Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2025

 TO ΒΟΔΙ ΤΗΣ ΦΑΤΝΗΣ

Σ' ευχαριστώ Θεέ μου που μ' αξίωσες
να δω το γιο Σου.
Και αν δεν έχει το γλυκό το βόδινο
το πρόσωπό Σου
και αν δεν έχει όπως περιμέναμε
τέσσερα πόδια
μα η ψυχή του ολόλευκη και πάναγνη
καθώς στα βόδια.

Πολύ Εσύ καλλίτερα από μένανε
ξέρεις τι πρέπει.
Εσύ που η ματιά Σου η ολοκάθαρη
όλα τα βλέπει.
Και ξέρεις πως επάνω στο χωμάτινο
της γης το τόπι
τα πλάσματα που σωτηρία θέλουνε
ειν' οι ανθρώποι.

 Ο ΒΑΛΤΑΣΑΡ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ ΣΤΟΝ ΕΓΓΟΝΟ ΤΟΥ

Πηγαίναμε οι τρεις μας. Για ημέρες
επάνω στης καμήλας μας τη ράχη
με την υπομονή δώσαμε μάχη
και της ερήμου τις φρυγμένες ξέρες.

Και κάποια νύχτα εφάνηκε το αστέρι.
Κι ήταν καθώς σκυμμένοι από χρόνια
το 'δαμε, στα ιερά και προαιώνια
μέσα βιβλία, στης Περσίας τα μέρη.

Τώρα στ' αλήθεια μας εφανερώθη.
Κι ενώ ήτανε λαμπρό σαν ήλιοι χίλιοι
για μας σα γλυκερό ήτανε καντήλι:
κανένα μας το μάτι δεν 'τυφλώθη.

Και με απαλή μι' αγνότη και μια χάρη
λαμπρόφεγγε. Κι η νύχτα ήταν δικιά του.
Κι έλουζεν όλα πάνου κι όλα κάτου.
Και η ψυχή μας 'λάφρωσε' κι εχάρη.

Και λες χορεύοντας και τραγουδώντας
σαν κοριτσόπουλο ερωτεμένο,
τραβούσε μπρος το τρισευλογημένο
πίσω του άλαλους κι εμάς τραβώντας.

Και πια δε νιώθαμε καθόλου κόπο.
Και τ' άστρι τ' ωραιότερο κι απ' τ' άνθη
πάνω από μια σπηλιά πήγε κι εστάθη
τον άγιο έτσι δείχνοντας τον τόπο.

Στον θεοσύναχτο μπήκαμε χώρο.
Μα σαν μηχανικά μπροστά στα πόδια
που μωρουδίστικη δίναν ευώδια
καθένας μας απόθεσε το δώρο.

Γιατί και νους και σώμα και ψυχή μας
αμέσως δέσμια εγίνανε στο βρέφος-
δέσμια καθώς είναι η βροχή στο νέφος
και η ζωή κι η βλάστηση στη γη μας.

Και μεις οι τρεις, που σ' όλη μας τη ζήση
με μυστικά μεθάμε τ' ουρανού μας,
εμείς όπου αλάθητα το νου μας
με γνώση και σοφία έχουμε ασκήσει,

εμείς, σ' αυτό το βρέφος μι' άλλη γιε μου
είδαμε, θεια Φύση θρονιασμένη,
που είθε όλην της τη μεστωμένη
την ευλογιά να νιώσω μέσαθέ μου:

έτσι καθώς τα ροδαλά χεράκια-
τ' αγνά, κινούσε, εκείνα μεγαλώναν
θεριεύανε, γιγάντωναν, απλώναν
(τ’ άγια Του, τα μικρούλικα χεράκια!)

και μία φτιάχναν αγκαλιά μεγάλη
τρανότερην απ' την ουράνια εκείνη
που 'βλεπες μέσα στοργικά να κλείνει
τον κόσμο μας κι αυτός ζεστά να πάλλει.

Κι ως τα ποδάκια πλέκανε τα δυο Του,
λες ότι κιόλας είχε βγει στη στράτα
κι όπου πατούσε τα κακά φευγάτα
και αντρειωμένο τώρα το καλό Του.

Και όταν η βουλη Του-α! η βουλή Του!_
το γιορτινό Της άπλωνε το χέρι,
το "ναι" του αδύνατου γινόταν ταίρι
και ο παλμός συντρόφι του ακινήτου.

Και στις βραγιές του απείρου του ζοφώδους
κόσμοι επλάθονταν, ήλιοι εγεννιόνταν,
το φως δοξαστικά εμφανιζόνταν
κι έρρεαν ποταμοί λάβας φλογώδους.

Και μες στου βρέφους τα ματάκια όπου
μιαν εσοβάρευαν, μια παιχνιδίζαν,
έβλεπες αγριόκρινα κι ανθίζαν
η ευτυχία κι η χαρά του ανθρώπου.

Κι έβλεπες πειρασμών άγριες ερήμους
να γίνονται ολοπράσινες οάσεις'
κι έβλεπες πεθαμένων αναστάσεις
και ύμνους άκουες εορτασίμους.

Κι άκουες τη φωνή την εξαισία
να συμβουλεύει και να παροτρύνει
και την εθαύμαζες που φλόγα εγίνει
εκεί-στην επί Όρους Ομιλία.

Και μες απ' τα χειλάκια Του να βγαίνει
άκουσα μια φωνή, που αναγάλλια
όμως και φρίκη μου 'φερε ως αγάλια
στη νύχτα απλώνονταν την αγνισμένη:

«Έίμαι το Φως. Και Είμαι η Αλήθεια.
Όποιος θελήσει και Με ακολουθήσει
αυτός στο σκότος δεν θα περπατήσει
αλλά στα φώτα της ζωής τα πλήθια.

Για σας η γήινη ζωή Μού εδόθη.
Τη Θεία διδασκαλία Μου δεχτείτε
και γίνετε έτσι άξιοι να μπείτε
στη Βασιλεία για σας που ’θεμελίώθη.

Κι αν θα διαλέξετε να Με σκοτώστε
σκοτώστε Με' μα εγώ κι απ' τον σταυρό Μου
απ' τον Πατέρα θα ζητώ Θεό μου
σταυρό γι αυτό εσείς να μη σηκώστε».

…Σκέφτομαι γιε μου και γελώ με μένα-
πήγα κρατώντας δώρα μες στα χέρια
σ' Αυτόν που δώρα, γη, ουρανούς κι αστέρια
μ' ένα Του Λόγο μόνο έχει πλασμένα…"

 TO ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΙΩΣΗΦ

Ο Ιωσήφ κοιμήθηκε, Σκέψεις θανατερές
το απλοικό παιδεύουνε μυαλό του.
Κι όταν αποκοιμήθηκε-πέθανε κάλλιο πες-
ηρθ' ένας Άγγελος μες στ' όνειρό του.

Κι ήταν του Αγγέλου τα φτερά λευκότερα απ' το φως
κι ο Ιωσήφ στον ύπνο του εταράχτη
κι ήτανε σαν τρισμέγιστος ν' ανάτειλε λαμπρός
ήλιος κανείς από μια κρύα στάχτη.

Και σοβαρή μία φωνή εβγήκε απ' τα λεπτά
κι ευγενικά του Άγγελου τα χεΐλη
όπως το Μέγα Έλεος βγαίνει από τα σεπτά
τα χείλη Εκείνου που τον είχε στείλει:

"Μην τρέμεις-έναν Άγγελο βλέπεις Ιωσήφ εδώ.
Απ' το θεό στη γη στάλθηκα κάτου
κι ειν' έργο μου μοναδικό να λειάνω την οδό
για να διαβεί το Άγιο Θέλημά Του.

Και είναι Θείο Θέλημα, Ιωσήφ, να γεννηθεί
ο Λόγος του Θεού από τη Μαρία.
Είναι σε μήτρα μέσα μια θνητή να σαρκωθεί
του γένους των θνητών η σωτηρία.

Κι ειν’ η Μαρία η εκλεκτή που άξια έχει κριθεί
μέσα της το Άγιο Πνεύμα να καρπίσει.
Κι ειν' η Μαρία η εκλεκτή που άξια έχει κριθεί
τον μόνο του θεού Γιο να γεννήσει.

Αυτός, το σπόρο που κρατεί για κάθε Αληθινό,
για κάθε Ωραίο και για κάθε Μέγα,
Αυτός που όλα κυβερνάει από τον ουρανό-
Αυτός, το Άλφα όλων και τ' Ωμέγα,

Αυτός που εφύτεψε το Φως σrou Σκότους την καρδιά
και άνθίσανε οι Ήλιοι και οι Μέρες,
Αυτός που εσκόρπισε στης γης τη ράχη την πλατιά
ζώα κι ανθρώπους και φυτά κι αγέρες,

Αυτός το σπόρο εδιάλεξε να στείλει της Ζωής
μες στης Μαρίας τη μήτρα την αγία.
Κι αυτή 'ναι η ενανθρώπιση της Θείας της Πνοής
κι αυτή 'ναι η Ένσαρκος Οικονομία.

Σήκω και στη γυναίκα σου στάσου Ιωσήφ κοντά
και όπως πριν σκεπτόσουν μη τη διώξεις-
στα σπλάχνα της των Προφητών μέσα η φωνή βοά
κι οι σάλπιγγες ηχούν της Θείας Δόξης.

Λοιπόν μη βασανίζεσαι. Μη σκέψεις αλγεινές
παιδεύουν το καθάριο το μυαλό σου-
ειν' η Μαρία Υψηλή μέσα στις ταπεινές-
ειν' αειπάρθενος η σύντροφός σου!»

Εξύπνησε ο Ιωσήφ. Και με φωνή απαλή
"Σ' ευχαριστώ Θεέ μου" φιθυρίζει.
Και στη Μαρία πάει κοντά, κι αγγελικό
στα βλογημένα Της μαλλιά φιλί χαρίζει.

 ΣΚΡΟΥΤΖ

Κι αυτό το έργο-ο Σκρουτζ, που ξαφνικά
να δίνει σ' όλους άρχισε τους δούλους του-
κάθε Χριστούγεννα, τι εφιάλτης που είναι!. .

Για ώρες δυο χαλάει την τάξη
της κοινωνίας μας της τόσα χρόνια αγαπητής
με τους φτωχούς να δυστυχούν
ενώ οι πλούσιοι τ’ αγαθά κατέχουν!

Πλέον ας λείψει αυτό τα έκτρωμα, γιατί μπορεί
κάποιους κουτούς κι ανόητους να παρασύρει,
και να 'χουμε-θεός φυλάξοι-
καμιά γελοία απόπειρα εγκαθίδρυσης
μηνιαίως Χριστουγέννων.  

 ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 1995
ή
ΤΖΕΣΣΥ

Όλα μου τα 'χε ο Θεός δοσμένα
Χριστούγεννα για να χω’ ευτυχισμένα.
Μον' το γυναίκειο έλειπε το χάδι
να κάνει μαγικό αυτό το βράδυ.

Και μες στο σούπερ μάρκετ εστεκόμουν
και μες σε πέλαα θλίψης εχανόμουν
με όλα αγαπητός και μ’ όλα ξένος
σαν ένας δυστυχής ευτυχισμένος.

Μα  να! Στου μαγαζιού μέσα τον ντόρο
και το έσχατο αυτό μου εδόθη δώρο:
εκεί, στου μαγαζιού μέσα τη μάχη
η Τζέσσυ μου εχάιδεψε τη ράχη.

Γλυκάστραψε μια λάμψη ένα γύρω
κι όλα τα γλυκοπότισε ένα μύρο-
και μπήκαν φλόγα κι άρωμα εντός μου
και τον ρυθμό αλλάξανε του κόσμου.

Κι ως έρως τις ψυχές, έτσι και μένα
τ’ άγγιγμα μ’ όλα γύρω μ' έκαμε ένα
κι ήταν αιτία η θέρμη του η τόση
Χριστούγεννα που τότε είχα νιώσει.

 PLACEBO

Τα Χριστούγεννα δεν αντέχονται
όταν είσαι μόνος.

Κάτι άλλο μεγάλο τότε ζητάς.

Και στρέφεις τα μάτια σου
στου δωματίου τον τοίχο.

Και σηκώνεσαι,
τον πλησιάζεις,
τα χέρια σου εκτείνεις,
και τις παλάμες σου επάνω του κολλάς.

 ΑΣ ΕΡΘΟΥΝΕ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΦΕΤΟΣ…

Κάθε χρονιά Δεκέμβρης όταν μπαίνει
Τρέμω Χριστούγεννα μη και δε 'ρθούνε-
Μη δε φανεί ο Χριστός στην Οικουμένη
Και μύριες έγνοιες τότε με πονούνε.

Σα λείψει ο Χριστός δύναμη άλλος
Ποιος θάχει τάχα το φτωχό να πείσει
Όταν τόνε ραπίσει ο μεγάλος
Και τ’ άλλο μάγουλό του να γυρίσει;

Λεφτά πώς θα γεμίζουν οι παπάδες
Αφού οι εκκλησίες πια θα κλείσουν;
Ποιος θα ευλογεί των πλούσιων τους παράδες
Ώστε παράδες κι άλλους να γεννήσουν;

Δίχως της Κόλασης τώρα τον φόβο
Θα περισσέψουνε οι αμαρτίες
Κι αναβροχιά-το χέρι μου το κόβω -
θα μας ρημάξει δίχως λιτανείες.

Πάνε τα Ευαγγέλια, όσιοι κι άγιοι,
Άχρηστα τα Ορατόρια κι ο "Μεσσίας",
Σταυρώσεις, Αναλήψεις, Τάφοι Άδειοι,   
Και πίνακες θείας Τέχνης θαυμασίας.

Και είναι η  ελπίδα μου η μονάχη
Αν γίνει κάποτε το απευκταίον
ότι θα τρέξουμε όλοι εν τάχει
και θεό  έναν  ευθύς θα  βρούμε  νέον.