Αθήνα
Ένα απομεσήμερο μπήκα σε ένα τρόλεϊ.
Καθώς καθόμουν, ήμουν αντιμέτωπος με δύο-έναν άντρα και μια γυναίκα, που κάθονταν μπροστά και αριστερά μου. Λίγο ψηλότερος ο άντρας. Πανέμορφοι και οι δύο. Μελαχρινοί. Πρόσωπα καθαρά, μαλλιά μαύρα περιποιημένα χωρίς εκζήτηση. Το απάνθισμα της ράτσας τους. Ντυμένοι και οι δυο με πεντακάθαρα ρούχα απλά, χωρίς κάτι το ιδιαίτερο επάνω τους. Μου έμοιαζαν σαν μιγάδες. Μάτια κατάμαυρα, έξυπνα και λαμπερά. Θύμιζαν φυλές κρεολές ή Μαορί, ή Μαροκινούς-δεν τα ξέρω καλά αυτά και ούτε από τη γλώσσα που μιλούσαν κατάλαβα κάτι.
Είπα από τη γλώσσα που μιλούσαν. Λάθος. Εκείνη δεν μίλησε καθόλου. Εκείνος δεν σταμάτησε καθόλου να μιλάει. Αυτό σε όλη τη διάρκεια του «ταξιδιού» με το τρόλει που κράτησε μισή ώρα.
Ο άντρας μιλούσε. Μιλούσε στη γυναίκα. Μιλούσε κοιτάζοντας πότε ευθεία μπροστά του και πότε στρέφοντας ελαφρά προς τα αριστερά-όπου κάθονταν η γυναίκα-το κεφάλι του, χωρίς ποτέ, ούτε για μια στιγμή, να κοιτάξει τη γυναίκα. Ο λόγος του απευθυνόταν στη γυναίκα. Και ήταν σαν να της διηγόταν κάτι που έγινε χωρίς αυτή να ήταν εκεί για να το έχει δει, ή σαν να ανέπτυσσε μία θεωρία που την εξηγούσε με απλά και κατανοητά λόγια.
Σίγουρος για τον εαυτό του.
Το στόμα του δεν σταμάτησε να μιλάει ούτε λες για να πάρει μιαν ανάσα. Μιλούσε αβίαστα, όχι δυνατά, χρωματίζοντας τη φωνή του μα χωρίς χειρονομίες. Μιλούσε σίγουρος ότι η γυναίκα τον ακούει.
Δεν αγνοούσε τη γυναίκα, ξεκάθαρα σ’ αυτήν μιλούσε, το έδειχναν αυτό οι κινήσεις του κεφαλιού του. Ενός κεφαλιού όμορφου, υπερήφανου, που ούτε μια φορά δεν έσκυψε για να δει τη γυναίκα.
Και η γυναίκα; Η γυναίκα τι έκανε όλη αυτή την ώρα;
Η γυναίκα λοιπόν, είχε στραμμένο το πρόσωπό της δεξιά και ελαφρά προς τα πάνω, ώστε να βλέπει τον άντρα. Και σε όλη τη διάρκεια του «ταξιδιού» δεν κίνησε το κεφάλι της καθόλου από τη στάση του εκείνη. Ούτε οι στροφές του τρόλει, ούτε οι στάσεις, ούτε το ανεβοκατέβασμα των ανθρώπων σ’ αυτές, έκαναν αυτήν να μετακινήσει για μιά έστω φορά και έστω για λίγο το κεφάλι της, ούτε τον άντρα να σταματήσει τον λόγο του.
Ωραία θα μου πεις, δυο ρομπότ που έχουν κουρντιστεί σε αυτές τις στάσεις και κινήσεις.
Έτσι θα ήταν, αν δεν υπήρχε η λατρεία στο βλέμμα της γυναίκας και αν η στάση και η συμπεριφορά του άντρα δεν έδειχνε το αρσενικό, που σίγουρο για την στάση που τηρούσε αντιμετώπιζε τη γυναίκα με σεβασμό από τη μια αλλά και με φανερό το αίσθημα της ήρεμης-και αποδεκτής και από τους δύο-κυριαρχίας επάνω της από την άλλη.
Η γυναίκα λες και καταβρόχθιζε λαίμαργα με τα ωραία, λαμπερά και ορθάνοιχνα μάτια της κάθε λέξη που έβγαινε από το στόμα του άντρα. Όλο το είναι της σε όλη τη διαδρομή ήταν αφοσιωμένο σ’ αυτόν. Ούτε μια φορά δεν πήρε να μάτια της από πάνω του. Η λατρεία, ο θαυμασμός, η αφοσίωση, η προσήλωσή της σ’ αυτόν, ούτε για μια στιγμή δεν έλειψαν από το πρόσωπό της. Τον κοίταζε σαν μαγεμένη.
Ο κόσμος δεν υπήρχε γι αυτούς.
Ο Έρωτας σε όλο του το μεγαλείο.
Το να πέσουν στο κρεβάτι, θα ήταν ένα ασήμαντο επεισόδιο μέσα στην μέθεξη, στην ταύτιση, στην ερωτική εποποιία που διαγραφόταν μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου.
Στην αρχή με προσοχή τους έβλεπα, φοβούμενος μήπως φανώ αδιάκριτος. Όταν είδα όμως ότι αυτοί δεν επηρεάζονταν διόλου από ότι συνεβαινε γύρω τους, στράφηκα στο κάθισμά μου και απόλαυσα όλο το μεγαλείο των στιγμών εκείνων.
Και καλά έκανα. Εκείνο το μισάωρο θα με έχει πάντα αιχμαλωτισμένον με την Μεγαλοσύνη του.
Το πλήρες ταίριασμα.
Ο πλήρης έρωτας μπροστά στα μάτια μου.
Μια συνομιλία θεού με τον πιστό του.
Μία ημίωρη διαρκής ψυχοπνευματική συνουσία.
Δυο άνθρωποι που ήταν ένας.