Λ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Εδώ πια φτάνουμε στο άκρον άωτον του σουρεαλισμού. Ένας κουμουνιστής ανάμεσα σε εφτακόσους φασίστες! Μη φανταστείς όμως γιάφκες, συμμετοχές σε Κεντρικές Επιτροπές και ανατινάξεις Γοργοπόταμων εδώ. Ήμουν και είμαι ιδεαλιστής κουμουνιστής. Ή αλλιώς, είμαι ένας σκεπτόμενος άνθρωπος-που είναι το ίδιο.
Ας ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα. Εσύ η ίδια Γιωργία με λες ποιητή. Έχεις δίκιο. Είμαι ποιητής. Σε ποιο σκαλοπάτι της σκάλας της ποίησης βρίσκομαι, ας το κρίνει ο καθένας για τον εαυτό του όπως κι εγώ το κρίνω για τον δικό μου εαυτό. Και στο πρώτο της σκαλοπάτι όμως αν με τοποθετήσει ακόμα κανείς, δεν παύω να είμαι ποιητής. Που σημαίνει υπεύθυνος για τον άνθρωπο. Κάθε ποιητής είναι ενάντιος στην κρατούσα κάθε φορά τάξη σε όποια χώρα της γης κι αν βρίσκεται. Γιατί ο ποιητής θέλει την ευτυχία όλων των ανθρώπων, κάτι που καμία κατάσταση πραγμάτων όχι μόνον δεν το έχει επιτύχει αλλά ούτε που τολμάει να το υποσχεθεί ή να το προσπαθήσει. Θα μπορούσε να πει ψέμματα ένας ποιητής; Θα μπορούσε να υποκριθεί; Όχι, ποτέ. Γιατί αυτό είναι αντίθετο στη φύση του. Αυτός θα μιλήσει χωρίς να λογαριάζει την πολιτική και τα κόμματά της. Θα μιλήσει σαν να είναι ο πρώτος άνθρωπος πάνω στη γη και επιφορτισμένος να γκρεμίσει ό,τι εναντιώνεται στην ευτυχία του κάθε ζωντανού πάνω στη γη ανθρώπου, και ακόμα να ετοιμάσει το έδαφος για την υποδοχή των ερχόμενων ανθρώπων. Δεν θα μετρήσει στρατιωτικές ή οικονομικές δυνατότητες των χωρών, δεν θα μετρήσει τις προθέσεις ή τα αποτελέσματα των επαναστάσεων. Θα πορευτεί αγνοώντας τι λένε οι πολιτικοί, οι στρατιωτικοί, οι οικονομολόγοι και οι φιλόσοφοι ακόμα κάθε παράταξης και κάθε χρονικής περιόδου. Θα μιλήσει με τη γλώσσα της ψυχής του. Ο ποιητής δεν αντιδικεί με τα πρόσωπα ή τις πράξεις τους. Χαράζει τον δικό του δρόμο σαν να βρίσκεται σε ένα παρθένο έδαφος.
Όταν λέω λοιπόν ότι είμαι κουμουνιστής, είναι γιατί υποθέτω μετά βεβαιότητος ότι ο κουμουνισμός, όταν έρθει, θα πληροί
όλους τους όρους τους απαραίτητους για να είναι ευτυχισμένοι όλοι οι άνθρωποι της γης.
Κουμουνισμός δεν έχει υπάρξει μέχρι σήμερα. Η Σοβιετική Ένωση προσπάθησε να φτιάξει τον Σοσιαλισμό, το προστάδιο του κουμουνισμού. Δυστυχώς απέτυχε σ’ αυτό. Ο κουμουνισμός Γιωργία δεν είναι δυνατό να εμφανιστεί σε ένα ή σε περισσότερα, όσα, κράτη. Σε ένα ή περισσότερα κράτη μπορεί να υπάρξει μόνον σοσιαλισμός. Ακόμα και όταν όλα τα κράτη της γης πλην ενός γίνουν σοσιαλιστικά, πάλι κουμουνισμός δεν υπάρχει πάνω στη γη. Κουμουνισμός θα υπάρξει όταν και το ένα τελευταίο αυτό κράτος γίνει σοσιαλιστικό. Η ληξιαρχική πράξη θανάτου του ενός αυτού απομένοντος σοσιαλιστικού κράτους, θα είναι και η ληξιαρχική πράξη γέννησης του κουμουνισμού.
Στη Στρατιωτική Ιατρική λοιπόν της Θεσσαλονίκης, ήμουν ο μόνος κουμουνιστής. Καταλαβαίνεις πώς ένιωθα. Φοβισμένος και δυνητικά διωκόμενος για κάθε πράξη ή παράλειψή μου. Ζούσα μέσα σε μια Κόλαση δηλαδή. Και όχι μόνον γιατί είχα να κάνω χωριό με τόσους φασίστες, αλλά και γιατί σπούδαζα κάτι που δεν το ήθελα. Ο πόθος μου ήτανε να σπουδάσω Φιλολογία ή Φιλοσοφία. Εκεί, σ’ αυτές τις επιστήμες, θα διακρινόμουν αναμφισβήτητα, μάλιστα είμαι σίγουρος ότι θα επρώτευα σε όποιον κλάδο τους και αν διάλεγα να αφοσιωθώ.
Ο πατέρας μου όμως απέκλεισε την περίπτωση να σπουδάσω με έξοδα της οικογένειας. Ο λόγος γι αυτό ήτανε ότι δεν υπήρχαν τα χρήματα για ένα τέτοιο σενάριο. Τα τότε παιδιά της (κοινωνικής) τάξης μας στην Ελλάδα, δεν είχαν λόγο στα οικονομικά του σπιτιού. Ούτε καν οι γυναίκες του σπιτιού. Δεν μπορώ να ξέρω αν τα κριτήρια του πατέρα μου ήσαν υπερβολικά αυστηρά ή όχι. Όταν όμως έλεγε αυτός όχι, εκείνος ήξερε και εγώ δεν είχα ούτε λόγο, ούτε τρόπο να συζητήσω καν μαζί του τα οικονομικά της οικογένειας. Ο πατέρας ήθελε να μπω στην Στρατιωτική Ιατρική Σχολή (ΣΙΣ τότε, σήμερα ΣΣΑΣ), όπου έξοδα δεν θα υπήρχαν.
Όταν λοιπόν ήρθε ο καιρός στείλαμε στη Σχολή τα δικαιολογητικά για να γίνω δεκτός σαν υποψήφιος. Η υποψηφιότητά μου απορρίφτηκε και τα χαρτιά γύρισαν πίσω με το δικαιολογητικό ότι ο πατέρας μου ήταν κουμουνιστής. Χαρά εγώ, στενοχώρια ο πατέρας μου. Πήγε λοιπόν και βρήκε έναν δεύτερο ξάδερφό του που ήτανε αντισυνταγματάρχης, και αυτός εγγυήθηκε για τον πατέρα μου, τον οποίο σαν συγγενής του τον ήξερε καλά. Έτσι έγινα δεκτός σαν υποψήφιος.
Μπήκα στη Σχολή. Και για να επιβεβαιωθεί και σε μένα και σε όσους αμφέβαλαν για την φιλολογική μου ροπή, ο βαθμός που πήρα στην Έκθεση Ιδεών ήτανε ο πρώτος: Δέκα εννέα και εξήντα έξη εκατοστά, με άριστα το είκοσι.
Εξετάσεις έδωσα στη Θεσσαλονίκη. Μαζί μου είχε έρθει και ο πατέρας μου. Περιμένοντας τα αποτελέσματα, δήλωσα υποψηφιότητα στην Ακαδημία Θεσσαλονίκης, κρυφά από τον πατέρα μου. Ήταν εύκολο γιατί τα δικαιολογητικά τα είχα έτοιμα-ήταν τα ίδια με της ΣΙΣ. Το έκανα με τη σκέψη ότι αν αποτύχω στη Σχολή, τι θα έκανε ο πατέρας μου; Θα έβρισκε κάποιον τρόπο αυτός, θα βοηθούσα κι εγώ και έτσι θα μπορούσα να σπουδάσω για δάσκαλος. Ύστερα, η Ακαδημία τότε ήθελε σπουδές δύο χρόνων αντί για έξη της Ιατρικής. Έτσι θα έκανα κι εγώ κάτι που πλησίαζε στον πόθο μου να ασχοληθώ με τη Φιλολογία. Μάλιστα είχα μάθει ότι τότε, δεν ξέρω σήμερα, μετά την Ακαδημία μπορούσε μετά κανείς να μεταπηδήσει με κάποιον τρόπο σε κάποιο έτος του Πανεπιστημίου. Ο διάολος το έφερε όμως να μη δώσω κι εκεί εξετάσεις-να μη γίνω ούτε δάσκαλος. Γιατί την ημέρα που περιχαρής πήγαινα την ορισμένη μέρα για να γράψω το πρώτο μάθημα στην Ακαδημία, νάσου μπροστά μου ένας συνυποψήφιός μου στη ΣΙΣ. Τάμαθες; Μου λέει. Βγήκανε τα αποτελέσματα! Τα είχε δει πρωί πρωί. Και μου είπε ότι πέρασα. Δεν πιστεύω άλλο παιδί να λυπήθηκε τόσο πολύ όταν έμαθε ότι πέρασε σε εξετάσεις.
Όπως σου έχω γράψει και αλλού, μεγάλος πια, έδωσα εξετάσεις στη Νομική και πέρασα. Ήτανε ο καημός μου. Φοίτησα στο πρώτο της έτος και μετά πήρα μια μετάθεση και εν των πραγμάτων διακόπηκε η φοίτησή μου στη Νομική.
Τα πρώτο έτος στη Σχολή πέρασε με «καψόνια» που σκοπό έχουν να εξουθενώσουν κάθε διάθεσή του ανθρώπου για επανάσταση ενάντια στην τυραννική εξουσία. Κάτι που σε μένα πήγε χαμένο γιατί ενάντια στην εξουσία, με όπλα ποτέ δεν θα ενεργούσα. Όσο για τα λόγια, μόνον αυτά μου έμεναν, και κείνα κρυφά από όλους.
Το μόνο φωτεινό μέσα στη Σχολή για μένα ήτανε τα περιοδικά «Σοσιαλισμός» και «ΕΠΟΧΕΣ», που τα διάβαζα κρυφά μέχρι που τα «έκοψε» η Χούντα.
Ο καιρός των σπουδών πέρασε γρήγορα. Διάβασμα, νεανικές παρέες τις λίγες Κυριακές του χρόνου που είχαμε έξοδο, καμιά άδεια τα καλοκαίρια. Συνθήκες διαβίωσης πανάθλιες. Σαράντα άνθρωποι μέσα σε κάθε θάλαμο, τουαλέτες νεαντερταλικές, στρατιωτικές ασκήσεις, καταπίεση. Στρατιωτική ζωή στα χειρότερά της. Μαθαίναμε εκεί μέσα πόσο ο έλληνας διέφερε από όλους τους άλλους λαούς όντας ο πιο δοξασμένος, ο πιο ανδρείος, αλλά και ο πιο φιλόξενος. Μαθαίναμε ότι οι τούρκοι ήσαν βρωμιάρηδες και απολίτιστοι, ότι ο κουμουνισμός ήτανε η απάνθρωπη μορφή του ανθρώπου-εξάλλου αυτό ταίριαζε με τα «μιάσματα» του βασιλιά Κωνσταντίνου. Τραγουδούσαμε τραγούδια που εκθείαζαν τους έλληνες και καλλιεργούσαν το μίσος για κάθε γειτονικό λαό. Και όταν βγήκα από τη Σχολή, τον ρόλο της ίδιας «εθνικοπρεπούς» μόρφωσής μας τον είχαν αναλάβει τα κατάπτυστα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης τα πάντοτε-από την αδηφάγα οκταετία του Καραμανλή μέχρι και σήμερα-πουλημένα. Πέρασε καιρός ώσπου να καταλάβω πως έπρεπε να αντιστρέψω ό,τι μας έλεγαν εκεί μέσα για να έχω την πραγματικότητα για τους έλληνες, για την Ελλάδα και τια τον κόσμο. Οι λογής Συνθήκες που συνομολογούνται ανάμεσα σε κράτη, δεν συμπλέουν με το αίσθημα της εθνικότητας που ένας λαός αυτού του κράτους έχει. Βέβαια όταν οι περιστάσεις επιδαψιλεύουν τεμάχια γης σε κάποια κράτη, αυτά θα τα καλοδεχτούν και θα κάνουν ο,τι περνάει από το χέρι τους για να τα ενσωματώσουν. Αν όμως το αίμα μιλήσει, τότε τίποτα δεν βαστάει το ξένο σώμα στην ξένη θέση-με κάποια ευκαιρία, με κάποιον τρόπο ή όταν ο χρόνος ωριμάσει γι αυτό, το ξένο σώμα αποβάλλεται.
Ως για τη Θεσσαλονίκη, πόλη για βορειοελλαδίτες μόνο. Άλλα ήθη και έθιμα, άλλη νοοτροπία. Συνήθισα σ’ αυτήν να αισθάνομαι ξένος στο μέλλον μέσα στην πατρίδα μου, σε όποια πόλη της κι αν, πάνω από τον Ισθμό, πήγαινα. Κατάλαβα γιατί οι νότιοι αποκαλούσαν περιπαικτικά βούλγαρους τους βόριους και οι βόριοι χαμουτζήδες και καλαμαράδες τους νότιους. Χαμουτζήδες γιατί ήταν από «χάμου», καλαμαράδες γιατί ασχολούνταν με τα γράμματα ενώ αυτοί, οι βόριοι, δεν είχαν ανάγκη να μάθουν γράμματα γιατί τα εδάφη τους τους έδιναν ό,τι χρειάζονταν για να ζήσουν. Οι χαρακτηρισμοί αυτοί έκρυβαν και κρύβουν ακόμα βέβαια το αίσθημα της αποξένωσης των δύο λαών που συμφέροντα τρίτων τους έφεραν να ζήσουν στην ίδια χώρα.
Στο Γυμνάσιο έμαθα ότι το χίλια εννιακόσια δώδεκα λευτερώθηκε η Θεσσαλονίκη. Τώρα έβλεπα ότι ίσως δεν λευτερώθηκε αλλά σκλαβώθηκε. Το ίδιο ένιωθα ότι συνέβαινε και με την Ήπειρο και τη Θράκη. Και αυτή η γνώμη μου συνταιριάζονταν με όσα είχα μάθει στο σχολείο: πως (αρχαία) Ελλάδα ήταν η περιοχή της Πελοποννήσου και της Στερεάς. Από πού κι ως πού ελληνικές οι άλλες περιοχές; Και σήμερα δικαιώνονται οι παρατηρήσεις μου εκείνες, από τις ανακατατάξεις που κυοφορούνται, ευλογούμενες και από την κυβέρνηση φανερά και υποστηριζόμενες από την αντιπολίτευση κρυφά. Βλέπω πως σε λίγα χρόνια, με τις εθνικιστικές τάσεις που αναβιώνουν παγκόσμια με πρώτη την «τράμπεια» Αμερική, Ιόνια, νησιά Αιγαίου, Ήπειρος, Μακεδονία, Θράκη, θα πάψουν να ακήκουν στην Ελλάδα. Και βέβαια η Κρήτη δεν θα μείνει έξω από τον χορό της επερχόμενης εθνικιστικής ενδοστρέφειας.
Πρέπει να ξέρει κανείς ιστορία για να καταλάβει ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα βρήκε όταν γεννήθηκε, αλλά ότι έχουν αλλάξει πολλές φορές πριν γεννηθεί αυτός και θα αλλάξουν και μετά του.
Όταν η αλλαγή συνόρων ενός κράτους γίνει, εκείνοι που ζουν μέσα σ’ αυτό είτε θα φωνάζουν και θα στενοχωριούνται, είτε θα συνεχίσουν τη ζωή τους επειδή ξέρουν ότι κι αυτό είναι μέσα στα πρόγραμμα της ζωής των λαών. Ζωντανοί οργανισμοί είναι και τα κράτη. Και ισχυρό κράτος δεν είναι πάντοτε ένα. Οι πρωτιές στη δύναμή τους αλλάζουν κι αυτές. Κοσμοκράτειρες υπήρξαν πολλές φυλές μέχρι σήμερα. Και δυστυχώς από τους λαούς που υπήρξαν κάποτε μεγάλοι, ο ελληνικός είναι που μόνον έχει τα χάλια του σήμερα. Οι άλλοι-το Ιράν ταρανουνάει την Αμερική, η Αίγυπτος είνα διεθνώς υπολογίσημη, εβραίοι, κινέζοι, παλαιστίνιοι, ρωμαίοι, παίζουν σημαντικό ρόλο στα γήινα κοινά, για να μην πούμε για τις μετά από την αρχαία εποχή κοσμοκρατορίες που και σήμερα κι αυτές είναι ακόμα ισχυρές. Τη σημερινή κοσμοκράτειρα, την Αμερική, την λυπάμαι. Πρέπει, είναι ανάγκη γι αυτήν, να είναι πάντοτε η πρώτη σε ισχύ. Γιατί όταν αυτή θα πάψει να είναι ισχυρή, θα την καταπιούν οι καινούργιοι Μεγάλοι. Γιατί δεν έχει ρίζες. Και γιατί για να κυριαρχήσει εξόντωσε τους λαούς που ζούσαν για χιλιετίες στην προ της ανακαλύψεως της Αμερικής Αμερική. Όπως εξόντωσε θα την εξοντώσουν. Και κανείς δεν θα στέρξει να την βοηθήσει γιατί θα έχει λάβει ό,τι έδωσε: μάχαιραν. Με άλλα λόγια θα έχει την τύχη των εβραίων, οι οποίοι έδιωξαν τους παλαιστίνιους από τη γη τους. Θα διασπαρούν, και επειδή δεν έχουν τη συνοχή που έχουν οι εβραίοι, θα σβήσουν σαν λαός.
Σήμερα ο κόσμος αλλάζει για άλλη μια φορά. Μερικοί πιστεύουν ότι η μέχρι τώρα αλλαγή του κόσμου τα τελευταία διακόσια χρόνια είναι πρόοδος. Και πιστεύουν ότι και η επιχειρούμενη σήμερα αλλαγή θα είναι πρόοδος. Κατά τη γνώμη μου αυτές οι αλλαγές δεν ήταν πρόοδος. Κάθε βήμα προς τα εμπρός είναι βήμα προς το χαμό. Είναι βήμα προς το σημείο εκείνο που θα γίνει η μεγάλη έκρηξη που θα θρυμματίσει την ανθρωπότητα ώστε αυτή να αρχίσει από την αρχή. Καλό κι αυτό, και ας μην είναι πολύ πιθανό η επανασυγκόλληση του ανθρώπου να πάρει μια σωστή κατεύθυνση. Καλλίτερα θα ήταν τα πράγματα του κόσμου να μείνουν όπως ήσαν για τις τελευταίες εφτά-οχτώ χιλιετίες.
Να γερνάει ο άνθρωπος εκεί που γεννήθηκε. Να θάφτεται εκεί. Τα παιδιά να μένουν στο ίδιο σπίτι ώσπου να γεράσουν. Οι άνθρωποι να κάνουν και να πηγαίνουν σε όλες τις δουλειές τους με τα πόδια ή με το γαϊδουράκι ή με το άλογο. Οι γυναίκες να κυκλοφορούν ντυμένες μέχρι το λαιμό και να τις βλέπει ο κόσμος μόνο στα πανηγύρια ή όταν περπατάνε έξω για δουλειές του σπιτιού. Ο έρωτας να γίνεται μόνο στο γάμο μέσα, εκτός από τις γυναίκες που θα αποφασίσουν να χαρακτηρίζονται πουτάνες από τους γύρω τους. Όταν μια ανύπαντρη γυναίκα μένει έγκυος να ρίχνει με ασπιρίνες το παιδί ή αν το γεννάει να το κρεμάει μέσα σε ένα ύφασμα πάνω σε ένα δέντρο ώστε να έχει πιθανότητες αυτό να ζήσει. Οι πόλεις να προσφέρουν δουλειές σε ευκολοδιάβατες αποστάσεις από το σπίτι του κάθε κατοίκου. Να υπάρχουν οικογενειακές βιοτεχνίες το πολύ. Οι άνθρωποι να φοράνε ρούχα κατασκευασμένα στο χέρι ή σε κάποιες χειρο-ή ποδοκίνητες μηχανές. Ο ηλεκτρισμός να μην έχει ανακαλυφθεί. Να πατάνε σε χαλιά φτιαγμένα σε αργαλειούς. Να φοράνε πλεγμένα στο χέρι μάλλινα, φτιαγμένα στο χέρι παπούτσια, να «γυρίζουν» τα «καλά» κουστούμια τους όταν αυτά παλιώνουν. Οι διασκεδάσεις να περιορίζονται σε σπίτια φιλικά. Τα καφενεία να είναι ο τρόπος ξεσκάσματος των αντρών από το σπίτι και από τη δουλειά. Το αλέτρι να δίνει το ψωμί, το φτυάρι να λιχνίζει το σιτάρι, ο νερόμυλος του χωριού να φτιάχνει το αλεύρι. Ο «Καζαμίας» να είναι το βιβλίο που δε θα λείπει από κάθε σπίτι. Τα βράδια να μαζεύονται οι γειτόνοι στα σκαλοπάτια ενός σπιτιού για να συζητάνε ώσπου να έρθει η ώρα του ύπνου. Τα νέα να μαθεύονται από στόμα σε στόμα. Οι γυναίκες να φέρνουν νερό από τη βρύση του χωριού και οι αστοί να περιμένουν την ώρα τέσσερες απόγεμα ώσπου να έρθει το νερό και να «πιάνουν» τότε νερό για τις ανάγκες της ημέρας. Ο δάσκαλος και ο χωροφύλακας να είναι η εξουσία σε κάθε χωριό, χωρίς οίηση και χωρίς την περιφρόνηση προς τον αμόρφωτο χωριάτη. Τα ρούχα να πλένονται στη σκάφη, τα τρόφιμα να είναι τόσο λίγα που όταν μένουνε το μεσημέρι, να μπορούν να κρατηθούν βρώσιμα μόνο μέχρι το βράδυ της ίδιας μέρας. Γιατρός να υπάρχει μόνο μια φορά την εβδομάδα και να βλέπει όλους όσους έχουν ανάγκη γιατρού. Το ταξίδι από πόλη σε πόλη να είναι σπάνιο και μόνο να γίνεται όταν υπάρχει ανάγκη.
Να ζει ανθρωπινά ο λαός με δυο λόγια. Και αν έτσι θα είναι η ζωή στην Ελλάδα, ανάλογη να είναι λαι σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο, όπως ήταν εκεί τότε, πριν διακόσια τόσα χρόνια.
Να λείψει ο θόρυβος η βρώμα και η εκμετάλλευση από τα εργοστάσια, να πάψουν να μπλέκονται στις ζωές μας όγκοι μετάλλου που κυλάνε πάνω σε ρόδες, να είναι οι πόλεις πνιγμένες στα δέντρα και όχι στο καυσαέριο, να μην γεμίζουν τον ελεύθερο χρόνο τους οι άνθρωποι με εξεζητημένες ενδυματολογικές παραδοξότητες, να μην υπάρχουν μέσα στα σπίτια μας μεταλλικά ή πλαστικά κουτιά που θα μας φέρνουν άχρηστες διαφημίσεις για άχρηστα προϊόντα του σπαταλημένου άσκοπα μόχθου των ανθρώπινων όντων. Να μην υπάρχουν σε οθόνες θεάματα ψεύτικα και υποκριτικά, να μη μας δείχνουν χυδαίες, ανώμαλες και καταστροφικές του ανθρώπινου γένους εικόνες. Να πάψουν τα άσκοπα, τα περιττά ταξίδια σε μακρινά μέρη ζητώντας ο άνθρωπος να… να τι;… την ώρα που δεν έχει ταξιδέψει ακόμα ούτε στη γειτονιά του. Να μη σπαταλιούνται κόποι και χρήμα για τάφους μεγαλοπρεπείς φτιαγμένους για να ικανοποιήσουν ματαιοδοξίες. Οι γυναίκες να μένουν στο σπίτι και οι άντρες να φέρνουν το φαγητό σ’ αυτό.
Να πάψει ο έρωτας να γίνεται κράχτης θεατών σε κινηματογραφικές αίθουσες και επισκεπτών σε πορνεία, και να παραμείνει το μέγα και ιερό μυστήριο της ζωής, αντί να ευτελίζεται σαν μέσο για να περνάμε την ώρα μας ή για να έχουμε «good time”, σαν μέσο προσέλκυσης αγοραστών για κάθε είδος και εμπόρευμα, σαν μέσον για αγορά προϊόντων ή για εξαγορά συνειδήσεων, τέλος σαν ένα ακόμα πεδίο αντιπαλότητας των ανθρώπων. Να μην μας εξουσιάζουν κρυφές, ανώνυμες, αθέατες οικονομικές αρχές και οντότητες. Να μην κατέχει ένας άνθρωπος τόσο χρήμα όσο κατέχουν τα δύο δισεκατομμύρια ανθρώπων του πλανήτη. Υπακούοντας ή υποτασσόμενοι στις φραστικές, εικονογραφημένες και τηλεοπτικές σειρήνες να μήν γεμίζουμε τα σπίτια μας και τις ζωές μας με αντικείμενα άχρηστα και περιττά. Οι επαγγελματίες κάθε είδους να μην θησαυρίζουν σε βάρος των αδύναμων οικονομικά. Οι άνθρωποι να πεθαίνουν όταν η ώρα τους έρθει χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να παρατείνουν τη ζωή τους χρησιμοποιώντας μια βιομηχανία υγείας που εκμεταλλεύεται την αλόγιστη και δυσερμήνευτη επιθυμία του ανθρώπου για μακροζωία. Να μη, για να μάθει πόσο κάνει ένα κι ένα χρησιμοποιεί ο άνθρωπος μηχανές.
Τώρα είναι καιρός να γυρίσουμε στα συνετά παλιά, τώρα που έχει ο άνθρωπος μάθει ύστερα από περιπλανήσεις και επιχειρήσεις αιώνων ότι μ’ αυτές χειροτερεύει τη ζωή του ταλαιπωρούμενος και απογοητευόμενος με κάθε τι που ονομάζει «ένα βήμα μπροστά», με κάθε τι που θεωρεί «πρόοδο».
Έτσι μόνον ο άνθρωπος δεν θα όδευε προς το χάος αλλά θα ζούσε μια ζωή συμβατή με την ανθρωπιά, που τώρα έχει αφανιστεί από το πρόσωπο της γης.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Εδώ πια φτάνουμε στο άκρον άωτον του σουρεαλισμού. Ένας κουμουνιστής ανάμεσα σε εφτακόσους φασίστες! Μη φανταστείς όμως γιάφκες, συμμετοχές σε Κεντρικές Επιτροπές και ανατινάξεις Γοργοπόταμων εδώ. Ήμουν και είμαι ιδεαλιστής κουμουνιστής. Ή αλλιώς, είμαι ένας σκεπτόμενος άνθρωπος-που είναι το ίδιο.
Ας ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα. Εσύ η ίδια Γιωργία με λες ποιητή. Έχεις δίκιο. Είμαι ποιητής. Σε ποιο σκαλοπάτι της σκάλας της ποίησης βρίσκομαι, ας το κρίνει ο καθένας για τον εαυτό του όπως κι εγώ το κρίνω για τον δικό μου εαυτό. Και στο πρώτο της σκαλοπάτι όμως αν με τοποθετήσει ακόμα κανείς, δεν παύω να είμαι ποιητής. Που σημαίνει υπεύθυνος για τον άνθρωπο. Κάθε ποιητής είναι ενάντιος στην κρατούσα κάθε φορά τάξη σε όποια χώρα της γης κι αν βρίσκεται. Γιατί ο ποιητής θέλει την ευτυχία όλων των ανθρώπων, κάτι που καμία κατάσταση πραγμάτων όχι μόνον δεν το έχει επιτύχει αλλά ούτε που τολμάει να το υποσχεθεί ή να το προσπαθήσει. Θα μπορούσε να πει ψέμματα ένας ποιητής; Θα μπορούσε να υποκριθεί; Όχι, ποτέ. Γιατί αυτό είναι αντίθετο στη φύση του. Αυτός θα μιλήσει χωρίς να λογαριάζει την πολιτική και τα κόμματά της. Θα μιλήσει σαν να είναι ο πρώτος άνθρωπος πάνω στη γη και επιφορτισμένος να γκρεμίσει ό,τι εναντιώνεται στην ευτυχία του κάθε ζωντανού πάνω στη γη ανθρώπου, και ακόμα να ετοιμάσει το έδαφος για την υποδοχή των ερχόμενων ανθρώπων. Δεν θα μετρήσει στρατιωτικές ή οικονομικές δυνατότητες των χωρών, δεν θα μετρήσει τις προθέσεις ή τα αποτελέσματα των επαναστάσεων. Θα πορευτεί αγνοώντας τι λένε οι πολιτικοί, οι στρατιωτικοί, οι οικονομολόγοι και οι φιλόσοφοι ακόμα κάθε παράταξης και κάθε χρονικής περιόδου. Θα μιλήσει με τη γλώσσα της ψυχής του. Ο ποιητής δεν αντιδικεί με τα πρόσωπα ή τις πράξεις τους. Χαράζει τον δικό του δρόμο σαν να βρίσκεται σε ένα παρθένο έδαφος.
Όταν λέω λοιπόν ότι είμαι κουμουνιστής, είναι γιατί υποθέτω μετά βεβαιότητος ότι ο κουμουνισμός, όταν έρθει, θα πληροί
όλους τους όρους τους απαραίτητους για να είναι ευτυχισμένοι όλοι οι άνθρωποι της γης.
Κουμουνισμός δεν έχει υπάρξει μέχρι σήμερα. Η Σοβιετική Ένωση προσπάθησε να φτιάξει τον Σοσιαλισμό, το προστάδιο του κουμουνισμού. Δυστυχώς απέτυχε σ’ αυτό. Ο κουμουνισμός Γιωργία δεν είναι δυνατό να εμφανιστεί σε ένα ή σε περισσότερα, όσα, κράτη. Σε ένα ή περισσότερα κράτη μπορεί να υπάρξει μόνον σοσιαλισμός. Ακόμα και όταν όλα τα κράτη της γης πλην ενός γίνουν σοσιαλιστικά, πάλι κουμουνισμός δεν υπάρχει πάνω στη γη. Κουμουνισμός θα υπάρξει όταν και το ένα τελευταίο αυτό κράτος γίνει σοσιαλιστικό. Η ληξιαρχική πράξη θανάτου του ενός αυτού απομένοντος σοσιαλιστικού κράτους, θα είναι και η ληξιαρχική πράξη γέννησης του κουμουνισμού.
Στη Στρατιωτική Ιατρική λοιπόν της Θεσσαλονίκης, ήμουν ο μόνος κουμουνιστής. Καταλαβαίνεις πώς ένιωθα. Φοβισμένος και δυνητικά διωκόμενος για κάθε πράξη ή παράλειψή μου. Ζούσα μέσα σε μια Κόλαση δηλαδή. Και όχι μόνον γιατί είχα να κάνω χωριό με τόσους φασίστες, αλλά και γιατί σπούδαζα κάτι που δεν το ήθελα. Ο πόθος μου ήτανε να σπουδάσω Φιλολογία ή Φιλοσοφία. Εκεί, σ’ αυτές τις επιστήμες, θα διακρινόμουν αναμφισβήτητα, μάλιστα είμαι σίγουρος ότι θα επρώτευα σε όποιον κλάδο τους και αν διάλεγα να αφοσιωθώ.
Ο πατέρας μου όμως απέκλεισε την περίπτωση να σπουδάσω με έξοδα της οικογένειας. Ο λόγος γι αυτό ήτανε ότι δεν υπήρχαν τα χρήματα για ένα τέτοιο σενάριο. Τα τότε παιδιά της (κοινωνικής) τάξης μας στην Ελλάδα, δεν είχαν λόγο στα οικονομικά του σπιτιού. Ούτε καν οι γυναίκες του σπιτιού. Δεν μπορώ να ξέρω αν τα κριτήρια του πατέρα μου ήσαν υπερβολικά αυστηρά ή όχι. Όταν όμως έλεγε αυτός όχι, εκείνος ήξερε και εγώ δεν είχα ούτε λόγο, ούτε τρόπο να συζητήσω καν μαζί του τα οικονομικά της οικογένειας. Ο πατέρας ήθελε να μπω στην Στρατιωτική Ιατρική Σχολή (ΣΙΣ τότε, σήμερα ΣΣΑΣ), όπου έξοδα δεν θα υπήρχαν.
Όταν λοιπόν ήρθε ο καιρός στείλαμε στη Σχολή τα δικαιολογητικά για να γίνω δεκτός σαν υποψήφιος. Η υποψηφιότητά μου απορρίφτηκε και τα χαρτιά γύρισαν πίσω με το δικαιολογητικό ότι ο πατέρας μου ήταν κουμουνιστής. Χαρά εγώ, στενοχώρια ο πατέρας μου. Πήγε λοιπόν και βρήκε έναν δεύτερο ξάδερφό του που ήτανε αντισυνταγματάρχης, και αυτός εγγυήθηκε για τον πατέρα μου, τον οποίο σαν συγγενής του τον ήξερε καλά. Έτσι έγινα δεκτός σαν υποψήφιος.
Μπήκα στη Σχολή. Και για να επιβεβαιωθεί και σε μένα και σε όσους αμφέβαλαν για την φιλολογική μου ροπή, ο βαθμός που πήρα στην Έκθεση Ιδεών ήτανε ο πρώτος: Δέκα εννέα και εξήντα έξη εκατοστά, με άριστα το είκοσι.
Εξετάσεις έδωσα στη Θεσσαλονίκη. Μαζί μου είχε έρθει και ο πατέρας μου. Περιμένοντας τα αποτελέσματα, δήλωσα υποψηφιότητα στην Ακαδημία Θεσσαλονίκης, κρυφά από τον πατέρα μου. Ήταν εύκολο γιατί τα δικαιολογητικά τα είχα έτοιμα-ήταν τα ίδια με της ΣΙΣ. Το έκανα με τη σκέψη ότι αν αποτύχω στη Σχολή, τι θα έκανε ο πατέρας μου; Θα έβρισκε κάποιον τρόπο αυτός, θα βοηθούσα κι εγώ και έτσι θα μπορούσα να σπουδάσω για δάσκαλος. Ύστερα, η Ακαδημία τότε ήθελε σπουδές δύο χρόνων αντί για έξη της Ιατρικής. Έτσι θα έκανα κι εγώ κάτι που πλησίαζε στον πόθο μου να ασχοληθώ με τη Φιλολογία. Μάλιστα είχα μάθει ότι τότε, δεν ξέρω σήμερα, μετά την Ακαδημία μπορούσε μετά κανείς να μεταπηδήσει με κάποιον τρόπο σε κάποιο έτος του Πανεπιστημίου. Ο διάολος το έφερε όμως να μη δώσω κι εκεί εξετάσεις-να μη γίνω ούτε δάσκαλος. Γιατί την ημέρα που περιχαρής πήγαινα την ορισμένη μέρα για να γράψω το πρώτο μάθημα στην Ακαδημία, νάσου μπροστά μου ένας συνυποψήφιός μου στη ΣΙΣ. Τάμαθες; Μου λέει. Βγήκανε τα αποτελέσματα! Τα είχε δει πρωί πρωί. Και μου είπε ότι πέρασα. Δεν πιστεύω άλλο παιδί να λυπήθηκε τόσο πολύ όταν έμαθε ότι πέρασε σε εξετάσεις.
Όπως σου έχω γράψει και αλλού, μεγάλος πια, έδωσα εξετάσεις στη Νομική και πέρασα. Ήτανε ο καημός μου. Φοίτησα στο πρώτο της έτος και μετά πήρα μια μετάθεση και εν των πραγμάτων διακόπηκε η φοίτησή μου στη Νομική.
Τα πρώτο έτος στη Σχολή πέρασε με «καψόνια» που σκοπό έχουν να εξουθενώσουν κάθε διάθεσή του ανθρώπου για επανάσταση ενάντια στην τυραννική εξουσία. Κάτι που σε μένα πήγε χαμένο γιατί ενάντια στην εξουσία, με όπλα ποτέ δεν θα ενεργούσα. Όσο για τα λόγια, μόνον αυτά μου έμεναν, και κείνα κρυφά από όλους.
Το μόνο φωτεινό μέσα στη Σχολή για μένα ήτανε τα περιοδικά «Σοσιαλισμός» και «ΕΠΟΧΕΣ», που τα διάβαζα κρυφά μέχρι που τα «έκοψε» η Χούντα.
Ο καιρός των σπουδών πέρασε γρήγορα. Διάβασμα, νεανικές παρέες τις λίγες Κυριακές του χρόνου που είχαμε έξοδο, καμιά άδεια τα καλοκαίρια. Συνθήκες διαβίωσης πανάθλιες. Σαράντα άνθρωποι μέσα σε κάθε θάλαμο, τουαλέτες νεαντερταλικές, στρατιωτικές ασκήσεις, καταπίεση. Στρατιωτική ζωή στα χειρότερά της. Μαθαίναμε εκεί μέσα πόσο ο έλληνας διέφερε από όλους τους άλλους λαούς όντας ο πιο δοξασμένος, ο πιο ανδρείος, αλλά και ο πιο φιλόξενος. Μαθαίναμε ότι οι τούρκοι ήσαν βρωμιάρηδες και απολίτιστοι, ότι ο κουμουνισμός ήτανε η απάνθρωπη μορφή του ανθρώπου-εξάλλου αυτό ταίριαζε με τα «μιάσματα» του βασιλιά Κωνσταντίνου. Τραγουδούσαμε τραγούδια που εκθείαζαν τους έλληνες και καλλιεργούσαν το μίσος για κάθε γειτονικό λαό. Και όταν βγήκα από τη Σχολή, τον ρόλο της ίδιας «εθνικοπρεπούς» μόρφωσής μας τον είχαν αναλάβει τα κατάπτυστα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης τα πάντοτε-από την αδηφάγα οκταετία του Καραμανλή μέχρι και σήμερα-πουλημένα. Πέρασε καιρός ώσπου να καταλάβω πως έπρεπε να αντιστρέψω ό,τι μας έλεγαν εκεί μέσα για να έχω την πραγματικότητα για τους έλληνες, για την Ελλάδα και τια τον κόσμο. Οι λογής Συνθήκες που συνομολογούνται ανάμεσα σε κράτη, δεν συμπλέουν με το αίσθημα της εθνικότητας που ένας λαός αυτού του κράτους έχει. Βέβαια όταν οι περιστάσεις επιδαψιλεύουν τεμάχια γης σε κάποια κράτη, αυτά θα τα καλοδεχτούν και θα κάνουν ο,τι περνάει από το χέρι τους για να τα ενσωματώσουν. Αν όμως το αίμα μιλήσει, τότε τίποτα δεν βαστάει το ξένο σώμα στην ξένη θέση-με κάποια ευκαιρία, με κάποιον τρόπο ή όταν ο χρόνος ωριμάσει γι αυτό, το ξένο σώμα αποβάλλεται.
Ως για τη Θεσσαλονίκη, πόλη για βορειοελλαδίτες μόνο. Άλλα ήθη και έθιμα, άλλη νοοτροπία. Συνήθισα σ’ αυτήν να αισθάνομαι ξένος στο μέλλον μέσα στην πατρίδα μου, σε όποια πόλη της κι αν, πάνω από τον Ισθμό, πήγαινα. Κατάλαβα γιατί οι νότιοι αποκαλούσαν περιπαικτικά βούλγαρους τους βόριους και οι βόριοι χαμουτζήδες και καλαμαράδες τους νότιους. Χαμουτζήδες γιατί ήταν από «χάμου», καλαμαράδες γιατί ασχολούνταν με τα γράμματα ενώ αυτοί, οι βόριοι, δεν είχαν ανάγκη να μάθουν γράμματα γιατί τα εδάφη τους τους έδιναν ό,τι χρειάζονταν για να ζήσουν. Οι χαρακτηρισμοί αυτοί έκρυβαν και κρύβουν ακόμα βέβαια το αίσθημα της αποξένωσης των δύο λαών που συμφέροντα τρίτων τους έφεραν να ζήσουν στην ίδια χώρα.
Στο Γυμνάσιο έμαθα ότι το χίλια εννιακόσια δώδεκα λευτερώθηκε η Θεσσαλονίκη. Τώρα έβλεπα ότι ίσως δεν λευτερώθηκε αλλά σκλαβώθηκε. Το ίδιο ένιωθα ότι συνέβαινε και με την Ήπειρο και τη Θράκη. Και αυτή η γνώμη μου συνταιριάζονταν με όσα είχα μάθει στο σχολείο: πως (αρχαία) Ελλάδα ήταν η περιοχή της Πελοποννήσου και της Στερεάς. Από πού κι ως πού ελληνικές οι άλλες περιοχές; Και σήμερα δικαιώνονται οι παρατηρήσεις μου εκείνες, από τις ανακατατάξεις που κυοφορούνται, ευλογούμενες και από την κυβέρνηση φανερά και υποστηριζόμενες από την αντιπολίτευση κρυφά. Βλέπω πως σε λίγα χρόνια, με τις εθνικιστικές τάσεις που αναβιώνουν παγκόσμια με πρώτη την «τράμπεια» Αμερική, Ιόνια, νησιά Αιγαίου, Ήπειρος, Μακεδονία, Θράκη, θα πάψουν να ακήκουν στην Ελλάδα. Και βέβαια η Κρήτη δεν θα μείνει έξω από τον χορό της επερχόμενης εθνικιστικής ενδοστρέφειας.
Πρέπει να ξέρει κανείς ιστορία για να καταλάβει ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα βρήκε όταν γεννήθηκε, αλλά ότι έχουν αλλάξει πολλές φορές πριν γεννηθεί αυτός και θα αλλάξουν και μετά του.
Όταν η αλλαγή συνόρων ενός κράτους γίνει, εκείνοι που ζουν μέσα σ’ αυτό είτε θα φωνάζουν και θα στενοχωριούνται, είτε θα συνεχίσουν τη ζωή τους επειδή ξέρουν ότι κι αυτό είναι μέσα στα πρόγραμμα της ζωής των λαών. Ζωντανοί οργανισμοί είναι και τα κράτη. Και ισχυρό κράτος δεν είναι πάντοτε ένα. Οι πρωτιές στη δύναμή τους αλλάζουν κι αυτές. Κοσμοκράτειρες υπήρξαν πολλές φυλές μέχρι σήμερα. Και δυστυχώς από τους λαούς που υπήρξαν κάποτε μεγάλοι, ο ελληνικός είναι που μόνον έχει τα χάλια του σήμερα. Οι άλλοι-το Ιράν ταρανουνάει την Αμερική, η Αίγυπτος είνα διεθνώς υπολογίσημη, εβραίοι, κινέζοι, παλαιστίνιοι, ρωμαίοι, παίζουν σημαντικό ρόλο στα γήινα κοινά, για να μην πούμε για τις μετά από την αρχαία εποχή κοσμοκρατορίες που και σήμερα κι αυτές είναι ακόμα ισχυρές. Τη σημερινή κοσμοκράτειρα, την Αμερική, την λυπάμαι. Πρέπει, είναι ανάγκη γι αυτήν, να είναι πάντοτε η πρώτη σε ισχύ. Γιατί όταν αυτή θα πάψει να είναι ισχυρή, θα την καταπιούν οι καινούργιοι Μεγάλοι. Γιατί δεν έχει ρίζες. Και γιατί για να κυριαρχήσει εξόντωσε τους λαούς που ζούσαν για χιλιετίες στην προ της ανακαλύψεως της Αμερικής Αμερική. Όπως εξόντωσε θα την εξοντώσουν. Και κανείς δεν θα στέρξει να την βοηθήσει γιατί θα έχει λάβει ό,τι έδωσε: μάχαιραν. Με άλλα λόγια θα έχει την τύχη των εβραίων, οι οποίοι έδιωξαν τους παλαιστίνιους από τη γη τους. Θα διασπαρούν, και επειδή δεν έχουν τη συνοχή που έχουν οι εβραίοι, θα σβήσουν σαν λαός.
Σήμερα ο κόσμος αλλάζει για άλλη μια φορά. Μερικοί πιστεύουν ότι η μέχρι τώρα αλλαγή του κόσμου τα τελευταία διακόσια χρόνια είναι πρόοδος. Και πιστεύουν ότι και η επιχειρούμενη σήμερα αλλαγή θα είναι πρόοδος. Κατά τη γνώμη μου αυτές οι αλλαγές δεν ήταν πρόοδος. Κάθε βήμα προς τα εμπρός είναι βήμα προς το χαμό. Είναι βήμα προς το σημείο εκείνο που θα γίνει η μεγάλη έκρηξη που θα θρυμματίσει την ανθρωπότητα ώστε αυτή να αρχίσει από την αρχή. Καλό κι αυτό, και ας μην είναι πολύ πιθανό η επανασυγκόλληση του ανθρώπου να πάρει μια σωστή κατεύθυνση. Καλλίτερα θα ήταν τα πράγματα του κόσμου να μείνουν όπως ήσαν για τις τελευταίες εφτά-οχτώ χιλιετίες.
Να γερνάει ο άνθρωπος εκεί που γεννήθηκε. Να θάφτεται εκεί. Τα παιδιά να μένουν στο ίδιο σπίτι ώσπου να γεράσουν. Οι άνθρωποι να κάνουν και να πηγαίνουν σε όλες τις δουλειές τους με τα πόδια ή με το γαϊδουράκι ή με το άλογο. Οι γυναίκες να κυκλοφορούν ντυμένες μέχρι το λαιμό και να τις βλέπει ο κόσμος μόνο στα πανηγύρια ή όταν περπατάνε έξω για δουλειές του σπιτιού. Ο έρωτας να γίνεται μόνο στο γάμο μέσα, εκτός από τις γυναίκες που θα αποφασίσουν να χαρακτηρίζονται πουτάνες από τους γύρω τους. Όταν μια ανύπαντρη γυναίκα μένει έγκυος να ρίχνει με ασπιρίνες το παιδί ή αν το γεννάει να το κρεμάει μέσα σε ένα ύφασμα πάνω σε ένα δέντρο ώστε να έχει πιθανότητες αυτό να ζήσει. Οι πόλεις να προσφέρουν δουλειές σε ευκολοδιάβατες αποστάσεις από το σπίτι του κάθε κατοίκου. Να υπάρχουν οικογενειακές βιοτεχνίες το πολύ. Οι άνθρωποι να φοράνε ρούχα κατασκευασμένα στο χέρι ή σε κάποιες χειρο-ή ποδοκίνητες μηχανές. Ο ηλεκτρισμός να μην έχει ανακαλυφθεί. Να πατάνε σε χαλιά φτιαγμένα σε αργαλειούς. Να φοράνε πλεγμένα στο χέρι μάλλινα, φτιαγμένα στο χέρι παπούτσια, να «γυρίζουν» τα «καλά» κουστούμια τους όταν αυτά παλιώνουν. Οι διασκεδάσεις να περιορίζονται σε σπίτια φιλικά. Τα καφενεία να είναι ο τρόπος ξεσκάσματος των αντρών από το σπίτι και από τη δουλειά. Το αλέτρι να δίνει το ψωμί, το φτυάρι να λιχνίζει το σιτάρι, ο νερόμυλος του χωριού να φτιάχνει το αλεύρι. Ο «Καζαμίας» να είναι το βιβλίο που δε θα λείπει από κάθε σπίτι. Τα βράδια να μαζεύονται οι γειτόνοι στα σκαλοπάτια ενός σπιτιού για να συζητάνε ώσπου να έρθει η ώρα του ύπνου. Τα νέα να μαθεύονται από στόμα σε στόμα. Οι γυναίκες να φέρνουν νερό από τη βρύση του χωριού και οι αστοί να περιμένουν την ώρα τέσσερες απόγεμα ώσπου να έρθει το νερό και να «πιάνουν» τότε νερό για τις ανάγκες της ημέρας. Ο δάσκαλος και ο χωροφύλακας να είναι η εξουσία σε κάθε χωριό, χωρίς οίηση και χωρίς την περιφρόνηση προς τον αμόρφωτο χωριάτη. Τα ρούχα να πλένονται στη σκάφη, τα τρόφιμα να είναι τόσο λίγα που όταν μένουνε το μεσημέρι, να μπορούν να κρατηθούν βρώσιμα μόνο μέχρι το βράδυ της ίδιας μέρας. Γιατρός να υπάρχει μόνο μια φορά την εβδομάδα και να βλέπει όλους όσους έχουν ανάγκη γιατρού. Το ταξίδι από πόλη σε πόλη να είναι σπάνιο και μόνο να γίνεται όταν υπάρχει ανάγκη.
Να ζει ανθρωπινά ο λαός με δυο λόγια. Και αν έτσι θα είναι η ζωή στην Ελλάδα, ανάλογη να είναι λαι σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο, όπως ήταν εκεί τότε, πριν διακόσια τόσα χρόνια.
Να λείψει ο θόρυβος η βρώμα και η εκμετάλλευση από τα εργοστάσια, να πάψουν να μπλέκονται στις ζωές μας όγκοι μετάλλου που κυλάνε πάνω σε ρόδες, να είναι οι πόλεις πνιγμένες στα δέντρα και όχι στο καυσαέριο, να μην γεμίζουν τον ελεύθερο χρόνο τους οι άνθρωποι με εξεζητημένες ενδυματολογικές παραδοξότητες, να μην υπάρχουν μέσα στα σπίτια μας μεταλλικά ή πλαστικά κουτιά που θα μας φέρνουν άχρηστες διαφημίσεις για άχρηστα προϊόντα του σπαταλημένου άσκοπα μόχθου των ανθρώπινων όντων. Να μην υπάρχουν σε οθόνες θεάματα ψεύτικα και υποκριτικά, να μη μας δείχνουν χυδαίες, ανώμαλες και καταστροφικές του ανθρώπινου γένους εικόνες. Να πάψουν τα άσκοπα, τα περιττά ταξίδια σε μακρινά μέρη ζητώντας ο άνθρωπος να… να τι;… την ώρα που δεν έχει ταξιδέψει ακόμα ούτε στη γειτονιά του. Να μη σπαταλιούνται κόποι και χρήμα για τάφους μεγαλοπρεπείς φτιαγμένους για να ικανοποιήσουν ματαιοδοξίες. Οι γυναίκες να μένουν στο σπίτι και οι άντρες να φέρνουν το φαγητό σ’ αυτό.
Να πάψει ο έρωτας να γίνεται κράχτης θεατών σε κινηματογραφικές αίθουσες και επισκεπτών σε πορνεία, και να παραμείνει το μέγα και ιερό μυστήριο της ζωής, αντί να ευτελίζεται σαν μέσο για να περνάμε την ώρα μας ή για να έχουμε «good time”, σαν μέσο προσέλκυσης αγοραστών για κάθε είδος και εμπόρευμα, σαν μέσον για αγορά προϊόντων ή για εξαγορά συνειδήσεων, τέλος σαν ένα ακόμα πεδίο αντιπαλότητας των ανθρώπων. Να μην μας εξουσιάζουν κρυφές, ανώνυμες, αθέατες οικονομικές αρχές και οντότητες. Να μην κατέχει ένας άνθρωπος τόσο χρήμα όσο κατέχουν τα δύο δισεκατομμύρια ανθρώπων του πλανήτη. Υπακούοντας ή υποτασσόμενοι στις φραστικές, εικονογραφημένες και τηλεοπτικές σειρήνες να μήν γεμίζουμε τα σπίτια μας και τις ζωές μας με αντικείμενα άχρηστα και περιττά. Οι επαγγελματίες κάθε είδους να μην θησαυρίζουν σε βάρος των αδύναμων οικονομικά. Οι άνθρωποι να πεθαίνουν όταν η ώρα τους έρθει χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να παρατείνουν τη ζωή τους χρησιμοποιώντας μια βιομηχανία υγείας που εκμεταλλεύεται την αλόγιστη και δυσερμήνευτη επιθυμία του ανθρώπου για μακροζωία. Να μη, για να μάθει πόσο κάνει ένα κι ένα χρησιμοποιεί ο άνθρωπος μηχανές.
Τώρα είναι καιρός να γυρίσουμε στα συνετά παλιά, τώρα που έχει ο άνθρωπος μάθει ύστερα από περιπλανήσεις και επιχειρήσεις αιώνων ότι μ’ αυτές χειροτερεύει τη ζωή του ταλαιπωρούμενος και απογοητευόμενος με κάθε τι που ονομάζει «ένα βήμα μπροστά», με κάθε τι που θεωρεί «πρόοδο».
Έτσι μόνον ο άνθρωπος δεν θα όδευε προς το χάος αλλά θα ζούσε μια ζωή συμβατή με την ανθρωπιά, που τώρα έχει αφανιστεί από το πρόσωπο της γης.