Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2024

  Η γνήσια ποίηση μπορεί να επικοινωνήσει πριν γίνει νοητή.
Το νόημα θα το συλλάβει πρώτα η ψυχή κι έπειτα ο νους.
 
T. S. Eliot

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2024

 ΣΤΟ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ ΤΩΝ

Στο εργοστάσιο των πολεμοφοδίων
ένας εργάτης με αγαθά, ήσυχα μάτια,
είναι περασμένη η ώρα μα να κοιμηθεί δεν πάει  
ώσπου τη μολυβένια σφαίρα που άρχισε
και που τον ποιητή θα σκοτώσει
να την τελειώσει.
.
Και να που η σφαίρα τέλειωσε. Ο εργάτης
στο φως του αθώου φεγγαριού γυρνάει σπίτι του  
και στο κρεββάτι πέφτει
και στης καλής του την αγκαλιά.

Το άλλο πρωί ο ποιητής
ένα γράμμα που έλαβε άνοιξε
και βλέπει να τόνε καλούν στρατιώτη
γιατί ο πόλεμος αρχίζει.
 

 ΒΓΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗ
 
Βγήκε από τη φυλακή. Ένα χιλιάρικο
της μένει. Μα δε φτάνει αυτό για τίποτα.
Πρέπει να βρει από αλλού λεφτά
για ν' αγοράσει πάλι τουαλέτες,

και ν' ανεβεί και πάλι στη σκηνή  
να τραγουδήσει. Έναν οδοντογιατρό
θυμάται, που κάποτε την κόρταρε,
και μάλιστα της είχε κι ένα βραχιόλι

χαρισμένο. Πάει τον βρίσκει. Όμως εκείνος
δεν τη γνωρίζει- "Παρακαλώ η κυρία
τι επιθυμεί;" Αυτή ταράζεται και ψιθυρίζει

ότι το δόντι της πονάει. Και ο γιατρός
το δόντι της βγάζει
και το χιλιάρικο της παίρνει.

 ΔΙΧΩΣ ΤΗ ΜΝΗΜΗ

Δίχως τη μνήμη δεν μαθαίνει κάποιος
 τα ηρωικά κατορθώματα των προγόνων,
τις φιλοσοφικές θεωρίες, τις τέχνες,
την καταγωγή της μηλολόνθης.

Δίχως τη μνήμη δεν ξέρουμε ότι
κάποιοι πριν από μας τις ίδιες βλακείες  
έκαναν και είπαν. Και δεν μετράμε
την ανθρώπινη κακομοιριά με χιλιετίες.

Αν η μνήμη ατροφούσε,
η ελπίδα τότε θα γεννιόταν
τα μιαρά όντα καθαρόψυχα να γίνουν,

και απενοχοποιημένα να υπάρχουν
καθώς τα πετροχελίδονα, οι χείμαρροι,
τα τετράχορδα και οι αλεπούδες.

 ΜΗΧΑΝΕΣ ΠΑΛΕΥΟΥΜΕ ΜΕ

Μηχανές παλεύουμε με ζήλο να φτιάξουμε
-και φτιάχνουμε-που μ' αυτές από μακριά
ένας τον άλλονε ακούμε. Κι όποιος
μας βλέπει έτσι αεικίνητους, ζωντανούς,

απ' αυτό, πολύ μας λέει. Και ακούραστα
δουλεύουμε και φτιάχνουμε οθόνες,
για να βλεπόμαστε από μακριά άνθρωπος
μ' άνθρωπο. Κι ενώ για τη ζωντάνια μας

χαιρόμαστε και τραγουδάκια ταιριαστά
με τη δουλειά μας λέμε, την ίδια ώρα,
κάποια ορχήστρα μέσα μας, νεκρώσιμα

εμβατήρια όλο εκτελεί, για μας, που παρολαυτά
νεκροί είμαστε, και βρυκολακιασμένοι
και μες στον τάφο μας περπατάμε.

 ΚΛΕΙΣΜΕΝΟΙ ΓΙΑ ΟΛΑ

Κλεισμένοι για όλα και απ' όλα είμαστε  
σαν σεντούκι στο βυθό θάλασσας
που δεν αφήνει ούτε του νερού το γλείψιμο,
κάπου την επιφάνεια του να παραβιάσει.

Δίνες μας μετακινούν και μας τραντάζουν.
Ρεύματα παλιρροϊκά μας χτυπούν, κύματα
μας παίρνουν και μας πάνε και μας παν,
χτυπώντας μας σε θαλάσσια βράχια

Και κλεισμένοι μένουμε για πάντα,
άμαθοι για το τι 'ναι το νερό-αυτό,
που δίχως έλεος ό,τι κλείνουμε μέσα μας,

τόσο το τυραννεί και το τρομάσσει.
Κλειστοί. Χωρίς ουτ' ενός τάφου άνοιγμα.
Κλειστοί στην αιωνιότητα και στη αυτογνωσία.

 ΟΙ ΧΌΟΥΜΕΣ

Φορτωμένα τα πράγματα στο καροτσάκι τους
που με τα χέρια σπρώχνουν, αμίλητοι,
ήρεμοι, σκεφτικοί, προχωρούν, πίσω τους
τον κόσμον όλο περίφροντιν αφήνοντας.

Σε μαύρες σακούλες μέσα, για προστασία
από μάτια αδιάκριτα και υποκριτικά,
την περιουσία τους όλη κλείνουν. Ρούχα
με όλη τους τη γύμνια ντυμένα, σαν να 'χει

μόνο η βρώμα μείνει απάνω τους, φορούν.
Παρακαλεστικό το μάτι ποτέ δεν βλέπει.
Σαν πουλιά πάνταοτε να ήτανε κυνηγημένα

σ' ένα μέρος δε στέκουν. Ως για τη ζωή, μάταια,
σκυλιασμένη πίσω τους ακολουθεί, ζητώντας   
θύματα κι αυτούς υποτακτικά της να τους κάνει.