποιο κοινό τους: η λατρεία του χρήματος.
Στον Αγησίλαο ο γιος του δεν είχε μοιάσει σε τίποτα.
Ο Αγησίλαος ήταν ομιλητικός, του άρεσε η συζήτηση, του άρεσε να ζητάει τη γνώμη άλλων ή να δίνει τη γνώμη του όταν του ζητιόταν, αρεσκόταν να μιλάει για την πολιτική, και ακόμα, όταν οι δυο τους, εκείνος και ο γιος του, ήταν για κάποιο χρονικό διάστημα της ημέρας μαζί στο σπίτι, του φαινόταν σωστό να μην μένουν, για ώρες ίσως, αμίλητοι, αλλά να σπάνε τη σιωπή τους για λίγο, ανταλλάσσοντας απόψεις για κάποιο ζήτημα, παρά να μένουν αμίλητοι και οι δύο, σαν δυο άγνωστοι στο πάρκο-μα και οι δυο αυτοί μεταξύ τους άγνωστοι δεν θα έλεγαν μια κουβέντα ο ένας στον άλλο;
Ο γιος του όμως δεν είχε αυτή την τόσο ανθρώπινη συνήθεια.
Ακόμα, όσες φορές ερχόταν ένα θέμα όπου υπήρχαν δύο πλευρές του, ποτέ δεν συνέπεσαν η πλευρά του Αγησίλαου με αυτήν του γιου του. Μαύρο ο ένας. Άσπρο ο άλλος. Αυτό ο ένας, εκείνο ο άλλος. Ναι ο ένας, όχι ο άλλος.
Ο Αγησίλαος και ο γιος του ήταν δυο άγνωστοι που ζούσαν μέσα στο ίδιο σπίτι.
Και πίεζε τον εαυτό του ο Αγησίλαος να δέχεται αυτή τη συμπεριφορά του γιου του σαν φυσιολογική, λυπούμενος στο βάθος που ο γιος του ήταν, εκτός από μοσκιός, και τόσο διαφορετικός από αυτόν.
Δυο ξένοι ο ένας για τον άλλο.
Πολλές φορές ο Αγησίλαος σκεπτόταν γιατί να συμβαίνει αυτό. Γιατί ο γιος να μην μοιάζει, έστω σε κάτι, στο πατέρα;
Η ερώτηση βέβαια ήταν ρητορική γιατί η ιατρική έχει να πει κάτι για τα γονίδια σε σχέση με αυτό, όμως δεν έπαυε να είναι κάτι όχι επιθυμητό από τον γονέα.
Γιατί ο γιος, μη γνωρίζοντας όσο είναι νέος τη ζωή και τις παραξενιές της, θεωρεί βέβαιο ότι αυτός είναι ο «σωστός» και όλοι οι άλλοι ανεξέταστα και απλά διαφορετικοί, που θα πει όχι σωστοί.
Τίποτε δεν συνέδεε λοιπόν τον Αγησίλαο με τον γιο του παρά μόνον η υποχρέωση που ένιωθε «να κάνει το καθήκον του» σαν πατέρας, όπως λένε οι μικροαστοί, δηλαδή να εξασφαλίσει μα καλή ζωή στο γιο του.
Ο ένας όμως ανεχόταν τον άλλο εξ ανάγκης.
Έκανε πολλές προσπάθειες ο Αγησίλαος, όχι να αλλάξει τον χαρακτήρα του γιου του που ήξερε ότι δεν γινόταν, αλλά να τον μάθει τουλάχιστον εξ αρχής μερικά πράγματα που θα τον βοηθούσαν να αντιμετωπίσει τις αντιξοότητες ή τους κινδύνους που έχει η ζωή.
Μάταιος κόπος.
Ο μοσκιός ήταν ανέκκλητα μοσκιός. Με δυσκολία κατόρθωνε ο Αγησίλαος να τον πείθει καμιά φορά να δέχεται να τον διδάξει, σαν μεγαλύτερος που ήταν, διάφορα σχετικά με την άμυνά του σε περίπτωση κινδύνου ή την επιτυχή αντίδρασή του σε διάφορες αντίξοες περιπτώσεις που θα συναντούσε ίσως κάποτε στη ζωή του.
Μα και τότε ο μοσκιός καθόταν αμίλητος απέναντί του κοιτάζοντας με ένα βλακώδες ύφος αλλού.
Ώσπου ο Αγησίλαος παραιτήθηκε από αυτή την προσπάθεια.
Τώρα αν ο μοσκιός ήτανε μοσκιός, ο Αγησίλαος από την άλλη, είχε μοιάσει στον δικό του πατέρα. Είχε τάση για συζήτηση διαφόρων θεμάτων, είχε επικοινωνιακή διάθεση, με όρεξη για εποικοδομητική ομιλία, που δεν της κατάπνιγε όταν η ώρα το έφερνε ή το απαιτούσε.
Το μόνο που είχε πάρει ο γιος του από την οικογένεια του Αγησίλαου, ήταν μια κίνηση που έκανε με τα τρία δάχτυλα του δεξιού χεριού του-αντίχειρα, δείκτη και μέσου-, που την έκανε και ο πατέρας του Αγησίλαου.
Έβαζε λοιπόν το μολύβι πάνω στις ράγες των δακτύλων αυτών, και κρατώντας κάθετο τον πήχυ του, το στριφογύριζε πάνω τους, ασυνείδητα, χωρίς ποτέ να του πέφτει όσην ώρα και αν κρατούσε το στριφογύρισμα αυτό.
Ήταν το μόνο που είχε πάρει από την οικογένεια του Αγησίλαου.
Ο Αγησίλαος ήταν γιατρός. Έκλεισε το ιατρείο του στην Ελλάδα και ήρθε με το γιο του στην Αμερική.
Πρώτο πράγμα να γράψει το γιο του στο σχολείο. Ύστερα, να ψάξει για δουλειά.
Στην αρχή, για ένα μήνα, έμειναν στο σπίτι μιας εξαδέλφης του Αγησίλαου στο Λος Άντζελες.
Το εφάπαξ που πήρε βγαίνοντας στη σύνταξη, ήταν για τον Αγησίλαο τα χρήματα που πήρε μαζί του φεύγοντας από την Ελλάδα. Άφησε και κάτι λεφτά στην Τράπεζα, για να του τα στέλνουν στην Αμερική αν τα χρειαζόταν.
Και τα χρειάστηκε γρήγορα γιατί η οικονομία μπορούσε να γίνει από όπου αλλού, αλλά όχι από το φαγητό και το ενοίκιο για το σπίτι που αργότερα νοίκιασε, και που γι αυτό μόνον έδινε πεντακόσια δολάρια το μήνα.
Παράλληλα, βρήκε δουλειά στο εργοστάσιο με πλεκτικές μηχανές που είχε ανοίξει ο εξάδελφός του.
Νυχτερινή βάρδια.
Μεξικάνοι δούλευαν την ημέρα. Θυμάται που έπρεπε να καθαρίζει την μοναδική τουαλέτα του εργοστασίου.
Το πρωί, ξάγρυπνος όλη νύχτα, έπρεπε να πάει με το αυτοκίνητο τον γιο του στο σχολείο. Δυο φορές, πηγαίνοντάς τον, κοιμήθηκε πάνω στο τιμόνι. Ξύπνησε πριν γίνει το κακό, που τόσο ανοιχτό είχε τον δρόμο μπροστά του για να συμβεί. Φαίνεται ότι ο Θεός ή ό,τι άλλο καθορίζει τις τύχες των θνητών πάνω σ’ αυτή τη γη, τον χρειάζονταν ζωντανό ακόμα.
Ύστερα δούλεψε σαν βαφέας στο συνεργείο του Γκρέγκορυ, ενός ρουμάνου. Ο Γκρέγκορυ ήταν ένα καλό παιδί, που είχε έρθει με τη γυναίκα του από την Ρουμανία. Είχε διαβήτη και έκανε ινσουλίνη κάθε μέρα.
Του έδινε είκοσι δολάρια την ημέρα, που έκλειναν τις οικονομικές τρύπες των δυο τους όσο η δουλειά αυτή διάρκεσε.
Ύστερα έγινε ζαχαροπλάστης. Έφτιαχνε γλυκά στο σπίτι και τα πουλούσε χοντρικά σε έναν αρμένη ψιλικατζή, ο ποίος τα μεταπουλούσε λιανικά.
Στο διάστημα αυτό έδωσε εξετάσεις για να αποκτήσει τη δυνατότητα να εργαστεί σαν γιατρός στην Αμερική. Δεν πέρασε.
Τέλος βρήκε δουλειά σε ένα σούπερ μάρκετ όπου έβαζε τα πράγματα που αγόραζαν οι πελάτες σε σακούλες.
«Paper or plastic?”
Πόσες άραγε δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες φορές να είχε κάνει την ερώτηση αυτή στους πελάτες;
Τότε είναι που έφυγαν από το εργοστάσιο και έπιασαν ένα μικρό διαμέρισμα σε μια φτωχογειτονιά στο Canoga Park.
Ψάχνοντας στα σκουπίδια είχε βρει τα απαραίτητα έπιπλα για το σπίτι-δυο καρέκλες, ένα τραπέζι, ένα μπουφεδάκι. Και από τα καταστήματα πώλησης χρησιμοποιημένων ρούχων έβρισκε κατά καιρούς τα ρούχα που οι δυο τους χρειάζονταν.
Από αυτή την τελευταία δουλειά που κράτησε δέκα χρόνια, έβγαλε μία σύνταξη-κάπου εκατόν ογδόντα δολάρια το μήνα. Με τις δουλειές αυτές, μαζί και με τα λεφτά της σύνταξης που του έρχονταν κάθε μήνα από την Ελλάδα, μπόρεσε να σπουδάσει τον αμίλητο και σκουντούφλη γιο του, τον μοσκιό γιο του.
Μα το γεγονός ότι ο γιος του δεν ενδιαφερόταν για τίποτε, είχε μια εξαίρεση: ενδιαφερόταν μόνο για το χρήμα.
Μόνον όταν μιλούσε γι αυτό, άρθρωνε λίγες λέξεις πάρα πάνω, λέξεις απληστίας, και μόνον τότε το μάτι του έλαμπε ζωηρό.
Ήταν ο σωστός άνθρωπος για την Αμερική. Ο Αγησίλαος τον είχε φέρει, χωρίς να το ξέρει , στο στοιχείο του-εκεί όπου όλοι συζητούν για, και αγαπούν, μόνον τα λεφτά.
Προς το τέλος των σπουδών του άρχισε να πληρώνεται με κάποιο μηνιαίο ποσό.
Τις δυο πρώτες φορές έβαλε τα λεφτά του στην ίδια Τράπεζα και στον ίδιο λογαριασμό που έβαζε και ο Αγησίλαος τα δικά τους.
Τον ρώτησε πόσα λεφτά έπαιρνε από τη δουλειά του, όμως εκείνος δεν του είπε.
Δεν τον ξαναρώτησε.
Άβυσσος όχι μόνον η ψυχή του, αλλά και το μυαλό αυτού του ανθρώπου.
Κάθε μέρα τον πήγαινε και τον έφερνε από τη δουλειά του, του ετοίμαζε φαγητό , έκανε ό,τι πρέπει να κάνει ένας πατέρας για να βοηθήσει το γιο του να αφοσιωθεί στις σπουδές του.
Ναι, τον πρόσεχε το γιο του ο Αγησίλαος. Στην Αμερική, μια ξένη χώρα, όπου οι αρχές επίσημα συνιστούσαν στους πολίτες να έχουν πάντοτε μαζί τους λίγα χρήματα ώστε όποιος τους λήστευε να τον αφήσουν να ζήσει γιατί αν δεν είχαν να τους δώσουν κάτι θα θύμωναν και θα τον σκότωναν, σε μια χώρα όπου κίνδυνοι κάθε είδους ελλοχεύουν σε κάθε βήμα σου, ένα παιδί δεν θα ήταν φρόνιμο να αφεθεί χωρίς προστασία και συμβουλές. Και όταν πήγαν στην Αμερική, δώδεκα χρονών ήτανε ο γιος του.
Περνώντας τα χρόνια και όταν είδε ότι ο γιος του ήθελε να παντρευτεί, αυτό άρεσε στον Αγησίλαο. Γιατί έτσι δεν θα ήταν μόνος του στην μεγάλη αυτή χώρα. Στις γνωριμίες τους ήσαν και δύο κοπέλες. Η μια ήταν ελληνίδα, η Αγγελική, ένα κορίτσι πανέμορφο, μια κλασική ελληνική ομορφιά,σπουδασμένο, σεμνό, μια τέλεια περίπτωση για έναν άντρα που έχει μυαλό.
Όταν τον ρώτησα γι αυτήν, δεν μίλησε βέβαια, μα ούτε την παντρεύτηκε. Το γιατί και πώς, μόνον αυτός το ήξερε, και όπως όλα το κράτησε και αυτό παντελώς αμίλητο.
Η άλλη περίπτωση ήτανε η Άβαν, μια αιγύπτια κοπέλα, μια χαρούμενη ύπαρξη, ένα λογικό κορίτσι, που κάθε που είτε ο Αγησίλαος είτε ο γιος του είχαν γενέθλια ή κάποια γιορτή, τους τηλεφωνούσε. Και άλλες φορές τηλεφωνούσε απλά για να δει τι κάνουνε.
Ένας άγγελος επί της γης.
Ο μοσκιός τα ίδια.
Ο Αγησίλαος σκεφτόταν τι να είχε άραγε ο γιος του στο αμίλητο μυαλό του σχετικά με τη γυναίκα που θα ήθελε για σύζυγο. Χωρίς βέβαια ποτέ να μπορέσει να μάθει.
Κάποια βράδια ο γιος του έβγαινε με φίλους του και ερχόταν αργά.
Του είχε πει να του τηλεφωνεί όταν επρόκειτο να αργήσει, και πράγματι απόψε του είχε τηλεφωνήσει και του είπε ότι θα αργούσε.
Και ο Αγησίλαος τον περίμενε ώστε ήσυχος μετά να κοιμηθεί.
Ήρθε κατά τη μία η ώρα.
Πριν πέσει για ύπνο είπε: Τα λεφτά δεν τα έβαλα στην Μπανκ οφ Αμέρικα.
Ο Αγησίλαος παραξενεμένος τον ρώτησε αυθόρμητα: Γιατί;
Ο γιος του απάντησε: Τα έβαλα σε άλλη.
Ο Αγησίλαος ρώτησε: Σε ποια;
Ο γιος του απάντησε: Σε άλλη.
Από εκείνη την ώρα ο Αγησίλαος δεν είχε παιδί. Ήταν σαν να μην είχε αποκτήσει ποτέ, ή σαν αυτό να είχε πεθάνει.
Και έφυγε από την Αμερική.
Μέχρι τότε τον κρατούσε εκεί η σκέψη ότι ένας άνθρωπος μόνος παντού στον κόσμο και περισσότερο στην Αμερική, είχε ανάγκη από κάποιον δικό του. Γιατί ποιος θα του παραστεκόταν αν του συνέβαινε κάτι κακό;
Μα τώρα, μιας και δεν υπήρχε πια ο γιος του, δεν υπήρχε κανένας δικός του άνθρωπος στην Αμερική για να τον βοηθούσε αν χρειαζόταν.
Και, ο Αγησίλαος, έφυγε από την Αμερική.
Και πήγε στην Ελλάδα.
Αργότερα, έμαθε ότι κάποιος με το ίδιο επώνυμο με αυτόν, που οι άλλοι θεωρούσαν πως ήταν γιος του, παντρεύτηκε μία φτωχή πόρνη.
Αυτός, ο Αγησίλαος, το φάντασμα αυτό το οποίο παντρεύτηκε, το είχε πάρει από την Ελλάδα και το πήγε στην Αμερική γιατί στην Ελλάδα θα χανόταν.
Μα η μοίρα φαίνεται ότι δεν αλλάζει όταν αλλάξει κανείς τόπο. Γιατί να! και στην Αμερική, και μάλιστα ανύπαρκτος, πήγε χαμένος αυτός που κάποτε ήταν γιος του και που εδώ και καιρό δεν υπήρχε.
Τη μοίρα τους οι άνθρωποι την κουβαλάνε μαζί τους όπου και να βρεθούν.
Πέρασαν χρόνια.
Πριν ο Αγησίλαος φύγει από την Αμερική, ήξερε ότι δικαιούταν μια σύνταξη διακοσίων δολαρίων το μήνα για τα δέκα χρόνια που δούλεψε σαν «μπαγκ μπόι» στις σακούλες του σούπερ μάρκετ.
Μα φεύγοντας, δεν σκέφτηκε να ενδιαφερθεί για τη σύνταξη αυτή, επειδή δεν γνώριζε τα κατατόπια και τις ενέργειες και τις διατυπώσεις που έπρεπε να διαπεραιωθούν για να πάρει αυτή τη σύνταξη. Ίσως γιατί έτσι ήταν τα σχετικά πράγματα στην Ελλάδα, και θεώρησε ότι έτσι θα είναι και στην Αμερική.
Πέρασαν πάνω από δέκα χρόνια. Ώσπου, ένας ελληνοαμερικανός φίλος του που ήρθε από την Αμερική, και που ήταν γνώστης όλων των σχετικών με εργατικά δικαιώματα και συντάξεις στην Αμερική, γιατί και εκείνος εργαζόταν σε σούπερ μάρκετ, τον ρώτησε πόση σήνταξη παίρνει.
Του είπε βέβαια ότι δεν παίρνει σύνταξη γιατί δεν φρόντισε γι αυτό. Εκείνος του είπε ότι η σύνταξη βγαίνει χωρίς να χρειάζεται καμία ενέργεια από μέρους του ενδιαφερόμενου, και ότι αν είχε κάποιον λογαριασμό στο όνομά του, η σύνταξη θα πήγαινε εκεί. Και ότι θα πρέπει να έχουν μαζευτεί τώρα πάνω από είκοσι χιλιάδες δολάρια όλο αυτό το διάστημα. Και του είπε ότι όταν γυρίσει στην Αμερική, θα κοίταζε το θέμα.
Πράγματι, γυρίζοντας ο φίλος του στην Αμερική, τον ενημέρωσε ότι τα λεφτά πηγαίνουν στην Τράπεζα, αλλά ότι κάποιος κάνει ανάληψη του ποσού που μπαίνει κάθε μήνα. Ο λογαριασμός αυτός ήταν ο κοινός λογαριασμός που είχε ο Αγησίλαος όταν ήταν στην Αμερική, μαζί με αυτόν που τότε ακόμα θεωρούσε γιο του.
Το είπε αυτό στον φίλο του και εκείνος πήγε και βρήκε τον ανύπαρκτο για τον Αγησίλαο γιο, ο οποίος του ομολόγησε ότι αυτός παίρνει τα λεφτά κάθε μήνα, του υποσχέθηκε να μην τα ξαναπάρει, και τον παρακάλεσε να μην αναφέρει το πράγμα στους αρμοδίους κρατικούς υπαλλήλους.
Ο Αγησίλαος όταν το έμαθε αυτό σκέφτηκε: «Ένας γιος που δεν υπάρχει, έκλεψε από τον πατέρα του τα χρήματα που αυτός έβγαζε με το αίμα της ψυχής του για να σπουδάσει αυτόν το γιο, όταν νόμιζε πως υπήρχε. Σκέψου τι θα του έκανε ο γιος αυτός αν υπήρχε ακόμα…»