Σάββατο 17 Ιουλίου 2021

Η ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ


ΤΟΠΟΣ: Κήπος σπιτιού στοΧωριό. Ο κήπος με δέντρα, κληματαριά και λουλούδια. Τραπέζι με καρέκλες. Χαρτιά και ένας φάκελος πάνω του.

ΧΡΟΝΟΣ: 2015

ΠΡΟΣΩΠΑ:
ΦΟΣ: 80 ετών
ΦΗ: αδελφή του, 70 ετών
ΠΕΤΡΟΣ: Γιος του ΦΟΣ, 45 ετών

(Ανοίγοντας η αυλαία ο ΦΟΣ και η ΦΗ  συζητούν καθισμένοι στις δίπλα στο τραπέζι καρέκλες)


ΦΗ  
Λοιπόν να ’μαστε εδώ οι δυο μας…
ΦΟΣ  
Να μας…
ΦΗ  
(γυρίζοντας το κεφάλι)
…Δεν ακούω το αυτοκίνητο του δικηγόρου… τι κάνει;
ΦΟΣ  (σηκώνεται και πάει να δει. Ακούγεται ο ήχος αυτοκινήτου που βάζει μπρος. Γυρίζει και κάθεται στην καρέκλα του)
Φεύγει.
(σιωπή. Σηκώνει ένα χαρτί που ο αέρας έριξε στο χώμα και το ακουμπάει απαλά στο τραπέζι)

ΦΗ  
Τελειώσαμε πια.
ΦΟΣ
Ναι. Αφού μπήκαν οι υπογραφές και δόθηκαν τα λεφτά όλα είναι τελειωμένα.
(σιωπή)
ΦΗ
Έτσι έπρεπε να γίνει.
ΦΟΣ
 Έτσι.
(σιωπή)
Δεν είχαμε άλλη επιλογή…
(Γυρνώντας το κεφάλι του προς την αδερφή του, ερωτηματικά)
Ε;..
ΦΗ
Ναι δεν είχαμε.
ΦΟΣ
Ενώ εμείς είμαστε εδώ… μαζί… ενωμένοι σαν μια γροθιά…
ΦΗ
Σαν μια σφιχτή γροθιά…
ΦΟΣ
Και έτσι θα είμαστε πάντοτε…
ΦΗ
Πάντοτε… ενωμένοι… μαζί…
ΦΟΣ
Τα παιδιά μπορεί να σκορπίσουν από δω και από κει, όμως οι δυο μας εδώ… στο πατρικό σπίτι… ενωμένοι… για όλη μας τη ζωή… οι δυο μας…
(σιωπή)
ΦΗ
Έτσι ή αλλιώς τελειώσαμε και με τα δικηγορικά. Τα σπίτια είναι και τα δύο ολόκληρα δικά μας!
ΦΟΣ
Όπως και τα λεφτά του.
ΦΗ
Και το αυτοκίνητό του.
ΦΟΣ
Ύστερα από ότι μας έκανε καλά να πάθει.
ΦΗ
Του έχει μείνει η σύνταξή του… Αυτήν δεν μπορούμε να του την πάρουμε.
ΦΟΣ
Αυτός ζει και με τον αέρα μόνο…
ΦΗ
Έτσι τώρα μείναμε δύο αδέρφια. Αυτός είναι σαν να μην υπάρχει. Οι δυο μας… σαν μια γροθιά…
(σιωπή)
ΦΟΣ
Με ένα τέτοιον τρίτο, καλλίτερα δύο…
ΦΗ
Καλλίτερα…  Έτσι όπως μας φέρθηκε αυτό του άξιζε.
(σιωπή)
Οι διπλανοί έρχονται τάχα τα καλοκαίρια;
ΦΟΣ
Ποιος ξέρει… θα δούμε… θα μάθουμε… όλα του χωριού θα τα μάθουμε από την αρχή…
ΦΗ
Ναι… οι δυο μας… μαζί… δεν χρειαζόμαστε τρίτον…
ΦΟΣ
Όχι… δεν χρειαζόμαστε…
(σιωπή)
Δικά μας τώρα και τα δύο σπίτια…
ΦΗ
Καταδικά μας.
(σιωπή)
ΦΟΣ
Καλά δεν κάναμε;
(Σιωπή. Γυρίζει μπρος το μέρος της. Ερωτηματικά)
Ε;..
ΦΗ
Ναι.
ΦΟΣ
(απαιτητικά)
Τι «ναι»;
ΦΗ
Τι «τι ναι»;
ΦΟΣ (ενοχλημένος)
«Τι ναι»… Άκουσες τι σου είπα;..
ΦΗ
Ναι-αν κάναμε καλά.
ΦΟΣ
Και γιατί δεν απαντάς…
ΦΗ
Είπα «ναι».
ΦΟΣ
Γιατί δεν το λες όλο;..
ΦΗ
Έχεις δίκιο, ξεχάστηκα. Ναι, καλά κάναμε.
ΦΟΣ
Έτσι!  …Να νοιώθω πως συμφωνείς… πως είσαι μαζί μου…
ΦΗ
Μα εννοείται αδελφούλη μου.    
ΦΟΣ
Ας εννοείται… λέγε το εσύ… αιστάνομαι μια σιγουριά να το ακούω πως και συ σκέπτεται όπως σκέπτομαι.
(μεγάλη σιωπή)
ΦΗ
Υπάρχει κάτι που σε ενοχλεί;..
ΦΟΣ
(γρήγορα)
Όχι!.. Όχι!.. Εδώ… οι δυο μας… Όχι!... Όλα καλά τώρα…
(σιωπή)
ΦΗ
…Θεωρεί τον εαυτό του προδομένον άκουσα…
ΦΟΣ
Όλο μεγάλα λόγια είναι… το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε κι εμείς γι αυτόν…
ΦΗ
Δίκιο έχεις. Επειδή δηλαδή του πήραμε…
ΦΟΣ
(απότομα, διακόπτοντάς την)
Τίποτα δεν του πήραμε!
ΦΗ
…επειδή δεν του δώσαμε…
ΦΟΣ
(στον ίδιο τόνο)
Του δώσαμε όλα όσα έπρεπε! Τέρμα!
ΦΗ
Όλα…
(μεγάλη σιωπή)
Τι του δώσαμε;
ΦΟΣ
Δεν τον πήγαμε μια βόλτα με το αυτοκίνητο;Τι άλλο θα ήθελε; Αφήσαμε για δυο μέρες τα παιδάκια μας που τα αγαπάμε τόσο πολύ και πήγαμε μαζί του ένα ταξίδι με το αυτοκίνητο.
ΦΗ
Το δικό του…
ΦΟΣ
Ποιο δικό του;..
ΦΗ
Το αυτοκίνητο.
ΦΟΣ
Δικό του;
ΦΗ
Έτσι λέει αυτός.
ΦΟΣ
Αυτός λέει πολλά. Δεν στο πούλησε;
ΦΗ
Χωρίς λεφτά…
ΦΟΣ
Ας σου ζήταγε. Δεν πιστεύω να σκέπτεσαι να του το δώσεις..
ΦΗ
Όχι βέβαια. Απλά το αναφέρω.
ΦΟΣ
Να  μην αναφέρεις τέτοια. Ορίστε!  Άκουσες;
ΦΗ
Άκουσα αδελφούλη μου. Εμείς οι δύο… Γερά ενωμένοι ο ένας με τον άλλο… Για πάντα!
ΦΟΣ
‘Ετσι μπράβο! Να τα λες αυτά. Να ξέρω πως είμστε και οι δύο μαζί. Ενωμένοι…
ΦΗ
Για πάντα!
ΦΟΣ
Για πάντα! ‘Ετσι μπράβο!
(προσπαθώντας να φανεί ήρεμος)
Δε σου το έχω πει, όμως θα γράψω τα απομνημονεύματά μου τώρα που καταστάλαξαν τα πράγματα.
ΦΗ
Καλή ιδέα. Θα είναι καλό για τους απογόνους μας να βλέπουν το μεγαλείο της οικογένειας.
ΦΟΣ
Το μεγαλείο των δυο οικογενειών μας-εμένα και εσένα.
ΦΗ
Για κείνον…
ΦΟΣ
Ε, τι;
ΦΗ
Για κείνον λέω, θα γράψεις τίποτα; Θα τον αναφέρεις;
ΦΟΣ
Τι να πω για κάποιον που ούτε ένα σπίτι δεν μπόρεσε να χτίσει… ούτε μια επιχείρηση να φτιάξει… που δεν έκανε τίποτα στη ζωή του…
ΦΗ
Αλήθεια τίποτα…
(σιωπή)
ΦΟΣ
Εσύ ποιο σπίτι θέλεις να πάρεις;
ΦΗ
Λέω της Αθήνας.
ΦΟΣ
(ανήσυχος)
Δε θα έρχεσαι στο χωριό;
ΦΗ
Θα έρχομαι εδώ-στο δικό σου το σπίτι. Ή μήπως δε με θέλεις;..
ΦΟΣ
Αδερφούλα μου… μα τι λες τώρα;
(την αγκαλιάζει)
ΦΗ
Αστειεύτηκα αδερφούλη μου…
ΦΟΣ
Τα παιδιά μόνο…
ΦΗ
Τι τα παιδιά;
ΦΟΣ
Ξέρεις τώρα, τα θέλουν όλα δικά τους…
ΦΗ
Με αγαπάνε, δεν είναι έτσι;
ΦΟΣ
Και βέβαια σ’ αγαπάνε. Η θείτσα μας και η θείτσα μας το πάνε.
ΦΗ
Είπα κι εγώ…
Αν δε με θέλουν θα χτίσω εδώ δίπλα σου ένα σπίτι δικό μου να είμαστε κοντά… Θα μου δώσεις εκατό-διακόσα τετραγωνικά… ε, αδερφούλη;
ΦΟΣ
Από μένα παρ’ το όλο. Τα παιδιά όμως… Καλό είναι να συμφωνήσουν κι αυτά…
ΦΗ
Θα πληρώσω καλά.
ΦΟΣ
Τότε δε θα έχουν αντιρρήσεις… μόνο λέω να το συζητήσω πρώτα μαζί τους έτσι κι αλλιώς…
ΦΗ
Όπως και να ’χει θα βλεπόμαστε. Εδώ. Στον κήπο μας. Στον κήπο του σπιτιού μας. Του δικού μας σπιτιού… εμάς των δύο… Το αγεράκι θα μας δροσίζει, τα εγγόνια μας-όποτε θα έρχονται-θα μας φέρνουν τον καφέ… Ωραία θα είναι… Κι εμείς θα θυμόμαστε τα παλιά…  Ε αδερφούλη;
ΦΟΣ
Εγώ θα φυτεύω ντομάτες και μελιτζάνες στον κήπο μου.
ΦΗ
Κι εγώ στον δικό μου. Θα βάλω και φράουλες. Θυμάσαι που τις μάζευε κάθε πρωί η μανούλα μας και μας τις έφερνε πλυμένες στο πιάτο;
ΦΟΣ
Καημένη μανούλα…
(σιωπή)
Κι αν δεν έρχονται τα παιδιά και τα εγγόνια μας, θα ερχόμαστε εμείς…
ΦΗ
Ναι. Θα ερχόμαστε.
ΦΟΣ
Οι δυο μας.
ΦΗ
Οι δυο μας.
(μακριά σιωπή)
ΦΟΣ
(σιγά)
Εκείνου δεν του άρεσαν…
ΦΗ
Ποιανου; Τι;
ΦΟΣ
Τι;
ΦΗ
Είπες εκείνου δεν του άρεσαν. Τι εννοείς;
ΦΟΣ
Οι φράουλες λέω. Δεν του άρεσαν.
ΦΗ
Και λοιπόν; Γι αυτόν θα μιλάμε τώρα; Σύνελθε αδελφούλη μου…
ΦΟΣ
Έτσι είπα; Δεν ξέρω πώς μου ήρθε. Συχώρεσέ με αδερφούλα. Οι δυο μας! Εγώ κι εσύ μόνο! Τέρμα.
(σιωπή)
ΦΗ
Και βέβαια. Τέρμα. Το είπαμε.
(σιωπή)
ΦΟΣ
Τουλάχιστον να είχε πεθάνει…

ΦΗ
Για μας πεθαμένος είναι. Σταμάτα.
ΦΟΣ
Σύμφωνοι. Όμως πες το και συ…
ΦΗ
Τι να πω;
ΦΟΣ
Αυτό που είπα κι εγώ…
ΦΗ
Με συγχωρείς! Ναι… τουλάχιστον να είχε πεθάνει…
ΦΟΣ
Έτσι! Μη μ’ αφήνεις μόνο μου!..
ΦΗ
Ναι αδελφούλη… Πάντοτε μαζί. Και αγαπημένοι!
ΦΟΣ
Έτσι. Να μου το λες αυτό.
ΦΗ
Ναι. Πάντοτε. Αγαπημένοι.
ΦΟΣ
Έτσι!
ΦΗ
…Ούτε κι εγώ μπορώ μόνη μου…
ΦΟΣ
 (τη φιλάει στο μάγουλο)
…αγαπημένη μου αδελφούλα…
(μεγάλη σιωπή. Δείχνει την άκρη του κήπου)
Σε κείνη τη γωνιά ήθελε να θάψει τον πατέρα  του.
ΦΗ
Τον πατέρα μας…
ΦΟΣ
Ας είναι. Τον πατέρα μας. Για να είναι για πάντα στο χωριό που αγάπησε, έλεγε, και στο σπίτι που έχτισε.
(σιωπή)
ΦΗ
Τον αγαπούσε…
ΦΟΣ
Τον αγαπάει. Ακόμα.
ΦΗ
Και κείνος… αυτόν αγαπούσε… Και λέει…
ΦΟΣ
Ναι… τι λέει;..
ΦΗ
…Και λέει ότι γι αυτόν έχτισε αυτό το σπίτι…
ΦΟΣ
Λέει… λέει… όλο λέει… λέει και γράφει… Τίποτε άλλο… «Γι αυτόν έχτισε το σπίτι»… Κουταμάρες…
ΦΗ
Ίσως και να είναι έτσι- γιατί τον αγαπούσε…
ΦΟΣ
(έντονα)
Γιατί του έμοιαζε πες… γι αυτό! Κι εμείς αγαπούσαμε τη μητέρα… λοιπόν;
(μεγάλη σιωπή. Σιγά)
Ο Βασίλης με ρωτάει για τον «παππού το Γιώργο»...
(σιωπή)
ΦΗ
Τι ρωτάει;
ΦΟΣ
Πού είναι… πώς είναι… γιατί δεν έρχεται… γιατί δεν πάμε εμείς σ’ αυτόν…
ΦΗ
Και ο Αλέξης διαβάζει τα βιβλία του και του αρέσουν. Όμως προσέχει… δε ρωτάει.
ΦΟΣ
Παιδιά είναι, θα μεγαλώσουν… Θα καταλάβουν…
ΦΗ
Θα καταλάβουν τι;..
ΦΟΣ
Αυτά που καταλάβαμε κι εμείς.
ΦΗ
Εμείς… Τι καταλάβαμε εμείς; Τι θα πει καταλαβαίνω;..
ΦΟΣ
Θα πει με συμφέρει. Μου αξίζει. Να τι θα πει.
(μεγάλη σιωπή)
ΦΗ
Εκτός αν νιώσουν…
ΦΟΣ
Μη λες κάτι τέτοιο… Παιδιά δικά μας είναι… Πώς θα νιώσουν; Όχι, ας είμαστε ήσυχοι για κάτι τέτοιο…
ΦΗ
Δεν ξέρεις… καμιά φορά…
ΦΟΣ
Τότε θα χαθούμε. Γιατί αυτός, μόνο νιώθεται.
ΦΗ
Ναι. Μόνο νιώθεται…
(μεγάλη σιωπή)
Να μεγαλώσεις την κληματαριά για να έχουμε ίσκιο το καλοκαίρι. Να πίνουμε τον καφέ μας. Εδώ. Μαζί. Οι δυο μας. Αγαπημένοι.
ΦΟΣ
Το δίκιο είναι με το μέρος μας.
ΦΗ
Το δίκιο;
ΦΟΣ    
Το δίκιο.
ΦΗ
Η δύναμη.
ΦΟΣ
Το δίκιο, όχι η δύναμη.
ΦΗ
Η δύναμη. Το ίδιο λέμε.
(σιωπή)
ΦΟΣ
Μπορεί να σου ζητήσουν πολλά λεφτά τα παιδιά…
ΦΗ
Εσύ δεν μπορείς να τους πεις…
ΦΟΣ
Εγώ… όχι… δε μ’ ακούνε… Εγώ ό,που μπορούσα, είπα…
(σιωπή)
…και τον έδιωξα…
(σιωπή)
…κι εσύ μαζί…
ΦΗ
Ναι. Και οι δυο μας.
(σιωπή)
ΦΟΣ
Και οι δυο μας…
(σιωπή. Δείχνει)
Κοίτα μια γάτα.
ΦΗ
Τη βλέπω. Κάτι είδε και το παρακολουθεί.
(σιωπή)
ΦΟΣ
Οι γάτες γνωρίζουν άραγε τ’ αδέρφια τους περνώντας τα χρόνια;
ΦΗ
Ποιος ξέρει…
(μεγάλη σιωπή)
ΦΟΣ
Και το σπουδαιόυερο του πήραμε και το γιο του.
ΦΗ
Μπα. Ποτέ δεν ήτανε δικός του. Δικός μας ήτανε από πάντα. Ποιος ξέρει τι του έκανε κι αυτουνού…
ΦΟΣ
Καλά το λες.
(σιωπή)
Ή αν δεν είχε γεννηθεί καν…
ΦΗ
Ναι… Μα και τώρα δεν είναι σαν να μη γεννήθηκε-τα σπίτια δεν είναι μόνο δικά μας;.. Και θα ’ρχόμαστε να καθόμαστε στη σκιά της κληματαριάς το καλοκαίρι… και θα πίνουμε τον καφέ μας… και θα περνάνε οι χωρικοί και θα μας χαιρετάνε… Και όταν είμαστε στην Αθήνα θα επισκεπτόμαστε το σπίτι ο ένας του άλλου…
Θυμάσαι τα γλέντια που κάναμε οι οικογένειές μας;
ΦΟΣ
Ξεχνιουνται αυτά; Όμως ναι. Και τώρα θα επισκεπτόμαστε ο ένας τον άλλο.
(σιωπή)
Στέγνωσε το στόμα μου…
ΦΗ
Να σου φέρω ένα ποτήρι νερό…
(κάνει να σηκωθεί. Ο ΦΟΣ την εμποδίζει)
ΦΟΣ
Όχι, μη φύγεις…
(Κοιτάζει γύρω)
Να… έτσι θα καθόμαστε… Οι δυο μας… Εδώ… (γυρίζοντας προς αυτήν το κεφάλι του) … Μα δεν καταλαβαίνεις… Δεν μπορώ να μείνω μόνος μου…
ΦΗ
Για ένα λεπτό μόνον αδελφούλη, ίσα να σου φέρω λίγο νεράκι…
ΦΟΣ
Ούτε για μισό λεφτό. Όταν φεύγεις η σκια του έρχεται και στέκει από πάνω μου σαν βραχνάς. ΦΗ
(χαϊδευτικά)
Αδελφούλη μου…
(τον αγκαλιάζει)
ΦΟΣ
(στην αγκαλιά της, με φωνή που τρέμει)
Έχει στοιχειώσει το σπίτι από την αγάπη του γι αυτό. Πριν φύγει και όταν γύρισε εδώ ερχόταν κάθε καλοκαίρι… εδώ έμεινε δυο ολόκληρα χρόνια… Και οι ρίζες που είχε από μικρός ρίξει εδώ τράνεψαν και πέταξαν κλωνιά στον αέρα κι αυτά ψήλωσαν και θέριεψαν… Έβαλε δέντρα, είχε κότες, σκυλιά, γατιά, είχε τον κήπο του με όλα τα χορταρικά…
(δυνατά)
…εδώ είχε το σπιτικό του σου λέω!.. Όταν εμείς, όλα αυτά τα χρόνια δε θέλαμε ούτε να ακούμε για Χωριό.
ΦΗ
Καλά αδελφούλη, όμως αυτό…
ΦΟΣ
(διακόπτοντάς την)
Έφερε όλα τα πράγματά  του, έφερνε τους φίλους του, το κρεβάτι του ήτανε το ίδιο εκείνο κρεβάτι που πάνω του πέθανε ο πατέρας του… και το είχε βάλει στην ίδια θέση που είχε τότε… και στην ίδια καρέκλα καθόνταν…
ΦΗ
Καταλαβαίνω αδελφούλη, με πειράζουν κι εμένα αυτά αλλά δεν το βάζω και κάτω… θα το αντιμετωπίσουμε… μαζί… σώπα… εδώ είμαι εγώ…
ΦΟΣ
(προσπαθώντας να ξαναβρεί τον εαυτό του)
Ναι… γι αυτό σου λέω…
(φοράει πάλι το πρωτινό του πρόσωπο. Σιωπή)
ΦΗ
Να μεγαλώσεις την κληματαριά για να ρίχνει ίσκιο… Ξέρεις… Να αφήσεις πέντε έξη κλαδιά της ακλάδευτα…
ΦΟΣ
Αδελφούλα ξέρεις… νομίζω πως δε θα χαιρόμαστε πολύ καθόντας κάτω από την κληματαριά…
ΦΗ
Πώς; Τι είπες αδελφούλη;
ΦΟΣ
Να!.. λέω… δε σου το έχω πει, όμως…
ΦΗ
Τι αδελφούλη μου;..
ΦΟΣ
…Μα δεν μπορώ να το κρύψω από σένα… δε γίνεται…
ΦΗ
Τι συμβαίνει αδελφούλη μου;.. με τρομάζεις…
ΦΟΣ
…Να! Βλέπεις εκείνη την τριανταφυλλιά;
(δείχνει)
ΦΗ
Ναι. Με τα κόκκινα τριαντάφυλλα…
(δείχνει)
Αυτήν!
ΦΟΣ
Ναι…
ΦΗ
Ε… τι;..
ΦΟΣ
Δε σου το έχω πει, αλλά..
ΦΗ
Αλλά;..
ΦΟΣ
Εκείνος τη φύτεψε...
ΦΗ
Θα τη βγάλουμε!
ΦΟΣ
(θλιμμένα)
Αδελφούλα μου…
ΦΗ
Τι αδελφούλη μου;..
ΦΟΣ
Αδελφούλα μου…
ΦΗ
Τι;   
ΦΟΣ
Θα σου πω κάτι που δύσκολα θα το πιστέψεις… Όλη αυτή την ώρα που μιλάμε προσπαθώ να το ξεχάσω μα…
ΦΗ
Πες το μου αδελφούλη… αφού θα μου το πεις εσύ, αμφιβάλλεις ότι θα το πιστέψω;..
ΦΟΣ
Πρόκειται για την ευτυχία που νοιώθουμε όντας και οι δύο μαζί…
ΦΗ
Ναι... τι;..
ΦΟΣ
Να!.. αδελφούλα, αλήθεια μείναμε οι δυο μας επιτέλους. Και είμαστε αγαπημένοι. Και δεμένοι σαν γροθιά. Ναι, έτσι είμαστε. Όλα αυτά είναι αλήθεια. Όμως υπάρχει κάτι που θα μπαίνει ανάμεσά μας και θα δηλητηριάζει τις χρυσές μας ώρες... που αυτή την ευτυχία θα μας τη νοθεύει…
ΦΗ
Τι; Πες το.. πες το μου… μίλα αδελφούλη…
ΦΟΣ
(αποφασιστικά)
Να!.. Είπες να κόψουμε την τριανταφυλλιά.
Αυτή ήτανε αλήθεια και η δική μου πρώτη σκέψη όταν έμαθα πως αυτός τη φύτεψε. Να την κόψω όπως χάλασα όλα όσα είχε φτιαξει εκείνος! Και μάλιστα να μην έλεγα τίποτα σε κανέναν. Όμως αδελφούλα, ήταν γραφτό να μην μπορέσω να κάνω αυτό που ήθελα.. Γιατί η τριανταφυλλιά αυτή δεν κόβεται!
ΦΗ
Τι λες αδελφέ μου! «Δεν κόβεται»!-στο χέρι της είναι;
ΦΟΣ
Ναι. Στο χέρι της είναι. Σκέφτηκα…
ΦΗ
Μα…
ΦΟΣ
…Άσε με  αδελφούλα να τελειώσω αυτό που άρχισα να σου λέω…
ΦΗ
Ναι αδελφούλη… λέγε…
ΦΟΣ
 Σκέφτηκα λοιπόν να μην σου το έλεγα και σου χαλάσω έτσι την απόλαυση του κήπου μας όντας είτε μόνη είτε μαζί μου μέσα του. Μα είπα στον εαυτό μου, τι αξία έχει να κάθομαι κοντά της όταν τη χαρά της παρουσίας της δίπλα μου θα την δηλητηρίαζε η γνώση πως κάτι ωραίο που βλέπω οφείλεται σε κείνον… Και ακόμα τι αξία θα είχε αυτή η παρέα μας αν αναγκαζόμουν να σου κρύβω τη στενοχώρια μου, ή αν ξέρω πως εσύ γεύεσαι μια ψεύτικη χαρά… Γι αυτό πρέπει ή μαζί να βρούμε τρόπο να την αγνοήσουμε, ή μαζί να την πολεμήσουμε, ή και μαζί ίσως να την ανεχτούμε, αφού έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσα μόνος μου να το κάνω και για τους δυο μας…
ΦΗ
Μα καλά, δεν μπορείς να κόψεις μια τριανταφυλλιά; Ή θέλεις να με τρομάξεις για να γελάσουμε μετά και οι δυο μας με την τρομάρα μου;
ΦΟΣ
Σοβαρά μιλάω αδελφούλα…
ΦΗ
Μ’ αφήνεις να πάω να φέρω ψαλίδα και πριόνι τώρα και να την κόψω; Να σε αφήσω για λίγο μονον σου να πάω επάνω να τα φέρω;
ΦΟΣ
Όχι! Όχι τώρα, μη μ’ αφήνεις μόνον με τις σκέψεις μου! Και πριν από οτιδήποτε άλλο, άσε με να σου διηγηθώ τι έγινε σχετικά με αυτό το φυτό…
ΦΗ
Πες μου…
ΦΟΣ
Ξέρεις ότι έχω πετάξει από το σπίτι όλα όσα τον θυμίζουν. Ρούχα, αντικείμενα, συσκευές ηλεκτρικές ή ηλεκτρονικές και βιβλία… βιβλία… βιβλία… τα πέταξα όλα!
Όταν έμαθα ότι αυτή η τριανταφυλλιά είναι δικό του έργο, έβαλα μπρος να την ξεριζώσω κι αυτήν.  
Κάθε φορά που ερχόμουν στο χωριό το προσπαθούσα.
Την πρώτη φορά την έκοψα μέχρι το χώμα. Όμως την άλλη μέρα κιόλας αυτή είχε πετάξει κλωνιά.
Την έβγαλα με τις ρίζες της. Ξαναφούντωσε.
Έφερα τον Γιώργο του Μαντρακλιά και έσκαψε βαθιά βαθιά ώσπου βρήκε τα πιο μικρά της ακρόριζα. Τα αχρήστεψε όλα. Την άλλη μέρα κιόλας το πρωί όμως-απίστευτο μοιάζει ναι;- είχε πεταχτεί ένα ροζ κλωναράκι. Το άφησα να δω πώς θα εξελιχτεί. Σε δυο τρεις μέρες είχε γίνει όπως τη βλέπεις τώρα. Σαν κάποιος μέσα από το χώμα να ήτανε δουλειά του, με έναν μαγικό τρόπο, να την κάνει πάλι νέα και ολοζώντανη κάθε που κάποιος άλλος πάνω από το χώμα την ήθελε νεκρή. Δεν έλεγα τίποτε σε κανέναν γιατί δε θα με πίστευε. Πέρυσι, την τελευταία φορά που είχα έρθει, έφερα κάποιον με ένα μικρό εκσκαφέα και του είπα να σκάψει γιατί εκεί θα μεταφύτευα τάχα ένα πεύκο-ξέρεις, από κείνα που τα κουβαλάς μεγαλωμένα κιόλας και τα βάζεις όπου θέλεις. Όταν ο εκσκαφέας τελείωσε, έριξα μέσα ζιζανιοκτόνο με τα κιλά, ανακατεμένο με πετρέλαιο και με αλάτι. Έκλεισα το χάος εκείνο με πέτρες και  από πάνω έριξα πετρόχωμα. Εκείνη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα . Έκατσα δίπλα στην κλεισμένη τρύπα για να δω. Ο νους μου έπλαθε εξωπραγματικά σενάρια. Σκέφτηκα πως ίσως κάποιος πηγαίνει τη νύχτα και φυτεύει μια έτοιμη τριανταφυλλιά. Όλη τη νύχτα δεν έγινε τίποτα. Με τις πρώτες αχτίδες του ήλιου όμως, μια ροζ μυτούλα φάνηκε στη μέση της τρύπας και σε δέκα λεπτά βρισκότανε μπροστά στα μάτια μου μια νέα τριανταφυλλιά με το πρώτο της άλικο, μοσχομύριστο τριαντάφυλλο. Ύστερα απ’ αυτό σταμάτησα τις προσπάθειες.
ΦΗ
Θα έμεναν κλαδιά από τα πλάγια της τρύπας που είχες ανοίξει και αυτά ξαναγεννιούνταν…
ΦΟΣ
Όχι. Σου λέω πως δεν είχα αφήσει τίποτα. Και το άλλο; Άκου κι αυτό. Όποτε πάω να κόψω ένα της  τριαντάφυλλο, είναι τόσο γεμάτο αγκάθια που δεν κόβεται.  
ΦΗ
Αδελφούλη αστειεύεσαι.Θα πάω να δοκιμάσω να κόψω εγώ ένα.
ΦΟΣ
Δεν θα μπορέσεις. Θα τρυπηθείς. Κάθε τριαντάφυλλο παντού στο μίσχο του έχει αγκάθια. Περισσότερα από όσα έχει ένα αγριοτριαντάφυλλο. Ούτε το μικρό σου δαχτυλάκι δεν μπορεί να βρει τόπο να ακουμπήσει πάνω του. Μα και να το ’φτανες, είναι τόσο σκληρό…
ΦΗ
…θα δοκιμάσω…
(πηγαίνει στην τριανταφυλλιά και παρά τις προσπάθειές της να κόψει ένα τριαντάφυλλο, γυρίζει στη θέση της με ματωμένα δάχτυλα. Γυρίζει. Σκουπίζει τα χέρια της.)
Έχεις δίκιο, δε γίνεται… θα φέρω την ψαλίδα από πάνω!
ΦΟΣ
Όχι τώρα…κάτσε, μη μ’ αφήνεις τώρα μόνο μαζί της.
ΦΗ
(κάθεται)
Θα έχει στομώσει η ψαλίδα… Καλά. Θα δοκιμάσω αργότερα. Θα την τροχίσω! Δεν μπορεί…
ΦΟΣ
…Άκου κι αυτό αδελφούλα… Μια μέρα εμφανίστηκε στο έμπα της εξώπόρτας ένας παράξενα ευγενικός άνθρωπος. Ήτανε ασυνήθιστα ψηλός και στα άσπρα ντυμένος με κάτι σαν κελεμπία. Στο δεξί του χέρι κρατούσε μια ανθοδέσμη από ωραία τριαντάφυλλα με διάφορα χρώματα και μεγέθη. Δείχνοντας την τριανταφυλλιά μου είπε: «Μου επιτρέπετε να κόψω ένα τριαντάφυλλο από εκείνη την τριανταφυλλιά;» και μου έδειξε αυτήν. Του είπα «Κόψτε αλλά φοβάμαι ότι δεν θα μπορέσετε. Και θα τρυπηθείτε κι από πάνω…» Χαμογέλασε. «Ξέρω απ’ αυτά», μου είπε, «έχω τον τρόπο μου». Τον παρακολουθούσα περίεργος. Πήγε, έκοψε με την πρώτη το ωραιότερο τριαντάφυλλό της και το πρόσθεσε χαμογελώντας στην ανθοδέσμη του. Πήγε προς την πόρτα. Βγαίνοντας με χαιρέτησε ευγενικά με ένα νεύμα του κεφαλιού. «Ποιος είστε;», τον ρώτησα αποσβολωμένος. «Είμαι ο Ανθοδίαιτος», μου είπε και χάθηκε όπως ξαφνικά είχε εμφανιστεί.
ΦΗ
Παράξενο συμβάν πραγματικά… Θες να πεις πως μόνον εμάς τρυπάει;..
ΦΟΣ
Δεν ξέρω τι να πω.
ΦΗ
Αυτός θα φορούσε γάντια… πρόσεξες αν φορούσε γάντια;..
ΦΟΣ
Δεν είδα τίποτα τέτοιο… θα τα είχα δει αφού στα χέρια του ήτανε η προσοχή μου περιμένοντας να τα δω ματωμένα…
ΦΗ
Κάποιον τρόπο θα έχει αφού είναι ειδικός… και τώρα, αν είναι όπως τα λες,  τι λες να γίνει;
ΦΟΣ
Δεν ξέρω.
ΦΗ
Να τη σκεπάσουμε με ένα βαρέλι από κείνα που υπάρχουν στο υπόγειο…
ΦΟΣ
Και πώς θα το δικαιολογήσουμε αυτό στους άλλους;
ΦΗ
Καλά λες… να χτίσουμε γύρω της ένα πέτρινο τοιχάκι τάχα πως θέλουμε να την προστατέψουμε από τα ζώα τέτοια ωραία λουλούδια που κάνει;.. και σιγά σιγά ανεβάζουμε τη μάντρα ώστε χωρίς ήλιο να ξεραθεί… Δε θα τα κρύψουμε τελείως. Αρκεί όταν θα καθόμαστε κάτω  από την κληματαριά να μη φαίνονται. Αυτό, αν δεν μπορέσω κι εγώ να την εξαφανίσω…
ΦΟΣ
Θα ήτανε μια λύση αν δεν το πολυέψαχναν οι άλλοι… Γιατί την αληθινή αιτία αυτής της ενέργειάς μας δεν μπορούμε να την πούμε σε κανέναν βέβαια…
ΦΗ
Σε κανέναν βέβαια.
ΦΟΣ
Αν εσύ είχες φυτέψει αυτή την τριανταφυλλιά, τότε αδελφούλα θα ήταν διπλή η χαρά μας όταν καθισμένοι εδώ θα την απολαμβάναμε…
ΦΗ
Δεν πιάνει το χέρι μου, το ξέρεις… Τώρα όμως… πώς θα μπορούμε να θαυμάζουμε κάτι δικό του;.. φρίκη νοιώθω μόνο που το σκέπτομαι…
ΦΟΣ
Ούτε εγώ τα μπορώ αυτά. Εκείνος μόνο τα πάει καλά με τα δέντρα, με το χώμα, με τα λουλούδια…
ΦΗ
Με ότι δε φέρνει λεφτά δηλαδή… ο αχαϊρευτος…
(σιωπή)
Ξέρεις τι σκέπτομαι αδελφούλη;
ΦΟΣ
Τι αδελφούλα μου;
ΦΗ
Να! Τώρα που τα σπίτια είναι δικά μας πρέπει να τα φτιάξουμε λίγο γιατί κοντεύουν να γκρεμιστούν από την αχρησία. Στο σπίτι αυτό-του χωριού- να αλλάξουμε τα παράθυρα, να βάλουμε μια καινούργια πόρτα, να το βάψουμε μέσα κι έξω, να βάλουμε καινούργιο φράχτη, το υπόγειο δεν ξέρω… λέω να το κάνουμε κι αυτό ένα ωραίο διαμερισματάκι…
ΦΟΣ
Αδελφούλα μου συμφωνώ. Πρέπει να τα φτιάξουμε. Μόνο, και σου ζητώ συγνώμη γι αυτό, σε ένα ήθελα να σε διορθώσω αδελφούλα. Είμαστε μοντέρνοι άνθρωποι πια. Πήγαμε στο φεγγάρι. Επεμβαίνουμε στα γονίδιά μας. Βρήκαμε το σωματίδιο του Θεού-παναπεί σχεδόν γίναμε κι εμείς θεοί. Από την άλλη έχουμε εκμηδενίσει τις αποστάσεις, επικοινωνούμε οποιαδήποτε στιγμή θέλουμε με οποιονδήποτε άνθρωπο πάνω στη γη, τα αυτοκίνητά μας οδηγούνται από ρομπότ. Μόνον ο χρόνος, μέσα στην αφθονία των τόσων αγαθών και υπηρεσιών, αυτός είναι ο μόνος που παραμένει λίγος και πολύτιμος. Ας μη τον σπαταλάμε λοιπόν με άσκοπες περιγραφές.  Όλα όσα θέλουμε να πούμε, σήμερα  τις περισσότερες φορές μπορούμε να τα πούμε με μια μόνο λέξη. Για παράδειγμα όσα είπες ότι πρέπει να κάνουμε για αυτό το σπίτι, θα μπορούσες να το πεις με μια λέξη: λίφτινγκ! Τόσο απλό, τόσο μοντέρνο, τόσο ιν! Σε υπολογίουν έτσι.
ΦΗ
(με θαυμασμό)
Αδελφούλη, με εκπλήσσεις. Μπράβο σου! Είσαι το αγλάϊσμα της ελληνικής πνευματικότητας!
ΦΟΣ
(Χαρούμενος)
Έτσι είναι αδελφούλα. Αλλά και συ είσαι μια μουσική ιδιοφυία.
ΦΗ
Αν και το ξέρω, όταν μου το λες εσύ αδελφούλη μου με κάνεις να κοκκινίζω… Μα έλα, ας ενώσουμε τις δυο μεγαλοφυίες μας μ’ ένα μεγάλο αδελφικό φιλί…
(Φιλιούνται στα μάγουλά τους. Ακούγεται θόρυβος αυτοκινήτου που πλησιάζει)
Κάποιος έρχεται… Μεγάλε!
ΦΟΣ
Τι νόημα που παίρνουν ως και οι χυδαίες λέξεις στο στοματάκι σου αδελφούλα!..
(Κοιτάζουν προς τον δρόμο ώσπου το αυτοκίνητο του Πέτρου σταματάει, βγαίνει από μέσα ο Πέτρος και προχωρεί προς τον ΦΟΣ και την ΦΗ. Ο ΦΟΣ και η ΦΗ σηκώνονται, το πρόσωπό τους φωτίζεται και τον υποδέχονται με εγκαρδιότητα. Ο Πέτρος είναι τύπος ανεύθυνος, νομίζει ότι λέει εξυπνάδες, δεν έχει αναστολές και μιλάει πολύ φωνάζοντας και χειρονομώντας)
ΠΕΤΡΟΣ
Είδα το αυτοκίνητο του δικηγόρου που έφευγε-τελείωσε η δουλειά;
ΦΟΣ
Τελείωσε. Αλλάξαμε και τις κλειδαριές, τέλος, όλα πια είναι δικά μας.
ΠΕΤΡΟΣ
Α! ρε πατέρα! Χαλάσατε λεφτά γι αυτό τον παλιόγερο!
(στη ΦΗ)
Γεια σου ρε θεία!
ΦΗ
Γεια σου λεβέντη μου! Τι να κάναμε; Ο νόμος βλέπεις! Αλλιώς δεν γινόταν.
ΠΕΤΡΟΣ
Έπρεπε να αφήνατε σε μένα την υπόθεση.
(στον πατέρα του)
Εκείνο που δεν μπορώ να καταλάβω είναι πώς, εσύ που αυτό το σπίτι το είχες χεσμένο τόσα χρόνια, εσύ που δεν πάταγες το πόδι σου εδώ, που άκουγες χωριό και ξίνιζες τα μούτρα σου, έδωσες τόσα λεφτά για λίφτινγκ.
 (αλλάζοντας τόνο, στη ΦΗ)
 Α! Θεία, η μάνα μου έμαθε ότι τη λες βουλευτίνα και αν σε δει πουθενά θα σε σκοτώσει λέει.
(τρίβοντας τα χέρια του)
Καλά δεν κρυώνετε εσείς; Να σας ανάψω φωτιά;  
ΦΗ
Όχι, δεν χρειάζεται, κάτσε να σε δούμε.
ΠΕΤΡΟΣ
Γιατί; Δε με βλέπετε όταν είμαι όρθιος;
(γελάει)
ΦΟΣ
Η θεία σου θέλει να έρχεται να μένει μαζί μας τα καλοκαίρια. Τι λες;
ΠΕΤΡΟΣ
Ρε πατέρα, εσύ έδιωξες το γέρο και να σου χαλάει την ησυχία σου η γριά; Τότε γιατί πλήρωσες τόσα λεφτά;
(στη ΦΗ, γελώντας)
Αστειεύομαι ρε θεία!..
ΦΗ
Το ξέρω αγόρι μου.
ΠΕΤΡΟΣ
…ως για το να έρχεσαι τα καλοκαίρια, όταν έρθει η ώρα θα δούμε…
(στον ΦΟΣ)
Πατέρα θα γυρίσεις σήμερα ή θα μείνεις εδώ απόψε;
ΦΟΣ
Μάλλον θα φύγουμε-τι λες αδελφούλα;
ΦΗ
Κι εγώ έτσι λέω.
ΠΕΤΡΟΣ
Έτσι μπράβο! Θα φύγουμε όλοι λοιπόν. Κι εγώ πάω για Πάτρα. Τι ήθελα και πέρασα από δω; Μου κάνατε την καρδιά περιβόλι… Νερό έχουμε θεία;
ΦΗ
Ναι. Θα βρεις ένα μπουκάλι στη σκάλα. Θα πας να το πάρεις ή να σου το φέρω εγώ;
ΠΕΤΡΟΣ
Άσε, πάω.
(βγαίνει προς το σπίτι)
ΦΗ
(σιγά στον ΦΟΣ)
Τι λες αδελφούλη, του λέμε για την τριανταφυλλιά αν δέχεται να την περιτριγυρίσουμε με μια μαντρούλα;
ΦΟΣ
Καλή ιδέα-να έχουμε μια πρώτη αντίδραση.
ΦΗ
Εντάξει. Θα του το πεις εσύ;
ΦΟΣ
Ναι, τώρα που θα κατέβει. Μα αυτός θα πει κάνετε ότι θέλετε
(Μπαίνει ο Πέτρος)
ΦΟΣ
Πέτρο!
ΠΕΤΡΟΣ
Εδώ είμαι!
ΦΟΣ
(δείχνει)
Βλέπεις εκείνη την τριανταφυλλιά με τα κόκκινα τριαντάφυλλα;
ΦΗ
Ρε πατέρα βλέπω πεντέξη τριανταφυλλιές… Ποια απ’ όλες;
ΦΟΣ
(Δείχνει)
Εκείνη… Πήγαινε προς τα κει και θα σου πω…
(Ο Πέτρος προχωρεί προς τις τριανταφυλλιές και δείχνει μία με το πόδι του)
ΠΕΤΡΟΣ
Ποια; Αυτή;
ΦΗ
Όχι. Δεξιά από αυτή…
ΠΕΤΡΟΣ
(πηγαίνει δεξιότερα. Δείχνει με το πόδι του κλωτσώντας την επόμενη τριανταφυλλιά)
Αυτή;..
ΦΟΣ
Όχι, αυτή που βρίσκεται ανάμεσα στις δύο που έδειξες!
ΠΕΤΡΟΣ
Ρε πατέρα με δουλεύεις; Και συ ρε θεία;
ΦΗ
Βρε αγόρι μου ανάμεσά τους!..
ΠΕΤΡΟΣ
(δείχνει με το πόδι του)
Εδώ;
ΦΟΣ και ΦΗ
Ναι! Αυτή!
ΠΕΤΡΟΣ
(δείχνοντας στο μέρος που του λένε)
Καλά πλάκα μου κάνετε;
(πατάει με τα πόδια του το μέρος που του υποδείχνουν)
Εδώ! Εδώ δε λέτε;
ΦΟΣ και ΦΗ
Εκεί! Ναι!
ΠΕΤΡΟΣ
(ποδοπατώντας το σημείο)
Ρε πατέρα τρελός είσαι ή για τρελούς ψάχνεις: Το χώμα μου δείχνεις και μου μιλάς για τριανταφυλλιά;
(εξακολουθώντας το πάτημα και γελώντας)
Έχετε πάει στον οφθαλμίατρο τελευταία; Καλά λένε πως όποιος γερνάει το χάνει…
ΦΗ
(σιγά, εμβρόντητη, κοιτάζοντας προς την τριανταφυλλιά, σαν να μιλάει στον εαυτό της)
Την πατάει και αυτή δεν παθαίνει τίποτα!
 ΦΟΣ
Δεν τη βλέπει καν!...
ΠΕΤΡΟΣ
(πηγαίνει προς το μέρος τους. Ψεύτικα θυμωμένος)
Άντε, κάνατε την πλάκα σας, ας πηγαίνουμε τώρα… άντε!.. άντε!.. Πηγαίνετε γιατί θα νυχτώστε στο δρόμο. Πάμε, φεύγω κι εγώ… πάμε…
(στον ΦΟΣ)
Έχεις μαζί σου τα γυαλιά σου γέρο;
(στη ΦΗ)
Ρε θεία οδήγα εσύ. Είσαι λίγο νεότερη…
(Λέγοντας αυτά, ο Πέτρος έχει μαζέψει από το τραπέζι τα χαρτιά και τα έχει βάλει στον φάκελο του ΦΟΣ. Κρατώντας τον φάκελο  στο ένα χέρι, παίρνει με το άλλο του χέρι την τσάντα της ΦΗ και στέκει εμπρός στους δυο περιμενοντάς τους, ενώ αυτοι, όρθιοι, έχουν μείνει άναυδοι και περιδεείς κοιτάζοντας  ακόμα προς την τριανταφυλλιά)

                                          ΑΥΛΑΙΑ