Η ΜΕΡΑ ΓΙΩΡΓΗ…
(στο θανατο του πατερα της)
Η μέρα Γιώργη έφτασε να κοιμηθείς αξύπνητα.
Τα μάγια που σε κράταγαν αιχμάλωτον να σπάσεις
και στις αιώνιες να βρεθείς χιλιόμορφες οάσεις
που γλεντοκόπια και χαρές σε καρτερούν αρίφνητα.
Πόρτες εκεί δε θα 'χουνε που ανοιχτές να μένουνε
και κρύο δε θα φέρνουνε και πια δε θα κρυώνεις.
Και στο γυαλί της έγχρωμης, καινούργιας σου
οθόνης
γυναίκες κι άντρες παλαιστές συνέχεια θα
παλεύουνε.
Δε θα 'ναι η νύχτα θάλασσα μα ρυάκι που ανώδυνα
θε να περνιέται. Απ’ τ’ άνθρωπου το νου θα λείπει ο δόλος,
ελιές και κούκλα πέρα κει σπαρμένος θα 'ναι ο τόπος,
κι εγώ εκεί τη φίλια μας ποτέ δε θα την πρόδινα.
Γιώργη το τέλος έφτασε του αγώνα σου του
άνισου.
Τελείωσε ο δρόμος σου. Εκόπηκε το νήμα.
Και αν σκληρά σε τσάκισε τ' αγριεμένο κύμα
τον ωκεανό αφήνεις πια-έφτασες στο λιμάνι σου.
(στο θανατο του πατερα της)
Η μέρα Γιώργη έφτασε να κοιμηθείς αξύπνητα.
Τα μάγια που σε κράταγαν αιχμάλωτον να σπάσεις
και στις αιώνιες να βρεθείς χιλιόμορφες οάσεις
που γλεντοκόπια και χαρές σε καρτερούν αρίφνητα.
Πόρτες εκεί δε θα 'χουνε που ανοιχτές να μένουνε
και κρύο δε θα φέρνουνε και πια δε θα κρυώνεις.
Και στο γυαλί της έγχρωμης, καινούργιας σου
οθόνης
γυναίκες κι άντρες παλαιστές συνέχεια θα
παλεύουνε.
Δε θα 'ναι η νύχτα θάλασσα μα ρυάκι που ανώδυνα
θε να περνιέται. Απ’ τ’ άνθρωπου το νου θα λείπει ο δόλος,
ελιές και κούκλα πέρα κει σπαρμένος θα 'ναι ο τόπος,
κι εγώ εκεί τη φίλια μας ποτέ δε θα την πρόδινα.
Γιώργη το τέλος έφτασε του αγώνα σου του
άνισου.
Τελείωσε ο δρόμος σου. Εκόπηκε το νήμα.
Και αν σκληρά σε τσάκισε τ' αγριεμένο κύμα
τον ωκεανό αφήνεις πια-έφτασες στο λιμάνι σου.