Η ΔΕΝΤΡΟΦΥΤΕΨΗ
Η Έμιλυ μου έπιασε το χέρι. «Πάμε να φυτέψουμε δέντρα!» μου είπε.
Χάρηκα. Τα δέντρα μας δίνουν οξυγόνο.
Κοντά μας ήταν ένα παρτέρι με πρασινάδα.
Η Έμιλυ κρατούσε στο χέρι της ένα μπουκάλι με νερό, και σπόρους από τα δέντρα της πλατείας.
Με οδήγησε ως στην πρασινάδα.
Άπλωσε το πόδι της και με το πίσω μέρος του παπουτσιού της έσκαψε λίγο το χορτάρι ώσπου φανερώθηκε το χώμα.
«Βλέπεις;», μου λέει. «Τώρα θα φυτέψω το δέντρο.»
Έβαλε μέσα στο σκαμμένο έδαφος έναν από τους σπόρους που κρατούσε.
«Τώρα λίγο νερό», είπε.
Άνοιξε το μπουκάλι και έριξε λίγο νερό πάνω στον σπόρο. Ύστερα μάζεψε από κάτω ένα μισοσαπισμένο φύλλο από τα πολλά που ήσαν πεσμένα γύρω, και σκέπασε τον σπόρο με προσοχή.
«Τώρα πρέπει να τον πατήσουμε λίγο» μου είπε. Άπλωσε το πόδι της και πάτησε ελαφρά πάνω στο φύλλο.
«Εντάξει» είπε, «τώρα ένα άλλο δεντράκι.»
Ένα βήμα πιο πέρα, άνοιξε μιαν άλλη γουβίτσα.
«Βλέπε», μου λέει, «πώς θα το κάνω.»
Έβαλε τον σπόρο στο πώμα του μπουκαλιού, και έβαλε το πώμα στην χωμάτινη επιφάνεια που είχε με την φτέρνα της φτιάξει. Ύστερα έριξε λίγο νερό μέσα στο καπάκι. Πήρε πάλι ένα φύλλο και το έβαλε πάνω στο πώμα με τον σπόρο και το νερό, πατώντας το μετά ελαφρά.
Πηγαίνοντας ένα βήμα πιο πέρα, «Τώρα κάνε το κι εσύ», μου είπε, και μου έδωσε έναν σπόρο και το μπουκάλι με το νερό.
Έσκαψα λίγο με την φτέρνα μου ώσπου φάνηκε το χώμα.
Την κοίταξα.
Μου είπε «Μπράβο! Βάλε τον σπόρο».
Έβαλα τον σπόρο, πήρα ένα φύλλο από κάτω και πήγα να το βάλω πάνω από τον σπόρο.
«Όχι! Ξέχασες το νεράκι! Αν δεν έχει νεράκι το δέντρο, δεν μεγαλώνει …»
Έριξα λίγο νερό πάνω από τον σπόρο.
«Τώρα βάλε το φύλλο!», μου είπε, τονίζοντας το «τώρα».
Έβαλα το φύλλο, και πάτησα ελαφρά πάνω του.
«Έτσι μπράβο!» μου είπε. «Εντάξει, τα φυτέψαμε τα δέντρα μας!»
Την άλλη μέρα το πρωί, Δευτέρα, πήγα και είδα τα δέντρα που είχαμε φυτέψει.
Οι σπόροι είχαν βλαστήσει.
Ένα κύμα ευτυχίας με κυρίεψε. Τρία δέντρα σε μια εποχή που τα δέντρα είναι τόσο πολύτιμα!
Την Τρίτη, τα δέντρα είχαν φτάσει σε ύψος δέκα εκατοστών!
Αύριο Τετάρτη, θα πάω να πω στην Έμιλυ ότι τα δέντρα μας άρχισαν να μεγαλώνουν.
Μόνο δεν ξέρω αν θα με αφήσουν να μπω στο Νηπιαγωγείο.
Αν όχι, θα τήνε δω την Τετάρτη το απόγευμα στις κούνιες, που την πηγαίνει η μαμά της για να παίξει εκεί μαζί με τα άλλα κοριτσάκια με τις κούκλες τους.
Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2025
Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2025
(17 χρόνια από τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου)
ΑΛΕΞΗΣ ΓΡΗΓΟΡΟΠΟΥΛΟΣ
Ποιος είπε ο Αλέξης χάθηκε; Χάνονται οι Ιδέες
ή πάντοτε στραφτοκοπούν Αγνές και Νιες κι Ωραίες;
Και ποιος την που μπολιάστηκε ολοπρώτη μες στην Πλάση
Ιδέα της Ελευτεριάς, θα μπόρειε να χαλάσει;
Και μόνη Αυτή δεν ήτανε η Ουσία του Αλέξη-
όλα του-Μάτι, Γέλιο, Φως-Αυτή δεν είχε πλέξει;
Κι όταν κανείς τη Λεφτεριά στον Κόσμο μας στεριώνει,
τέτοια Ψυχή-τέτοια Καρδιά ποιο Βόλι τη σκοτώνει;
Ο Αλέξης δεν εχάθηκε. Ζει γύρω μας κι εντός μας
και δίνει Φως στο Σκότος μας και Χρώματα στο Φως μας.
Και Κύριος πάντα του Καλού, που ένα είναι μαζί Του
από παντού ακούγεται η παιδική Φωνή του:
«Ό,τι, μικρός όντας εγώ, δεν πρόλαβα να κάνω,
Πράξτε το σεις. Εγώ ήσυχος θα βλέπω από ’δω πάνω.
Και είμαι σίγουρος πως σεις Συντρόφια Αγωνιστές μου
όσες εγώ δεν έζησα θα ζήσετε Χαρές μου-
ότι θα φτιάξετε μια Γη που φαύλους δεν θα τρέφει
και στ’ Άστρα τ’ άλλα αντρόπιαστη και χαρωπή θα γνέφει».
ΙΘΑΚΗ
ή
ΤΟ ΤΖΑΚΙ
Σα βγεις στην πιάτσα για να χτίσεις Τζάκι
να εύχεσαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος πράξεις άνομες και ατιμίες.
Τους Δημοκράτες και τους Κόκκινους
Την άγια την ελευθερία μη φοβάσαι.
Τέτοια στον δρόμο σου ποτέ δε θα ’βρεις
αν η βρωμιά σου ειν’ υψηλή, αν διαφθορά
κι αναλγησία το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Δημοκράτες και τους Κόκκινους
Την άγια την ελευθερία μη φοβάσαι,
αν δεν τους θάλπεις μέσα στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι να ναι μακρύς ο δρόμος.
Της αρχηγίας σου πολλά τα χρόνια να είναι,
που με τι ασχετοσύνη, με τι κουφότητα,
καλοστημένες αγυρτείες θα σκαρώνεις.
Να σταματήσεις σε μικρά νοικοκυριά
και τη φτωχή τους τη βολή να λεηλατήσεις:
μιστούς και κουμπαράδες και χρυσά φυλάγματα,
κι αιματοστάλαχτα μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα αιμοχαρή μυρωδικά.
Σε πόλεις ευρωπαϊκές πολλές να πας
να μάθεις και να μάθεις από τους φτασμένους.
Πάντα στο νου σου να κρατάς το Τζάκι.
Το χτίσιμό του μόνο να ‘ν’ ο προορισμός σου.
Και να μη βιάζεις το ταξίδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει,
κι ας πας αργά στη βίλλα τη χρυσή,
πια πλούσιος μ' όσα έκλεψες στον δρόμο.
Και μην προσμένεις κέρδη άλλα από το Τζάκι.
Το Τζάκι σου ’δωσε το αισχρό ταξίδι.
Χωρίς αυτό δεν θα ’βγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σου δώσει πια.
Κι αν άπιστο το πεις, το Τζάκι-όχι- δεν σε γέλασε:
οικτρός έτσι που έγινες και μισημένος
ήδη θα το κατάλαβες τα Τζάκια τι σημαίνουν.
ΣΤΟ ΣΗΑΤΛ
Θα πάω στο Σηάτλ που όλο βρέχει.
Οι διώκτες μου να χάσουνε τα ίχνη.
Θα πάω στο Σηάτλ που όλο βρέχει.
Να φύγω από τον ήλιο που όλα δείχνει.
Θα πάω στο Σηάτλ. Κάτι σταλμένο
Από ψηλά το σώμα μου θ’ αγγίζει.
Κάτι Ουράνιο ό,που κι αν πηγαίνω
Κάθε μου γήινο θα εξαγνίζει.
Θα πάω στο Σηάτλ-μες στη βροχή του
Το πάθος μου το μέγα ίσως σβήσει
Κι έτσι θαμμένος στην υγρή τη γη του
Κάτι καινούργιο ίσως να βλαστήσει.
ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΕΣ
Ό,τι σκεφτεί ή μάθει ή αιστανθεί
Μεγάλο και υψηλό κι ωραίο
Που έχει με πόνο και με πίκρα δέσει,
Ρέει μες απ’ τα λούκια της ψυχής κάτω
Και ρέοντας μεταμορφώνεται.
Το ακολουθεί με αγωνία
Να σταματήσει προσπαθώντας
Την ψυχοφθόρα πτωτική ροή
Ή έστω πιο αργή να τήνε κάνει.
Μάταια όλα. Αυτό
Φτάνει ταχύ πάντοτε κάτω.
Και φτάνοντας εκεί
Σε πράγματα το βλέπει
Να έχει αλλάξει
Καθημερνά,
Και σε συνήθειες βρώμικες-
Ανωφελείς.
Κάθεται και σκέφτεται τι έχασε.
Χρήσιμα ήσαν τα μπαλώματα εκείνα της αγνοίας:
Φιλοσοφία, Ποίηση, Μουσική.
Ωραία και τα παραγεμίσματα εκείνα του κενού:
Ιδέες, Οράματα, Ιδανικά.
Ωραία τόσο που να φιλιωθεί δεν το μπορεί
με τον χαμό τους,
και βαρυθυμεί
και θλίβεται.
Μα έρχονται φορές που λέει:
«Ίσως αυτό να είναι όλο κι όλο
Ζωή ο,τι λέμε. Ίσως αυτή η μεταστροφή
Να είναι ο προορισμός, το μεγαλείο,
Ή μοίρα ακόμα του ανθρώπου:
Σε τετριμμένες αίσθησες
να μεταπλάθεται με τον καιρό το πνεύμα.
Ίσως να είναι αυτή η μόνη δυνατότητα.
Και η Σισύφεια η προσπάθεια κι η αγωνία του
Για το υψηλό που όλο κάτω πέφτει
Να ’ναι κι αυτή όλη κι όλη ένα τέχνασμα
Που την ψευδαίσθηση της ματαιότητας αμβλύνει.»
Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2025
ΤΟ ΘΑΥΜΑ
"Κύριε πιστεύω. Βοήθησε την απιστία μου",
Του είπα.
Το βλέμμα Του συνάντησε το βλέμμα μου.
Για μια στιγμή τυφλώθηκα, καθώς
Η ματιά μου, απωθημένη απ’ τη δική Του
Έφτασε στου ματιού μου το επίπεδο,
Το διαπέρασε
Κι από εκεί ξεχύθηκε
Και φώτισε ότι' ήτανε ως τότε πίσω μου
κρυμμένο.
Έκτοτε βλέπω με το φως Του.
Τ' αστέρια φαίνονται μόνο όταν σκύψω προς τη γη.
Από τις αστραπές φτάνει ο ήχος πρώτα.
Το παιδί μου το άλαλο τώρα μιλάει. Κι όλοι θαυμάζουν.
Δεν θα προσπαθήσω να τους δείξω πως έχουν λάθος.
Δεν θα είμαι εγώ που θα τους σβήσω τις ελπίδες-
πώς να τους ειπώ
πως θαύμα θάτανε αν δεν γιατρεύονταν ο γιός μου;
Ύστερα έφυγε μαζί με τους μαθητές Του.
Ο γιός μου μου είπε συνωμοτικά:
"Αποφεύγουνε τη Γαλιλαία".
Μου τόπε σαν να έπρεπε να ξέρω το γιατί.
Στάθηκα μόνος εκεί πέρα.
Οι άλλοι φύγανε δοξάζοντας τον Θεραπευτή.
Ο γιός μου δοξάζοντας τη νέα του ζωή.
Στάθηκα μόνος εκεί πέρα.κι έβλεπα.
Σε λίγο οι μαθητές Του άνοιξαν βήμα.
Τον προσπέρασαν.
Αυτός κάθησε αποσταμένος.
Στο βάθος
Μέσα στον καταγάλανο ουρανό
Σαν πουλιά που στέγνωναν στον ήλιο τις φτερούγες τους
Φανήκανε οι δώδεκα Σταυροί.
ΝΤΑΡΑΒΕΡΙ
Θεούλη μου οι όπου πλανή-
τη γης ξενιτεμένοι
Καθένας από Σένανε
Βοήθεια περιμένει.
Δε Σου ζητάνε και πολλά.
Να τους βοηθήσεις μόνο
Έτσι που να νικήσουνε
Στην πάλη με τον πόνο.
Για Σε δεν είναι δύσκολο.
Μια σκέψη Σου μονάχα
Κι αμέσως όλα γίνονται.
Δύσκολο είναι τάχα;
…Στο κάτω κάτω της γραφής
σκέψου πως άμα γίνει
Κάνεις το θαύμα Σου και Συ,
Βολεύονται κι εκείνοι.
Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2025
Ο ΜΕΤΕΩΡΙΤΗΣ
« To ερώτημα δεν είναι αν θα πέσει στη γη ο μετεωρίτης που θα την καταστρέψει, αλλά πότε θα πέσει.»
Οι επιστήμονες
Σκοτάδι, Εκείνος κι Εκείνη κάθονται διπλα σ’ ένα παράθυρο. Ένα λυχνάρι του λαδιού τρεμοφέγγει.
Εκείνη
Σκοτάδι κι εκεί. Όπως παντού. Δεν ξεχώριζα τίποτα. Μερικά αυτοκίνητα περνούσαν. Οι άνθρωποι κλεισμένοι στα σπίτια τους. Η τηλεόραση νεκρή. Μερικοί σταθμοί ραδιοφωνικοί παίζανε ξεψυχώντας,
Κάποιος ερχόταν προς τα δω με το αυτοκίνητο του. Με πήρε. Με άφησε εδώ πιο κάτω. Τον πλήρωσα χρυσάφι κάθε μίλι για να με φέρει. Τι τα θέλει τα λεφτά;
Εκείνος
Κι εδώ όλα νεκρά. Μόνον μερικοί αστυνομικοί τριγυρίζουν χωρίς εξουσία για τίποτα. Γιατί τριγυρνούν;.. Για ποιον;..
(σιωπή)
Εκείνη
Τι θα κάνουμε;
Εκείνος
Θα ζήσουμε όσο έχουμε φαγητό.
Εκείνη
To ίδιο όλοι;
Εκείνος
To ίδιο όλοι, άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο.
Εκείνη
Φαγητό! Πόσο παράξενα ακούγεται! Λαχανικά! Κρέας! Ρύζι! Αυγά!.. Πάνε πια όλα αυτά τα αγαπημένα. Πάνε... Ζώα, Φυτά... και η Άνοιξη… η Άνοιξη… η Άνοιξη… δε θα ξανάρθει...
Εκείνος
Ούτε ο χειμώνας. Ούτε το καλοκαίρι με τα φρούτα τα γλυκά... Ο χρόνος τελείωσε. Μόνο η γη-όση νιώθουμε- μας μένει...
Εκείνη
Αυτό ήταν λοιπόν...
Εκείνος
Αυτό ήταν...
Εκείνη
Τοσος πόνος... τόση αγωνία... η ζωή... η ζωή έτσι λοιπόν τελειώνει...
Εκείνος
Οι δίσταγμοί, οί τύψεις, τα δάκρυα, όλα άσκοπα.
Εκείνη
Κείνα τ' απογέματα στο μονοπάτι… με τον ήλιο ν' αργογέρνει πίσω από τα βουνά χρυσίζοντας τη θλίψη μας...
Εκείνος
Η Τίνα που μας ενοχλούσε με τις φωνές της… το αφεντικό που νευρίαζε όταν αργούσαμε… η κυβέρνησή μας… η πόλη μας...
Εκείνη
Η ζωή μας...
(σιωπή)
Εκείνος
Ο ουρανός μας έστειλε το θάνατο αντί τη ζωή.
Εκείνη
Ο ουρανός; Ποιος ουρανός; Όλα ένα μαύρο σύννεφο.
Ούτε "σύννεφο"... όλα ένα μαύρο.
(σιωπή)
Εκείνη
Κάποτε βλέπαμε τον ήλιο... μετρούσαμε τις ημέρες… τις ώρες... κάποτε λέγαμε "αύριο"...
Εκείνος
Επειδή είχαμε μάτια. Οι τυφλοί δεν έλεγαν τίποτα.
Εκείνη
Δεν είχαμε μάτια. Αφού τώρα δεν έχουμε, ποτέ δεν είχαμε.
Εκείνος
Και ο θεός...
Εκείνη
θα πεθάνει μαζί με μας.
Εκείνος
Και το παιδί μας… Αν μπορούσαμε να ζήσουμε ώσπου να γεννηθεί...
Εκείνη
Πώς θα ήτανε δυνατό; Και αν ήτανε δυνατό... τι... τι να τo κάναμε; Τι να του λέγαμε; Πως κάποτε ήταν ένας ήλιος; Πως κάποτε υπήρχαν αστέρια;
Εκείνος
Ποια αστέρια; Ποιος ήλιος; Τίποτε απ' αυτά δεν υπήρξε. Ποτέ δε ζήσαμε. Οι επιστήμες μας, η Τέχνη, η Ποίηση, η Φιλοσοφία μας... τίποτα... Τίποτα. Όλα ένα μηδέν. Όλα ένας χαμός μες στο χαμό.
Εκείνη
Ούτε για να κλάψει τα τόσα χαμένα δε θα μείνει κανείς.
Εκείνος
Τίποτα δε θα χαθεί. Τίποτα δεν υπήρξε.
Εκείνη
Κι εσύ; Κι εγώ; Δεν υπήρξαμε;
Εκείνος
Τι θα πει "υπήρξαμε";
Εκείνη
Δεν ξέρω.
Εκείνος
Πες μου, τι θα πει "υπήρξαμε";
Εκείνη
Δεν υπήρξαμε. Είμασταν εμείς και τίποτ' άλλο. Τώρα θα πάμε κι εμείς και τίποτε δε θα μείνει.
Εκείνος
Το μυαλό μας μόνο ήτανε που ακόμα είναι. Και μέσα του όλα τ’ άλλα.
Εκείνη
Ναι. To μυαλό μας μόνο. Και μέσα του η γέννα μας κι όλη μας η ζωή. Κι όλα τ' άλλα. Και μέσα μου εσύ.
Εκείνος
Και μέσα μου εσύ.
Εκείνη
Ο ένας μέσα στον άλλο.
Εκείνος
Εγώ ήμουν εσύ κι εσύ ήμουν εγώ.
Εκείνη
Ούτε εσύ ούτε εγώ. Η σκέψη μας μόνο.
Εκείνος
Ούτε η σκέψη μας. Η μνήμη. Αυτή έφτιαξε
ρούχα, σπίτια, εργαλεία, δαίμονες, θεούς, αγάπες, μίση.
Εκείνη
Αυτή έφτιαξε βάραθρα, πόνους, ενοχές, μοναξιά. Αυτή έφτιαξε και τον μετεωρίτη που τώρα τη σκοτώνει.
Εκείνος
Τη σκοτώνει; Όχι. Τη λεφτερώνει.
Εκείνη
Τη λευτερώνει από τι;
Εκείνος
Από τον εαυτό της. Από τι άλλο θα μπορούσε;
Εκείνη
Λευτεριά λοιπόν είναι ο θάνατος;
Εκείνος
Λευτεριά είναι η Λευτεριά. Θάνατος δεν υπάρχει.
Λεφτεριά είναι αυτό, να ξέρεις πως δεν υπάρχει θάνατος.
Λεφτεριά είναι η λεφτεριά.
Εκείνη
Λεφτεριά είναι η λευτεριά...
Λοιπόν γιατί να υποφέρουμε σκλαβωμένοι;
Εκείνος
Δεν υποφέρουμε.
(σηκώνεται γρήγορα, παίρνει από το συρτάρι ένα περίστροφο, πυροβολεί στο κεφάλι Εκείνης, ύστερα πυροβολεί το δικό του. Την ίδια στιγμή σβήνει και το λυχνάρι. Σκοτάδι)
Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2025
ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΘΕΑΤΡΟ
«ΚΥΡΙΑ ΝΤΟΜΙΕ»
ΠΡΟΣΩΠΑ:
ΑΝΤΡΕ ένας εραστής του ωραίου
ΜΑΡΙ μια όμορφη γυναίκα
ΓΚΑΡΣΟΝ
ΤΟΠΟΣ:
Παρισινό καφέ.
Ώρα απογευματινή μιας ημέρας ανοιξιάτικης.
Ο Αντρέ πίνει το βερμούτ του σε ένα τραπεζάκι, ενώ στο παραδίπλα τραπεζάκι η Μαρί πίνει το αναψυκτικό της.
Ο Αντρέ σηκώνεται και πλησιάζει το τραπεζάκι όπου κάθεται η Μαρί.
Στέκει σε μια διακριτική απόσταση από την Μαρί και απευθύνεται προς αυτήν με ευφρόσυνη διάθεση.
ΑΝΤΡΕ
Κυρία Ντομιέ, παρακαλώ επιτρέψτε μου να σας εκφράσω την ευχαρίστησή μου που τυχαίνει να σας ξαναβλέπω ύστερα από τόσον καιρό.
(Η Μαρί κοιτάζει για μια στιγμή γύρω της, και μη βλέποντας καμία άλλη κυρία κοντά εκεί, βεβαιώνεται ότι ο Αντρέ μιλάει σ’ αυτήν.)
ΜΑΡΊ
Σ’ εμένα μιλάτε κύριε….
ΑΝΤΡΕ
Μάλιστα. Ίσως δεν με θυμάστε… Είχαμε βρεθεί και οι δύο στην δεξίωση της κυρίας και του κυρίου Γκιγιώμ… στην Λιόν… που γιόρταζαν την πέμπτη επέτειο του γάμου τους…
ΜΑΡΊ
Κάποιο λάθος κάνετε κύριε…
ΑΝΤΡΕ
Βενσάν! Κύριος Βενσάν!
ΜΑΡΊ
Κάποιο λάθος κάνετε κύριε Βενσάν…
ΑΝΤΡΕ
…Που ένας σερβιτόρος σας σκούντησε κατά λάθος και χύθηκε το ποτό σας πάνω στον σύνοδό σας… με συγχωρείτε που σας θυμίζω κάτι τέτοιο, όμως αντιδράσατε τόσο υπέροχα όσο η φήμη και …συγχωρήστε μου την αναφορά σ’ αυτό… όσο η φήμη και η ομορφιά σας απαιτούσε…
ΜΑΡΙ
Κύριε Βενσάν, θα σας επαναλάβω ότι κάνετε λάθος. Δεν παρευρέθηκα σε αυτή την δεξίωση που αναφέρατε. Και ούτε λέγομαι Ντομιέ.
ΑΝΤΡΕ
(θορυβημένος)
Τόση ομοιότης!... Κυρία μου, σας ζητώ χίλιες φορές συγνώμη… όμως αν ξέρατε την κυρία Ντομιέ θα δυσκολευόσασταν και σεις να παραδεχτείτε ότι κάποια άλλη κυρία σας μοιάζει τόσο πολύ. Αισθάνομαι τόσο γελοίος… Όμως θα είχαμε να πούμε τόσα πολλά… αν ήσασταν αυτή… γιατί ξέρετε… όχι πως έχει πια σημασία, αλλά κι εγώ όπως εκείνη, είχαμε κάτι κοινό: την αγάπη μας για την όπερα!
ΜΑΡΙ
Κύριε Βενσάν, τόσην ώρα είστε ορθός μπροστά μου ενώ εγώ είμαι καθιστή ωραία ωραία στην καρέκλα μου. Βλέπω την αναστάτωσή σας και δεν θα ήθελα να είμαι στην θέση σας. Τυχαίνει να ενδιαφέρομαι κι εγώ για την όπερα. Καθίστε για λίγο σας παρακαλώ… τα λάθη αυτά συμβαίνουν… Δεν θέλω να φύγετε με τύψεις ή με ενοχές για το λάθος σας. Ηρεμήστε…
(ο Αντρέ μένει όρθιος)
Παρακαλώ, καθίστε.
(Ο Αντρέ κάθεται)
ΑΝΤΡΕ
Σας ευχαριστώ για την κατανόηση.
ΜΑΡΙ
Μείνετε ώστε να μου πείτε για την αντίδραση της κυρίας Ντομιέ όταν χύθηκε το ποτό της. Θα είναι ενδιαφέρουσα, από μία κυρία όπως την περιγράψατε.
ΑΝΤΡΕ
(Χαρούμενος για την έκβαση της κατάστασης και με θάρρος)
Ω! Σηκώθηκε και είπε στον σερβιτόρο, «δεν φταις εσύ αγαπητέ μου, εγώ έκανα μιαν απότομη στροφή για να δω καλύτερα την ορχήστρα»
Και στην ερώτηση του σερβιτόρου για το τι θα ήθελαν από εκείνον ώστε να επανορθώσει όσο ήταν δυνατόν, η κυρία Ντομιέ τον καθησύχασε λέγοντάς του: «Μην το παίρνετε τόσο σοβαρά, δεν θα πάθει τίποτε ο σύζυγός μου από μια γουλιά μπύρας που χύθηκε στο σμόκιν του. Εξάλλου ορίστε!» και με μια πετσετούλα σκούπισε το σημείο του σμόκιν του συζύγου της.
Και εκεί τελείωσε το θέμα.
ΜΑΡΙ
Νομίζω ότι κάθε κυρία έτσι περίπου θα φερόταν.
ΑΝΤΡΕ
Κάθε πραγματική κυρία όπως αυτή και σεις ναι. Όχι μία κατ’ όνομα μόνον κυρία…
ΜΑΡΙ
(αλλάζοντας θέμα)
Ώστε λοιπόν και σεις είστε… λάτρης θα έλεγα, της όπερας:!
ΑΝΤΡΕ
Πράγματι. Η Όπερα είναι ένα από τα σημαντικότερα μουσικά επιτεύγματα του Δυτικού πολιτισμού μας και ταυτόχρονα ένα από τα πιο δημοφιλή μουσικά είδη.
ΜΑΡΙ
Αλήθεια. Και θεωρείτε ότι το λιμπρέτο ή η μουσική είναι το σημαντικότερο στοιχείο μια όπερας;
ΑΝΤΡΕ
Όταν το λιμπρέτο είναι σοβαρό, και όχι κωμικό, είναι εκείνο το στοιχείο το οποίο θα έλεγα μονοπωλεί σχεδόν το ενδιαφέρον μου.
ΜΑΡΙ
Η μουσική όμως είναι τις περισσότερες φορές συνεχής και έχει ως απώτερο στόχο τη δραματοποίηση των δρώμενων στη σκηνή. Και όταν την πετυχαίνει τότε είναι συναρπαστική.
ΑΝΤΡΕ
Σε τέτοιες περιπτώσεις βέβαια, εξυπακούεται ότι ενδιαφέρον έχει εξίσου και η μουσική.
(παίρνοντας μια συγκαταβατική έκφραση και με απολογητικό τόνο στη φωνή του)
Κυρία μου, θα ήθελα να διακόψω την συζήτησή μας αυτή, την τόσο ευχάριστη και τόσο αγαπητή, μιας και συζητούμε για κάτι υψηλό όπως είναι η μουσική και δη η όπερα. Πρέπει λοιπόν να μάθετε ότι χαίρομαι που δεν είστε η κυρία Ντομιέ, γιατί… γιατί θα σας είχα κοροϊδέψει αν ήσασταν. Και εξηγούμαι. Δεν βρέθηκα σε εκείνη την δεξίωση καθόλου. Ένας φίλος που είχε πάει, μου μίλησε για το περιστατικό που σας είπα-αυτό με το ποτό που έβρεξε το φράκο του συζύγου της κυρίας Ντομιέ, επίσης μου είπε ότι αυτή η κυρία Ντομιέ ήταν πολύ πολύ όμορφη. Και όταν σας είδα, συνδύασα την ομορφιά της κυρίας Ντομιέ, που μου είχε περιγράψει και εξυμνήσει ο φίλος μου, με την δική σας ομορφιά. Γιατί πράγματι μου την περιέγραψε λες και είχε υπ’ όψιν του εσάς! Και είπα να σας πλησιάσω σαν θαυμαστής αυτής της κυρίας Ντομιέ, που ποτέ δεν είχα συναντήσει. Έτσι, μόνον για να λέω ότι μίλησα με μια εξαιρετικά όμορφη κυρία. Και είπα μέσα μου «τι χάνω;» Όμως είδα ότι έχω χάσει ήδη. Τι έχασα; Την αυτοεκτίμησή μου, διότι χρησιμοποίησα την ομορφιά, το θεόσταλτο και ακριβό αυτό δώρο του θεού στον άνθρωπο, για να προσπαθήσω να ικανοποιήσω την επιθυμία μου, να γνωρίσω δηλαδή κι εγώ ο άσημος, μια όμορφη γυναίκα, και, τουλάχιστον να συζητήσω μαζί της.
ΜΑΡΙ
Το γεγονός κύριε Βενσάν ότι νιώσατε την ανάγκη να απολογηθείτε για αυτή την μικρή σας τόλμη, σας καθιστά άξιον μιας ανταμοιβής. Λίγοι είναι οι άνθρωποι που μετανιώνουν για κάτι ανάρμοστο που έκαναν, πριν αφήσουν να καρπωθούν πρώτα από την τόλμη τους αυτή.
Και θα είμαι εγώ εκείνη που θα σας δικαιολογήσω γι αυτή σας την πράξη, αντί να σας μαλώσω γι αυτήν ακριβώς την τόλμη σας.
Εξάλλου αυτό δεν είναι κάτι αθέμιτο. Ήταν κι αυτός ένας τρόπος για να με πλησιάσετε χωρίς να χρησιμοποιήσετε εκείνα τα ανόητα φερσίματα των κακομαθημένων και αναιδών, που πλησιάζουν μια γυναίκα και της προτείνουν να πάρουν ένα ποτό μαζί ή να την βοηθήσουν με κάτι που αυτή μεταφέρει.
Και μιλώ έτσι γιατί-μάθετε κύριε Βενσάν, ότι- είμαι πράγματι η κυρία Ντομιέ. Σας είπα ότι δεν είμαι αυτή, επειδή κατάλαβα ότι μου λέτε ψέματα, και έτσι θα μπορούσα να φυλαχτώ από έναν ψεύτη, αν εκεί κατέληγε το πράγμα, ενώ δεν θα είχα να χάσω τίποτε παίζοντας το παιχνίδι που σεις είχατε αρχίσει. Γιατί αν ήσασταν στην δεξίωση εκείνη θα σας είχα προσέξει. Ένας κύριος με την δική σας αρρενωπή όσο και φροντισμένη εμφάνιση δεν θα περνούσε απαρατήρητος από μένα. Και οι δυό λοιπόν κοροϊδέψαμε ο ένας τον άλλο.
ΑΝΤΡΕ
Ώστε είστε πράγματι η κυρία Ντομιέ!.. Διπλή κοροϊδία από σας, μονή από μένα. Γιατί δεν υπήρξε καμία δεξίωση και κανένας φίλος δεν μου είπε τίποτε για την ομορφιά κάποιας κυρίας και για ένα περιστατικό με την απροσεξία της.
ΜΑΡΊ
(σαν λίγο βαριεστημένη από όλα αυτά και έτοιμη να σηκωθεί)
Τι λέτε, πηγαίνουμε;..
(πριν αφήσει τον Αντρέ να απαντήσει)
Ήταν τόσο ωραία όλα αυτά…
ΑΝΤΡΕ
Μα ναι. Πηγαίνουμε.
(σηκώνεται και υποκλίνεται μπροστά στην Μαρί τείνοντάς της το χέρι του)
ΜΑΡΙ
(σηκώνεται)
Κύριε Βενσάν ποιο είναι το όνομά σας;
ΑΝΤΡΕ
Αντρέ.
ΜΑΡΙ
Μαρί.
ΑΝΤΡΕ
Μαξίμ;
ΜΑΡΙ
Όχι. Εξέλσιορ. Έχει πιο καθαρά δωμάτια. Να πληρώσουμε τα ποτά μόνον…
ΑΝΤΡΕ
Γκαρσόν!
(έρχεται το γκαρσόν βαριεστημένο)
Τι χρωστάμε;
ΓΚΑΡΣΟΝ
Δυόμισι φράγκα.
ΑΝΤΡΕ
(αφήνει τρία φράγκα)
Τα ρέστα δικά σου αγαπητέ μου.
ΓΚΑΡΣΟΝ
Ευχαριστώ.
(στην Μαρί, σιγά, φιλικά)
Τη βόλεψες κι απόψε Μαράκι!
ΜΑΡΙ
(Ρίχνει ένα υποτιμητικό βλέμμα στο γκαρσόν. Στον Αντρέ, συνωμοτικά)
Paysan…
(Φεύγουν αγκαζέ)
ΑΥΛΑΙΑ